Προς το περιεχόμενο

Η ΚΙΘΑΡΑ (διήγημα)


Προτεινόμενες αναρτήσεις

Η ΚΙΘΑΡΑ

 

Η κιθάρα τού είχε γίνει έμμονη ιδέα. Έβλεπε στον ύπνο του πως ήταν στη σκηνή με τη μαύρη αμερικάνικη Fender Telecaster, κι από κάτω μια λαοθάλασσα που τον αποθέωνε. Όμως, δεν είχε λεφτά κι ο πατέρας του ούτε που ν’ ακούσει για κιθάρα, και μάλιστα ηλεκτρική. Όποτε μπορούσε, έπαιρνε το τρόλεϊ και κατέβαινε στο κέντρο, εκεί Ακαδημίας, Χαριλάου Τρικούπη, Σόλωνος˙ εκεί ήταν η αυλή των ονείρων του. Κόλλαγε στις βιτρίνες με τις ώρες και χάζευε τις κιθάρες. Άλλες ήταν μονόχρωμες με χρυσά κλειδιά κι ακριβούς μαγνήτες, άλλες σε σχήμα V με φωτιές και δράκους, άλλες σαν κι αυτές που έβλεπε στο MTV, όμως καμιά δεν έφτανε την αγαπημένη του Tele. Μια φορά την είχε αγγίξει, την είχε βάλει στον ενισχυτή ο πωλητής και του την έδωσε να την ακούσει. Παρόλο που δεν ήξερε ούτε ένα ακόρντο, κατέβασε τον αντίχειρα απαλά στις χορδές και… έλιωσε! Από τότε πήγε κι άλλες φορές, αλλά δεν έμπαινε μέσα… Κι η καρδιά του χτύπαγε σαν τρελή. Έτσι και σήμερα, ήταν Σάββατο κι είχε έρθει από νωρίς. Ήθελε τόσο πολύ να μπει μέσα αλλά ντρεπόταν, το ’βλεπε σαν τράκα. Έκανε καμιά βόλτα και ξαναγύριζε. Την έβλεπε στη γνωστή της θέση, ακίνητη και μεγαλοπρεπή, να περιμένει να ζωντανέψει στα χέρια του. Τότε έγινε το κακό. Πρέπει να ήταν δεκαοχτώ, δεκαεννιά χρονών. Ήρθε με τη μάνα του. Φαινόταν ευκατάστατοι. Ο αντίζηλος έπιασε την αγαπημένη του με τα βρωμερά του χέρια, έπαιξε με θλιβερό τρόπο τις εφτά πρώτες νότες απ’ το Smoke on the Water και είπε «αυτή θέλω»! Ο φλώρος! Ο άσχετος! Ο Κολωνακιώτης… τη δική του κιθάρα, την αγαπημένη! Ο πωλητής την έβαλε στη θήκη, η μαμά του φλώρου πλήρωσε, και βγήκαν έξω. Τους κοίταζε αποσβολωμένος, ήθελε να τους πει «που πάτε ρε, με την κιθάρα μου; Τι δουλειά έχετε εσείς μ’ αυτήν; Κάτω τα χέρια!». Όμως, δεν είπε τίποτα, το στομάχι του είχε δεθεί κόμπο. Οι Κολωνακιώτες μπήκαν σ’ ένα ταξί και σε λίγο χάθηκαν από μπροστά του. Αυτός κάθισε στο διπλανό πλατύσκαλο μέχρι να ηρεμήσει, και δέκα λεπτά αργότερα πήρε το τρόλεϊ για το σπίτι. Δεν μιλιόταν! Είπε στη μάνα του ένα ξερό «γεια»,  και πήγε στο δωμάτιό του. Σε λίγο άκουσε το κουδούνι και τον πατέρα του να τον φωνάζει. -Έλα ’δω, ρε μπαγάσα! Πήγε στην κουζίνα, απ’ όπου ακουγόταν η πρόσκληση, με βαριά καρδιά. -Χρόνια σου πολλά, να τα εκατοστήσεις, είπε η μητέρα του. -Άντε ρε! φώναξε γελώντας ο πατέρας του, αφού σ’ αρέσει τόσο η μουσική, χαλάλι σου! Τράβα μέσα. Στο τραπέζι του σαλονιού… Ναι, σήμερα ήταν τα γενέθλιά του. Τα καλύτερα γενέθλια της ζωής του. Οι προσευχές του εισακούστηκαν! Τους φίλησε και τους δύο κι έτρεξε στο σαλόνι. Πάνω στο τραπέζι ήταν μια τεράστια σακούλα με τη φίρμα Μουσικού Οίκου. Την άνοιξε βιαστικά. Μέσα στη μαύρη θήκη ήταν ένα ολοκαίνουργιο μπουζούκι.

 

Δημήτρης Μητσοτάκης

Το διήγημα «Η ΚΙΘΑΡΑ» δημοσιεύτηκε στο περιοδικό METROPOLIS PRESS το Δεκέμβριο του 2003.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργήστε λογαριασμό

Γραφτείτε στην παρέα μας. Είναι εύκολο!

Δημιουργία λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Σύνδεση
×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου