Προς το περιεχόμενο
  • Ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη των εφέ της κιθάρας (1ο μέρος)


    blue

    Τα ακουστικά εφέ χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς για πρώτη φορά στη βιομηχανία του κινηματογράφου ενώ η χρήση τους χρονολογείται από πολύ νωρίτερα στο θέατρο. Διάφορες συσκευές χρησιμοποιούνταν στις παραστάσεις με στόχο την προσομοίωση ιδιαίτερων ήχων, όπως αυτόν του κεραυνού ή του καλπασμού των αλόγων. Κατά τη δεκαετία του 1920 , ταυτόχρονα με την εξάπλωση του ραδιοφώνου, παρατηρήθηκε μια εξέλιξη στο χώρο των ηχητικών εφέ, αφού οι ραδιοφωνικοί σταθμοί προσελάμβαναν προσωπικό αποκλειστικά για την επένδυση των ζωντανών θεατρικών παραστάσεων που εξέπεμπαν. Προς το τέλος της ίδιας δεκαετίας ο κινηματογράφος απέκτησε ήχο, ανοίγοντας νέους ορίζοντες για την τέχνη των εφέ.

    Τα εφέ που συνήθως χρησιμοποιούνταν στις ταινίες της εποχής ήταν echo, reverb, flanger, phaser, chorus, equalizer, φίλτρα, overdrive , fuzz, ring modulation, compression και reverse echo.Ήταν απαραίτητη η επεξεργασία των προ-ηχογραφημένων ηχητικών δειγμάτων , όχι μόνο για ρεαλιστικότερο αποτέλεσμα, αλλά και για την πρόκληση συναισθηματικής έντασης στο ακροατήριο. Για παράδειγμα , ο ήχος ενός πυροβολισμού θα εμπλουτιζόταν με τον ήχο κάποιου ηχογραφημένου κρότου ισοσταθμισμένου (equalized) σε εκείνες τις συχνότητες που θα τον έκαναν να ακούγεται πιο ρεαλιστικός. Στην περίπτωση που ο sound designer ήθελε να δώσει έμφαση στη δραματική σκηνή που περιγράφεται παραπάνω, τότε θα προσέθετε και βάθος (reverb) .  Είναι σημαντική η διαπίστωση ότι είτε ένα εφέ χρησιμοποιήθηκε για την «προσομοίωση» μιας ρομποτικής φωνής σε ταινία επιστημονικής φαντασίας είτε για τον εμπλουτισμό του πλήθους  των αρμονικών της κιθάρας του Jimi Hendrix, το ζητούμενο και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο και στις δύο περιπτώσεις : η συναισθηματική επιρροή που θα προκαλούσε στο ακροατήριο.

    Tα εφέ για την ηλεκτρική κιθάρα έκαναν την εμφάνισή τους χρονολογικά την εποχή που ανθούσε η μουσική των big bands. Ήταν επιτακτική η ανάγκη για μεγαλύτερες εντάσεις ώστε να μπορέσει να ακουστεί μια κιθάρα συνδεδεμένη σε έναν μικρής ισχύος (10-15W) ενισχυτή λυχνίας ανάμεσα σε ομάδες πνευστών οργάνων. Φημολογείται ότι η ανακάλυψη της παραμόρφωσης έγινε εκείνη την περίοδο με δύο διαφορετικές εκδοχές : Η μία αναφέρει ότι κάποια λυχνία καταστράφηκε κατά την εκτέλεση ενός κομματιού και η άλλη ότι το μεγάφωνο του ενισχυτή σκίστηκε από την μεγάλη καταπόνηση. Και  οι δύο εκδοχές συνεχίζουν με τον ίδιο τρόπο : ο ήχος που παράχθηκε κέντρισε το ενδιαφέρον των κιθαριστών και θέλησαν να τον διατηρήσουν. Είναι πολύ πιθανό οι δύο αυτές ιστορίες να είναι ανακριβείς δεδομένου ότι και στις δύο περιπτώσεις η παραμόρφωση που θα δημιουργούσαν αυτές οι βλάβες θα ήταν πολύ έντονη και δεν θα είχε κανένα μουσικό ενδιαφέρον, ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ λογικό η παραμόρφωση να «εφευρέθηκε» από την υπεροδήγηση των λυχνιών των ενισχυτών που χρησιμοποιούσαν εκείνη την περίοδο οι κιθαρίστες, εξαιτίας των μεγάλων εντάσεων που απαιτούσαν οι συνθήκες του παιξίματός τους.

    Η υπεροδήγηση των λυχνιών ενός ενισχυτή δημιουργείται όταν αυτός λειτουργεί σε ασυνήθιστα μεγάλες εντάσεις. Ο ήχος που παράγεται θωρείται πλέον κλασικός και είναι γνωστός ως «tube overdrive».  Oι μουσικοί της εποχής τον αντιλήφθηκαν ως πιο κοντινό στον ήχο των πνευστών και ειδικότερα του σαξοφώνου, όχι μόνο λόγω της διαφοροποίησης στη χροιά εξαιτίας την προσθήκης αρμονικών , αλλά και για την ιδιότητα του ήχου να διατηρείται για περισσότερο χρόνο (sustain).  Τo sustain που αποτελεί έκτοτε ζητούμενο για πολλούς κιθαρίστες ήταν αποτέλεσμα του φαινομένου συμπίεσης (compression) που επίσης συμβαίνει κατά την υπεροδήγηση ενός ενισχυτή λυχνίας.  Αυτή θεωρείται η αρχή της χρήσης των εφέ στην ηλεκτρική κιθάρα, μιας και είναι η πρώτη φορά που κάποια στοιχεία άλλαξαν δραστικά τον ήχο της, μετατρέποντάς τον σε ένα διαφορετικό ηχόχρωμα με μουσικό ενδιαφέρον. 

    Όμως η δημιουργία μιας ξεχωριστής  μονάδας  εφέ που να στοχεύει αποκλειστικά στην «αλλοίωση» του ήχου της ηλεκτρικής κιθάρας έγινε αργότερα. Το 1961 ο Glen Snotty ηχογραφούσε το τραγούδι του Marty Robbins «Don’t worry».  Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, μια βλάβη στο κανάλι της κονσόλας που έγραφε την κιθάρα του Grady Martin δημιουργούσε έναν ασαφή (fuzzy) παραμορφωμένο ήχο.  Τη στιγμή που διακόπηκε η ηχογράφηση για να διορθωθεί η βλάβη της κονσόλας ο Martin ζήτησε να συνεχιστεί η εγγραφή με αυτόν τον τρόπο γιατί του άρεσε ο «λανθασμένος» ήχος.  Αργότερα ο Snotty επινόησε έναν τρόπο προσέγγισης του ίδιου ήχου με τη βοήθεια ενός κυκλώματος με τρανζίστορ και παρουσίασε την εφεύρεσή του στην Gibson. 

    Maestro fuzzΣύντομα η Gibson παρουσίασε στην αγορά το «Maestro Fuzz-Tone» , προμηθεύοντας τα καταστήματα με 5000 τέτοιες μονάδες. Στο εγχειρίδιο λειτουργίας του αναφερόταν χαρακτηριστικά  : «Το Fuzz-Tone είναι σχεδιασμένο για να δημιουργεί ένα συναρπαστικό νέο ήχο κιθάρας. Αυτό επιτυγχάνεται με ειδικά ελεγχόμενη παραμόρφωση. Συνεπώς μην ενοχληθείτε από την παραγωγή ενός “Fuzz effect”. Αυτός είναι ο ήχος που παράγει αυτό το πετάλι-ένας ιδιαίτερα διαφορετικός και συναρπαστικός ήχος.»
    Για 3 συνεχόμενα έτη οι μουσικοί δεν έδωσαν σημασία στη νέα αυτή εφεύρεση, ώσπου η κυκλοφορία του «Satisfaction» των Rolling Stones έδρασε καταλυτικά για την προώθησή του. Στα επόμενα 2 χρόνια πουλήθηκαν πάνω από 24.500 πετάλια.

     

    Εκείνη την περίοδο, o Roger Mayer κατασκεύαζε τη δική του εκδοχή του Fuzz Tone για τον φίλο του Jimmy Page. H αγγλική εταιρεία Sola Sound κυκλοφόρησε μια εκδοχή με 2 τρανζίστορ το 1965, το πασίγνωστο Tone Bender, ενώ ένα κύκλωμα με 3 τρανζίστορ προστέθηκε στα τέλη του 1966 στο Vox Tone Bender Professional MKII.  Η αποδοχή από τους μουσικούς ήταν τεράστια και έτσι δημιουργήθηκε η ανάγκη για χρήση διαφορετικών ήχων στην ηλεκτρική κιθάρα. Η επανάσταση ήταν τόσο μεγάλη που κάποιες Vox tonebenderεταιρείες κατασκευής ενισχυτών ξεκίνησαν να περιλαμβάνουν κυκλώματα παραμόρφωσης στους ενισχυτές τους. Βελτιώσεις και διαφοροποιήσεις στα αρχικά κυκλώματα συνέχισαν να πραγματοποιούνται και συνεχίζονται μέχρι σήμερα.

     

    Το 1967 ο Roger Mayer παρουσίασε στον Jimi Hendrix το Octavia, ένα fuzz πετάλι με το επιπλέον χαρακτηριστικό να προσθέτει μια οκτάβα ψηλότερη στον παραμορφωμένο ήχο. Ακολούθησε το Super Fuzz της Univox που χρησιμοποιούσε τρανζίστορ σιλικόνης αντί γερμανίου και το 1968 κατασκευάστηκε το EHX Big Muff, που χρησιμοποιείται κατά κόρον στη rock δισκογραφία έκτοτε. Η εμπορική επιτυχία των πεταλιών για ηλεκτρική κιθάρα και η αποδοχή που είχαν οι πρώτες μονάδες εφέ από τους κιθαρίστες ώθησαν τις εταιρείες στην έρευνα για δημιουργία νέων πρωτοποριακών εφέ.

     

    Συνέχεια στο 2ο μέρος.

    • Like 4

    Feedback χρήστη

    Πρόταση

    Δεν υπάρχουν σχόλια.



    Δημιουργήστε λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

    Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

    Δημιουργήστε λογαριασμό

    Γραφτείτε στην παρέα μας. Είναι εύκολο!

    Δημιουργία λογαριασμού

    Σύνδεση

    Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

    Σύνδεση

×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου