Προς το περιεχόμενο

nikodemos

Guru
  • Αναρτήσεις

    1.498
  • Μέλος από

  • Τελευταία επίσκεψη

  • Ημέρες που κέρδισε

    1

Ότι δημοσιεύτηκε από nikodemos

  1. Από το Νοέμβριο ξεκινάω (σε συνεργασία με το nVelope Recording Studio στην Θεσσαλονίκη για αρχή) μια σειρά από mini (ή ταχύρυθμα αν προτιμάτε) courses γύρω από την ηχοληψία, μίξη και μουσική παραγωγή εν γένει. Όλα τα courses θα έχουν διάρκεια 12 ώρες χωρισμένα σε 2ωρα εβδομαδιαία sessions. Τα τμήματα θα είναι ολιγομελή με μέγιστο αριθμό συμετεχόντων τα 5 άτομα. Mini mixing course “Introduction to Mixing” Duration 6 x 2Hours sessions Attendance 3-5 Σήμερα σας παρουσιάζω λοιπόν αυτά τα courses ξεκινώντας από το πρώτο από αυτά με κεντρικό θέμα την μίξη και τίτλο "introduction to mixing". Η θεματολογία και το περιεχόμενο απευθήνεται τόσο σε αρχάριους όσο και σε έμπειρους μηχανικούς ήχου ή απλά λάτρεις της μουσικής παραγωγής. Το course περιλαμβάνει τόσο θεωρητικά όσο και πρακτικά μαθήματα, πληθώρα υλικού (ηχητικού και σε μορφή σημειώσεων) καθώς και hands on practice από τους συμμετέχοντες. Εισαγωγή (1 session - 2 hours): Τι είναι η μίξη και η θέση της στην παραγωγική αλυσίδα, producer vs mixing engineer: σχέση και αλληλεπιδραση, mixing ethics, μίξη και ενορχήστρωση, mixing ITB vs analog Μέρος πρώτο (1 session - 2 hours) : Αισθητική προσέγγιση, σκοπός και ζητούμενο (μουσικό είδος, μελωδική και αρμονική κίνηση, ρυθμός, δυναμική κίνηση και περιεχόμενο, ενορχήστρωση, λάθη και παραλήψεις, πρωταγωνιστές και κομπάρσοι, target group, industry standards & trends κλπ) Μέρος δεύτερο (4 sessions - 8 hours): Τεχνική προσέγγιση και υλοποίηση (γενικές κατευθύνσεις και ζητούμενο, μεθοδολογία, editing & tuning, levelling, stereo imaging, equalisation, dynamic processing, routing & busing, effects and spatial processing, automation, bus processing, export considerations). Γενικές κατευθύνσεις και ζητούμενο στη μίξη: format & sample rate considerations, δυναμική περιοχή, μέση στάθμη vs peak level, στερεοφωνική εικόνα και phase correlation, συχνοτική απόκριση. Μεθοδολογία: rough mix & ακρόαση, monitoring considerations and listening levels, step by step & forward to backward approach, the solo button hazard, ονοματοδοσια και κωδικοποιηση, workspace layout & the black screen effect, προσαρμογή του project (bpm, grid settings, markers & regions), the analogue factor (learn to love your mix), saving projects and back up. Editing & tuning: επιδιορθωτικό editing - tips & tricks, editing preparation (the EDM approach), editing & arrangement, destructive editing και “analog περιορισμοί”, printing tracks, tuning considerations (επιδιορθωτικό και δημιουργικό κούρδισμα, περιορισμοί και όρια, συχνά λάθη και λύσεις). Levelling: επιλογή και δημιουργία σημείων αναφοράς, διαδραστικές ομάδες και βήματα, dynamic range & headroom considerations, target level και δυναμική κίνηση. Stereo imaging: panning laws, stereo content και τοποθέτηση, mono content και τοποθέτηση, phase issues, στερεοφωνία και συχνοτικό περιεχόμενο, στερεοφωνική κίνηση και κέντρο, βασικές επιλογές και συχνά λάθη Equalisation: επιδιορθωτικό vs δημιουργικό eq, αφαιρετική προσέγγιση και επικίνδυνες συχνοτικές περιοχές, ισοστάθμιση και levelling, ισοστάθμιση και στερεοφωνική εικόνα, φίλτρα και η σημασία τους (+the analog factor), ισοστάθμιση σε μεμονωμένα tracks vs groups, διαδραστικότητα με τα υπόλοιπα τμηματα της αλυσίδας (compression as eq, processing chain order), ο ρόλος του bandwidth και οι διαφορετικοί τύποι bell eq, ποιο eq να επιλέξω, πρέπει να επιλέξω eq? Dynamic processing: είδη δυναμικής επεξεργασίας και χρήση τους στη μίξη, δυναμική επεξεργασία ως levelling, limiting & sound shaping, θέση των δυναμικών επεξεργαστών στο signal chain, επεξεργασία παράλληλα ή σε σειρά, χρήση πολλαπλών δυναμικών επεξεργαστών σε σειρά, επεξεργασία σε μεμονωμένα κανάλια, ομάδες και στο σύνολο, step by step compression, πότε χρησιμοποιώ δυναμικούς επεξεργαστές στη μίξη και ποιον να επιλέξω (τύποι, διαφορές και basic settings approach). Routing & busing: βασική δρομολόγηση του σήματος κατά την μίξη, διαφορές στην σειριακή και παράλληλη δρομολόγηση, δημιουργία ομάδων και υποομάδων - σκοπός και δυνατότητες. Effects & spatial processing: τύποι επεξεργαστών και χρησιμότητα, δρομολόγηση, basic reverb modes & settings approach, basic delay settings approach, basic modulation modes & settings approach, χρήση πολλαπλών επεξεργαστών σε σειρά. Automation: automating everything - πότε, πως και γιατί, level automation vs compression vs gain change & volume envelopes, tips & tricks using automation, mixbus automation. Bus processing: glue processing & the analog factor, επεξεργασία στο mixbus - πότε, πως και γιατί, επεξεργαστικές αλυσίδες στο mixbus - compression, eq, saturation - σειρά, ζητούμενο και basic settings approach. Export considerations: peak level & RMS, bit depth & sample rate, track offset, dithering & noise shaping, file format, batch processing vs real time export, exporting to a master recorder. Extra features: Saturation & clipping, exotic effect chains (distortion, vocoders etc), midi tracks implementation , combining mixes - exports, hybrid mixing. Mini recording course “introduction to recording” Duration 6 x 2Hours sessions Attendance 3-5 το δεύτερο από τα mni audio courses που θα ξεκινήσουν το Νοεμβριο ονομάζεται "introduction to recording" και περιλαμβάνει όλα όσα χρειάζεται να ξέρει κάποιος για να ξεκινήσει να ηχογραφεί και πολλά ακόμη θέματα που αρκετές φορές είναι άγνωστα ή "θολά"και για πιο εμπειρους ηχολήπτες και μηχανικούς ήχου. Session 1 - 2hrs Εισαγωγή - Βασικές αρχές audio θεωρείας (μετατροπές του σήματος, δρομολόγηση, σκοπός και ζητούμενο, εργαλεία, προυποθέσεις, monitoring κλπ) Session 2 - 2hrs Ακουστική χώρων και ηχογράφηση, προβλήματα και λύσεις Session 3 - 2hrs Μικρόφωνα - είδη και χαρακτηριστικά, τρόπος λειτουργίας, επιλογές Session 4 - 2hrs Μικρόφωνα - βασικές τεχνικές τοποθέτησης, στερεοφωνικές τεχνικές και advanced τεχνικές. Session 5 - 2hrs Ηχογράφηση Α - διαχείριση πολλαπλών μικροφώνων, ταυτόχρονη ηχογράφηση πολλών πηγών (live recording), δρομολόγηση, ενίσχυση και επεξεργασία σήματος κατά την ηχογράφηση (συχνοτική και δυναμική επεξεργασία). Session 6 - 2hrs Ηχογράφηση Β - επεξεργασία σήματος κατά την ηχογράφηση (συχνοτική και δυναμική επεξεργασία), track management, edit on the fly. “The Project Studio Setup” mini course Duration 6 x 2Hours sessions Attendance 3-5 (“Project Studio setup” e-book included) 3ο στη σειρά workshop της σειράς mini audio courses για αυτό το Νοέμβριο το "The Project Studio Setup". Βασισμένο στο ομώνυμο e-book μου το συνολικής διάρκειας 12 ωρών workshop θα σας μάθει ότι χρειάζεται για να βελτιώσετε ή να στήσετε από την αρχή το project, home ή και commercial studio που πάντα ονειρευόσασταν... σχεδίαση και προγραμματισμός, ακουστική χώρων, ακουστική διαμόρφωση, συστήματα monitoring, επιλογή και ενσωμάτωση εξοπλισμού, καλωδίωση και πολλά πολλά ακόμη σε 6 δύωρα sessions. Session 1 - 2hrs Εισαγωγή - Σκοπός και ζητούμενο, σχεδίαση, προγραμματισμός, υλοποίηση - συχνά προβλήματα και λύσεις Session 2 - 2hrs Acoustics 101 - Βασικές αρχές ακουστικής, ηχομείωση και ακουστική διαμόρφωση χώρου Session 3 - 2hrs Συστήματα αναπαραγωγής - monitoring, επιλογή και τοποθέτηση, calibration, συχνά προβλήματα και λύσεις Session 4 - 2hrs Επιλογή και ενσωμάτωση ηχητικού εξοπλισμού - The Daw studio Session 5 - 2hrs Επιλογή και ενσωμάτωση ηχητικού εξοπλισμού - The hybrid studio (the analogue factor) Session 6 - 2hrs Ηλεκτρική εγκατάσταση , audio καλωδίωση - σχεδιασμός, προβλήματα και λύσεις. για οποιαδήποτε πληροφορία κλπ είμαι στην διάθεση σας ενώ για δηλώσεις συμμετοχής, τιμές κλπ μπορείτε να στείλετε email στο *****@*****.tld thanks for your time!
  2. Ημ/νία: 16:36 - 08/10/08 Εισαγωγή: Κάποιες απλές σκέψεις και προτροπές για όποιον σκέφτεται να ξεκινήσει να ασχολείται με τον συναρπαστικό και περιπετειώδη κόσμο του home recording. Αφορμή (και αρχική δημοσίευση) το θέμα με τον πολύ ευστοχο τίτλο "home recording for dummies". Μπορείτε να το βρείτε εδώ: http://www.noiz.gr/index.php?topic=160830.0 ...χωρίς καποια συγκεκριμένη σειρά: - Επιλέξτε σαν χώρο το δωμάτιο στο οποίο σας "ενοχλούν" και "ενοχλείτε" λιγότερο. Αν υπάρχει η δυνατότητα να επέμβετε "δραστικά" στον χώρο ρίξτε μια ματιά εδώ http://www.noiz.gr/index.php?topic=158312.0 Είναι λίγο βαρετό ώρες - ώρες αλλά νομίζω ενδιαφέρον.... - Επειδή όταν λέμε ηχογράφηση εννοούμε πρώτα απ'όλα "ηλ.ρεύμα" φροντίστε (όχι εσείς οι ίδιοι - ΜΟΝΟ κάποιος εξειδικευμένος επαγγελματίας) να έχετε μια "καθαρή" και σωστά γειωμένη ηλεκτρολογική εγκατάσταση. Πρωτίστως για λόγους ασφάλειας αλλά και βέβαια για να αποφύγετε τα σχετικά τεχνικά προβλήματα στις ηχοληπτικές σας αναζητήσεις. - Φροντίστε για το τι και πως ακούτε. Ενα σωστό monitoring σύστημα και ένας σωστός (στα όρια του δυνατού ) ακουστικά χώρος είναι σίγουρα πολύ πιο σημαντικός από την συγκέντρωση 70.000 plugins & vst instruments ...ξεκινήστε από τα βασικά... πριν δηλαδή αρχίσετε να ψαχνετε για "ηχοαπορόφηση", bass traps, difussers κλπ μάθετε να τοποθετήτε σωστά τα ηχεία σας αλλά και πως λειτουργούν αυτά στον χώρο σας - Προσπαθήστε να κατανοήσετε τον "ψηφιακό ήχο". H σωστή αντίληψη εννοιών όπως bitrate, wordlength, dithering, sampling rate κλπ κλπ θα σας βοηθήσουν να "βουτήξετε πιο βαθιά" στο θέμα "ηχογράφηση" αλλά και να αποφύγετε αστικούς μύθους, άσκοπες αναζητήσεις, πιθανά τεχνικά προβλήματα αλλά ίσως και άσκοπα έξοδα - Αντιληφθήτε την σημασία κάθε κρίκου ενός recording chain (πχ ηχητική πηγή, μικρόφωνο, προενίσχυση, AD conversion, DAW, DA conversion, monitoring). - Μάθετε πρώτα να δουλεύετε και να αξιοποιήτε στο έπακρο τα εργαλεία που τυχόν έχετε στα χέρια σας, πριν αποφασίσετε να γεμίσετε τον υπολογιστή σας με προγράμματα. - Μην χρησιμοποιήτε σπασμένα προγράμματα. Πέρα από το παράνομο και ανήθικο του πράγματος χάνετε το πιο βασικό στην χρήση Η/Υ. Την υποστήριξη. Στην τελική υπάρχει αφθονία freeware λογισμικού. Ξεκινήστε από εκεί και αν σας αρέσει το άθλημα επενδύστε. - Η σωστή audio καλωδίωση και διασύνδεση είναι βασική προυπόθεση για ένα πετυχημένο homestudio. Θα πρέπει να μάθετε έννοιες όπως operating level, ballanced-unballanced, line-mic-instrument level κλπ κλπ. Η σωστή διασύνδεση και "επικοινωνία" ανάμεσα στις διάφορες συσκευές (κάρτα ήχου, outboard επεξεργαστές, monitor ηχεία κλπ) αποτελεί προυπόθεση. - Επιλέξτε τον εξοπλισμό σας έχωντας κατά νου πως μιλάμε για μια "αλυσίδα" όπου κάθε κρίκος είναι ιδιαίτερα σημαντικός για το συνολικό αποτέλεσμα. Δεν έχει νόημα πχ η συνύπαρξη ενός πανάκριβου DA μετατροπέα με ένα ζευγάρι ηχεία της κακιάς ώρας, ούτε ένα πανάκριβο ζευγάρι monitors σε έναν άθλιο "ακουστικά" χώρο και ούτω καθ' εξής. - Επιλέξτε DAW με βάση τις πραγματικές σας ανάγκες και όχι το hype γύρω από κάθε επιλογή και "κτίστε" (ή πάρτε το έτοιμο ) έναν υπολογιστή αποκλειστικά για μουσική χρήση. Το ίντερνετ και η αλόγιστη προσθαφαίρεση προγραμμάτων μπορεί να αποβούν καταστροφικά. - Δώστε ιδιαίτερη βάση στο πόσο εργονομικό και ξεκούραστο είναι το περιβάλλον εργασίας σας (θέση ακρόασης, διάταξη χώρου, ευκολία πρόσβασης στον εξοπλισμό, φωτισμός, ποιότητα οπτικού monitoring, ηχητικά επίπεδα ακρόασης κλπ) Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, η επιπόνηση της σπονδυλικής στήλης και τα ακουστικά τραύματα καραδοκούν και δεν έχουν καθόλου πλάκα - Μην παίρνετε ως δεδομένο ότι γράφει κάποιος στο ίντερνετ . Ψάξτε, διαβάστε, πληροφορηθήτε αλλά πάντα με κριτική διάθεση. Σίγουρα υπάρχει απίστευτα μεγάλη ποσότητα γνώσης γύρω από το θέμα στο διαδίκτυο. Υπάρχει όμως και παραπληροφόρηση.
  3. Ημ/νία: 13:41 - 04/01/09 Εισαγωγή: ....μια μικρή εισαγωγή και γνωριμία με την έννοια της δυναμικής επεξεργασίας (compression, limiting, expanding, gating) κατά την διάρκεια μιας ηχογραφήσης.... Όταν μιλάμε για δυναμικούς επεξεργαστές εννοούμε τους επεξεργαστές εκείνους που επεμβαίνουν στο δυναμικό εύρος, την στάθμη και τις μικροδυναμικές του εισερχόμενου σήματος και αυτοί είναι το compression, το limiting και το expanding/noise gating. Το compression είναι ένα από τα πιο παρεξηγημένα είδη επεξεργασίας με φανατικούς υπέρμαχους και φανατικούς εχθρούς.....κάτι μάλλον λογικό καθώς μιλάμε για επεξεργαστές με πολυποίκιλα αποτελέσματα από πολύ “απαλά” και ανεπαίσθητα έως ιδιαίτερα δραστικά (και πολλές φορές ακόμη καικαταστροφικά) και ιδιαίτερα “μουσικά” αλλά και χειριστές που πολλές φορές δεν αντιλαμβάνονται είτε τον σκοπό είτε τον τρόπο λειτουργίας, είτε τις σημαντικότατες διαφορές από υλοποίηση σε υλοποίηση..... Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή... Τα compressors είναι ουσιαστικά ένας ενισχυτής που μεταβάλει αυτοματοποιημένα την ένταση του σήματος εισόδου σε πραγματικό χρόνο (levelling amplifier).... ο βάσικος λόγος ύπαρξης του (τουλάχιστον όταν πρωτοεμφανίστηκε) ήταν αφενός να “δαμάσει” την δυναμική περιοχή της ηχητικής πηγής προσαρμόζωντας την στο περιορίσμένο δυναμικό εύρος των τότε μέσων καταγραφής και προφυλασωντας το εισερχόμενο σήμα από πιθανή (ανεπιθύμητη) υπεροδήγηση και αφετέρου η επίτευξη μιας (επιθυμητής) σταθερής μέσης στάθμης σε ότι αφορά την ένταση εξόδου, απαλαγμένης από έντονες διακυμάνσεις , χωρίς (εύκολα) ακουστές παρενέργειες. Ουσιαστικά μιλάμε για εξασθένηση των κορυφών (peaks) με ταυτόχρονη ενίσχυση της μέση στάθμης (program level). Με το πέρασμα του χρόνου έγινε αντιληπτό ότι τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντα τα αναμενόμενα... είτε οι παρενέργειες ήταν ιδιαίτερα αισθητές, είτε οι συγκεκριμένοι επεξεργαστές δεν έφερναν τα επιθυμητά αποτελέσματα στο θέμα levelling (τουλάχιστον σε σχέση με το χειροκίνητο ή αργότερα αυτοματοποιημένο fader riding – τον συνεχή δηλαδή έλεγχο της στάθμης μέσω των faders). Ταυτόχρονα όμως και εξαιτίας ακριβώς αυτών των “παρενεργειών”(πολλές φορές ιδιαίτερα “μουσικών” και εύηχων) δημιουργήθηκε ένα εντελώς νεό είδος επεξεργασίας που είχε να κάνει με τον έλεγχο των μικροδυναμικών του εισερχόμενου σήματος και πως αυτός επηρέαζε την χροιά, την αίσθηση του χώρου, τα transients, την στερεοφωνική εικόνα, τις αναλογίες του συχνοτικού περιεχομένου κλπ κλπ ανάλογα με την σχεδίαση και την χρήση του επεξεργαστή... και έτσι φτάσαμε από τα levelling amplifiers στους επεξεργαστές δυναμικής περιοχής... Οι επεξεργαστές δυναμικής περιοχής λοιπόν είναι ένα πολύ δυνατό και ευέλικτο εργαλείο στα χέρια ενός ηχολήπτη σε όλα τα στάδια μιας μουσικής παραγωγής, το οποίο μπορεί πολύ εύκολα όμως από πλεονέκτημα να μετατραπεί σε μειονέκτημα. Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε πως τους “κανόνες” στην χρήση αυτών των επεξεργαστών τους επιβάλει η εκάστοτε μουσική παραγωγή που καλούνται να υπηρετήσουν.. με άλλα λόγια δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες... υπάρχουν βέβαια συγκεκριμένες τεχνικές (και άπειρες παραλλαγές τους) η ουσία όμως είναι να μπορούμε να αντιληφθούμε το πότε και με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιήσουμε το συγκεκριμένο είδος επεξεργασίας ανάλογα και με το μουσικό περιεχόμενο. Δυστυχώς για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ανθρώπων τα compressors είναι απλά και μόνο ένας τρόπος για να ανεβάσουμε την μέση στάθμη μιας ηχογράφησης, πολλές φορές ακόμα και εις βάρος του ίδιου του μουσικού περιεχομένου...έτσι ειδικά σήμερα ακούμε πολλές παραγωγές με εντελώς ανύπαρκτο δυναμικό εύρος και “ισοπεδωμένες” μικροδυναμικές... το περίεργο είναι πως αυτή η μεθοδολογία οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα... η έλειψη δυναμικής “κίνησης” σε μια ηχογράφηση οδηγεί τελικά σε ένα αναιμικό και πλαδαρό αποτέλεσμα με ανύπαρκτη την αίσθηση της “έντασης” όπως την αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο αυτί.... Και μην ξεχνάμε βέβαια το πόσο τραγικό είναι σε μια εποχή που έχουμε την δυνατότητα για τεράστιο δυναμικό εύρος (>120db) να προσπαθούμε να τα στριμώξουμε όλα μέσα στα τελευταία 5-10db..... Στην πραγματικότητα λοιπόν οι compressor επεξεργαστές είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλά έναν τρόπο να ελέγχουμε την ένταση και την δυναμική περιοχή του εισερχόμενου σήματος.....μπορούν να δουλέψουν στην λογική ενός eq τονίζωντας ή εξασθενώντας μια συγκεκριμένη περιοχή, μπορούν να αναδείξουν τον περιβάλλοντα χώρο ή να τον εξαφανίσουν , μπορούν να υπεροδηγηθούν προσθέτωντας αρμονικό περιεχόμενο, μπορούν να συνδυαστούν μεταξύ τους ή με άλλους επεξεργαστές κλπ κλπ κλπ ......στην συνέχεια θα δούμε κάποιες από τις βασικότερες τεχνικές καθώς και κάποιες λίγο πιο “εξωτικές” και ιδιαίτερες.... Σήμερα υπάρχουν διαθέσιμες πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις σε ότι αφορά την σχεδίαση του input signal detection & gain reduction κυκλωματος, αρκετές παραλλαγές τους σε ότι αφορά την σχεδίαση του make up (output) gain stage και πολλές διαφορετικές τεχνικές χρήσης ανάλογα με την περίσταση. Ας δούμε λοιπόν πρώτα τα διαφορετικά είδη compression επεξεργαστών και τα ιδιαίτερα ηχητικά χαρακτηριστικά τους...... VCA Όπως υποδηλώνει και η ονομασία μιλάμε για δυναμικούς επεξεργαστές που χρησιμοποιούν VCA's (Voltage Controlled Amplifier) ως gain reduction. Τα VCA comps είναι εκ φύσεως πολύ “γρήγορα” σε ότι αφορά την ταχύτητα απόκρισης πράγμα που καθιστά τους συγκεκριμένους επεξεργαστές ιδιαίτερα ευέλικτους, από έναν απλό ανεπαίσθητο “έλεγχο” της δυναμικής περιοχής του σήματος ( “κόβωντας” δηλαδή μόνο τις κορυφές) έως ακραίο limiting και όλα τα ενδιάμεσα..... στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους είναι το χαρακτηριστικό pumping σε ακραία settings (που χαρακτηρίζει τις περισσότερες ποπ παραγωγές των 80ς) . Σε πολύ κόσμο δεν αρέσει ο τρόπος με τον οποίο υπεροδηγήται το σήμα σε ένα VCA compressor (το πολύ γρήγορο slap clipping) νώ άλλοι το βρίσκουν ιδαίτερα χρήσιμο (ειδικά σε parallel compression). Σε γενικές γραμμές και με moderate χρήση θεωρούνται αρκετά “αχρωμάτιστοι” και γενικής χρήσης επεξεργαστές. Συνήθως τα συναντάμε είτε σαν tracking compressor σε μεμονωμένα tracks είτε σαν buss compressor (κυρίως σε τύμπανα και όργανα με έντονα transients) είτε και σαν mix compressor. Υπάρχουν κυριολεκτικά άπειρες επιλογές αλλά σίγουρα κάποιες από τις πιο χαρακτηριστικές (και επιδραστικές) σχεδιάσεις είναι τα DBX 160VU, Neve 2254 και SSL 4000 Buss Compressor. Optical Σε αυτή την κατηγορία εντάσονται οι επεξεργαστές που χρησιμοποιούν ένα optical detector για να οδηγήσει το gain reduction.......στην ουσία δηλαδή έχουμε ένα οπτικό στοιχείο το φως του οποίου αυξάνεται ανάλογα με την τάση του σήματος εισόδου και ένα ανιχνευτή που το παρακολουθεί και καθορίζει πότε μπαίνει σε λειτουργία το gain reduction κύκλωμα. Αυτή η σχεδίαση έχει ως αποτέλεσμα όχι ιδιαίτερα “γρήγορο” αλλά ευέλικτο compression και ταυτόχρονα πολύ smooth και “φυσικό” gain reduction με πολύ ομαλό attack και release.....Τα Opto είναι απο τα πιο διαδεδωμένα tracking compressors κυρίως λόγω της “αχρωμάτιστης” (σε ότι αφορά το gain reduction) συμπεριφοράς και του smooth χαρακτήρα τους που βοηθάει στην δημιουργία ενός πιο”στρόγγυλου” σήματος απαλλαγμένου από ανεπιθύμητες κορυφές και στην επιθυμητή μέση στάθμη διατηρώντας όμως τις μικροδυναμικές του και την φυσική του κίνηση..... Εννοείται πως μεγάλο ρόλο στο γενικότερο θέμα “χρώμα” παίζει το make up gain stage το οποίο διαφοροποιείται από υλοποίηση σε υλοποίηση (valve, op amps κλπ) ενώ εξίσου διαδεδομένη είναι η συγκεκριμένη κατηγορία και κατά την διάρκεια της μίξης ακριβώς λόγω της ευελιξίας της. Από τις πιο διαδεδομένες υλοποιήσεις είναι τα Teletronix LA2A και TubeTech FET Εδώ έχουμε άλλη μια κατηγορία solid state κυκλώματος, επίσης εξαιρετικά “γρήγορο” στην απόκριση (μετά τα VCA) αλλά και με αρκετά ιδιαίτερα “ηχητικά” χαρακτηριστικά....οι επεξεργαστές αυτής της κατηγορίας έχουν ένα πολύ ιδιαίτερο “ηχόχρωμα” όταν υπεροδηγούνται εξαιτίας του αρμονικού περιεχομένου και της αρμονικής παραμόρφωσης που προσθέτουν στο εισερχώμενο σήμα κατά το στάδιο του analog clipping. Ανήκουν σίγουρα στην κατηγορία των “χρωματισμένων” επεξεργαστών και σίγουρα δεν είναι η κατάλληλη επιλογή αν το ζητούμενο είναι transparent gain reduction.....αντίθετα μπορούν να έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα όταν ο χαρακτήρας είναι το ζητούμενο σε όργανα με πολύ έντονο δυναμικό περιεχόμενο όπως τα τύμπανα αλλά και η φωνή. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο UA (Urei) 1176 και άξιο αναφοράς ένα setting που τον έκανε διασημο....έγινε γνωστό όταν κάποιος παραγωγός πίεσε ταυτόχρονα και τα 4 ratio settings ενός 1176....το αποτέλεσμα ήταν ένα τρομερά γρήγορο , “ανορθόδοξο” αλλά ταυτόχρονα τρομερά “μουσικό” limiting που “τρέλαινε” την βελόνα του VU meter καθώς το gain reduction έμπαινε απότομα σε λειτουργία από το εισερχώμενο σήμα......το συγκεκριμένο setting έμεινε γνωστό ώς “all buttons in” ή “British Mode”. Variable Mu Εδώ μιλάμε για μια σχεδίαση βασισμένη σε ένα κύκλωμα λυχνίας (Mu είναι η τάση που περνάει από την λυχνία). Το ratio του gain reduction σε μια τέτοια σχεδίαση καθορίζεται από την τάση της λυχνίας εισόδου......αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει ένα σταθερό setting για το compression ratio αλλά αντίθετα αυτό μεταβάλεται διαρκώς ανάλογα με την στάθμη του εισερχόμενου σήματος, καθιστώντας τις συγκεκριμένες σχεδιάσεις ιδιαίτερα “μουσικές” και έυηχες με πολύ φυσικό και smooth limiting. Ταυτόχρονα βέβαια είναι και οι πιο “αργές” στην απόκριση ενώ η ύπαρξη λυχνιών και η πιθανή υπεροδήγηση τους τις κάνει ιδιαίτερα χρωματισμένες...Τα Mu comps είναι ιδανικά για να αναδεικνύουν το χαμηλομεσαίο τμήμα του συχνοτικού φάσματος, ηχούν τρομερά όμορφα όταν υπεροδηγούνται ενώ από πολλούς είναι το απόλυτο buss comp όχι τόσο ως gain reduction αλλά πιο πολύ ως ένας τρόπος για να γίνει πιο συμπαγές το σύνολο (glueing compression). Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το θρυλικό Fairchild 670 αλλά και τα πιο σύγχρονα Manley VariMu , ADL και Fairman. Digital Processors Εδώ μιλάμε τόσο για hardware outboard ψηφιακούς δυναμικούς επεξεργαστές όσο και για software plugins. Η ψηφιακή τεχνολογία εισήγαγε και στον συγκεκριμένο τομέα επεξεργασίας κάποιες καινοτομίες με κυριώτερες την δυνατότητα Lookahead καθώς και την απλοποίηση της multiband δυναμικής επεξεργασίας. Lookahead είναι η δυνατότητα του επεξεργαστή να “διαβάζει” κάποια χιλιοστά του δευτερολέπτου μπροστά από την αναπαραγωγή του σήματος και έτσι να “προβλέπει” την δυναμική συμπεριφορά του εισερχόμενου σήματος βόηθώντας είτα για πιο “ανεπαίσθητο” και ομαλό gain reduction είτε για ακραίο limiting (brickwall). Multiband δυναμική επεξεργασία είναι ο διαχωρισμός του εισερχόμενου σήματος σε επιμέρους συχνοτικές περιοχές και η ανεξάρτητη σε ότι αφορά τις ρυθμίσεις επεξεργασία κάθε μίας από αυτές. Και τα 2 αυτά χαρακτηριστικά είναι ιδιαίτερα χρήσιμα στο mastering & post production. Παράλληλα είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η προσομείωση του τρόπου λειτουργίας των αναλογικών επεξεργαστών αλλά ακόμη και η δημιουργία ψηφιακών modelling κλώνων. Προσωπική μου άποψη είναι πως ο συγκεκριμένος τομέας έχει ακόμα δρόμο μπροστά του καθώς προς το παρόν είναι αδύνατο να μοντελοποιηθεί η μη γραμμική συμπεριφορά πολλών τμημάτων μιας αναλογικής σχεδίασης.....αλλά το μέλλον είναι σίγουρα κοντά και πιθανότατα με την αλματώδη εξέλιξη της convolution τεχνολογίας θα δούμε πολύ σύντομα ακόμη πιο πειστικά και εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όπως είπαμε και πιο πριν, πολύ μεγάλο ρόλο στην διαμόρφωση της συνολικής ηχητικής ταυτότητας αυτού του είδους των επεξεργαστών παίζει το make up gain stage (valve, op amps κλπ) , το I/O ballancing stage (και ειδικά η ύπαρξη και ο τύπος μετασχηματιστών εισόδου - εξόδου) αλλά και η γενικότερη κατασκευή (discrete ή ic's, τύπος και κατάσταση υλικών, τάση λειτουργίας κλπ). Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει (πέρα από τα γενικά χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν παραπάνω) ένας συγκεκριμένος τρόπος που ακούγεται και χρησιμοποιήται κάθε τύπος compressor παρά μόνο κάποιες κοινά αποδεκτές και ευρέως διαδεδομένες απόψεις και τεχνικές...από εκεί και πέρα η αντίληψη και η υποκειμενική κρίση του καθενός θα καθορίσει την επιλογή του τύπου, τον τρόπο χρήσης και βέβαια τα αποτελέσματα. Ας δούμε τώρα ποιές είναι οι διαθέσιμες παράμετροι στην ρύθμιση ενός compressor: Threshold: το όριο της έντασης του εισερχόμενου σήματος το οποίο θέτει σε λειτουργία το gain reduction. Όταν δηλαδή το εισερχόμενο σήμα ξεπερνάει αυτό το μεταβλητό όριο, τίθεται σε λειτουργία το gain reduction κύκλωμα το οποίο το εξασθενεί ανάλογα με το compression ratio και το attack & release time που έχουμε επιλέξει. Ratio: η αναλογία με την οποία εξασθενείται το εισερχόμενο σήμα που ξεπερνάει το threshold σε σχέση με το σήμα εξόδου. Έτσι πχ για ratio 4:1 ένα σήμα που ξεπερνάει το threshold κατά 8db στην έξοδο θα το ξεπερνάει κατά 2db (θεωρητικά βέβαια και σε συνάρτηση με το πόσο γρήγορα θα δουλεύει το gain reduction) Attack: ο χρόνος που απαιτείται για να φθάσει το gain reduction στο ποσοστό του ratio. Ουσιαστικά δηλαδή η ταχύτητα αντίδρασης του στο εισερχώμενο σήμα όταν αυτό ξεπερνάει το ορισμένο όριο (threshold). Release: ο χρόνος που απαιτείται για να επιστρέψει το gain reduction στο 0 όταν το εισερχώμενο σήμα πέσει και πάλι κάτω από το threshold ή πάρει τιμή μικρότερη απότην προηγούμενη που "οδήγησε" το gain reduction. Make up: Ουσιαστικά η στάθμη εξόδου του επεξεργαστή που μας βοηθάει στο να “αναπληρώσουμε” την ένταση που έχουμε χάσει λόγω gain reduction. Οι παράμετροι αυτές διαφοροποιούνται από υλοποίηση σε υλοποίηση (τόσο σε ότι αφορά τις διαθέσιμες ρυθμίσεις όσο και στην ονομασία κλπ) ενώ πολλές φορές υπάρχουν και κάποιες ακόμη όπως η επιλογή μεταξύ hard & soft knee (το πόσο απότομη δηλαδή θα είναι η καμπύλη του gain reduction σε σχέση με το επιλεγμένο ratio) auto release (η αυτόματη δηλαδή μεταβολή του release time ανάλογα με την ένταση και την διάρκεια των peak του εισερχόμενου σήματος) blend mix (η δυνατότητα επιλογής του ποσοστού της αναλογίας μεταξύ επεξεργασμένου και ανεπεξέργαστου σήματος) sidechain (η δυνατότητα ελέγχου του gain reduction από μια 3η ηχητική πηγή) HighPass (η παρεμβολή ενός high pass filter πριν το gain detection ώστε να μην επηρεάζει το έντονο χαμηλοσυχνοτικό περιεχόμενο την λειτουργία του gain reduction). Οι 2 βασικοί τρόποι χρήσης ενός compressor είναι σε σειρά ή παράλληλα. Όταν λέμε “σε σειρά” εννοούμε πως το σύνολο του σήματος περνάει μέσα από τον επεξεργαστή δίνωντας μας στην έξοδο μόνο επεξεργασμένο σήμα ενώ “παράλληλα” ένα τμήμα του περνάει από τον επεξεργαστή και στην συνέχεια αναμιγνείεταιμε το αρχικό “καθαρό” σήμα στο ποσοστό που εμείς επιθυμούμε. Η πρώτη μέθοδος είναι η πιο παραδοσιακή και ευρύτερα διαδεδομένη τόσο κατά το tracking όσο και κατα την μίξη (σε μεμονωμένα tracks, σε ομάδες ή και στο mainmix bus). Με την δεύτερη μέθοδο μπορούμε να πετύχουμε αρκετά διαφορετικά αποτελέσματα καθώς μπορούμε να “συμπιέσουμε” και να επέμβουμε σε μια ηχητική πηγή δραστικά χωρίς όμως τα ανεπιθύμητα artifacts (πχ ακουστό pumping) ή χωρίς να αλοιώσουμε τις μικροδυναμικές του σήματος. Στο παράλληλο όμως compression μπορούν πολύ εύκολα να δημιουργηθούν προβλήματα χρονισμού και phase shifting που ακόμη και αν δεν είναι άμεσα αντιληπτά επηρεάζουν το σύνολο αρνητικά. Η θέση του Compressor σε σειρά σε ένα recording chain είναι συνήθως μετά την προενίσχυση και ανάλογα με το τι θέλουμε να πετύχουμε (αλλά και αν υπάρχει η δυνατότητα) πριν ή μετά το στάδιο της ισοστάθμισης (αν υπάρχει βέβαια). Σε παράλληλη σύνδεση έχουμε την δυνατότητα να έχουμε ξεχωριστό eq για το compression το οποίο μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε είτε για να καθορίσουμε το εύρος του προς επεξεργασία σήματος (πριν) είτε για να επέμβουμε συχνοτικά στην χροιά του επεξεργασμένου σήματος (μετά). Πολλές φορές το compression μπορεί απλά να παίζει τον ρόλο ενός extra gain stage ή του απλού χρωματισμού ή ακόμα και να χρησιμοποιήσουμε πολλούς διαφορετικούς επεξεργαστές για την ίδια ηχητική πηγή σε σειρά, παράλληλα ή συνδυασμό των 2 με τον κάθε ένα να προσθέτει το δικό του ηχόχρωμα με ή χωρίς gain reduction (πχ ένας επεξεργαστής ελέγχει ως τις κορυφές, ένας άλλος πιο “αργός” ανεβάζει και στρογυλεύει το σύνολο και ένας τρίτος πιο γρήγορος και “άγριος”- ίσως υπεροδηγημένος - σε παράλληλη σύνδεση “χρωματίζει” και προσθέτει σώμα και αρμονικό περιεχόμενο χωρίς όμως να αλοιώνει την φυσική δυναμική “κίνηση” της πηγής). Στο master bus το compression χρησιμοποιήται πιο πολύ σαν ένας τρόπος να ομοιογενοποιηθεί το σύνολο αμβλύνωντας τις “άκρες” και δίνωντας μια αίσθηση ενιαίας δυναμικής κίνησης (glue comp) και όχι τόσο με την λογική του gain reduction ή limiting. Τον ίδιο σκοπό μπορεί να επιτελέσει και κατά την διάρκεια του tracking κυρίως όταν μιλάμε για stereo (2trk) recording ή για ομαδοποιημένα tracks , stereo pairs , room mics κλπ κλπ. Αυτή την κατηγορία σε γενικές γραμμές την ονομάζουμε bus compression. Το Limiter είναι ουσιαστικά ένα πολύ γρήγορο compressor με πολύ μεγάλο ratio (>20:1) και σκοπός του είναι να προλάβει την πιθανή υπεροδήγηση του επόμενου τμήματος της επεξεργαστικής αλυσίδας. Στον ψηφιακό τομέα είναι πολύ διαδεδομένη η χρήση των limiters για την επίτευξη της πολύ υψηλής μέσης στάθμης που συναντάμε στις σύγχρονες παραγωγές με το “ψαλίδισμα” των κορυφών του σήματος....πολύ συχνά (δυστυχώς) με καταστροφικά αποτελέσματα. Τα downward expanders είναι ουσιαστικά το αντίστροφο του compression.... αντί να εξασθενούν τα σημεία του σήματος που ξεπερνούν το επιλεγμένο όριο (threshold), εξασθενούν ότιδήποτε βρίσκεται κάτω από αυτό. Είναι πολύ χρήσιμα όταν θέλουμε να “εξαφανίσουμε” πιθανό θόρυβο από το περιβάλλον ή να “απομονώσουμε” στον μέγιστο βαθμό όργανα στα οποία χρησιμοποιούνται multi mic τεχνικές ή που βρίσκονται στον ίδιο χώρο και έχουμε spill στα μεταξύ τους tracks, ή “συνοδεύονται” από μηχανικό ή ηλεκτρικό θόρυβο κλπ κλπ. Με αντίστοιχα αλλά πολύ πιο δραστικά αποτελέσματα χρησιμοποιούμε τα noise gates. Εδώ έχουμε μια automute λειτουργία που “ανοίγει” και “κλείνει” την έξοδο του επεξεργαστή όταν το εισερχώμενο σήμα ξεπερνάει ή πέφτει κάτω από το επιλεγμένο όριο (threshold) αντίστοιχα. Οι ρυθμίσεις atack & release time καθορίζουν το πόσο γρήγορα θα γίνεται αυτή η διαδικασία βοηθώντας να πετύχουμε από πιο διακριτικά αποτελεσματα μέχρι και σχεδόν “ειδικά” εφφέ. Κάτι που ισχύει για όλους τους δυναμικούς επεξεργαστές είναι πως τα αποτελέσματα τους κατά την διάρκεια του tracking είναι μη αναστρέψιμα (τις περισσότερες φορές) και γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο η χρήση τους θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή (σε αυτό τουλάχιστον το στάδιο μιας ηχογράφησης). Χαρακτηριστικά προβλήματα αυτής της κακής χρήσης είναι ο “πλαδαρός”, unfocused και χωρίς δυναμικές ήχος , ο κορεσμός συγκεκριμένων συχνωτικών περιοχών (compression), το έντονο soft clipping (limiting) και φυσικά η απώλεια χρήσιμης ηχητικής πληροφορίας (expander/gate). Σαν συμπέρασμα λοιπόν θα μπορούσαμε να πούμε πως οι δυναμικοί επεξεργαστές μπορούν να χρησιμοποιηθούν αν χρειάζεται και είναι επιθυμητό σε όλα τα στάδια της ηχογράφησης είτε ως ένα εργαλείο που θα βελτιώσει τα χαρακτηριστικά του προς ηχογράφηση σήματος είτε ως ένα πολύ δραστικό και δημιουργικό sound shaping εργαλείο. Αναμφισβήτητα η λειτουργία και ο τρόπος που επιδρούν στον ήχο είναι αρκετά σύνθετα με ιδιαίτερα ανά περίπτωση χαρακτηριστικά και πολυποίκιλα αποτελέσματα. Δεν μπορεί λοιπόν η χρήση τους (ή η μη χρήση τους) να υπόκειται πάντα σε αυστηρούς κανόνες και να περιορίζεται σε “πεπατημένες” τεχνικές. Πέρα από την , απαραίτητη, τεχνική γνώση του τι είναι και πως δουλεύουν αυτού του είδους οι επεξεργαστές την τελική μας επιλογή και προσέγγιση σε ότι αφορά την χρήση τους την καθορίζει κατά βάση η εμπειρία και η υποκειμενική αντίληψη του καθενός.
  4. Ημ/νία: 01:32 - 09/01/09 Η προενίσχυση είναι το κύκλωμα που αναλαμβάνει να ενισχύσει το σήμα της ηχητικής πηγής, όπως αυτό “καταγράφεται” από ένα μικρόφωνο ή την HiZ έξοδο ενός ηλεκτρικού οργάνου, σε line level με χαρακτηριστικά κατάλληλα (S/N ratio , impedance κλπ) για την περεταίρω επεξεργασία και καταγραφή του. Σχεδόν κάθε κομμάτι του signal chain σε μια ηχογράφηση περιλαμβάνει κάποιο προενισχυτικό στάδιο (gain stage) είτε για να ενισχύσει όπως είπαμε το αρχικό σήμα (input gain), είτε για να“αποκαταστήσει” την φθορά στην οποία υπόκειται λόγω της επεξεργασίας (make up gain). Εδώ θα ασχοληθούμε με το προενισχυτικό κύκλωμα εισόδου, όπως αυτό υπάρχει σε μια recording κονσόλα. Για πολλούς , ανάμεσα τους και εγώ, αυτό το πρώτο προενισχυτικό στάδιο αποτελεί (μαζί με την ίδια την πηγή και την αρχική μετατροπή σε ρεύμα – μικρόφωνο) το πιο σημαντικό τμήμα ενός recording signal chain και βέβαια ένα από τα πιο επιδραστικά σε ότι αφορά το τελικό αποτέλεσμα, είτε μιλάμε για το θέμα “χρωματισμός” και “χαρακτήρας” είτε απλά για την σωστή ενίσχυση και βελτιστοποίηση της στάθμης του προς ηχογράφηση σήματος. Επειδή όμως πλέον οι κλασσικές τεράστιες κονσόλες του παρελθόντος τείνουν να γίνουν σπάνιο θέαμα (σε ότι αφορά την παραγωγή τους τουλάχιστον) κυρίως λόγω της έκρηξης της ψηφιακής τεχνολογίας και των project studios αλλά και των αλλαγών στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία, θα ασχοληθούμε κυρίως με τις προενισχύσεις ως outboard (είδη, σχεδιαστικές προσεγγίσεις αλλά και κριτήρια επιλογής). Nομίζω λοιπόν οτι αρχικά πρέπει να συνηδητοποιήσουμε τον λόγο ύπαρξης τους ως outboard και στη συνέχεια να έρθουμε σε επαφή με τις διάφορες σχεδιαστικές και κατασκευαστικές προσεγγίσεις στο θέμα "προενίσχυση"..... Κατ'αρχάς πρακτικοί λόγοι οδήγησαν στην κατασκευή outboard preamps (η ανάγκη ενός παραγωγου ή ενός recording engineer να έχει πάντα μαζί του κάποια βασικά εργαλεία της δουλειάς του ανεξαρτήτως του στούντιο στο οποίο βρίσκεται...όπως βέβαια και η ανάγκη για "αναβιωση" σχεδιάσεων από κλασσικές κονσόλες του παρελθόντος), ενώ με την άνθηση των project studio δημιουργήθηκε και μια νέα αγορά με υψηλές απαιτήσεις σε ποιότητα, αλλά με περιορισμένο budget και χώρο (πχ όλοι θέλουν τον ήχο μιας ssl αλλά κανείς δεν έχει τον χώρο ή το χρήμα για ένα τέτοιο "κτήνος"!!) που αναζητούσε μια τέτοια (mono ή stereo high end mic preamp) εφαρμογή. Δεν είναι περίεργο λοιπόν πως τα πρώτα outboard preamps που εμφανίστηκαν ήταν αυτούσια input modules , κατάληλα τροποποιημένα για stand alone λετουργεία, αλλά και στην συνέχεια το σύνολο σχεδόν των high end σχεδιάσεων βασίζονται (κάποιες πιο χαλαρά και κάποιες στα όρια του κλώνου) σε κλασσικά analog mixing boards. Για πολύ κόσμο (ανάμεσα τους και εγώ) η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε διαφορετικές επιλογές προενίσχυσης και το matching με το κατάλληλο μικρόφωνο ανά περίσταση αποτελεί την ιδανική προσέγγιση στην ηχογράφηση με μικρόφωνο. Αποτελούν δηλαδή μια "παλέτα" διαφορετικών ηχοχρωμάτων, δίνοντας την δυνατότητα για την κατάληλη ανά περίσταση επιλογή, ελαχιστοποιώντας έτσι την ανάγκη για επιπλέον επεξεργασία(EQ) διατηρώντας όσο είναι δυνατόν ένα "pure path" στην διαδρομή του ηχητικού σήματος. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές σχεδιαστικές προσεγγίσεις σε ότι αφορά το θέμα προενίσχυση και αντίστοιχα πολλά διαφορετικά ηχοχρώματα και επιλογές.....ας ρίξουμε μια ματιά.... Κατ'αρχάς η πρώτη και κυριώτερη διαφορά αφορά το ίδιο το ενισχυτικό κύκλωμα....υπάρχουν 2 βασικές κατηγορίες τα προενισχυτικά κυκλώματα λυχνίας και τα solid state (transistors). Αυτές οι 2 κατηγορίες περιλαμβάνουν αρκετές “υποκατηγορίες” ανάλογα με τα υλικά που χρησιμοποιουνται και τον τρόπο σχεδίασης (τύπος λυχνίας, τάση λειτουργίας, ύπαρξη ή όχι ic's, opamps, transistors κλπ κλπ). Πιο αναλυτικά.... Οι προενισχύσεις λυχνίας είναι η πρώτη μορφή προενισχυτικών κυκλωμάτων η οποία εξακολουθεί να έχει και σήμερα μεγάλη ζήτηση ανάμεσα στους pro audio κύκλους...και αυτό έχει να κάνει τόσο με τα ιδιαίτερα ηχητικά χαρακτηριστικά τους όσο και με μια σειρά από “αστικούς μύθους” του χώρου.....είναι αλήθεια πως ανάλογα με τον τύπο αλλά και την τάση στην οποία λειτουργεί μια λυχνία (αλλά και την ίδια την λειτουργική της κατάσταση) μπορούμε να έχουμε αρκετά διαφορετικά ηχοχρώματα από εντελώς “καθαρά” (extended & flat freq responce) έως πιο “χρωματισμένα” (low midrange boost, HF roll off) ή και βρώμικα (tube saturation, analog clipping). Οι βασικές διαφορές ανάμεσα στα προενισχυτικά κυκλώματα λυχνίας και σε αυτά με tranzistor έχουν να κάνουν με το διαθέσιμο (πραγματικό) headroom , τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται στο analog clipping (saturation) και η ταχύτητα στην διαχείριση των transients (μικροδυναμικών). Έτσι μια προενίσχυση λυχνίας μπορεί (και ανάλογα με τον τύπο και την κατάσταση της λυχνίας) να αρχίσει να “κλιπάρει” (clipping & saturating) χρωματίζοντας (ευχάριστα ή δυσάρεστα) το σήμα εισόδου πολύ πριν εξαντλήσουν το διαθέσιμο headroom......το ίδιο μπορεί βέβαια να συμβεί (με πολύ διαφορετικά ηχητικά αποτελέσματα) και σε μια πιο “απλή” (σε ότι αφορά τα gain stages) solid state προενίσχυση βασισμένη μόνο σε τραντζίστορ (χωρίς opamps ή ic's) όπως οι πρώτες σχεδιάσεις της EMI(Neve) και Trident.....σε γενικές γραμμές όμως τα solid state προενισχυτικά κυκλώματα προσφέρουν πιο “καθαρό” headroom και υψηλά gain stages που δεν επηρεάζουν ιδιαίτερα την χροιά του σήματος εισόδου ασχέτως τιμών του gain. Τι συμβαίνει λοιπόν όταν μια προενίσχυση υπεροδηγήται και υπερβαίνει το διαθέσιμο headroom?.....αυτό ονομάζεται analog clipping και αναλόγως την τοπολογία του κυκλώματος μπορεί να δώσει πολύ ενδιαφέροντα ηχητικά αποτελέσματα.....σε γενικές γραμμές στα κυκλώματα λυχνίας το analog clipping είναι πιο σταδιακό και ταυτόχρονα συνοδεύεται από μια ελαφριά συμπίεση του σήματος που “κατευνάζει” τις κορυφές και αναδεικνύει την χαμηλομεσαία συχνοτική περιοχή του δημιουργώντας ένα, πολλές φορές, ιδιαίτερα εύηχο και “μουσικό” αποτέλεσμα. Στα solid state κυκλώματα το analog clipping είναι συνήθως πιο άμεσα αντιληπτό και έντονο (πάλι με κάποια compression χαρακτηριστικά) χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν μπορεί να προσφέρει χρήσιμα αποτελέσματα. Η βασική διαφορά σε ότι αφορά την χροιά του υπεροδηγημένου σήματος έχει να κάνει με τον διαφορετικό τύπο αρμονικών που παράγωνται από ένα solid state και από ένα κύκλωμα λυχνίας. Σε ότι αφορά το transient responce σε γενικές γραμμές ένα προνεισχυτικό κύκλωμα λυχνίας είναι πιο “αργό” από ένα σύγχρονο op-amp....αυτό είναι κάτι που πρέπει να λαμβάνουμε υπ'όψη όταν αποφασίζουμε τον τύπο της προενίσχυσης που θα χρησιμοποιήσουμε ανάλογα με την κάθε εφαρμογή....καθώς αυτά τα χαρακτηριστικά (transient responce) μπορεί να κολακέψουν-αναδείξουν μια ηχητική πηγή. Σαν συμπέρασμα μπορούμε να καταλήξουμε πως κάθε σχεδίαση έχει τα δικά της ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και χαρακτηριστικά που πιθανόν να την καθιστούν ιδανική επιλογή κατά περίπτωση.....μην ξεχνάμε πως καθοριστικοί παράγωντες στην ηχητική συμπεριφορά μιας προενίσχυσης είναι επίσης η αντίσταση εισόδου και εξόδου, το ballancing stage εισόδου εξόδου και άλλοι παράγωντες που θα εξετάσουμε στην συνέχεια. Τι γίνεται όμως όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα ύπαρξης αυτών των επιλογών, αλλά λόγω κόστους πρέπεινα επιλέξουμε μία και μόνο προενίσχυση? Πριν συνεχίσω θα ήθελα να πω πως στον τομέα της προενίσχυσης οι φτηνές εφαρμογές από χώρες με μηδαμινό εργατικό κόστος, μπορούν να δώσουν κάποιες φορές αξιοπρεπή αποτελέσματα σε ότι αφορά γενικά τεχνικά χαρακτηριστικά αλλά απέχουν "έτη φωτός" από το να πλησιάσουν τις κλασσικές high end προσεγγίσεις και αυτό γιατί το κόστος των υλικών και της κατασκευής τους (discrete build, tranformer ballanced I/O, opamps, PSU's κλπ) παραμένει απαγορευτικό για "φθηνές καλές λύσεις"...αξιοπρεπείς για τα λεφτά τους ίσως (σε σπάνιες περιπτώσεις....σε αντίθεση με τα μικρόφωνα).....αλλά ως εκεί και τίποτα παραπάνω. Για να μπορέσουμε να κάνουμε την καλύτερη δυνατή επιλογή, θα πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας τα ακόλουθα ερωτήματα 1. Τι είδους ηχητικές πηγές πρόκειται να ηχογραφήσουμε, και κατ'επέκταση τι μουσικό(ά) είδος(η). 2. Αν χρειάζεται να ηχογραφήσουμε περισσότερες πηγές ταυτόχρονα. 3. Τι μικρόφωνα και πόσο διαφορετικά μεταξύ τους πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε. 4. Πόσο "χρωματισμένο" ή όχι θέλουμε να είναι το προενισχυτικό κύκλωμα 1. Το είδος των ηχητικών πηγών που θα ηχογραφήσουμε καθορίζει και την ποσότητα της ενίσχυσης που χρειαζόμαστε από την προενίσχυση μας αλλά και την αξία κάποιων επιμέρους χαρακτηριστικών όπως η αναλογία σήματος προς θόρυβο ή και ό Θόρυβος του ίδιου του κυκλώματος (ειδικά αν είναι λυχνία). Έχουμε τελείως διαφορετικές απαιτήσεις δηλαδή σε input gain όταν πρόκειται να ηχογραφήσουμε τύμπανα και amped ηλ.κιθάρες και τελείως διαφορετικές όταν πρόκειται για ακουστικά όργανα ή και φωνές...για την ακρίβεια όπως πολλές φορές όταν ηχογραφούμε ένα πολύ "ήσυχο" ακουστικό όργανο οι απαιτησεις σε gain μπορεί να φτάνουν ακόμη και τα 70db, αντίστοιχα σε ένα πολύ "δυναμικό" rock snare drum είναι πολύ πιθανόν η είσοδος να υπεροδηγείται από τα 0db input gain καθιστώντας απαραίτητη την ύπαρξη κάποιου pad με επιλογή για -10db ή -20db. Σε σχέση με την παρουσία θορύβου σε μια ήσυχη ηχογράφηση εννοείται πως η κατασκευή της προενίσχυσης παίζει πολύ μεγάλο ρόλο, αλλά πολλές φορές μπορεί να αποδειχθεί "σωτήρια" η ύπαρξη low cut & high cut φίλτρων (ειδικά αν έχουν επιλεγόμενες συχνότητες αποκοπής) ειδικά όταν πρόκειται για το χαμηλοσυχνοτικό hum της τροφοδοσίας, το rumble noise της ίδιας της λυχνίας(αν υπάρχει) ή υψηλοσυχνοτικές RF παρεμβολές. Τέλος το είδος μουσικής που θέλουμε να ηχογραφήσουμε πιθανόν να καθορίσει την επιλογή μας τόσο σε ότι αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά της προενίσχυσης (self noise, s/n ratio) αλλά και το ιδιαίτερο "χρώμα" της κάθε επιλογής...για παράδειγμα μια ιδιαίτερα "χρωματισμένη" προενίσχυση που ταιριάζει "γάντι" με rock τύμπανα, μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα καλή επιλογή στην ηχογράφηση μιας μικρής ορχήστρας δωματίου, όπως θα ήταν για παράδειγμα μια κάπως ,απρόσωπη και ουδέτερη ηχητικά, αλλά πεντακάθαρη και με άψογα τεχνικά χαρακτηριστικά αντίστοιχη εφαρμογή. Εννοείται πως μιλάμε πρωτίστως για θέμα γούστου (υποκειμενικότητα λοιπόν). 2. Εδώ τα πράγματα είναι πιο απλά...αν πρέπει να ηχογραφήσουμε δύο πηγές ταυτόχρονα ή μια στέρεο, τα πράγματα είναι πολύ πιο εύκολα αν έχουμε μια dual mono/stereo προενίσχυση ή ένα matched pair. Στην περίπτωση της μιας πηγής που πρέπει ή θέλουμε να ηχογραφήσουμε σαν στέρεο ή ύπαρξη dual mono/stereo είναι πολύ σημαντική γιατί θα μας βοηθήσει να πετύχουμε πολύ πιο εύκολα το επιθυμητό αποτέλεσμα για τα δύο κανάλια. Απαραίτητο βοήθημα ή ύπαρξη διακόπτη αναστροφής της φάσης (οι διαφορές φάσης έιναι το συνηθέστερο πρόβλημα σε στέρεο ή multi mic ηχογραφήσεις). 3. Οι περισσότερες σύγχρονες προενισχύσεις (ειδικά στην μεσαία κατηγορία τιμής) έχουν fixed input impedance που δουλέυει αρκετά καλά με το σύνολο των μοντέρνων μικροφώνων...παρ'όλα αυτά η δυνατότητα επιλογής διαφορετικών τιμών για την αντίσταση εισόδου (που προσφέρουν αρκετές high end σχεδιάσεις) αποτελεί μια "έξτρα" παλέτα ηχοχρωμάτων και βοηθάει στο perfect matching μικροφώνου - προενίσχυσης (ειδικά για δυναμικά και ribbon). Εννοείται πως είναι απαραίτητη η παρουσία 48V τροφοδοσίας (phantom power) για πυκνωτικά μικρόφωνα ή άλλα είδη μικροφώνων που απαιτούν τροφοδοσία, κάτι που μάλλον όμως βρίσκεται σε σχεδόν όλες τις σύγχρονες προενισχύσεις. Παρ'όλα αυτά ο περισσότερος κόσμος δεν δίνει την πρέπουσα σημασία στο συγκεκριμένο θέμα της τροφοδοσίας και στα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει μια κακή σχεδίαση....και μιλάω τόσο για προβλήματα θορύβου από μέτριες stepped up υλοποιήσεις (ειδικά σε συνδυασμό με σύγχρονα transformerless μικρόφωνα) όσο και το πως επηρεάζει ηχητικά η αδυναμία σε πολλές φθηνότερες σχεδιάσεις να καλύψουν τις ανάγκες για ρεύμα ειδικά κάποιων σύγχρονων μικροφώνων. ...Τέλος η χρήση ribbon μικροφώνων προυποθέτει αρκετό gain καθώς αυτά έχουν σαφέστατα χαμηλότερη έξοδο , κάτι που πρέπει να ληφθεί επίσης υπ'όψην. 4. Εννοείται πως ο όρος "χρωματισμένο" στην μουσική είναι κάτι παραπάνω από υποκειμενικός...το ζήτημα όμως είναι τι είναι αυτό που καθορίζει την τελική ηχητική συμπεριφορά και ταυτότητα ενός προενισχυτή...Σύμφωνα με τον Rupert Neve (τον άνθρωπο που ευθύνεται για τις πιο επιδραστικές σχεδιάσεις προενισχυτών EVER!!!) το πιο επιδραστικό κομμάτι είναι οι transformer ballanced I/O's (δηλαδή το είδος και η ποιότητα τους).....εννοείται πως ακόμη πιο επιδραστική είναι η ύπαρξη ή όχι μετασχηματιστών (transformer vs electronically ballanced I/O). Οι μετασχηματιστές λοιπόν αποτελούν ένα σημαντικότατο κομμάτι των σχεδιάσεων που έχουν μείνει στην ιστορία για τον χαρακτηριστικό τους ηχόχρωμα και sonic footprint είτε μιλάμε για Tube (πχ Telefunken, Siemens, UA) είτε μιλάμε για solidstate (πχ Neve, API). Εξίσου σημαντικό βέβαια είναι και η ίδια η μεθοδολογία του προενισχυτικού κυκλώματος (transistors vs op-amps vs tubes vs ICs). Σαν μια γενική αρχή πάντως μπορούμε να πούμε πως οι προενισχύσεις που χρησιμοποιούν electronically ballancing I/O έχουν σαφέστατα πιο “ουδέτερο” και “αχρωματιστο” ήχο σε σχέση με αυτές που χρησιμοποιούν tranformer ballancing stage. Από εκεί και πέρα όταν μιλάμε για transformer ballanced I/O μιλάμε και πάλι για μια μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων τόσο από τον τύπο και τα υλικά κατασκευής του κάθε μετασχηματιστή, τον συνδυασμό διαφορετικών τύπων μετασχηματιστών εισόδου-εξόδου αλλά και τον τρόπο που ο κάθε τύπος ανταποκρίνεται σε διαφορετικές πηγές και στον τρόπο που υπεροδηγήται είτε στην είσοδο είτε στην έξοδο. Στο θέμα "χρώμα" οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε διαφορετική επιλογή υλικών στην ίδια βασική σχεδίαση μπορούν να είναι τεράστιες.....γι'αυτό λοιπόν πρέπει πρώτα ο καθένας να συνηδητοποιήσει το "ηχόχρωμα" που του ταιριάζει και ψάχνει. Το ακόμη χειρότερο είναι πως όσο περισσότερο "ανεβαίνουμε" στην τιμή τόσο πιο "ιδιαίτερο" γίνεται το ηχόχρωμα και τόσο πιο συγκεκριμένος ο ρόλος του (όπως σε όλους τους τομείς του High End audio εξοπλισμού). Πολύς κόσμος θεωρεί αυτές τις διαφορές πολύ μικρές και ανεπαίσθητες, ανίκανες να επηρεάσουν δραστικά το συνολικό αποτέλεσμα. Προσωπικά διαφωνώ ριζικά και πιστεύω πως αυτές οι “μικρές” διαφοροποιήσεις, η γνώση τους και η εκμετάλευση τους είναι που κάνουν την ηχογράφηση τέχνη και διαφοροποιούν το Hi End Audio recording από την απλή καταγραφή ήχων. Ανακεφαλαιώνωντας για το ποια είναι τα κρίσιμα χαρακτηριστικά μιας προενίσχυσης.... - Ενίσχυση αρκετή για να υπερκαλύπτει τις απαιτήσεις μας σε input gain, σε συνδυασμό με κάποιο pad. - τεχνικά χαρακτηριστικά (gain range, headroom, self noise, s/n ratio) - phase reverse switch για multi mic εφαρμογές - Low cut & Hi cut filters - 48V τροφοδοσία - input impedance matching - Επιλογή του κατάλληλου σχεδιασμού-υλικών (opamps,tubes,ICs,transformers etc) και ηχητικής "ταυτότητας" ανάλογα με τις εκάστοτε απαιτήσεις τώρα σε ότι αφορά την επιλογή........η αποψή μου? Στις μέρες μας υπάρχουν άπειρες σχετικές επιλογές και στην ουσία έχει δημιουργηθεί ένα trend απόκτησης outboard preamps......όσο και αν δεν μου αρέσουν τα trends είμαι υπέρμαχος της λογικής “κατάλληλο preamp ανά περίσταση” καθώς οδηγεί σε μια πιο “αγνή” προσέγγιση του θέματος sound shaping βασισμένη κυρίως στο perfect matching πήγης - μικροφώνου - προενίσχυσης . Βέβαια σε ένα ρεαλιστικό σενάριο είναι αδύνατον (αλλά και άσκοπο) κάποιος να μπορεί να έχει στην διάθεση του το σύνολο των διαφορετικών προενισχυτικών σχεδιάσεων. Αυτό που μπορεί να κάνει είναι να “ακούσει” όσο το δυνατόν περισσότερες σχεδιάσεις και να επιλέξει αυτές που θα καλύψουν με τον καλύτερο τρόπο τις διαφορετικές καταστάσεις και προκλήσεις που θα συναντήσει (και αν υπάρχουν βέβαια) και που βέβαια έχουν σκοπό και νόημα στην γενικότερη σχεδίαση του signal chain...δεν έχει και πολύ νόημα η ύπαρξη 3-4 διαφορετικών High End προενισχυτών χωρίς τα ανάλογα μικρόφωνα, επεξεργαστές,μετατροπείς κλπ.......αν πάλι πρέπει να επιλεγεί μία και μόνο προενίσχυση, νομίζω πως η καλύτερη επιλογή είναι η πιό ευέλικτη κατασκευαστικά και λειτουργικά και μάλλον "ουδέτερη" ηχητικά ( κάτι που βέβαια εξαρτάται από το σεταπ και τις ιδιαίτερες ανάγκες του καθενός....) ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει ικανοποιητικά σε όλες (ή στις περισσότερες) τις περιπτώσεις. Είναι λογικό λοιπόν να καταλήξουμε πως δεν υπάρχει "ONE PREAMP TO RULE THEM ALL" αλλά πολλές διαφορετικές επιλογές άλλες πιο “ευέλικτες” ηχητικά, άλλες πιο “ιδιαίτερες” πάντα όμως εξίσου σημαντικές στην διαμόρφωση του εκάστοτε επιθυμητού αποτελεσματος. Πολλοί θεωρούν πως η επιλογή και η ποιότητα του μικροφώνου είναι πολύ πιο σημαντική από το στάδιο της προενίσχυσης......προσωπικά διαφωνώ......η επιλογή και η ποιότητα της προενίσχυσης είναι εξίσου αν όχι και πιο σημαντική. Και ο λόγος είναι απλός....ένα μέτριο μικρόφωνο θα αποδόσει στο μέγιστο και θα αναδείξει τις όποιες αρετές του με την κατάλληλη ενίσχυση ενώ βέβαια ένα high end μικρόφωνο θα δείξει το πραγματικό του πρόσωπο μόνο με το κατάλληλο preamp matching ενώ πολλές φορές ένα κακό preamp μπορεί να ρίξει πολύ την απόδοση και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πολύ ακριβών μικροφώνων (ειδικά τα πιο “ιδιότροπα” κλασσικά tube μεγάλου διαφράγματος είναι πολύ εύκολο να ακουστούν “λεπτά”, unfocused και θολά εξ'αιτίας μιας κακής προενίσχυσης). Δεν πρέπει επίσης να παραβλέψουμε την σημασία και την επίδραση της προενίσχυσης και στην περίπτωση που μιλάμε για ηλεκτρικά όργανα σε direct σύνδεση όπως συνθεσάιζερ, ηλεκτρικά πιάνα και ηλεκτρικό μπάσο ή κιθάρα, όπου ναι μεν δεν παρεμβάλεται μικρόφωνο αλλά και πάλι η ενίσχυση του σήματος σε παίζει καταλυτικό ρόλο στην διαμόρφωση της τελικής χροιάς του, είτε διατηρώντας το transparent είτε χρωματίζωντας το με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του preamp.
  5. Κατ'αρχάς, και ίσως το πιο βασικό, είναι να καταλάβουμε όλοι τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει κάποιος μέσω ενός επεξεργαστή EQ ή ακόμα καλύτερα να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι το eq....μιλαμε για ένα πανίσχυρο και ιδιαίτερα δημιουργικό είδος επεξεργασίας η κακή χρήση του οποίου όμως πολύ εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε μειονέκτημα. Η ισοστάθμιση λοιπόν είναι η , επιλεκτική σε ότι αφορά την συχνότητα , ενίσχυση ή εξασθένηση τμήματος του ηχητικού σήματος. Αν κοιτάξουμε πίσω στην ιστορία θα δούμε πως η ισοστάθμιση εφευρέθηκε και πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον τομέα της τηλεφωνίας για να “αποκαταστήσει” την συχνοτική “φθορά” του σήματος μέσα από τα αμέτρητα χιλιόμετρα ενσύρματης μετάδωσης του. Να “εξισοροπήσει” δηλαδή τις συχνοτικές αλοιώσεις που έχει υποστεί (εξ'ου και “ισοστάθμιση”). Στην συνέχεια μετεξελίχθηκε σιγά σιγά σε ένα δημιουργικό εργαλείο, αναπόσπαστο κομμάτι σε κάθε recording set up. Με τον καιρό τα EQ έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι κάθε input module recording broadcast κονσόλας τόσο σε tracking όσο και σε mixing περιβάλλον, ενώ όπως είναι φυσικό καισε αυτόν τον τομέα η πλειονότητα των σημερινών επεξεργαστών (αναλογικών και ψηφιακών) βασίζεται σε αυτές τις κλασσικές εφαρμογές. Η χρήση του EQ έχει λοιπόν 2 κύριες κατευθήνσεις, την επιδιορθωτική (απλούστερη και πιο γενικευμένη) και την πιο δημιουργική - παρεμβατική. Ας το δούμε λοιπόν πρώτα ως ένα επιδιορθωτικό εργαλείο Όταν λέμε πως θέλουμε να διορθώσουμε κάτι μέσω της ισοστάθμισης εννοούμε είτε αφαιρετικά - εξασθενώντας ή και αφαιρώντας τελείως τμήματα του συχνοτικού φάσματος που για κάποιον λόγο είναι ενοχλητικά και ανεπιθύμητα με βάση τον αντικειμενικό σκοπό της ηχογράφησης - είτε προσθετικά - ενισχύωντας περιοχές οι οποίες για κάποιο λόγο δεν έχουν την επιθυμητή παρουσία είτε λόγω του signal chain, είτε λόγω της επίδρασης του χώρου είτε λόγω της ίδιας της πηγής (φωνή ή όργανο). Πιο λογική αφετηρία στην προσέγγιση της επιδιορθωτικής ισοστάθμισης είναι η (προσεκτική) αφαιρετική επέμβαση. Αυτή η "αφαιρετική" προσέγγιση είναι και η πιο σωστή (και πρώτη επιλογή) ακόμα και όταν θεωρητικά θέλουμε να ενισχύσουμε την "παρουσία" μιας συγκεριμένης συχνοτικής περιοχής.....για παράδειγμα έχουμε μια φωνή η οποία μας ακούγεται "θαμπή" και χωρίς παρουσία στα "ψηλά"....μπορούμε πρώτα να δοκιμάσουμε να αφαιρέσουμε 2-3 db στην περιοχή 150 -350 Hz.....αντίστοιχα μια φωνή η οποία φαίνεται πως δεν έχει παρούσια και σώμα στα χαμηλά μεσαία μπορεί να βελτιωθεί με ένα ελαφρύ HF roll off.....η ουσία του όλου πράγματος είναι πως πολλές φορές αυτό που μας ενοχλεί σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι η έλειψη συχνοτικού περιεχομένου σε κάποια περιοχή (όπως φαινομενικά και ειδικά σε έναν άπειρο ακροατή δίνεται η εντύπωση) αλλά η το υπερβολικό περιεχόμενο κάποιας άλλης (masking) Eννοείται πως αυτή η προσέγγιση δεν είναι μονόδρομος, αλλά σίγουρα σε πολλές περιπτώσεις είναι η καλύτερη επιλογή (ειδικά όταν ο προς χρήση εξοπλισμός δεν είναι ότι καλύτερο....) ......ως εδώ οκ....αρκεί να καταλάβουμε πως το eq ως τέτοιου είδους εργαλείο το χρησιμοποιούμε κατά την διάρκεια του tracking μόνο όταν έχουμε εξαντλήσει τις "φυσικές" μας επιλογές σε ότι αφορά το είδος των οργάνων, την θέση τους στον χώρο, τον ίδιο τον χώρο, την επιλογή του κατάλληλου μικροφώνου, την τοποθέτηση του, το matching με το κατάλληλο preamp κλπ κλπ ...και αντίστοιχα δεν αφήνουμε να φτάσουν ως την μίξη συχνοτικά προβλήματα που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί. Για παράδειγμα αν ηχογραφούμε μια κλασσική κιθάρα και είτε "μπουμάρει" στις χαμηλότερες συχνοτικές περιοχές , είτε είναι "σκληρή" στα ψηλομεσαία, πρώτα θα πρέπει να εξετάσουμε την πηγή του προβλήματος (το ίδιο το όργανο, ο χώρος, η θέση του μικροφώνου κλπ κλπ) και μετά να καταφύγουμε στην λύση του eq.....και οι λόγοι είναι απλοί: Κατάρχάς η ισοστάθμιση από την φύση της είναι ένα είδος επεξεργασίας που τόσο στον αναλογικό όσο και στον ψηφιακό τομέα (με εξαίρεση τα linear phase eq's) έχει δυσάρεστες παρενέργειες στον ήχο, εξ'αιτίας των διαφορών φάσης και χρονισμού που δημιουργούνται από τον διαχωρισμό και την ενίσχυση ή εξασθένηση του σήματος σε επιμέρους (συχνοτικά) τμήματα. Δεύτερον αν και μιλάμε για ισοστάθμιση...δεν είναι όλα τα eq ίσα μεταξύ τους.....μια φτηνή και κακή σχεδίαση (είτε αναλογική είτε ψηφιακή) μπορεί να έχει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που κλήθηκε να φέρει.....η σχεδίαση, η απόκριση, η ευελιξία και η ακρίβεια των φίλτρων ενός eq είναι σημαντικοί παράγωντες όταν μιλάμε για επεξεργασία επιδιορθωτικού χαρακτήρα. Τρίτο και κυριώτερο....."ότι γράφει, δεν ξεγράφει".......όταν γράφουμε με eq θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί τόσο στο τι "κόβουμε" όσο και και στο τι "τονίζουμε"....δυστυχώς δεν υπάρχει undo Αυτό βέβαια έχει την σημασία του και στο στάδιο της μίξης....δεν μπορείς να προσθέσεις κάτι που δεν υπάρχει....πχ κατά την διάρκεια του tracking είχαμε βάλει ένα "αυστηρό" LowCut (18db/octave) στα 80Hz στο κανάλι του kick drum γιατί μας έδινε την εντύπωση του υπερβολικού και boomy χαμηλοσυχνοτικού περιεχομένου...τώρα που φτάσαμε στην μίξη η συγκεκριμένη περιοχή μας ακούγεται "άδεια"....δυστυχώς υπάρχουν πλέον ελάχιστα πράγματα για να φέρουμε στην επιφάνεια...αντίθετα στην προσπάθεια μας να "αναστήσουμε" μια νεκρή περιοχή θα καταστρέψουμε και τις γειτονικές (η ακρίβεια και απόκριση των φίλτρων που λέγαμε προηγουμένως) ενώ πιθανότατα θα ανεβάσουμε υπερβολικά και το noise floor. Επίσης κατά την διάρκεια της μίξης πολλά προβλήματα που φαινομενικά φαντάζουν συχνοτικού περιεχομένου τις περισσότερες φορές είναι ενορχηστρωτικά προβλήματα ή ακόμα και προβλήματα που οφείλονται στις αναλογίες ανάμεσα στα tracks.....και εδώ λοιπόν πρώτα θα πρέπει να εξαντλήσουμε πιο ορθολογιστικές προσεγγίσεις πριν στραφούμε στο EQ. Σε ότι αφορά την πιο δημιουργική - παρεμβατική πλευρά του EQ, δεν θα μπω τώρα σε λεπτομέρειες γιατί αυτό αποτελεί περισσότερο κομμάτι του mixing και όχι τόσο του recording (όχι πάντα βέβαια) απλά θα ήθελα να την διαχωρίσω από την παράλογη συχνοτική αλοίωση μιας ηχητικής πηγής στα πλαίσια μιας απέλπιδας προσπάθειας να μοιάσει σε μια παραπλήσια....πχ έχουμε ένα 14" x 8.5" maple snare drum και προσπαθούμε απεγνωσμένα να το "μετατρέψουμε" σε ένα 13" bronze picollo snare ......sorry guys...όχι απλά δεν γίνεται αλλά το αποτέλεσμα θα είναι αστείο...... Παρ'όλα αυτά βέβαια υπάρχουν και φορές που θέλουμε ουσιαστικά να δημιουργήσουμε και να ηχογραφήσουμε έναν νέο, μοναδικό “προσωπικό” ήχο βασισμένο σε μια υπάρχουσα ηχητική πηγή........Το παρεμβατικό - δημιουργικό eq όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ είναι πολύ πιο κοντά στο sound shaping & designing και σχεδόν πάντα σε συνδυασμό με άλλους κρίκους της επεξεργαστικής αλυσίδας. Σε αυτό συμβάλουν πολλές φορές ακόμα και τα ίδια τα “φυσικά” μειονεκτήματα μιας σχεδίασης όπως τα προβλήματα phase shifting αλλά και τα ιδιαίτερα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά κάθε σχεδίασης (σε ότι αφορά τα hardware) όπως ballancing stages, output-make up gain stages αλλά και AD/DA convertion στα ψηφιακά. Προς το παρόν μένω στο εξής: αυτό που μετράει περισσότερο είναι η σωστή αντίληψη του τι συμβαίνει στην ηχογράφηση μας (τόσο στο tracking όσο και στο mixing) ενορχηστρωτικά, εκτελεστικά και συχνοτικά και βέβαια ποιος είναι ο αντικειμενικός μας σκοπός.....μετά έρχονται και τα tricks, και οι ιδιαίτερες τεχνικές, και τα "μυστικά" κόλπα.......και όλα. Ας δούμε ποιά είναι σε γενικές γραμμές τα πιο χαρακτηριστικά και διαδεδωμένα είδη - παραλλαγές των επεξεργαστών EQ και ποιά η χρήση τους από μια πιο “μουσική”, απλοποιημένη και όχι τόσο “στενά” τεχνική , σκοπιά. Cut off filters - φίλτρα αποκοπής Τα φίλτρα αποκοπής είναι ουσιαστικά ένα προκαθορισμένο shelf φίλτρο με συγκεκριμένο ποσοστό εξασθένησης ανά οκτάβα πάνω ή κάτω από το σημείο αναφοράς. Μπορεί να είναι Low cut ή High cut , αποκόπτωντας το χαμηλότερο ή υψηλότερο τμήμα του συχνοτικού φάσματος αντίστοιχα. Πολλές υλοποιήσεις προσφέρουν την δυνατότητα επιλογής διαφορετικών συχνοτικών σημείων ή και διαφορετικής καμπύλης αποκοπής (εξασθένηση ανα οκτάβα) ώστε ουσιαστικά να μπορούμε να κινηθούμε από ένα ελαφρύ rolloff (πχ 6db/octave) έως ένα πολύ απότομο cut φίλτρο (πχ 24db/octave). Τα φίλτρα αποκοπής είναι ιδιαίτερα χρήσιμα είτε ως ένας εύκολος και απλός τρόπος να αποκόπτουμε “αχρηστη” πληροφορία (πχ το χαμηλοσυχνοτικό περιεχόμενο κάτω από τα 100Hz όταν ηχογραφούμε ένα ιδιαίτερα πρίμο όργανο – φλάουτο) είτε κάποιον ανεπιθυμητο θόρυβο (50Hz Hum, RF noise, tube rumble κλπ) είτε ως ένα sound shaping εργαλείο. Όταν έχουμε ταυτόχρονα ένα High Pass και ένα Low Pass φίλτρο ταυτόχρονα επιτρέπωντας μόνο στο ενδιάμεσο συχνοτικό τμήμα να “περάσει” μιλάμε για ένα bandpass filter. Τα μεταβλητά φίλτρα αποκοπής αποτελούν πολύ “δυνατό” sound shaping & designing εργαλείο και είναι χαρακτηριστικό πως αποτελούν σημαντικότατο κομμάτι των κλασσικών αναλογικών συνθεσάιζερ. Shelving filters Τα shelving είναι συνήθως ένα fixed frequency φίλτρο με δυνατότητες ενίσχυσης ή εξασθένησης προς την μία ή την άλλη πλευρά του συχνοτικού φάσματος (όχι μεδυνατότητα επιλογής, είτε High είτε Low) με συγκεκριμένη αναλογία έντασης ανά οκτάβα (κάτι που αλλάζει από υλοποίηση σε υλοποίηση, όπως και το slope του φίλτρου). Σε πολλές shelving υλοποιήσεις το slope αλλά και η καμπύλη ενίσχυσης/εξασθένησης εξαρτάται και μεταβάλεται από το ίδιο το ποσόστό ενίσχυσης ή εξασθένησης κάνωντας λιγότερο ακριβή αλλά ιδιαίτερα “μουσικά”. Τα shelving φίλτρα είναι ιδαίτερα χρήσιμα όταν θέλουμε να ενισχύσουμε ή να εξασθενήσουμε μια ευρύτερη συχνοτικά περιοχή και όχι όταν θέλουμε να κάνουμε ακριβείς επεμβάσεις. Για τον λόγο αυτό τα συναντάμε συνήθως με την μορφή High & Low, στα δύο άκρα δηλαδή του συχνοτικού φάσματος. Η επιλογή της συχνότητας ενίσχυσης – εξασθενησης είναι πολύ σημαντική σε μια τέτοια σχεδίαση και στην ουσία καθορίζει την χρήση και τον “χαρακτήρα”του φίλτρου.....δηλαδή για παράδειγμα ένα high shelving φίλτρο με συχνότητα εκκίνησης τα 10Khz έχει πολύ διαφορετικό χαρακτήρα και χρήση από ένα με συχνότητα εκκίνησης τα 16Khz. Peak - Bell EQ Εδώ μιλάμε για ένα φίλτρο στο οποίο υπάρχει η επιλογή μιας κεντρικής συχνότητας προς ενίσχυση η εξασθένηση με επίδραση και σε ένα συγκεκριμένο τμήμα του συχνοτικού φάσματος χαμηλότερα και υψηλότερα από την κεντρική συχνότητα (δημιουργώντας ένα γράφημα με μορφή καμπάνας). Το δραστικό συχνοτικό εύρος ενός τέτοιου τύπου φίλτρου ονομάζεται bandwidth ή Q (ως Q παίρνει τιμές αντιστρόφως ανάλογες με την τιμή του πραγματικού bandwidth). Στις πιο απλές σχεδιάσεις έχουμε απλά την επιλογή της ενίσχυσης ή εξασθένησης μιας κεντρικής συχνότητας με fixed bandwidth και πολλές φορές με fixed center freq ,προεπιλεγμένη δηλαδή κεντρική συχνότητα. Όταν όλες οι δυνατές επιλογές (κεντρική συχνότητα, ποσοστό ενίσχυσης – εξασθένησης, συχνοτικό εύρος) είναι παραμετροποιήσιμες τότε το φίλτρο ονομάζεται παραμετρικό. Ένα παραμετρικό eq είτε έχει διαρκή έλεγχο του bandwidth είτε προκαθορισμένες επιλογές της μορφής καμπύλης ανάλογα με την σχεδίαση (passive & active) Σε πολλές πάλι υλοποιήσεις το bandwidth είναι σταθερό ή μεταβάλεται ανάλογα με το boost ή cut gain. Αυτά τα φίλτρα ονομάζονται Sweep ή ημιπαραμετρικά (όταν δηλαδή μπορούμε να επιλέξουμε την κεντρική συχνότητα αλλά με fixed bandwidth). Μιλώντας για το Q-Bandwidth θα πρέπει να σκεφτούμε άλλον ένα σημαντικό παράγωντα που διαφοροποιεί τους διαφορούς επεξεργαστές eq ακόμα και αυτούς που φαινομενικά έχουν την ίδια σχεδίαση – παραμετροποίηση και καθιστά δύσκολη την ύπαρξη "συγκεκριμένων επιλογών και eq tips"......Αυτός ο παράγωντας είναι η σχέση ανάμεσα στο bandwidth (Q) και στο gain (boost/cut) το πως διαφοροποιείται από υλοποίηση σε υλοποίηση (ή υπάρχουν σαν επιλογές - modes σε κάποια plugins) και βέβαια το πως επηρεάζει την επεξεργασία....πως μεταβάλεται δηλαδή η καμπύλη – bell του bandwidth όσο αυξάνεται το ποσοστό ενίσχυσης η εξασθένησης της κεντρικής συχνότητας. Έτσι σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε πως υπάρχουν κατά βάση 2 σχολές (με αρκετές όμως ενδιάμεσες καταστάσεις) ......η πιο ακριβής, χειρουργική στην οποία το Q παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο (για την ακρίβεια παραμένει αμετάβλητη η “βάση” της “καμπάνας”), ασχέτα από το ποσό ενίσχυσης ή εξασθένησης της κεντρικής συχνότητας....και η δεύτερη, ή πιο "μουσική" (που έγινε γνωστή ως British EQ ) στην οποία οι τιμές του Q μεταβάλονται (αυξάνονται ή μειώνονται- ανάλογα με την σχεδίαση) σε σχέση με την αρχική μας επιλογή όσο αυξάνεται η ενίσχυση ή εξασθένηση της κεντρικής συχνότητας....εννοείται πως αυτή η αλληλεπίδραση αλλάζει από σχεδιαστή σε σχεδιαστή και είναι και ο βασικός λόγος για τον οποίο κάθε υλοποίηση έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και το δικό της ηχητικό "αποτύπωμα". Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στα shelving eq αλλά και στα φίλτρα αποκοπής με την διαφορά ότι εδώ έχει να κάνει με την "γωνία" της συχνότητας αποκοπής (slope), ενίσχυσης ή εξασθένησης. Αυτό που θέλω να πω είναι πως 2 πανομοιότυπες φαινομενικά ρυθμίσεις σε 2 διαφορετικά eq μπορεί να ακούγεται πολύ διαφορετικά και με πολύ διαφορετικά αποτελέσματα. Τα παραμετρικά EQ είναι σίγουρα τα πιο πολύπλοκα και με τεράστια γκάμα εφαρμογών από πολύ λεπτές επεμβάσεις ακριβείας έως πολύ έντονες και ιδιαίτερα δημιουργικές ή και “καταστροφικές” στα όρια του sound sculpture & design. Γραφικά EQ Τα γραφικά δεν είναι τίποτα άλλο από μια σειρά Peak filters με fixed center frequency και fixed bandwidth. Πολλοί θεωρούν ότι η χρήση τους περιορίζεται στον Live & Installation χώρο....αλλά δεν είναι έτσι. Δεν υπάρχει κάποιος λόγος ένα γραφικό eq να μην έχει recording παρά μόνο live/installation sound εφαρμογές....στην πραγματικότητα υπάρχουν πολλές αναλογικές υλοποιήσεις (και πολλές ψηφιακές προσομειώσεις τους) του είδους με μεγάλη απήχηση στον χώρο του recording όπως πχ το ΑΡΙ 560b....ο λόγος είναι απλός, πολλές φορές οι fixed συχνοτικές επιλογές , ο τρόπος που αληλεπιδρούν τα φίλτρα (αλλά και η συγκεκριμένη αλληλεπίδραση Q/gain) ενός γραφικού ισοσταθμιστή μπορεί να έχουν πολύ "μουσικά" και πιο συγκεκριμένα, ηχητικά αποτελέσματα και έτσι να αποτελούν το ιδανικό συμπλήρωμα σε μια πληθώρα εφαρμογών...άλλωστε η βασική λειτουργία παραμένει η ίδια είτε μιλάμε για γραφικό, είτε για sweep είτε για full parametric eq.....αυτό που αλλάζει είναι οι επιλογές και η δυνατότητα επέμβασης. Τα γραφικά eq επίσης μπορούν να αποτελέσουν ένα πολύ "δυνατό" sound designing εργαλείο καθώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σαν μια σειρά από bandpass φίλτρα. Linear Phase EQ Αυτή είναι μια σχετικά νέα προσέγγιση σε ότι αφορά την ισοστάθμιση που έγινε εφικτή χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία (και φυσικά την βρίσκουμε μόνο σε ψηφιακούς επεξεργαστές hardware & software). Μιλάμε ουσιαστικά για φίλτρα στην λογική όσων αναφέρθηκαν έως τώρα, απαλλαγμένα όμως από τις παρενέργειες των έως τώρα σχεδιάσεων (χρονισμός, phase shifting). Αυτό τα καθιστά ιδιαίτερα ακριβή και απόλυτα transparent ιδανικά για “χειρουργικής” ακρίβειας συχνοτικές επεμβάσεις είτε επιδιορθωτικές είτε δημιουργικές παρεμβατικές, κάτι που τα κάνει ιδιαίτερα χρήσιμα και διαδεδομένα στον χώρο του mastering & post production γενικότερα. Pultec style EQ Τα Pultec style EQ δεν είναι στην πραγματικότητα μια διαφορετική σχεδίαση, αλλά περισσότερο μια “ιδαίτερη” υλοποίηση....πρόκειται για ένα Passive EQ στο οποίο υπάρχουν συγκεκριμένες συχνοτικές επιλογές για κάθε φίλτρο με ξεχωριστά ρυθμιστικά ενίσχυσης και εξασθένησης (που μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα) για κάθε μπάντα...στην ουσία δηλαδή κάθε μπάντα έχει ξεχωριστό φίλτρο ενίσχυσης και ξεχωριστό εξασθένησης .....όλα αυτά, όπως και ο τρόπος που μεταβάλεται το Q ανάλογα με το gain είναι απόροια της παθητικής σχεδίασης και ενώ αρχικά φαντάζει περιοριστικό στην πραγματικότητα μας δίνει την δυνατότητα για πολύ ενδιαφέρουσες επιλογές και “ιδιαίτερες” συχνοτικές παρεμβάσεις. Τώρα σε ότι αφορά την υλοποίση αυτών των σχεδιάσεων κάθε κατασκευαστής επιλέγει να δώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθιστούν τον κάθε επεξεργαστή μοναδικό είτε σε ότι αφορά το ηχητικό αποτύπωμα του κάθε επεξεργαστή είτε σε ότι αφορά την διαδραστικότητα μεταξύ χειριστή και μηχανής όπως αυτή καθορίζεται από το user interface, είτε και από τα 2 μαζί. Σε ότι αφορά τον τρόπο λειτουργίας αξίζει να αναφέρουμε τον διαχωρισμό ανάμεσα σε Passive & Active Eq's (σε ότι αφορά την ύπαρξη ενισχυτικών κυκλωμάτων στα φίλτρα αυτά καθ'αυτά) και στον διαχωρισμό των ενισχυτικών κυκλωμάτων (κυρίως της εξόδου) σε solid state και λυχνίας. Τα παθητικά eq έχουν σε γενικές γραμμές πολύ πιο transparent ήχο και ιδιαίτερα μουσικά χαρακτηριστικά (λόγω παθητικών κυκλωμάτων δεν μπορεί να υπάρχει ακριβής έλεγχος στο Q το οποίο μεταβάλεται με βάση το gain), ενώ τις περισσότερες φορές εξαιτίας της ύπαρξης ξεχωριστών φίλτρων ενίσχυσης και εξασθένησης σε κάθε περιοχή δίνουν την δυνατότητα για πιο “περίεργες” προσεγγίσεις (ταυτόχρονη ενίσχυση και εξασθένηση – σε διαφορετικό ποσοστό - για την ίδια περιοχή, καμπύλη S κλπ). Από την άλλη πλευρά τα παθητικά EQ έχουν σαφέστατα μικρότερο διαθέσιμο ποσοστό ενίσχυσης / εξασθένησης. Σε οτι αφορά το ενισχυτικό τμήμα, όπως σε όλες τις αναλογικές υλοποιήσεις, τα κυκλώματα λυχνίας έχουν πιο “ιδιαίτερα” και μουσικά αποτελέσματα όταν υπεροδηγούνται ενώ τα solidstate μεγαλύτερο Headroom και πιο γρήγορο transient responce. Σε ότι αφορά τώρα το Digital domain πέρα από τα που ήδη αναφέραμε υπάρχει μια τεράστια γκάμα από επεξεργαστές EQ είτε προσομειώσεις κλασικών αναλογικών είτε “πρωτότυπες” σχεδιάσεις. Αν και σε γενικές γραμμές θεωρώ πως στον συγκεκριμένο τομέα οι ψηφιακές προσομειώσεις δεν είναι ακόμα σε ικανοποιητικό επίπεδο, υπάρχουν κάποιες σχεδιάσεις που πραγματικά μπορούν να προσθέσουν το “χρώμα” και την ιδιαίτερη χροιά κλασσικών αναλογικών eq αν αυτόείναι το ζητούμενο. Παρ'όλα αυτά υπάρχουν αρκετές πρωτότυπες σχεδιάσεις με πολύ καλά αποτελέσματα αλλά και τρομερή ευελιξία ειδικά όταν απαιτήται μια πιο “καθαρή” και ακριβής προσέγγιση. Και αυτή η ευελιξία και ακρίβεια είναι και το πραγματικό όπλο, το σημείο υπεροχής ενός ψηφιακού επεξεργαστή. Η θέση του EQ σε ένα recording signal chain είναι μετά την προενίσχυση. Αν υπάρχει compression τότε αυτό θα βρίσκεται πριν ή μετά το EQ και ανάλογα με το τι θέλουμε να πετύχουμε. Αν δηλαδή θέλουμε να επέμβουμε συχνοτικά πριν την δυναμική επεξεργασία (κάτι που θα επηρεάσει τον τρόπο που θα ανταποκριθεί ο δυναμικός επεξεργαστής που ακολουθεί ή ίσως ακόμα και να την “καθορίσουμε” συχνοτικά) ή αν θέλουμε να επέμβουμε στο επεξεργασμένο δυναμικά σήμα. Πολλές φορές μπορούμε (ειδικά στην μίξη) να χρησιμοποιήσουμε και πιο “περίεργες” προσεγγίσεις όπως η χρήση του EQ παράλληλα σε μεμονωμένα ή ομαδοποιημένα tracks και φυσικά (αν κάτι τετοιο είναι επιθυμητό) στο mix bus. Εννοείται πως σε ένα hardware eq καθοριστικότατο ρόλο στην συνολική του ηχητική απόδοση παίζει το σύνολο της υλοποίησης, το ballancing I/O stage (transformer or transformerless), η τροφοδοσία κλπ κλπ.
  6. Ημ/νία: 03:16 - 18/01/09 Εισαγωγή: Η αναζήτηση καλών και φθηνών λύσεων από "δεύτερο χέρι" είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ότι αφορά τον εξοπλισμό ηχογραφήσεων και παρά το γεγονός ότι μπορεί να αποτελεί πολύ καλή επιλογή, ενέχει ταυτόχρονα και πολλούς κινδύνους. Ας δούμε σε αυτό το πρώτο μέρος κάποια πράγματα που πρέπει να προσέχει ο υποψήφιος αγοράστής μιας recording κονσόλας. Είναι σίγουρα το πιο αναγνωρίσιμο "κομμάτι" ενός Pro control room και σίγουρα το κρυφό όνειρο όλων των recording gear geeks.....με τις κοσμογονικές αλλαγές στο παγκόσμιο music recording τοπίο των τελευταίων ετών η απόκτηση μιας μεταχειρισμένης large format κονσόλας που κάποτε έκανε μια περιουσία (ή και 2...) φαντάζει πιο εφικτή από ποτέ αλλά..... Η αναζήτηση κονσόλας ηχογραφήσεων είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη υπόθεση και απαιτεί μεγάλη προσοχή. Κατάρχάς θα πρέπει να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τις ανάγκες μας (channels, eq, routing, patchbay, busing, dynamics, automation κλπ) αλλά και τις δυνατότητες μας (διαθέσιμος χώρος , μέσο κόστος λειτουργίας και φυσικά budget απόκτησης). Σε ότι αφορά τις ανάγκες μας καλό είναι να κάνουμε έναν σχεδιασμό που να περιλαμβάνει και πιθανές μελλοντικές απαιτήσεις.....τα βασικότερα θέματα πέρα από το πόσα κανάλια και buses χρειαζόμαστε εδώ είναι το format: inline ή split, η ανάγκη ή όχι για onboard Patchbay, η ύπαρξη ή όχι automation αλλά και η συμβατότητα των operating levels με τον υπόλοιπο εξοπλισμό μας.......σε ότι αφορά τις δυνατότητες μας ο διαθέσιμος χώρος και το μέσο κόστος λειτουργίας είναι πολύ σημαντικοί παράγωντες ειδικά αν μιλάμε για large format κονσόλα. Έτσι για μια "μεγάλη" κονσόλα ηχογραφήσεων εκτός από τον χώρο που καταλαμβάνει η ίδια θα πρέπει να υπολογίσουμε και τον χώρο για τις μονάδες τροφοδοσίας (οι οποίες πολύ πιθανόν να απαιτούν και ξεχωριστό χώρο - machine room - αν είναι ιδιαίτερα θορυβώδεις). Οι μεγάλες κονσόλες επίσης είναι ιδιαίτερα power hungry σε ότι αφορά την τροφοδοσία τους με ρεύμα ενώ πολλές φορές έχουν και "ιδιαίτερες" απαιτήσεις σε κλιματισμό (λόγω της μεγάλης θερμότητας που οι ίδιες παράγουν). Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δωθεί σε κονσόλες με automation ειδικά όταν αυτό "τρέχει" σε ενσωματομένο υπολογιστή.......εκτός από τον (υποκειμενικό) παράγωντα της υποβάθμισης της ηχητικής ποιότητας στα περισσότερα VCA automations σημαντικότατο πρόβλημα στην συνολική λειτουργία της κονσόλας μπορεί να προκαλέσει κάποια βλάβη στο συγκεκριμένο υποσύστημα ειδικά στην περίπτωση που δεν υπάρχει υποστήριξη (έχει σταματήσει η παραγωγή) Κάποια πράγματα που πρέπει να εξετάσει οποσδήποτε ο υποψήφιος αγοράστής: - Η αξιοπιστία του dealer.....εννοείται πως η καλύτερη επιλογή είναι οι εξειδικευμένοι dealers και ακόμη περισσότερο αυτοί που ασχολούνται κυρίως με κονσόλες, έχουν τον εξοπλισμό στην κατοχή τους (προς επίδειξη σε δικό τους showroom) και δεν αποτελούν απλά διαμεσολαβητές και το κυριώτερο έχουν εξειδικευμένο service και παρέχουν εγγύηση. Ακόμη καλύτερα όταν οι dealers να είναι εξειδικευμένοι με συγκεκριμένους τύπους και μάρκες. - Το συνολικό κόστος για να επανέλθει η κονσόλα σε λειτουργική κατάσταση. Είναι πολύ πιθανόν να χρειάζεται recapping (σε μια απλή περίπτωση) ή και εκτεταμένες επισκευές....πολύ σημαντικά επιπλέον έξοδα που συχνά δεν συνυπολογίζονται είναι το κόστος της μεταφοράς (transport+crating) και κυρίως της καλωδίωσης.....η καλωδίωση μιας κονσόλας μπορεί να κοστίσει ΠΟΛΛΑ λεφτά και καλό είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που θα ρωτήσουμε έναν πωλητή είναι η ύπαρξη ή όχι της (βασικής έστω) καλωδίωσης της. - Η ύπαρξη ή όχι υποστήριξης.....αν η κονσόλα είναι ακόμα σε παραγωγή τα πράγματα είναι αρκετά απλά....επείδη όμως πλέον, και όσο περνάν τα χρόνια, αυτό θα γίνεται όλο και πιο σπάνιο θα πρέπει να κάνουμε μια έρευνα για το κατά πόσο είναι διαθέσιμα ανταλακτικά (από ribbon καλώδια, EDACs και ολοκληρωμένα έως ολόκληρα modules και τροφοδοτικά)...τα τροφοδοτικά είναι από τα πιο ευπαθή μέρη μιας κονσόλας και δεν είναι κακή ιδέα να φροντίσουμε από την αρχή για την ύπαρξη κάποιου spare. Επίσης σε μια κονσόλα που δεν είναι πλέον σε παραγωγή θα μετρήσει αρνητικά η ύπαρξη "εξωτικών" ή custom εξαρτημάτων.... - Η ύπαρξη ή όχι των manuals, schematics & pinouts......τρομερά κρίσιμο σημείο....ειδικά schematics & pin outs αποτελούν ζήτημα "ζωής και θανάτου" για το στήσιμο και την λειτουργία της κονσόλας.... - το feedback που υπάρχει διεθνώς γύρω από τον συγκεκριμένο τύπο κονσόλας που μας ενδιαφέρει, πιθανά γνωστά προβλήματα,αστοχίες υλικών κλπ κλπ.....ας είναι καλά το διαδίκτυο. - Όσο πιο πολύπλοκη είναι σε κατασκευή μια μεγάλη κονσόλα τόσο πιο δύσκολο είναι να επανέλθει αλλά και να διατηρηθεί σε καλή λειτουργική κατάσταση. Ισχύει ακόμη περισσότερο για ψηφιακές κονσόλες ειδικά κάποιας ηλικίας. - Όλες οι εταιρίες, ακόμη και οι πιο επιτυχημένες, έχουν βγάλει κατά καιρούς "πατάτες"....ΟΛΕΣ......do your homework..... - Υπάρχουν διαθεσιμες στην αγορά επιλογές από κλασσικά (και πανάκριβα τότε) Αγγλικά μεγαθήρια του 70 (Neve) και του 80 (SSL) σε "εξευτελιστικές" κάποιες φορές τιμές .....αλλά προσοχή.... αυτές οι περιπτώσεις μπορεί να κρύβουν πολλές παγίδες ...κατάσταση, κόστος λειτουργίας, "αποτυχημένα" μοντέλα.....do your homework... - Ο μόνος τρόπος για να διαπιστώσουμε την κατάσταση μιας μεγάλης κονσόλας είναι με τα μάτια μας...ή καλύτερα με τα αυτιά μας....από φωτογραφίες και μέιλ δεν γίνεται δουλειά. Ακόμα καλύτερα να έχουμε κάποιν τεχνικό μαζί μας (αν δεν είμαστε σίγουροι για τις γνώσεις μας)....καταλαβαίνω ότι η απόσταση μπορεί να είναι πρόβλημα, αλλά όταν κάποιος πρόκειται να ξοδέψει πχ 15000 ευρώ σε μια κονσόλα, ένα επιπλέον έξοδο για να την τσεκάρει από κοντά είναι απαραίτητο. Σε ότι αφορά τα κριτήρια επιλογής, προσωπικά θεωρώ ότι πέρα από την κάλυψη των βασικών αναγκών θα πρέπει να δώσουμε βάση σε χαρακτηριστικά που πρέπει να συμβαδίζουν με τα σημερινά "ήσυχα" ψηφιακά standards.....δηλαδή S/N ratio , crosstalk, headroom & self noise. Θεωρώ ότι το inline format δεν αποτελεί προυπόθεση στο σύγχρονο DAW περιβάλλον ενώ από την άλλη οι split κονσόλες έχουν πολλά επιπλέον σχετικά πλεονεκτήματα (μοναδικό module - pcb για κάθε είσοδο, λιγότερο "πυκνοκατοικοιμένη" επιφάνεια , "πλήρη" line modules returns, πιο βολικό layout κλπ). Η παρουσία automation είναι μεν χρήσιμη σε ένα "παραδοσιακό" πολυκάναλο περιβάλλον είναι μάλλον άχρηστη όμως σε ένα σύγχρονο ψηφιακό περιβάλλον....συν το γεγονός ότι μπορεί όπως είπαμε πιο πάνω να αποδειχθεί προβληματική. Μεγάλο συν θεωρώ την ύπαρξη Patchbay το οποίο μπορεί να βελτιώσει την συνολική απόδοση σε ένα recording περιβαλον και να καταστήσει την κονσόλα πραγματικό centerpiece σε ένα control room. Σημαντική είναι επίσης η κατεύθηνση σε σχέση με την συνολική χροιά που θέλουμε να ακολουθήσουμε ανάμεσα σε πιο "χρωματισμένες" κονσόλες και σε ουδέτερες ηχητικά...ειδικά στην δεύτερη κατηγορία πολύ καλές επιλογές βρίσκονται στον χώρο του broadcast από εταιρίες όπως η STUDER και η Calrec. Γενικά θεωρώ πως στα πιο λογικά budget (5-15000 euros) οι καλυτερες επιλογές βρίσκονται σε Ευρωπαικές αναλογικές κονσόλες της περιόδου 80 - 95 όπως οι Angella Ι & Mozart (RN) της Amek, η Orion της D&R, οι 6000, TS12 και TS24 της Soundcraft, η σειρά DMR της DDA αλλά και η σειρά 902 της STUDER από τον χώρο του broadcast και πολλές άλλες.... καλό ψάξιμο!!!
  7. Ημ/νία: 15:59 - 18/01/09 Εισαγωγή: Σε αυτό το δεύτερο μέρος θα ρίξουμε μια ματιά στην used αγορά outboard επεξεργαστών, αναλογικών και ψηφιακών και στο τι πρέπει να προσέχουμε. Outboard gear Εδώ ισχύει λίγο πολύ ότι και για τις κονσόλες (...αφού τις περισσότερες φορές οι επεξεργαστές αυτοί απότελουν μια stand alone εκδοχή του αντίστοιχου module κάποιας κλασικής κονσόλας)....και σε αυτήν την περίπτωση είναι πολύ βασικό να αξιολογήσουμε και να οριοθετήσουμε τις πραγματκές μας αναγκες πριν ξεκινήσουμε την όποια αναζήτηση.... και φυσικά να μην προβαίνουμε σε βιαστικέςκινήσεις αλλά πάντα να φροντίζουμε να είμαστε ενήμεροι για το προιόν που μας ενδιαφέρει. ας δούμε πιο αναλυτικά κάποια σημεία άξια ιδιαίτερης προσοχής: - Λειτουργική κατάσταση.....συνήθως είναι αρκετά απλό και φθηνό για τους περισσότερους μεταχειρισμένους outboard επεξεργαστές να επανέλθουν σε πλήρη λειτουργική κατάσταση (αρκεί να μιλάμε για μεταχειρισμένο και όχι κατεστραμένο ή κανιβαλισμένο)...ειδικά όταν μιλάμε για αναλογικές discrete υλοποιήσεις χωρίς πυκνοκατοικημένα pcb's....εννοείται βέβαια πως όσο πιο παλιό τόσο πιο καταπονημένο θα είναι ένα μηχανημα....τα πράγματα όμως είναι εξίσου δύσκολα και με πιο σύγχρονες "μαζικά παραγώμενες" υλοποιήσεις (λόγω τρόπου και ποιότητας κατασκευής) και τραγικά δύσκολα σε ψηφιακούς επεξεργαστές. Φανταστείτε κάτι ανάλογο με τις σύγχρονες τηλεοράσεις....παίρνεις μια υπέρ λεπτή και μοντέρνα τηλεόραση για ψίχουλα αλλά σε 1-2 χρόνια είναι off....ενώ η παλιατζούρα-έπιπλο SABA της μαμάς σας εξακολουθεί να παίζει....υπάρχουν ποιότητες και ποιότητες.... - Στους αναλογικούς επεξεργαστές τα πιο ευπαθή στην πολύχρονη χρήση και συνήθως προβληματικά μέρη (αλλά ταυτόχρονα αρκετά φθηνά και έυκολα στην επισκευή) είναι οι λυχνίες από τα Vu meters και τα ποτενσιόμετρα και οι διακόπτες....δυσκολότερες περιπτώσεις είναι τα τροφοδοτικά (σε κάποιες περιπτώσεις) και οι μετασχηματιστές εισόδου/εξόδου ενώ όταν υπάρχουν ic's και η σχεδίαση αποτελείται από surface mounted εξαρτήματα μπορεί το κόστος μιας πιθανής επισκευής να ξεπερνάει το κόστος απόκτησης καταστώντας την απαγορευτική...πολλές φορές είναι πιθανό να χρειάζεται recapping. Ιδιαίτερες περιπτώσεις βέβαια οι υλοποιήσεις με λυχνίες λόγω τόσο της ίδιας της σχεδίασης αλλά και της καταπόνησης από την θερμοκρασία. - Στους ψηφιακούς επεξεργαστές τα πράγματα μπορεί να είναι πολύ δύσκολα ειδικά όταν υπάρχουν custom chipsets που δεν είναιπλέον σε παραγωγή ή και βέβαια όταν η ίδια η κατασκευάστρια εταιρία του επεξεργαστή έχει σταματήσει την παραγωγή....γι'αυτό και πλην ελαχίστων εξαιρέσεων χάνουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την αξία τους. - Ο τρόπος που κοστολογούνται οι επεξεργαστές έχει να κάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό με το hype γύρω από το όνομα και όχι τόσο με το πραγματικό κόστος και αξία...έχοντας αυτό στο μυαλό μας (και περιορισμένο budget στην τσέπη μας) μπορούμε να ψάξουμε για επεξεργαστές με μεγάλη αξία όταν κυκλοφορούσαν οι οποίοι για Χ - Ψ λόγους πωλούνται σήμερα για ένα κομμάτι ψωμί......κατά καιρούς δημιουργούντε εντέχνως μόδες και τρεντς γύρω από συγκεκριμένες μάρκες και τύπους μηχανημάτων που εκτοξεύουν τις τιμές στα ύψη...απλά φροντίστε να προνοείτε ή να κάνετε υπομονή....και σίγουρα μείνετε εκτός μόδας. - Η υποστήριξη είναι και σε αυτή την περίπτωση πολύ σημαντικός παράγωντας και σε περίπτωση πουμιλάμε για προιόντα εκτός παραγωγής θα πρέπει να ερευνήσουμε την ύπαρξη schematics αλλά και ανταλακτικών στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται δυσεύρετα ή σπάνια custom εξαρτήματα. - Η προέλευση (σε ότι αφορά την χρήση) επίσης είναι ένας σημαντικός παράγοντας....κατά κανόνα τα μηχανήματα που προέρχοντε από touring/PA χρήση είναι σε πολύ χειρότερη κατάσταση από αυτά που βρίσκοντε "προφυλαγμένα" σε ένα studio rack (είτε Pro είτε home studio) .....πολλές φορές βέβαια αυτή η πληροφορία δεν είναι διαθέσιμη.....αλλά λίγο από τον τύπο και την μάρκα του επεξεργαστή λίγο από κάποιες "ιδιαίτερες" φθορές μπορεί να γίνει αντιληπτό.....έτσι κάποιες μάρκες είναι καθαρά στουντιακές πχ neve, amek, ssl, api κλπ ενώ και σαν format οι στουντιακοί επεξεργαστές είναι σχεδόν πάντα μονοκάναλοι ή δικάναλοι ενώ για "ζωντανή" χρήση πάντα προτιμούντε multichanels (πχ 4 channels compression in 1U).....και βέβαια σαν τύπος κάθε επεξεργαστής έχει μια συγκεκριμένη κατέυθηνση είτε για live είτε για recording χρήση....σε ότι αφορά τις "ιδιαίτερες" φθορές μιλάω βέβαια για τα λυγισμένα "αυτιά" και τα έντονα σημάδια πάνω στο σασσί που σημαίνουν κάποιο πολύ έντονο χτύπημα και καταπόνηση και συχνό "βάλε - βγάλε" αντίστοιχα. - Σε ότι αφορά την τροφοδοσία είναι καλό να εξετάζουμε την τάση λειτουργίας της συσκευής και τις δυνατότητες μεταβολής της για να μην βρεθούμε προ εκπλήξεων... - Ένας ιδιαίτερα διαδεδομένος τομέας used outboard επεξεργαστών είναι τα custom racked modules από παλιές αναλογικές κονσόλες (preamps, eq, comps)...εδώ συνήθως το πρόβλημα είναι από την μια βέβαια η κατάσταση των ίδιων των mοdules αλλά από την άλλη και η ποιότητα του racking τόσο σε ότι αφορά τα υλικά που χρησιμοποιούνται όσο και στην ίδια την εργασία που έχει γίνει.Η καλύτερη (από πλευράς σιγουριάς) λύση (αλλά και πιο ακριβή) είναι να επιλέξουμε "επώνυμους" επαγγελματίες που ειδικεύονται σε αυτό το εμπόριο και μπορούν να εγγυηθούν το αποτέλεσμα ή αν "πιάνουν τα χέρια μας" να το κάνουμε οι ίδιοι....στο διαδίκτυο υπάρχει το σύνολο σχεδόν της απαραίτητης βιβλιογραφίας..... σίγουρα κοστίζει πολύ πολύ λιγότερο. - Πολύ καλή επιλογή στον χώρο των μεταχειρισμένων αποτελούν τα ex-demo units....πρόκειται ουσιαστικά για καινούρια μηχανήμτα τα οποία βρίσκωνταν στο show room κάποιου καταστήματος και το οποίο ανά τακτά χρονικά διαστήματα ανανεώνει το στοκ του πουλώντας σε πολύ καλές τιμές τα συγκεκριμένα κομμάτια......εννοείται πως στην Ελλάδα δεν συμβαίνουν τέτοια πράγματα ενώ στις περισότερες περιπτώσεις μιλάμε για 1 ή 2 κομμάτια οπότε όποιος προλάβει......χρειάζεται συνεχής παρακολούθηση των πηγών, ενώ ακόμα καλύτερη λύση είναι η απόκτηση μιας καλής σχέσης με κάποιον συγκεκριμένο dealer. - Στους αναλογικούς επεξεργαστές πολύ καλές επιλογές σε ότι αφορά την ποιότητα είναι συνήθως υλοποιήσεις της δεκαετίας 70 και αρχές 80 πριν δηλαδή την υιοθέτηση μαζικότερων τρόπων παραγωγής (ic's, surface mounted components, crowded pcb's)....ενώ τρομερές κατασκευές είναι σχεδόν όλα τα Γερμανικά broadcast modules της περιόδου 55-85)......προσοχή όμως ο τρόπος κωδικοποίησης και ονομασίας των συγκεκριμένων modules είναι πολύ ιδιαίτερος και πολύπλοκος....θέλει αρκετή μελέτη για να είμαστε σίγουροι για το τι είναι αυτό που σκφτόμαστε να αγοράσουμε....αυτή ακριβώς η "ιδιαιτερότητα" και δυσκολία έχει οδηγήσει σε πολλές απάτες με άσχετα modules να πωλούντε ώς preamps λόγω παραπλήσιας ονομασίας......έτσι πχ έχουμε Telefunken V672, V672a, V672/2 , V672b, V673 κλπ...από αυτά στην πραγματικότητα μόνο το πρώτο είναι κατάλληλο για χρήση ώς preamp ενώ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα είναι τελείως διαφορετικές συσκευές...αντίστοιχα η σειρά 900 της STUDER περιλαμβάνει ένα κυριολεκτικά τεράστιο αριθμό από πολύ διαφορετικά μεταξύ τους σε χαρακτηριστικά input modules....οι γενικεύσεις δηλαδή είναι λίγο επικύνδυνες. - Σε ότι αφορά επεξεργαστές και συσκευές που εμπίπτουν στην κατηγορία του vintage gear με ότι αυτό συνεπάγεται (πολύ υψηλή τιμή, μεγάλη ηλικία) θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με το κατά πόσο έχουν γίνει "επεμβάσεις" στο εσωτερικό τους (αλλάγή εξαρτημάτων, λυχνιών, μετασχηματιστών)....στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό καθορίζει και την τιμή τους. Ο συγκεκριμένος τομέας όπως καταλαβαίνετε απευθήνεται πιο πολύ σε "συλλέκτες", "τρελαμένους" και κυρίως "έχοντες".....πριν προχωρήσετε σε μια τέτοια αναζήτηση σκεφτείτε τι ακριβώς σας προσφέρει η συγκεκριμένη απόκτηση και κατά πόσο έξυπηρετεί τις πραγματικές σας ανάγκες. - Ένα κοινό χαρακτηριστικό στους περισσότερους ψηφιακούς επεξεργαστές της περιόδου 80 - 95 περίπου είναι η ύπαρξη διαφορετικών εκδόσεων χωρίς να αλλάζει κάτι στην ονομασία ή στην εμφάνιση παρά μόνο το software version......καλό είναι σε αυτές τις περιπτώσεις να γνωρίζουμε τι ακριβώς ψάχνουμε γιατί μπορεί πολύ έυκολα να βρεθούμε με μια άχρηστη (σε σχέση με αυτό που πιστεύαμε) "τρελή ευκαιρία"....Αν ψάχνουμε πιο πολύ για "χαρακτήρα" σε ψηφιακά εφέ υπάρχουν πολύ καλές περιπτώσεις από πρώιμες (late 70s - early 80s) υλοποιήσεις από εταιρίες όπως η Dynacord, Rolland, Korg κλπ κλπ - Οι "τρελές ευκαιρίες" είναι τρομερά σπάνιες....όταν κάτι είναι πολύ φθηνό σχεδόν πάντα υπάρχει κάποιος λόγος γι'αυτό.......ειδικά όταν μιλάμε για πωλητές - ιδιώτες. - Η πιο λογική προσέγγιση στην απόκτηση μεταχειρισμένου εξοπλισμού είναι να ψάχνουμε για συγκεκριμένα πράγματα (είδος επεξεργαστή, τύπος και μάρκα) και όχι να "βγούμε στην γύρα" για τυχόν ευκαιρίες....είναι καλό να έχουμε κάνει την απαραίτητη προεργασία (πληροφορίες,δοκιμές,προσωπική άποψη) και να έχουμε περιορίσει τον αριθμό των πιθανών επιλογών.....έτσι αποφύγουμε τυχόν κακοτοπίες αλλά και παρορμητικές αποφάσεις. σε ότι αφορά τους AD/DA μετατροπείς (ιδιαίτερη κατηγορία)...... Στον συγκεκριμένο τομέα οι εξελίξεις της τεχνολογίας είναι ραγδαίες....έτσι τα προιόντα αλλάζουν συνέχεια και το ίδιο και η μεταπωλητική τους αξία....έτσι αν δεν έχετε "κόλλημα" με την τελευταία γενιά των chipset μπορείτε να βρείτε σε προσιτές τιμές , μετατροπείς που πριν 10 χρόνια αποτελούσαν την αιχμή της τεχνολογίας και μπορούσε να βρει κανείς μόνο σε πανάκριβα High end studios από μάρκες - εγγύηση όπως Prism, Apogee κλπ κλπ....εννοείται πως και εδώ ισχύουν όλα όσα αναφέρθηκαν και πιο πάνω (ειδικά σε σχέση με τις εκδόσεις του software αλλά και την συμβατότητα τους με το υπόλοιπο set up σας). Παρ'όλα αυτά με σωστό ψάξιμο μπορεί καποιος να βρει συσκευές με υψηλότατο επίπεδο κατασκευής σε χρήματα που πλέον αντικατοπτρίζουν μια πιο Low End αγορά..... Η πιο σίγουρη "αγορά" μεταχειρισμένου επεξεργαστή είναι σίγουρα τα software plugins......παραμένουν πάντα σε άψογη λειτουργική και εμφανισιακή κατάσταση όσα χέρια και αν περάσουν....είναι πάντα σαν να βγήκαν μόλις από το κουτί τους
  8. Ημ/νία: 18:04 - 19/01/09 Εισαγωγή: Στο τρίτο και τελευταίο μέρος θα δούμε την used αγορά μικροφώνων και εγγραφέων (ψηφιακών και αναλογικών). Δύο κατηγορίες με ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς περιλαμβάνουν τα 2 απόλυτα φετίχ των recording fans ανά τον κόσμο. vintage μικρόφωνα και αναλογικοί εγγραφείς ταινίας. Σε ότι αφορά τα μικρόφωνα υπάρχουν αρκετά πράγματα που θα πρέπει να προσέχουμε όταν ψάχνουμε στα μεταχειρισμένα ειδικά όταν μιλάμε για πριν το 1980.... - Τα δυναμικά μικρόφωνα είναι γενικότερα λιγότερο ευπαθή και σίγουρα πιο ανθεκτικά στην καταπόνηση σε σχέση με πυκνωτικά και ribbon.....παρ'όλα αυτά πολλές φορές είναι εμφανώς κακοποιημένα και με έντονες φθορές πιθανότατα από εκτεταμένη live χρήση. - Όταν κοιτάμε μικρόφωνα που έχουν κατασκευαστεί πριν το 1980 θα πρέπει να κοιτάμε τον τύπο διασύνδεσης,αν δηλαδή χρησιμοποιείται το σημερινό στάνταρτ XLR connector ή κάποιον παλαιότερο τύπο (Tuchel, DIN) και αν σε αυτή την περίπτωση συνοδεύεται από το αντίστοιχοκαλώδιο ή μετατροπέα. Πιθανότατα μπορούμε να βρούμε τα κατάλληλα βύσματα σε διάφορους used gear dealers......αλλά καλό είναι να το γνωρίζουμε από πριν. - Ανίστοιχα πολλά "παλιά" πυκνωτικά μικρόφωνα μικρού διαφράγματος, κυρίως γερμανικά, χρησιμοποιούν διιαφορετικό τύπο τροφοδοσίας (12V) από την σημερινή 48V Phantom power οπότε απαιτούν είτε την ύπαρξη του αυτόνομου τροφοδοτικού τους είτε την μετατροπή ενός καλωδίου - βύσματος ώστε να μπορούν να δεχθούν 48V. - Στα πιο ακριβά μεταχειρισμένα μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος θα πρέπει να γνωρίζουμε αν και τι επεμβάσεις έχουν γίνει, με πιο σημαντικές τις αλλαγές λυχνίας στα αντίστοιχα μικρόφωνα, στους μετασχηματιστές εξόδου και βέβαια στις ίδιες τις κάψες.....αυτό σημαίνει πως είναι απαραίτητο αν σκεφτούμε να αγοράσουμε μεταχειρισμένο κάποιο "κλασικό" μικρόφωνο να φροντίσουμε πρώτα να μάθουμε την ιστορία του (εκδόσεις και διαφοροποιήσεις) και τους τύπους των βασικών του εξαρτημάτων. - Ειδικά για τα μικρόφωνα λυχνίας θα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι αγοράζουμε το σύνολο των απαραίτητων εξαρτημάτων (μικρόφωνο, τροφοδοτικό, πολύπινο καλώδιο προς τροφοδοτικό) ή ότι μπορούμε να τα βρούμε από κάποια άλλη πηγή.Το ίδιο ισχύει σε ότι αφορά το mounting clip των παλιών μικροφώνων (είτε μιλάμε για αντικραδασμική είτε για απλή στήριξη) καθώς τα περισσότερα από αυτά (από πανάκριβα πυκνωτικά έως φθηνά δυναμικά) είχαν τελείως διαφορετικά κλιπς από τα σημερινά. - Τα πυκνωτικά μικρόφωνα και τα μικρόφωνα ταινίας επηρεάζονται ιδιαίτερα από τις συνθήκες του περιβάλλοντος που βρίσκονται. - Πέρα από τις εμφανείς φθορές (που μπορεί να μην σημαίνουν και τίποτα) θα πρέπει να εξετάζουμε την κατάσταση του βύσματος και των διακοπτών (αν υπάρχουν) και φυσικά να δοκιμάσουμε το μικρόφωνο για τυχόν αυξημένο θόρυβο κλπ - Ένα μεταχειρισμένο μικρόφωνο πιθανόν να χρειάζεται re-skining της κάψας (πυκνωτικά) ή της μεταλικής ταινίας (ribbon) και (αν είναι λυχνίας) αλλαγή στης λυχνίας, αλλαγή εξαρτημάτων, αλλαγή τροφοδοσίας κλπ...γενικά στα πιο ακριβά μικρόφωνα καλό θα είναι να υπολογίσουμε το συνολικό κόστος που θα έχει η αποκατασταση τους και όχι μόνο η ίδια η αγορά τους. - Σε ότι αφορά τα δυναμικά κυρίως μικρόφωνα (και αρκετά electret) κυκλοφορούν άπειρες παράξενες και άγνωστες 60ς επιλογές που υπόσχονται "απίστευτο vintage ήχο" και άλλα τέτοια όμορφα σε "πολύ χαμηλές τιμές"....η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα από αυτά είναι μικρόφωνα που συνόδευαν "σπιτικά" μαγνητόφωνα ή φθηνά broadcast electrets και δεν έχουν έχουν ιδιαίτερη σχέση με την παραγωγή μουσικής...παρ'όλα αυτά και αν δεν τρέφουμε ψευδαισθήσεις για το τι βρήκαμε μπορεί να έχουν πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα σε ηχογραφήσεις αν έχουμε όρεξη για πειραματισμό . Και τα περισσότερα από αυτά είναι και τρομερή πρόταση για διακόσμηση.... - Όπως και σε σχεδόν όλους τους τομείς της used gear αγοράς έτσι και εδώ αποτελούν πραγματικό "θησαυρό" μικρόφωνα γερμανικής προέλευσης (και ειδικά Ανατολικογερμανικής) με τρομερή ποικιλία σε σχέδια, εκδόσεις και υποεκδόσεις...φυσικά θα πρέπει να λάβουμε υπ'όψην όλα τα παραπάνω συν το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κατηγορία αποτελεί θύμα εκμετάλευσης από πολλούς πωλητές.... Σε ότι αφορά τα Recorders θα τα χωρίσουμε σε 2 κατηγορίες αναλογικά (ταινία) και ψηφιακά. Η δεύτερη κατηγορία μπορεί να μας προσφέρει την δυνατότητα να "χτίσουμε" ένα πολυκάναλο στούντιο βασισμένο σε τεχνολογία που πριν 15 χρόνια ήταν πρωτοποριακή με ελάχιστα χρήματα...στα μειονεκτήματα βέβαια ότι αν μιλάμε για ψηφιακούς εγγραφείς που χρησιμοποιούν ταινία ως αποθηκευτικό μέσο, υπάρχει τρομερή φθορά στις κεφαλές που πιθανόν να τις κάθιστά άχρηστες.....η δοκιμή είναι απαραίτητη. Παρ'όλα αυτά κάποιες από τις τελευταίες εκδόσεις των ADAT & DA88 και αν βρίσκονται σε καλή κατάσταση θα μπορούσαν να αποτελέσουν άνετα το μέσο εγγραφής σε ένα recording studio......άλλωστε έχουν ηχογραφηθεί χιλιάδες άλμπουμ σε αυτά τα μηχανήματα πριν ανακαλύψουμε την "ανωτερώτητα" των σύγχρονων DAW.......ένα κομμάτι που πρέπει να εστιάσουμε είναι η διασύνδεση τους με τον υπόλοιπο εξοπλισμό μας και τι απαιτήται για να ολοκληρωθούν λειτουργικά στον χώρο μας (ύπαρξη κονσόλας,καλωδίωση κλπ) και φυσικά με ποιο κόστος. Σε ότι αφορά τους εγγραφείς ταινία (reel to reel) τα γνωστά πομπινόφωνα, αποτελούν και θα αποτελούν πάντα δελεαστική πρόταση....παρ'όλα αυτά θα πρέπει να καταλάβουμε τα εξής.. - Ένα αναλογικό πολυκάναλο μαγνητόφωνο ταινίας 2" έχει πολύ μεγάλο κόστος συντήρησης και διατήρησης σε καλή λειτουργία τόσο σε χρήμα όσο και σε χρόνο - Η συντήρηση και το calibration είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και τεχνική διαδικασία που απαιτεί την ανάλογη τεχνογνωσία. - Η διασύνδεση και η απροβλημάτιστη συνεργασία του με τον υπόλοιπο εξοπλισμό σε ένα σύγχρονο στούντιο είναι κάτι που απαιτεί επιπλέον εξοπλισμό πολλές φορές ιδιαίτερα ακριβό (συστήμα αποθορυβοποίησης, synchronizers, καλωδίωση κλπ) αλλά και την ύπαρξη recording κονσόλας είτε inline είτε split αλλά με τα ανάλογα κανάλια. - Τα περισσότερα εξαρτήματα σε μια τέτοια συσκευή φθείρονται και απαιτείται αντικατάσταση τους πράγμα ιδιαίτερα δύσκολο έως αδύνατο από την στιγμή που σχεδόν στο σύνολο τους δεν είναι πλέον σε παραγωγή. - Το ίδιο το κόστος της ταινίας (αλλά και η διαθεσιμότητα) μπορεί από μονο του να αποβεί απαγορευτικό.... - Όπως και στις κονσόλες η καλύτερη και πιο ασφαλής επιλογή είναι αυτή του εξειδικευμένου dealer που παρέχει σέρβις και κάποιο είδος εγγύησης, και σίγουρα όχι μηχανήματα αγνώστου προελεύσεως που φαντάζουν μοναδικές ευκαιρίες.....οι τιμές σε αυτή την κατηγορία είναι σχεδόν πάντα πολύ αντιπροσωπευτικές της κατάστασης στην οποία βρίσκωντε τα μηχανήματα. - Τα περισσότερα πολυκάναλα που πωλούντε μεταχειρισμένα σε πολύ χαμηλές τιμές σημαίνει ότι είναι σε πολύ κακή κατάσταση....παρ'όλα αυτά ίσως είναι καλή ιδέα η συμπληρωματική αγορά ενός τέτοιου φθηνού πολυκάναλου του ιδίου τύπου για "κανιβαλισμό" και ύπαρξη ανταλακτικών..... - Τις περισσότερες φορές δεν είναι εύκολο να διαπιστωθεί η κατάσταση των κεφαλών και άλλων κρίσιμων εξαρτημάτων (εκτός αν είναι τραγική και οφθαλμφανής). Αν και έχουν μετρητές ωρών χρήσης είναι εύκολο να μηδενιστούν ή να αλειωθεί η ένδειξη....όπως και στις κονσόλες απαιτήται αυτοψία και έλεγχος από κάποιον ειδικό. Τα ίδια ισχύουν σε πολύ μικρότερο βαθμό και για τα 2 track master recorders 1" & 1/2". Παρ'όλα αυτά θα μπορούσε κάποιος να βρει κάποιο φθηνότερο (prosumer) πολυκάναλο ή ακόμα καλύτερα κάποιο 2 trk recorder 1/4" που απότελούν σχετικά risk free λύσεις (τουλάχιστον σε ότι αφορά το κόστος και την υποστήριξη) ώστε να πειραματιστεί με την αναλογική ηχογράφηση ή ακόμα και να το χρησιμοποιήσει ως outboard επεξεργαστή για αυθεντικό tape saturation.....και μετά κρίνει αν θέλει να κάνει το επόμενο βήμα.
  9. Ημ/νία: 03:40 - 25/01/09 Εισαγωγή: Μια πρώτη επαφή με την διαδικασία και τα στάδια του mixing. Δεν μιλάμε για τεχνικές και προσεγγίσεις (ίσως λίγο...) αλλά κυρίως για την μορφή της διαδικασίας, τις δυνατότητες, τα προβλήματα και κάποιες βασικές αρχές και κατευθύνσεις. Το άρθρο απευθύνεται κυρίως σε "αρχάριους" που θέλουν να γνωρίσουν το συγκεκριμένο κομμάτι της ηχογράφησης, αλλά και οι πιο έμπειροι δεν έχετε τίποτα να χάσετε. (ίσως κανένα εικοσάλεπτο!!). Το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να ξεκαθαρίσω είναι πως δεν πρόκειται για κάποιον οδηγό "how to..." ή μια λίστα από "απαράβατους κανόνες". Το mixing είναι μια διαδικασία ιδιαίτερη που ο καθένας θα πρέπει να είναι ελεύθερος να προσεγγίσει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο... όπως σε όλους τους τομείς βέβαια έτσι και εδώ υπάρχουν και τεχνικές προσεγγίσεις και φυσικοί περιορισμοί και αντικειμενικοί παράγοντες στο όλο θέμα. Αυτό το άρθρο λοιπόν είναι ένας απλός οδηγός ,μια συλλογή από προτάσεις που θα σας βοηθήσουν να αποφύγετε τις κακοτοπιές που μπορούν να σας οδηγήσουν κάποιες ελλείψεις (γνωστικές και τεχνικές) και παραλείψεις, καθώς και μια σειρά από συνηθισμένα "σφάλματα". Κατ' αρχάς θα πρέπει να καταλάβουμε πως στο σύγχρονο DAW περιβάλλον η μίξη είναι φυσική και σχεδόν ταυτόχρονη "προέκταση" του tracking......το τελικό αποτέλεσμα δηλαδή ουσιαστικά διαμορφώνεται παράλληλα με την ηχογράφηση και πιθανότατα δεν μιλάμε πλέον για 2 τελείως διακριτές διαδικασίες - στάδια....παρ' όλα αυτά στο συγκεκριμένο άρθρο θα εξετάσουμε το υποθετικό σενάριο της ύπαρξης 2 διακριτών σταδίων (tracking - mixing) ώστε να είναι πιο απλή και κατανοητή η σημασία κάποιων προσεγγίσεων.....θα υποθέσουμε δηλαδή ότι καλούμαστε να μιξάρουμε ένα track από το μηδέν και αφού έχει ολοκληρωθεί το tracking. Πριν κοιτάξουμε την ίδια την διαδικασία θα πρέπει να καταλάβουμε το πόσο τεράστια σημασία έχει το σωστό monitoring.....ή για να το πούμε πιο απλά....αν δεν ακούμε σωστά, δεν μπορούμε να μιξάρουμε σωστά....τι σημαίνει όμως σωστό monitoring? Κατ' αρχάς ξεκινάμε από τον ίδιο τον χώρο....χρειαζόμαστε έναν χώρο ο οποίος με το κατάλληλο treatment, κατασκευή και γεωμετρία να μας παρέχει τις κατάλληλες ακουστικές συνθήκες που απαιτεί το mixing......δηλαδή ένας χώρος που δεν επηρεάζει άμεσα την ακρόαση με την έντονη παρουσία και παραμονή στον χώρο συχνοτικών modes και επίσης από την έντονη επιστροφή των πρώιμων ανακλάσεων στην θέση ακρόασης...μιλάμε για έναν χώρο με συγκεκριμένο χρόνο αντήχησης , ομαλά κατανεμημένης στο συχνοτικό φάσμα.....θα πρέπει να έχουμε επίσης στο μυαλό μας ότι ένας χώρος με "κακό" treatment μπορεί να είναι ακόμη χειρότερο από το καθόλου....αυτό που θέλουμε δηλαδή είναι να μπορούμε να ακούμε το monitoring σύστημα μας απαλλαγμένο όσο είναι αυτό δυνατόν από την επήρεια του χώρου, η οποία μπορεί πολύ εύκολα να διαστρεβλώσει τόσο το συχνοτικό περιεχόμενο όσο και την στερεοφωνική εικόνα του μιξ και φυσικά να μας οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα...... σε ότι αφορά το ίδιο το monitoring σύστημα θα πρέπει να δώσουμε βάση τόσο στην σωστή τοποθέτηση του (σωστό ύψος και άνοιγμα της στερεοφωνικής εικόνας, σωστή απόσταση από σκληρές επιφάνειες, decoupling των ηχείων από την υπόλοιπη κατασκευή, αποφυγή άμεσων ανακλάσεων κλπ) όσο και στην ίδια την χρήση του.....και όταν λέω χρήση εννοώ κυρίως την πηγή που τροφοδοτούμε στο σύστημα αλλά και την ένταση στην οποία δουλεύουμε....σε ότι αφορά την πηγή καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό είναι να είμαστε σίγουροι ότι αυτό που ακούμε δεν επηρεάζεται από περιττά στάδια δρομολόγησης του σήματος που πιθανόν προσθέτουν ανεπιθύμητο "χρωματισμό" αλλά και που πιθανόν δεν είναι ιδιαίτερα ειλικρινή σε ότι αφορά το level που μπορούν να αντέξουν πριν φτάσουν στο clipping point.....σε ότι αφορά την ένταση είναι εύκολα κατανοητό πως ακραίες διαφορές στα levels μπορούν να προκαλέσουν και ακραίες διαφορές στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το περιεχόμενο ενός μιξ....έτσι καλό είναι να "μάθουμε" να δουλεύουμε σε εντάσεις, που έχουν γίνει κοινά αποδεκτές ως ιδανικές για προσεκτική ακρόαση δηλαδή μεταξύ 80 & 83 db spl στην θέση ακρόασης...επίσης είναι πολύ σημαντικό να μπορούμε να αναπαράγουμε την ίδια ένταση οπότε είναι βασικό να έχουμε κάποιο ακριβή τρόπο ελέγχου της στάθμης. Ας δούμε τώρα βήμα - βήμα τα βασικά στάδια του mixing..... Πρώτα βήματα. προετοιμασία Το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να κάνουμε είναι να γνωρίσουμε καλύτερα το υλικό...... να δούμε δηλαδή τι περιέχουν ένα προς ένα τα tracks, να τα ονοματίσουμε ώστε να είναι εύκολη η αναγνώριση τους και να κρατήσουμε κάποιες πρώτες σημειώσεις για τυχόν αρχικά προβλήματα (ύπαρξη θορύβων, μεγάλες διαφορές στα tracking levels, έντονο spill ανάμεσα σε tracks, phasing problems κλπ). Στην συνέχεια μπορούμε να φτιάξουμε ένα πρόχειρο rough mix και να κάνουμε αρκετές προσεκτικές ακροάσεις από την αρχή ως το τέλος.....αυτές οι ακροάσεις είναι πολύ σημαντικές γιατί θα μας βοηθήσουν να διαμορφώσουμε ουσιαστική άποψη για το περιεχόμενο των tracks και πως αυτά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, για την κατεύθυνση την οποία θέλουμε να ακολουθήσουμε αλλά και για πιθανά προβλήματα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.....και έτσι φτάνουμε σε ένα κομβικό σημείο στο οποίο θα πρέπει να κάνουμε κάποιες αρχικές κρίσιμες επιλογές...κατ' αρχάς αν είμαστε ΟΚ με το περιεχόμενο των tracks και την ποιότητα της ηχογράφησης....αν όχι, ίσως το καλύτερο είναι να επιστρέψουμε πίσω στην διαδικασία του tracking για να διορθώσουμε τυχόν προβλήματα παρά να προχωρήσουμε ευελπιστώντας να τα "σουλουπώσουμε" στο mix..... μύθος νούμερο ένα..."we'll fix it in the mix" Δεύτερη σημαντικότατη επιλογή η αισθητική και τεχνική προσέγγιση που θα ακολουθήσουμε... Είναι πολύ σημαντικό να έχουμε μια εικόνα του πως θέλουμε να εξελιχθεί το μιξ πριν ξεκινήσουμε και είναι ακόμα πιο σημαντικό αυτή η εικόνα να είναι ρεαλιστική και βασισμένη στο περιεχόμενο των tracks που έχουμε στα χέρια μας....πρέπει να έχουμε απόλυτη επίγνωση του υλικού που έχουμε και όχι να ξεκινάμε παρορμητικά και να ανακαλύπτουμε στην πορεία τι υπάρχει μέσα στο μιξ.....πολύ σημαντικό επίσης (και οι σημειώσεις βοηθάνε) να έχουμε σαφή εικόνα της δομής του κομματιού, της δυναμικής του κίνησης, της λογικής με την οποία "μπαινοβγαίνουν" τα όργανα, τον χώρο τους, την ταχύτητα και τυχόν αλλαγές της, τα σολιστικά σημεία αν υπάρχουν κλπ κλπ Οργάνωση. Αφού λοιπόν έχουμε μια βασική εικόνα του κομματιού μπορούμε να σχεδιάσουμε τα επόμενα βήματα μας σε σχέση με επιμέρους παράγοντες όπως την στερεοφωνική εικόνα που θέλουμε να δημιουργήσουμε, τον χώρο στον οποίο θέλουμε να τοποθετήσουμε κάθε όργανο αλλά και την συνολική απεικόνιση του mix σε σχέση με τον χώρο, τον ρόλο που θέλουμε να δώσουμε στο κάθε όργανο (σε ότι αφορά τα μεταξύ τους levels), την διατήρηση ή όχι και σε ποιο βαθμό της δυναμικής κίνησης των οργάνων κλπ κλπ.....εννοείται βέβαια πως οι αποφάσεις μας πρέπει να συμβαδίζουν με το περιεχόμενο και τις ανάγκες του κομματιού και φυσικά του δημιουργού του.... Μια καλή αρχική ιδέα είναι να ομαδοποιήσουμε σε ξεχωριστά buses τα tracks ώστε να είναι πιο εύκολη η διαχείριση τους...ταυτόχρονα το busing είναι και μια μορφή επεξεργασίας όπως θα δούμε παρακάτω καθώς μας επιτρέπει να δημιουργήσουμε πολύπλοκες επεξεργαστικές αλυσίδες είτε σε σειρά είτε παράλληλα....πέρα λοιπόν από το επιμέρους levelling, eq , δυναμική και fx επεξεργασία καλό θα είναι να έχουμε μια εικόνα της γενικότερης θέσης κάθε οργάνου στον χώρο αλλά και ως level από την πρώτη στιγμή που ξεκινάμε.....καλό θα είναι επίσης να χωρίσουμε χρονικά το κομμάτι σε επιμέρους τμήματα , σημαδεύοντας τα με markers ώστε να είναι εύκολα και άμεσα προσβάσιμα. Panning / στερεοφωνική εικόνα Η πρώτη απόφαση που πρέπει να πάρουμε σε σχέση με την στερεοφωνία και η οποία βέβαια εν μέρει θα καθοριστεί από τον τρόπο που έχει ηχογραφηθεί η κάθε ηχητική πηγή, είναι το πόσο διευρυμένα θέλουμε να είναι τα άκρα του στερεοφωνικού φάσματος ή αλλιώς το πόσο ισχυρό θέλουμε (σε σχέση με το περιεχόμενο) το κέντρο σε ότι αφορά κατ' αρχάς το σύνολο.......τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα (αλλά και με πολύ περισσότερες επιλογές και δυνατότητες) όταν τα περισσότερα όργανα είναι ηχογραφημένα στέρεο ή με multi miked τεχνικές.....ειδικά σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη βάση σε πιθανά phasing προβλήματα και πως αυτά "αποκαλύπτονται" ανάλογα με την θέση των μικροφώνων στην στερεοφωνική εικόνα.....πολλές φορές η λύση είναι είτε η αντιστροφή της πολικότητας κάποιων tracks, είτε ο "χειροκίνητος" χρονισμός των tracks με βάση την κυμματομορφή τους......και βέβαια ας μην ξεχνάμε ότι πολλές φορές μπορεί να πειραματιστούμε με πολλά διαφορετικά μικρόφωνα κατά το tracking χωρίς όμως να θεωρούμε ότι πρέπει στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσουμε όλα....... επίσης θα πρέπει να καταλάβουμε πως μια διευρυμένη η πιο "στενή" στερεοφωνία επηρεάζει την συνολική εικόνα του κομματιού σε ότι αφορά την αίσθηση της έντασης.....τέλος πολύ βασικός παράγοντας είναι η χρήση για την οποία προορίζεται το συγκεκριμένο μιξ και η οποία μπορεί να καθορίσει τις αποφάσεις μας.... Editing Το editing κατά την διάρκεια της μίξης μπορεί να έχει πολλές μορφές.....η πιο απλή είναι σίγουρα το "καθάρισμα" των tracks από περιττές και άχρηστες πληροφορίες (θόρυβοι, spill από ακουστικά, ανεπιθύμητες "ουρές" από όργανα, μικρόφωνα σε multimic set up που δεν περιέχουν χρήσιμο υλικό κλπ κλπ). Στην συνέχεια μπορεί να μιλάμε για τον συνδυασμό διαφορετικών takes του ίδιου οργάνου για την δημιουργία ενός ολοκληρωμένου μοναδικού track ή για τον διαχωρισμό ενός μοναδικού track σε επιμέρους για να υπάρχει η δυνατότητα διαφορετικής επεξεργασίας....σε όλες αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να προσέχουμε τον τρόπο με τον οποίο χωρίζουμε και ενώνουμε τα διάφορα audio segments ώστε να μην δημιουργηθούν clicks & pops, δηλαδή δημιουργώντας τα κατάλληλα fades & crossfades. Επίσης στα πλαίσια του editing εντάσσουμε και τις "καταστρεπτικές" επεμβάσεις σε επίπεδο samples όπως για παράδειγμα την διόρθωση ενός στιγμιαίου clip μέσα στο ηχητικό υλικό με την επανασχεδίαση της κυμματομορφής.....Η διαδικασία του editing έχει πολλά στάδια διάσπαρτα μέσα στο συνολικό mixing, από τα αρχικά όπως το "καθάρισμα" έως πολύ μικρές λεπτομέρειες που μπορούν να διαφανούν μόνο όταν το μιξ έχει φτάσει στο τελικό στάδιο και το κομμάτι έχει πλέον ολοκληρωμένη μορφή.... Επεξεργασία (dynamics,eq) Κατ' αρχάς θα πρέπει να καταλάβουμε πως επειδή απλά και μόνο έχουμε απεριόριστες (σχεδόν) επεξεργαστικές δυνατότητες δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να τις χρησιμοποιούμε συνέχεια....ή για να το θέσω πιο απλά και με ένα παράδειγμα.....επειδή σε κάθε κανάλι έχουμε 4 μπάντες eq δεν σημαίνει πως κατ' ανάγκη πρέπει να τις χρησιμοποιήσουμε.......ειδικά με το eq και το compression πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί καθώς μπορεί να έχουν πολύ αρνητικά αποτελέσματα (πχ ένα ανομοιογενές συχνοτικά μιξ με υπερτονισμένες ή εντελώς ανύπαρκτες συχνοτικά περιοχές ή ένα υπερσυμπιεσμένο μιξ με ανύπαρκτη δυναμική κίνηση και "θολό" περιεχόμενο) ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα artifacts που έχουν τα συγκεκριμένα είδη επεξεργασίας (phasing - time shifting). Γενικά θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας πως αν αντιμετωπίζουμε συχνοτικά προβλήματα με κάποιο track τα οποία δεν διορθώνονται αλλά (νομίζουμε πως) καλύπτονται με την ακραία ισοστάθμιση ίσως θα είναι καλύτερα να επιστρέψουμε στο tracking και να τα επαναηχογραφήσουμε.....γενικά καλό είναι να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με την ισοστάθμιση ξεκινώντας από μια πιο αφαιρετική προσέγγιση πριν φτάσουμε σε ακραίες επεμβάσεις.... Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δίνουμε στις επεξεργαστικές αλυσίδες που δημιουργούμε είτε με την χρήση software plugins είτε με την χρήση αναλογικών και ψηφιακών outboard επεξεργαστών.... στην μεν πρώτη περίπτωση θα πρέπει να προσέχουμε για την συμβατότητα αλλά και της συνέπειες από την εναλλαγή του εσωτερικού bit resolution (κάτι που προϋποθέτει βέβαια ότι κατανοούμε την έννοια και την σημασία του bit resolution-wordlength και γενικότερα τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται η δυναμική περιοχή στο digital domain) ενώ στην δεύτερη περίπτωση και από την στιγμή που έχουμε μετατροπές από A - D και το αντίστροφο κατά πόσο αυτές επηρεάζουν την ποιότητα του σήματος και βέβαια κατά πόσο είναι συμβατά τα operating levels ανάμεσα στα διασυνδεδεμένα μηχανήματα.....και στις 2 περιπτώσεις το αρνητικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι εκτός των άλλων και clipping το οποίο άσχετα αν είναι άμεσα αντιληπτό , σίγουρα επιβαρύνει και ρίχνει την ποιότητα του συνολικού αποτελέσματος. Υπάρχουν πολλοί τρόποι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με εκπληκτικά αποτελέσματα οι συγκεκριμένοι επεξεργαστές, κάτι που έχει να κάνει και με τις πολλές δυνατότητες ruting & busing των σύγχρονων DAW...έτσι για παράδειγμα μπορούμε να χρησιμοποιούμε διαφορετικά compression & eq stages με πιο "απαλή" προσέγγιση σε κάθε δρομολόγηση του σήματος ώστε να πετύχουμε τελικά πιο φυσικά αποτελέσματα χωρίς τις ανεπιθύμητες κατά περίπτωση παρενέργειες, ή να χρησιμοποιήσουμε παράλληλο routing κλπ κλπ . Στο στάδιο της επεξεργασίας θα εντάξουμε και εργασίες όπως επιλογή ήχων για midi soft synths, drum replacement κλπ κλπ Levelling - automation Το πρώτο και κυριότερο πρόβλημα σε όλους τους επίδοξους mixing engineers είναι πως δεν μπορούν να αντιληφθούν πως τα faders δεν κινούνται μόνο προς τα πάνω......όταν θέλουμε να αναδείξουμε κάποιο track ίσως η καλύτερη λύση είναι να του δημιουργήσουμε τον κατάλληλο χώρο "τραβώντας λίγο πίσω" τα γειτονικά (σε σχέση με τον ρόλο και το συχνοτικό περιεχόμενο).....φυσικά και οι αναλογίες ανάμεσα στα tracks ενός κομματιού είναι κάτι που εμπίπτει στο γούστο και την αντίληψη του καθενός......ο αντικειμενικός σκοπός όμως είναι σχεδόν πάντα ό ίδιος....ένα μιξ με αρκετά ευδιάκριτο όλο το περιεχόμενο αλλά που το κάθε επιμέρους συστατικό υπηρετεί έναν σκοπό, με φανερή την δυναμική κίνηση αλλά απαλλαγμένο από έντονα αισθητές διακυμάνσεις......είναι πολύ βασικό να καταλάβουμε πως και η πιο μικρή διαφοροποίηση στο level ενός track επηρεάζει ολόκληρο το μιξ ακόμη και αν δεν είναι άμεσα αντιληπτή ως αύξηση ή μείωση της έντασης του συγκεκριμένου track.....θα πρέπει επίσης να καταλάβουμε πως τις περισσότερες φορές που κάποιο track είναι φαινομενικά αδύνατο να έρθει στην "επιφάνεια" το πρόβλημα είναι μάλλον ενορχηστροτικό παρά θέμα μιξ ......ή αν μη τι άλλο πρόβλημα της ηχογράφησης ως σύνολο. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας σε σχέση με τις αναλογίες ανάμεσα στα tracks είναι να συνειδητοποιήσουμε πως δεν υπάρχει λόγος να προσπαθούμε να χωρέσουμε τα πάντα μέσα στα τελευταία 10 dbFS από τα >120 που μας παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία ως δυναμικό εύρος..... Το automation τώρα είναι ένα πολύ δυνατό όπλο στα χέρια του mixing engineer....μπορεί να μας βοηθήσει να πετύχουμε το επιθυμητό μέσο level σε κάποιο track, να χειριστούμε με μεγάλη ακρίβεια τις μικροδυναμικές του χωρίς να επηρεάσουμε την χροιά του (όπως θα έκανε ένα compressor), να δώσουμε "κίνηση" στην μίξη μας ή ακόμα και να δημιουργήσουμε περίτεχνα εφέ.... παρ' όλα αυτά είναι εύκολο να παρασυρθούμε σε υπερβολές ή ακόμη και σε εντελώς άσκοπες προσπάθειες προσωρινού εντυπωσιασμού.....Χρονικά τώρα, μέσα στην διάρκεια της διαδικασίας, καλό είναι να φτάνουμε στην αυτοματοποίηση των ρυθμίσεων αφού έχουμε καταλήξει στην μέση τιμή τους (είτε μιλάμε για ένταση, είτε για panning κλπ κλπ) κάτι που θα μας γλιτώσει από αρκετό χρόνο και συνεχές "πίσω-μπρος".....πολύ χρήσιμη και σε αυτή την περίπτωση η συνήθεια να κρατάμε σημειώσεις με ιδέες αλλά και ρυθμίσεις. Στα ευρύτερα πλαίσια του automation μπορούμε να εντάξουμε και την όποια channel linking λειτουργία που μπορεί να υπάρχει σε ένα DAW ή και μια αναλογική κονσόλα (VCA automation) με την οποία μπορούμε να ελέγχουμε ταυτόχρονα ομαδοποιημένα κάποια κανάλια (δεν έχει σχέση με το busing στο οποίο οι εξόδοι των επιλεγμένων καναλιών οδηγούνται σε ένα νέο group track - bus) σε ότι αφορά το level και κάποιες άλλες λειτουργίες.....πολύ χρήσιμο σε περιπτώσεις που θέλουμε μεταβολή στην ένταση των tracks και ότι αυτό συνεπάγεται (aux sends) και όχι απλά στο σύνολο τους (bus). FX processing Άλλο ένα σημαντικό κομμάτι της όλης διαδικασίας και σίγουρα πονεμένο.....δεν είναι λίγες οι φορές που ακούμε μιξ κυριολεκτικά πνιγμένα στο reverb & delay.....τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα όταν μιλάμε και για κακής ποιότητας fx επεξεργαστές...ειδικά σε ότι αφορά το reverb έχει πολύ μεγάλη σημασία η ποιότητα των αλγόριθμων καθώς και η δυνατότητα τους να δημιουργήσουν πειστικά early reflections... αυτού του είδους η επεξεργασία εκτός από την δημιουργία εντυπωσιακών εφφέ μπορούν να βοηθήσουν ιδιαίτερα τόσο στην δημιουργία συνολικής αίσθησης χώρου όσο και την βελτίωση "φτωχά" ηχογραφημένων πηγών ειδικά όταν μιλάμε για close miked τεχνικές ή για πολύ μικρούς "νεκρούς" χώρους.....Είναι γενικά καλό να μην μπερδεύουμε πολλούς διαφορετικούς "χώρους" στο ίδιο μιξ, εκτός αν αυτό είναι το ζητούμενο, και βέβαια καλό είναι να προσπαθούμε η χρήση των συγκεκριμένων εφέ να συμβαδίζει με την δυναμική και ρυθμική κίνηση των οργάνων.....σε ότι αφορά τα time based effects (delay, modulation) καλό (άλλα όχι και απαραίτητο) είναι να αναζητούμε μια ρυθμική διασύνδεση τους με το υπόλοιπο κομμάτι. Τα συνηθέστερα προβλήματα από την υπερβολική χρήση ή ακόμη και από την κακή ποιότητα αυτού του είδους των επεξεργαστών είναι το "θολό", muddy & unfocused mix καθώς και η υπέρμετρη ενίσχυση συγκεκριμένων συχνοτικών περιοχών όπως τα συριστικά σύμφωνα στην φωνή, το attack στις χορδές μιας ακουστικής κιθάρας κλπ κλπ .....ειδικά για αυτό το είδος της επεξεργασίας η ποιότητα και η απόδοση του μόνιτορ συστήματος που χρησιμοποιούμε είναι καταλυτικής σημασίας. Σε ότι αφορά πιο εξειδικευμένα είδη επεξεργασίας όπως pitch shifting, saturation, distortion κλπ έκει τα πράγματα έχουν να κάνουν περισσότερο από οτιδήποτε με την αντίληψη και την αισθητική του καθενός. Busing - Main Mix Bus - Mixdown Φτάνοντας προς το τέλος της διαδικασίας μπορούμε να ασχοληθούμε με τα ομαδοποιημένα tracks (buses) τόσο σε ότι αφορά τις εντάσεις τους όσο και την περαιτέρω επεξεργασία...έτσι ουσιαστικά (αν θέλουμε) μπορούμε να έχουμε το mix μας χωρισμένο σε επιμέρους submixes τα οποία μπορούμε να επεξεργαστούμε κατά βούληση, πράγμα πολύ χρήσιμο όταν θέλουμε να επέμβουμε στην χροιά, ένταση ή δυναμικό έλεγχο μιας ολόκληρης ομάδας οργάνων με κοινά χαρακτηριστικά (πχ overdrive guitars) ή και πιο απλά στο σύνολο των tracks ενός multi miked οργάνου (πχ drum set).....με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να έχουμε ακόμη καλύτερο έλεγχο της όλης διαδικασίας χωρίζοντας την ουσιαστικά σε 3 στάδια.....tracks - subgroups (buses) - main mix (masterbus) και αντίστοιχα μοιράζοντας και τα διάφορα στάδια της επεξεργασίας (κάτι που ειδικά σε ότι αφορά την ισοστάθμιση και την δυναμική επεξεργασία δίνει πολύ περισσότερες δυνατότητες και ιδιαίτερη ευελιξία). Επίσης σε αυτό το στάδιο και αν έχουμε την δυνατότητα μπορούμε να συνεχίσουμε την μίξη μας εκτός DAW δηλαδή όπως έχει μείνει πιο γνωστό "Out of the box" και να επιλέξουμε την λύση του αναλογικού summing είτε μέσω κάποιας κονσόλας είτε κάποιου summing mixer.....δεν θέλω να επεκταθώ στις διαφορές ανάμεσα στο ψηφιακό και αναλογικό summing, η ουσία είναι πως μπορούμε να πετύχουμε αρκετά διαφορετικά αποτελέσματα (καλύτερα ή χειρότερα, είναι υποκειμενικό)....για να έχει όμως νόημα κάτι τέτοιο θα πρέπει να γνωρίζουμε τον εξοπλισμό που χρησιμοποιούμε ώστε να μπορούμε να αποφασίσουμε αν είναι επιθυμητή η "παρουσία" του στο τελικό αποτέλεσμα (ως ηχητική ταυτότητα)......επίσης σε αυτό το ίδιο στάδιο του multi busing μπορούμε να κάνουμε export το μιξ μας με την μορφή stems (groups) να κάνουμε export δηλαδή για κάθε bus ξεχωριστά ώστε να δώσουμε mix μας σε αυτή την μορφή σε κάποιο mastering studio για stem mastering. Αν αποφασίσουμε να μείνουμε στο ψηφιακό domain (in the box) θα πρέπει να κάνουμε export μέσω του main mix bus σε ένα stereo αρχείο. Είναι αρκετά διαδεδομένη η χρήση κάποιας επιπλέον μορφής επεξεργασίας στο main mix bus είτε με την μορφή κάποιου compressor είτε με την μορφή κάποιου eq είτε και των 2. Ειδικά το compression στο mix bus είναι αρκετά συνηθισμένο πιο πολύ όμως σαν ένας τρόπος ομογενοποίησης του υλικού παρά ως compression / limiting......όπως πολλές φορές είναι και η προσθήκη μέσω κάποιου high end eq του λεγόμενου "air", δηλαδή ελαφριά και ομαλή (broadband) ενίσχυση του άνω άκρου του συχνοτικού φάσματος. Ένα βασικό ζήτημα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι το πότε (σε ποιό στάδιο της μίξης) θα προσθέσουμε τους συγκεκριμένους επεξεργαστές στο main mix bus ώστε να προστεθούν ομαλά στην υπόλοιπη επεξεργαστική αλυσίδα και να βοηθήσουν πραγματικά στο καλύτερο τελικό αποτέλεσμα. Τέλος είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο γίνεται το ψηφιακό summing στα σύγχρονα DAW και πιο συγκεκριμένα την έννοια της δυναμικής περιοχής και το πως αυτή αλλιώνεται καθώς μεταβάλλεται το εσωτερικό bitrate, τι συμβαίνει όταν μειώνεται το wordlength στην έξοδο του DAW, ποια είναι η σημασία του dithering & noise shaping, ποιες είναι οι καλύτερες επιλογές που μπορούμε να κάνουμε σε σχέση με το export format κλπ κλπ. Κάποιες απλές και γενικές συμβουλές. - προσπαθήστε να μην ακούτε και επεξεργάζεστε διαρκώς μεμονωμένα τμήματα του κομματιού αλλά συχνά πυκνά κάντε προσεκτικές ακροάσεις ολόκληρου του κομματιού....είναι πολύ βασικό να υπάρχει μια συνέχεια στην όλη διαδικασία....η αποσπασματική επεξεργασία έχει σχεδόν πάντα ακουστά (δυσάρεστα) αποτελέσματα και οδηγεί σε λανθασμένα συμπεράσματα για την εικόνα του μιξ. - Κάντε συχνά διαλείμματα και προσέχετε τις εντάσεις στις οποίες δουλεύετε.....η ακοή μας κουράζεται εύκολα και όσο πιο πολύ κουράζεται τόσο περισσότερο χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες μεταβολές για να αντιληφθεί την όποια διαφορά....και φυσικά φροντίστε να δουλεύετε ένα μιξ μόνο όταν είσαστε ξεκούραστοι. - "Σώστε" κάθε ουσιαστική εξέλιξη του μιξ σας σαν διαφορετικό αρχείο......φροντίστε να δίνετε περιγραφικούς και σαφείς τίτλους σε κάθε save (πχ song3_mixA_Levels+EQ_drumBusCompression)....με αυτό τον τρόπο έχετε ένα οργανωμένο ιστορικό στο οποίο μπορείτε να ανατρέξετε κάθε στιγμή - σε συνάρτηση με το προηγούμενο.....μην διστάσετε να πάτε ένα βήμα πίσω αν νιώσετε ότι βρίσκεστε σε τέλμα....ή ακόμη και να ξαναξεκινήσετε από την αρχή....ίσως κάποια πράγματα έρθουν πιο φυσικά την 2η,3η ή 33η φορά..... - προσπαθήστε να έχετε ένα συγκεκριμένο στόχο όταν προχωράτε στα "ενδότερα" της μίξης ενός κομματιού . - Η ακρόαση μέσω ακουστικών μπορεί να οδηγήσει σε αρκετά διαστρεβλωμένη εικόνα της πραγματικότητας , παρ' όλα αυτά μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη για την αναζήτηση καλά κρυμμένων θορύβων, clicks & pops , clipping points κλπ κλπ - προσπαθήστε όταν επεξεργάζεστε μεμονωμένα tracks να το κάνετε κυρίως "μέσα" στο μιξ και όχι έχοντας συνέχεια τα συγκεκριμένα tracks σε κατάσταση solo. - Πριν αρχίσετε να boostάρετε ή να κόβετε συχνότητες και να "κομπρεσάρετε" για να δώσετε αυτό που λείπει σε ένα όργανο που έχει ηχογραφηθεί με 2 ή περισσότερα μικρόφωνα (πχ drums) μπείτε στον κόπο να τσεκάρετε για τυχόν προβλήματα φάσης.....θα σας γλυτώσει από πολύ κόπο... - είναι πιο λογική προσέγγιση να τελειοποιείτε σταδιακά το σύνολο ενός μιξ και όχι μεμονωμένα όργανα ή ομάδες.....από ένα γενικό rough mix δηλαδή προς ένα ολοκληρωμένο mix πάμε βήμα - βήμα επιστρέφοντας διαρκώς και τελειοποιώντας κάθε ομάδα ή όργανο....το αντίθετο (δηλαδή για παράδειγμα να φτιάξουμε έναν "τέλειο" ήχο κιθάρας μέσα σε ένα ατελές σε όλα τα υπόλοιπα σύνολο) πιθανόν να μας οδηγήσει σε λάθος επιλογές και αποτελέσματα. Αυτά προς το παρόν. Καλές μίξεις!!!
  10. nikodemos

    What about "mastering"

    Ημ/νία: 13:14 - 05/05/09 Εισαγωγή: Με αφορμή (άλλη) μια συζήτηση περί mastering αυτές είναι κάποιες σκέψεις σχετικά με την όλη έννοια του, ως αναπόσπαστο(;) κομμάτι της μουσικής παραγωγής και της τέχνης των ηχογραφήσεων Το mastering είναι πρώτα απ'όλα ένα κομμάτι της όλης παραγωγικής διαδικασίας. Ως κρίκος λοιπόν της όλης επεξεργαστικής και παραγωγικής αλυσίδας έχει και αυτό την σημασία και την αξία του και φυσικά λόγο ύπαρξης. Δεν βρίσκω κανέναν απολύτως λόγο να το θεωρήσω ως το πιο σημαντικό κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας αλλά σίγουρα δεν βρίσκω και κανέναν λόγο να το υποβιβάσω ως ασήμαντο.....και βέβαια επαναλαμβάνω για μια ακόμη φορά (το έχω κάνει πολλάκις εδώ μέσα) πως οι συμμετέχοντες στην όλη διαδικασία πλην των ίδιων των δημιουργών είναι απλά συντελεστές και όχι συνδημιουργοί. Λίγα λόγια περι μάστερινγκ (ή πρε-μάστερινγκ) όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ: Κατ'αρχάς δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπάρχει το αρκετά απλό στην κατανόηση αλλά πολλές φορές περίπλοκο στην εφαρμογή θέμα της μετατροπής του προιόντος της μίξης στο κατάλληλο προς μαζική αναπαραγωγή format και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτό είναι ένα θέμα που ξεκίνησε με την ανάγκη επεξεργασίας του τελικού προιόντος της μίξης κατά την "μεταφορά" του στους δίσκους βινυλίου οι οποίοι λόγω κατασκευής και ιδιοτήτων δεν μπορούσαν να αποτυπώσουν αυτούσιο (χωρίς μετατροπή) την ηχητική πληροφορία με ακρίβεια ......και αυτό φυσικά δεν είναι κάτι που έγινε ξαφνικά περιττό με την "εξαφάνιση" των δίσκων βινυλίου....το αντίθετο....σήμερα η ποικιλία των format αναπαραγωγής καθιστά ακόμη πιο ουσιαστική την ύπαρξη του mastering....έτσι έχουμε πχ τα κλασικά audio cd, τα "συμπιεσμένα" format (mp3 κλπ), τα format που θα επενδύσουν εικόνα (είτε μιλάμε για πολυκάναλο ήχο σε ένα dvd είτε μιλάμε για άλλες video εφαρμογές), έχουμε τα sacd, έχουμε κάποια radio ή video edits κλπ κλπ....και όλα αυτά πολύ πιθανόν να προκύπτουν από το ίδιο αρχικό προιόν....Στην ουσία λοιπόν βλέπουμε ότι πάντα υπάρχει μια κάποια ασυμβατότητα ανάμεσα στο τελικό προιόν της μίξης και στο μέσο μαζικής αναπαραγωγής και ακρόασης , είτε μιλάμε για τις ιδιαιτερότητες του βινυλίου, είτε για τα προβλήματα της πρώτης περιόδου των ψηφιακών μέσων (ποιότητα DA στα cd player, άγνοια πέρι dithering, λάθη κβαντισμού κλπ κλπ) είτε για τους περιορισμούς κάποιων σύγχρονων φορμά, είτε απλά για την τεράστια διαφορά ανάμεσα στα σύγχρονα ηχητικά στάνταρτς κατά την ηχογράφηση και την διατήρηση ενός απαρχαιωμένου μέσου αναπαραγωγής... Άρα θα πρέπει κατ'αρχάς να καταλάβουμε πως το mastering (τουλάχιστον ως πρωταρχικός σκοπός) δεν είναι η τόσο η επεξεργασία σε ότι αφορά την αισθητική πλευρά της ηχητικής πληροφορίας όσο η μετατροπή του στο επιθυμητό format με τον καλύτερο και πλέον απροβλημάτιστο τρόπο. Σε ότι αφορά λοιπόν την μουσική παραγωγή που είναι και του άμεσου ενδιαφέροντος μας το mastering περιλαμβάνει την μετατροπή του sampling freq/bitrate στο standard των audio cd's, την δημιουργία ενός track index συμβατού με τα αποδεκτά στάνταρτς, την επιλογή των κενών ανάμεσα στα tracks, την δημιουργία κάποιων fade in/out & crossfades αν αυτό είναι επιθημητό, την απαλοιφή πιθανών θορύβων (clicks&pops) που διέφυγαν από το mixing, το leveling μεταξύ των tracks, το συνολικό leveling και η καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της δυναμικής περιοχής κλπ κλπ.....από εκεί και πέρα και αν αυτό είναι σκόπιμο και επιθημητό ο mastering engineer είναι πιθανόν να επέμβει και στην χροιά αλλά και στην δυναμική επεξεργασία των tracks πολλές φορές απλά στα πλαίσια ενός καλύτερου matching μεταξύ των tracks, κάποιες φορές ίσως πιο δημιουργικά και παρεμβατικά αλλά πάντα με την λογική της βελτίστοποίησης και όχι της αισθητικής παρέμβασης. Είναι λογικό πως για να μπορέσουν να συμβούν όλα τα παραπάνω θα πρέπει να ισχύουν κάποιες προυποθέσεις τόσο σε ότι αφορά τον εξοπλισμό όσο και τον ανθρώπινο παράγωντα. Έτσι μια τέτοια διαδικασία (όπως αντίστοιχα και πιθανότατα πολύ περισσότερο στην μίξη) χρειάζεται τον κατάλληλο χώρο (σε ότι αφορά την ακουστική του), το κατάλληλο monitoring σύστημα (σε ότι αφορά την απόδοση, το matching με τον χώρο, την δυνατότητα καλιμπραρίσματος κάθε εισόδου και εξόδου, την βεβαιώτητα της ηχτικής πιστότητας και διάυγειας όλων των διασυνδέσεων του συστήματος κλπ κλπ), το κατάλληλο metering σύστημα (ευέλικτο, ακριβές, με δυνατότητα clip metering, συμβατό με διαφορετικά metering πρωτόκολα κλπ κλπ) το κατάλληλο μέσο αναπαραγωγής και επεξεργασίας - σταθμό εργασίας (συμβατό με όλα τα digital format, ικανό non destructive editing περιβάλλον, επεξεργαστική ισχύ, ύπαρξη ικανών επεξεργαστικών audio tools, dithering & noise shaping αλγόριθμων, όπως βέβαια και ικανοποιητικόυ sample rate convertion, δυνατότητα για ευέλικτη διασυνδεσιμότητα και ενσωμάτωση εξωτερικών επεξεργαστών κλπ κλπ), τα κατάλληλα αποθηκευτικά μέσα (υποστήριξη διαφορετικών format) και φυσικά ο κατάλληλος υλικοτεχνικός εξοπλισμός σε ότι αφορά την AD-DA και διασυνδεσιμότητα μεταξύ σταθμών επεξεργασίας (tranparency, sampling rate/bitrate compatibility κλπ κλπ). Αυτό θα έλεγα πως είναι το απαραίτητο set up ενός comercial audio production suite. Από εκεί και πέρα εισερχώμαστε στο θέμα της πιο παρεμβατικής - δημιουργικής επεξεργασίας η οποία (αν είναι επιθυμητή) απαιτεί και αυτή τον ανάλογοκατά περίσταση εξοπλισμό...αλλά εδώ εισερχώμαστε και στο θέμα υποκειμενικό γούστο και άποψη οπότε δεν θα μπω σε περαιτέρω λεπτομέρειες..... ....και φθάνουμε στον άνθρωπο-χειριστή..... Δεν ξέρω αν υπάρχουν "μαγικά αυτιά" (...ή και αν χρειάζονται ακόμη) αλλά σίγουρα υπάρχουν οι έννοιες γνώση, εμπειρία, μουσική κουλτούρα και παιδεία, τεχνογνωσία και άποψη....και αυτές πάντα θα αποτελούν τον καθοριστικότερο παράγωντα είτε μιλάμε για επαγγελματίες είτε για ερασιτέχνες.....στην πραγματικότητα η μόνη ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σε αυτές τις 2 κατηγορίες ανθρώπων είναι πως στην πρώτη (επαγγελματίες) όλα τα παραπάνω (έμψυχα και άψυχα) είναι προυπόθεση και η έλειψη τους είναι απαράδεκτη ενώ στην δεύτερη οι ελείψεις σε όλους τους προαναφερθέντες τομείς είναι αναμενόμενες και αποδεκτές. Τι θέλω να πω λοιπόν; Μπορεί ένας ερασιτέχνης να φτιάξει ένα καλό μάστερ? Φυσικά.. γιατί όχι; Απλά οι πιθανότητες μεταβάλονται ανάλογα με τις ικανότητες και γνώσεις του καθενός, τις προσδοκίες, , το υλικό, τον αντικειμενικό σκοπό και τέλος τέλος τον εξοπλισμό (όπως τον περιέγραψα πιο πάνω) Μπορεί ένας "επαγγελματίας" να φτιάξει ένα κακό μάστερ?.....φυσικά....και γιατί όχι....ισχύουν και πάλι τα ίδια....απλά εδώ αφ'ενός δεν είναι και τόσο συνιθισμένο και αφ'ετέρου είναι απαράδεκτο να συμβαίνει. ...καλώς ή κακώς η στατιστική θα ευνοεί πάντα τον επαγγελματία.....και καλώς ή κακώς όσο υπάρχουν άνθρωποι ή εταιρίες που έχουν την δυνατότητα να επιλέγουν την καλύτερη δυνατή λύση για το προιόν τους τα commercial studios (mastering & recording γενικότερα) θα συνεχίσουν να υπάρχουν......με μια επισήμανση όμως..... ο "επαγγελματισμός" δεν καθορίζεται από την φορολογική δήλωση αλλά από την ποιότητα των γνώσεων, της υποδομής και φυσικά των παρεχώμενων υπηρεσιών του κάθε φερόμενου ως επαγγελματία. Μια άλλη σημαντική παράμετρος της πολύχρονης αυτής διαμάχης είναι το κατά πόσο είναι υπερτιμημένο ή όχι το mastering τόσο ως διαδικασία όσο και ως υλικό κόστος..... Σε ότι αφορά το πρώτο μέρος , δηλαδή την σπουδαιότητα του mastering ως κομμάτι της όλης παραγωγικής διαδικασίας, η θέση μου είναι ήδη διατυπωμένη σε άλλα τόπικ και είναι απλή.....είναι ίσως το λιγώτερο επιδραστικό (ή αν θέλετε έτσι θα έπρεπε να είναι) και κατ'επέκταση το λιγώτερο σημαντικό τμήμα της όλης αλυσίδας, αλλά ταυτόχρονα ως τελευταίος κρίκος στην σειρά έχει την μοναδική ιδιότητα να αναδείξει ή να καταβαραθρώσει όλους τους προηγούμενους.....και αυτό το αντιφατικό στοιχείο του χαρακτήρα της όλης διαδικασίας αναιρεί την προηγούμενη πρόταση πέρι σημαντικότητας (και εδώ ακριβώς έγκειται η άποψη μου ότι "έτσι θα έπρεπε να είναι" που διατύπωσα πριν....το mastering δηλαδή ως μια πιο διαικπερεωτική διαδικασία και άρα λιγώτερο έως καθόλου επιδραστική για το συνολικό αισθητικό αποτέλεσμα είναι λιγώτερο "επικύνδηνη" για το σύνολο της διαδικασίας). Άρα ναι μεν δεν είναι παρά μια τεχνική διαικπερέωση και κάποιες τελευταίες πινελιές αλλά ταυτόχρονα είναι αυτό που είτε θα ολοκληρώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μια μουσική παραγωγή, είτε θα την χαντακώσει.....ίσως λοιπόν η σωστή (προσωπική μου) τοποθέτηση θα ήταν - Υπερκτιμημένο και με μυθολογικές προεκτάσεις μεν, αλλά σημαντικότατο δε (είτε για καλό,είτε για κακό). Και ναι συμφωνώ με αυτά που υποστηρίζουν οι πολύπειροι και αφοσιωμένοι mastering engineers "πέρι τεράστιων διαφορών για εκπαιδευμένα αυτιά" αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζω πως αντίστοιχα στα προήγουμενα στάδια μπορούν να συντελεστούν "κοσμογονικές διαφοροποιήσεις" για "εκπαιδευμένα ΑΛΛΑ και μη αυτιά"..... Σε ότι αφορά το δεύτερο μέρος, που ίσως είναι και αυτό που πραγματικά προκαλεί την όποια διαμάχη, δηλαδή το αντίτιμο-κόστος......εδώ η άποψη μου είναι πως όχι δεν είναι υπερτιμημένο το mastering....τουλάχιστον όχι στον μέσο όρο των τιμών της αγοράς......και εξηγούμαι. Είναι αρκετά τα χρήματα?.......σίγουρα ναι Είναι "γρήγορα" τα χρήματα.....σίγουρα ναι ΑΛΛΑ.... Όπως πολύ σωστά έχει κατά καιρούς διατυπωθεί από αρκετούς επαγγελματίες τόσο το υλικό κόστος όσο και το ανθρώπινο (μόρφωση, εμπειρία, συνεχής αναζήτηση κλπ κλπ) για την δημιουργία ενός σοβαρού audio production suite είτε mastering είτε mixing είτε recording είναι ΤΕΡΑΣΤΙΟ.....αυτόν όμως τον συνδυασμό ανθρώπινης τεχνογνωσίας-άποψης και εξοπλισμού καλείται να πληρώσει ο πελάτης και όχι τον απόλυτο χρόνο που δαπανήθηκε για να ολοκληρωθεί η δουλειά του.....και είναι σαφέστατα πολύ πιο τίμιο να είναι αυτό τελείως ξεκάθαρο στον πελάτη από το να προσπαθεί κάποιος να χρονοτριβεί μήπως και δικαιολογήσει την αμοιβή του....δεν μιλάμε για ιδιωτικούς υπάλληλους που πρέπει να συμπληρώσουν οκτάωρο αλλά για εξειδικευμένους επαγγελματίες που καλούντε να παραδώσουν ένα έργο-υπηρεσίες ενός α' επιπέδου και τηρώντας κάποια συγκεκριμένα αντικειμενικά και υποκειμενικά (του πελάτη) στάνταρτς...αν αυτό μπορούν να το κάνουν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα είναι άξιο θαυμασμού (των ικανοτήτων τους) και όχι σκεπτικισμού (πέρι των προθέσεων τους). Και κάτι τελευταίο.....θα πρέπει να αντιληφθούμε πως το "επώνυμο" mastering είναι αντικειμενικά ο πιο φθηνός τρόπος (αναλογικά με όλα τα υπόλοιπα στάδια μιας μουσικής παραγωγής) να δώσουμε μια επίφαση (και γιατί οχι και πραγματική κάποιες φορές) "λουσάτου και πολυτελούς περιτυλίγματος" σε μια μέτρια σε γενικές γραμμές παραγωγή (και σε ότι αφορά την ποιότητα αλλά και το κόστος)....και σε πολλά είδη μουσικής αυτό αποτελεί και ένα πρώτης τάξεως promotion trick ....και δεν είναι απαραίτητα κατακριτέο....το αντίθετο μάλιστα....οτιδήποτε μπορεί να "προσθέσει" είναι θετικό.....το ζήτημα - ερώτημα είναι μήπως θα απέδιδε περισσότερο (τουλάχιστον ουσιαστικά) η επένδυση αν γινόταν σε κάποιο πρώτερο στάδιο.....για μένα πιθανότατα....και ακόμη πιο πολύ αν γινόταν στο σύνολο της διαδικασίας. ...με λίγα λόγια - μπορεί το καλό master να "απογειώσει"-ολοκληρώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μια καλή μίξη ενός καλού κομματιού? ....σίγουρα ναι - μπορεί το κακό master να "χαντακώσει" μια καλή μίξη?.....σίγουρα ναι - μπορεί μια κακή μίξη να διορθωθεί στο μάστερ......σίγουρα όχι - μπορούν οι ατέλειες μιας καλής σε γενικές γραμμές μίξης να καλυφθούν στο μάστερ?.....πιθανότατα και ανάλογα με τις ικανότητες του μαστερά Από εκεί και πέρα δεν πρέπει να ξεχνάμε και μια άλλη πολύ σημαντική παράμετρο του θέματος mastering , το restoration , την "επαναφορά" δηλαδή τόσο σε λειτουργική όσο και σε εναρμονισμένη με τα σύγχρονα φορμάτ μορφή, δουλειά τρομερά σημαντική, δύσκολη και επίπονη (πραγματική τέχνη) που δυστυχώς περνάει κάπως απαρατήρητη ...τα παραπάνω είναι οι προσωπικές μου απόψεις σε μια πολύ γενική και ίσως στενή θεώρηση ενός μικρού τμήματος της όλης παραγωγικής διαδικασίας....στην πραγματικότητα θεωρώ πως είναι μάλλον λάθος να κατακερματίζουμε το σύνολο και να επικεντρώνουμε σε επιμέρους τμήματα αποκομένοι από την συνολική εικόνα. Όλοι κρινόμαστε αποκλειστικά και μόνο από αυτά που παράγουμε και όχι από αυτά που γράφουμε ή λέμε
  11. nikodemos

    Mix bus compression

    Ημ/νία: 20:27 - 16/05/09 Εισαγωγή: Η χρήση compression στο mix bus, είτε μιλάμε για ΟΤΒ είτε για ΙΤΒ μίξεις, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη. Δυστυχώς εξίσου διαδεδομένη είναι τόσο η υπερχρήση, όσο και η λανθασμένη χρήση. Γι'αυτό ίσως είναι καλό να ξαναρίξουμε μια ματιά στο συγκεκριμένο θέμα. Οχι τόσο στο πως αλλά κυρίως στο πότε και γιατί. Η χρήση compression στο main mix bus σίγουρα δεν είναι κάτι καινούριο στην όλη διαδικασία του mixing....υπήρχε σαν λογική εδώ και πάρα πολλά χρόνια αλλά έγινε σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της όλης διαδικασίας από την στιγμή που αυτού του είδους οι επεξεργαστές άρχισαν να αποτελούν μέρος του master section των high end recording consoles... Έτσι από την εποχή του 2254 της Neve αλλά πολύ περισσότερο με την εμφάνιση και καθιέρωση της SSL 4000 και του περιβόητου buss compressor που ενσωμάτωνε, η χρήση compression στο mixbus είναι ιδιαίτερα προσφιλής στους mixing engineers, σχεδόν αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς τους και σίγουρα ένα από τα "μυστικά όπλα" χιλιάδων επιτυχημένων mix.....βέβαια πλέον υπάρχει μια τεράστια ποικιλία από bus compressors με διαφορετικά χαρακτηριστικά και φυσικά διαφορετικές "γεύσεις"...και φυσικά η λογική είναι η ίδια είτε μιλάμε για αναλογικούς hardware επεξεργαστές είτε για ψηφιακά software plugins. Ας δούμε λοιπόν ποιοί είναι οι βασικοί στόχοι που καλείται να εκπληρώσει η συγκεκριμένη διαδικασία... a. levelling/limiting .....αν και πλέον η αιτία έχει ουσιαστικά εκλείψει, τόσο στα χρόνια της ταινίας (ως master recording) όσο και στα πρώτα άγουρα χρόνια των ψηφιακών μάστερ και της περιορισμένης δυναμικής περιοχής των 16bit , υπήρχε αρκετά έντονη (όχι βέβαια πάντα) η ανάγκη για την επίτευξη ενός αρκετά υψηλού μέσου level (hot) είτε για να αντισταθμηστούν τα μειονεκτήματα της ταινίας (hiss, s/n ratio) είτε για να επιτευχθεί το επιθυμητό saturation, είτε για να αξιοποιηθεί στο έπακρο η δυναμική περιοχή των 16bit κατά την μετατροπή σε ψηφιακό φορμάτ. Έτσι με την χρήση του compression αμβλύνονταν οι "επικίνδυνες" κορυφές με αποτέλεσμα να αυξάνεται το θεωρητικό headroom και να μπορεί να αυξηθεί με ασφάλεια το επιθυμητό level μέσω του make up gain stage του compressor. Σήμερα αποτελεί πιο πολύ τρόπο για να ελέγχουμε το μέσο level αλλά και να προσδώσουμε κάτι από την λογική των πολλαπλών gain stages του recording chain της καθαρά αναλογικής εποχής. b. "glueing" compression ..αυτό θα μπορούσαμε στα ελληνικά να το ονομάσουμε ομογενοποίηση....περνώντας δηλαδή το σύνολο της ηχητικής πληροφορίας που αποτελείται από πολλά διαφορετικά, τόσο συχνοτικά όσο και σε σχέση με την δυναμική τους κίνηση, επι μέρους στοιχεία μέσα από ένα levelling amplifier (compressor) μπορούμε να δώσουμε μια πιο "συμπαγή" εικόνα του υλικού τόσο σε ότι αφορά την δυναμική κίνηση αλλά και σε ότι αφορά την συχνοτική συμπεριφορά (ως ακουστού artifact του compression)....να αμβλύνουμε δηλαδή τις κορυφές που ξεχωρίζουν και ταυτόχρονα να φέρουμε στην επιφάνεια στοιχεία που έως εκείνη την στιγμή είχαν χαθεί, και φυσικά να δώσουμε την αίσθηση μιας ενοιαίας δυναμικής κίνησης ως σύνολο. c. sonic footprint ...εδώ βέβαια μιλάμε για το ιδιαίτερο "χρώμα" που θα δώσει ο κάθε επεξεργαστής είτε εξαιτίας του ποσσοστού και του τρόπου επεξεργασίας είτε απλά της τοπολογίας του.....εννοείται πως αυτό το τμήμα θα μπορούσαμε να το δούμε σε συνδυασμό με το προηγούμενο δηλαδή την ομογενοποίηση του υλικού....έτσι τελείως διαφορετική συμπεριφορά έχει ένας vca compressor στο mixbus απ'ότι ένας valve mu compressor και αντίστοιχα και τελείως διαφορετικό ηχόχρωμα ακόμη και όταν απλά παρεμβάλοντε στο signal chain με μηδενικό gain reduction. Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να σκεφτούμε είναι το αν και πως θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε μια τέτοια μορφή επεξεργασίας, όπως επίσης και το σε ποιό στάδιο (χρονικό) της μίξης θα πρέπει να την εισάγουμε. Η χρήση του compression στο mix bus δεν είναι αυτοσκοπός και σίγουρα δεν είναι απαραίτητη προυπόθεση για μια επιτυχημένη μίξη......φυσικά και μπορεί να προσθέσει θετικά στοιχεία σε μια μίξη αλλά από την άλλη πλευρά η κακή ή απλά υπερβολική χρήση μπορεί τελικά να αποδυναμώσει το συνολικό αποτέλεσμα......και αναφέρομαι φυσικά στο ευδιάκριτο pumping, στην εξάλειψη της δυναμικής περιοχής, στην αλοίωση της συχνοτικής συμπεριφοράς του κομματιού κλπ κλπ .....από την άλλη ένα προσεκτικό και έξυπνο compression στο mix bus μπορεί να αποτελέσει μια πολύ δραστική βοήθεια στην συνολική εικόνα του κομματιού αναδυκνείωντας το σύνολο των συστατικών του καιφέρνωντας ένα βήμα πιο κοντά στην ευτυχή ολοκλήρωση μιας σωστής μουσικής παραγωγής.... Πως θα πάρουμε λοιπόν αυτή την απόφαση? Δυστυχώς ή ευτυχώς δεν υπάρχει απλή απάντηση σε αυτή την ερώτηση....είναι κάτι που θα πρέπει να κρίνει ο καθένας με βάση την αισθητική του αλλά και την εμπειρία και γνώση του εξοπλισμού που έχει στην διάθεση του....και φυσικά με τον σκοπό τον οποίο πιστεύει ότι προσπαθεί να εξυπηρετήσει όπως περίπου τους περιέγραψα πιο πάνω. Χρονικά τώρα , ουσιαστικά υπάρχουν 2 σχολές....αυτοί που επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν compression στο main bus αφού ουσιαστικά έχουν ολοκληρώσει το μεγαλύτερο και σημαντικότερο μέρος της μίξης και απομένουν κάποιες λεπτόμερειες και αυτοί που ουσιαστικά ξεκινούν να μιξάρουν έχωντας πάντα στο mix bus τον compressor της επιλογής τους. Στην πρώτη περίπτωση το compression παίζει πιο πολύ τον ρόλο του φινιρίσματος-ομογενοποίησης του υλικού είτε αμβλύνωντας τις άκρες είτε απλά λόγω της ιδιαίτερης (ηχητικά) συμπεριφοράς του επεξεργαστή ενώ στην δεύτερη αποτελεί βασικό κομμάτι του συνολικού ηχητικού αποτυπώματος του set up καθώς αλληλεπιδρά με κάθε κίνηση και απόφαση μας. Στην πρώτη περίπτωση συνήθως υπάρχει ελάχιστο ή και καθόλου gain reduction από το compressor και συμμετέχει πιο πολύ ως ένα ιδιαίτερο τελικό gain stage και γι'αυτό σε αυτήτην λογική θα συναντήσει κανείς πιο εύκολα ιδιαίτερους και χρωματισμένους επεξεργαστές όπως πχ τα manley vari mu , LA2A και συνήθως με αρκετά "αργές" ρυθμίσεις σε ότι αφορά το attack. Από την άλλη πλευρά συνήθως βρίσκουμε γρήγορους VCA comps με έντονο pumping αλλά αρκετά "αχρωμάτιστη" τοπολογία (transformerless) όπως το διάσημο ssl g384 και οι διάφοροι κλώνοι του.......κάπου ανάμεσα υπάρχουν και τα FET comps μς τον γρήγορο αλλά και χρωματισμένο bright χαρακτήρα τους.......εννοείται βέβαια πως αυτά δεν αποτελούν κάποιο κανόνα και πως ουσιαστικά δεν υπάρχει κάποιος κανόνας, παρά μόνο δοκιμή και πειραματισμός ανά περίσταση. Σε γενικές γραμμές πάντως το bus compression είναι καλό να προσεγγίζεται με προσοχή και μέτρο....είναι πολύ εύκολο να "καταστρεψουμε" ένα μιξ ή στην καλύτερη περίπτωση να κάνουμε την δουλειά ενός mastering engineer ακόμη πιο δύσκολη......ειδικά αν αυτό που μας ενδιαφέρει είναι κυρίως το glueing comp τότε το gain reduction δεν χρειάζεται να υπερβαίνει το 1 με 2 db (ειδικά αν αναλογιστουμε το πόσο αργά ανταποκρίνονται τα VU meters) στα πιο δυνατά περάσματα και πιθανότατα με ένα συνδυασμό αργού attack ώστε να μην γίνεται εύκολα αντιληπτό και γρήγορου (λιγώτερο ή περισσότερο ανάλογα με το περιεχόμενο) release και φυσικά με την επιλογή ενός επεξεργαστή που ταιριάζει στον σκοπό μας είτε με τα χρωματισμένα gain & I/O stages (πχ tubes & traffos) είτε με τα εντελώς transparent (πχ VCA & electr.ballanced). Αν πάλι μας ενδιαφέρει μια πιο επιθετική προσέγγιση και ένας πιο σφιχτός punchy (ότι και αν σημαίνει αυτό!!! ) ήχος τότε ίσως θα είναι καλύτερα να επιλέξουμε την mixing in to compression προσέγγιση και ακόμα καλύτερα με κάποιον επεξεργαστή που θαμας δώσει την δυνατότητα επιλογής μεταξύ wet/dry signal (ουσιαστικά μιλάμε για parallel compression). Δύο ακόμη σημαντικοί παράγωντες σε ότι αφορά την προσέγγιση μας θα πρέπει να είναι η επιλογή ανάμεσα σε linked stereo ή dual mono λειτουργεία ειδικά όταν έχουμε έντονες διακυμάνσεις σε σχέση με την στερεοφωνική εικόνα του υλικού και φυσικά η δυνατότητα για την παρεμβολή ενός HP φίλτρου στο gain detection. Και οι 2 αυτές παράμετροι είναι πολύ σημαντικές τόσο για να πετύχουμε στον μέγιστο βαθμό το επιθυμητό ηχητικά αποτέλεσμα όσο και για να αποφύγουμε ενοχλητικά και ανεπιθύμητα artifacts (pumping, stereo image shifting).
  12. Ημ/νία: 03:45 - 30/05/09 Εισαγωγή: Πόσο σημαντική και πόσο επιθυμητή είναι η αισθητική παρεμβατικότητα στο mixing? Είναι ο mixing engineer καλλιτέχνης ή απλά εντολοδόχος συντελεστής? Ποιά είναι τα όρια της δημιουργικής παρεμβατικότητας σε μια τέτοια διαδικασία?...και το κυριότερο πως μπορούμε να φτάσουμε στο επιθυμητό αποτέλεσμα? Δεν ξέρω τις απαντήσεις, απλά γράφω κάποιες σκέψεις προς προβληματισμό. Το κατά πόσο το mixing είναι μια τεχνοκρατική διαδικασία ή μια αισθητική παρέμβαση είναι μια μάλλον λάθος διατυπωμένη απορία. Η αλήθεια είναι πως είναι μάλλον και τα δύο ή ακόμη καλύτερα πως ο ρόλος του μεταβάλλεται κατα περίπτωση δίνοντας προτεραιότητα είτε στην μία είτε στην άλλη πλευρά...αλλά πάντα μιλάμε για τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Ήθελα λοιπόν να γράψω κάποιες προσωπικές σκέψεις σχετικά με την αισθητική προσέγγιση του mixing σε σχέση με το τελικό αποτέλεσμα και αν τελικά μπορεί υπάρχει μια ιδεατή μορφή προσέγγισης. Επ'ουδενί δεν αμφισβητώ την σημασία της προσωπικής σφραγίδας του mixing engineer και την αποτύπωση της άποψης του στο προς επεξεργασία υλικό...το αντίθετο μάλιστα...θέλω να πιστεύω πως η πλειονότητα των ανθρώπων που μου εμπιστεύονται την δουλειά τους το κάνει συνειδητά και επιζητώντας την δική μου προσωπική άποψη και ήχο. Το ζήτημα όμως είναι to πως, και αν αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι τόσο ευέλικτη και ευπροσάρμοστη ώστε να μετουσιώνεται σε επιτυχημένα μιξ ασχέτως μουσικού ιδιώματος, συνθήκών και ατόμων. Θα είμαι λοιπόν απόλυτα ειλικρινής λοιπόν και θα πω πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει.... τουλάχιστον όχι σε εμένα και τουλάχιστον όχι όπως το διατύπωσα παραπάνω. Θεωρώ λοιπόν πως ειδικά σε ότι αφορά το mixing ο πιο σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα ενός επιτυχημένου αποτελέσματος (πέρα από την αυτονόητη τεχνογνωσία και συνθήκες) είναι η κοινή αισθητική και η καλλιτεχνική ταύτιση δημιουργού και λοιπών συντελεστών. Φυσικά και με ιντριγκάρει να δουλεύω με πολλά διαφορετικά μουσικά είδη αλλά πάντα μέσα στα όρια μιας γενικότερης αισθητικής προσέγγισης της μουσικής αλλά και της ζωής γενικότερα. Και μέσα σε αυτά τα (προσωπικά και διαφορετικά για τον καθένα) όρια όμως είναι και πάλι δύσκολο να προσεγγίζεις μια τέτοια διαδικασία διατηρώντας μια ισσοροπία ανάμεσα στα προσωπικά "θέλω" και "πιστεύω" , στην εκπλήρωση των κοινά αποδεκτών (ανά ιδίωμα αλλά και γενικότερα) τεχνικών στόχων και στην βέλτιστη ολοκλήρωση και υλοποίηση του αρχικού οράματος του δημιουργού (και κυρίως από την δική του οπτική γωνία). Γιατί τελικά και η μίξη δεν είναι παρά ένα ακόμη κομμάτι της όλης διαδικασίας υλοποίησης αυτής της αρχικής ιδέας. Έχουμε λοιπόν 3 διαφορετικά στοιχεία (προσωπική άποψη - τεχνική "αρτιότητα" - δημιουργός) που είναι πολύ εύκολο να έρθουν σε αντίθεση μεταξύ τους είτε δημιουργώντας ένα άνισο και ασύνδετο τελικό αποτέλεσμα είτε ως πλήρεις αντιφάσεις απλά να αλληλοακυρωθούν.....αυτό είναι βέβαια το άσχημο σενάριο. Από την άλλη έχουμε το ιδεατό, δηλαδή αυτά τα 3 στοιχεία να αλληλοσυμπληρωθούν και να οδηγήσουν διαδοχικά στην επίτευξη του αντικειμενικού σκοπού μας. Έτσι ξεκινώντας από την αρχική ιδέα και όραμα (δημιουργός) θα δημιουργήσουμε το κατάλληλο περιβάλλον - υπόστρωμα, απαλλαγμένο από τεχνικές ελείψεις και σφάλματα (τεχνική αρτιότητα) που θα μας βοηθήσει να επιλέξουμε και να προσθέσουμε και την καλύτερη και ωφελιμότερη για το κομμάτι πλευρά της επεξεργαστικής παρεμβατικότητας μας (προσωπική άποψη-αισθητική). Για να καταφέρουμε λοιπόν αυτόν τον δημιουργικό συμβιβασμό θα πρέπει κατ'αρχάς να γνωρίζουμε το αρχικό όραμα και στόχο του δημιουργού, να έχουμε την κατάλληλη τεχνογνωσία και εξοπλισμό για να το στηρίξουμε και βέβαια να έχουμε τόσο την δημιουργική έμπνευση όσο και την τεχνική ικανότητα να ενσωματώσουμε αρμονικά την προσωπική μας άποψη. Θα θέσουμε ως δεδομένο ότι όλοι οι "επίδοξοι" ή ήδη έμπειροι mixing engineers έχουμε αυτό που ονόμασα "δημιουργική έμπνευση" καθώς είναι ούτως ή άλλως κάτι εντελώς υποκειμενικό και άρα δύσκολο να αποτιμηθεί. Παράλληλα θα θέσουμε ως δεδομένη και την ανάγκη ύπαρξης της απαραίτητης τεχνογνωσίας και υλικοτεχνικού εξοπλισμού ή έστω την συνάρτηση της με την ποιότητα (τεχνική αλλά και αισθητική) του τελικού αποτελέσματος. Αυτά που σίγουρα δεν μπορούμε να θεωρούμε ως δεδομένα είναι την δυνατότητα να ταυτιστούμε με το όραμα του δημιουργού αλλά και την ερμηνεία της "αρμονικής ενσωμάτωσης" της προσωπικής μας άποψης και δημιουργικής παρεμβατικότητας. Και φυσικά τα πράγματα γίνοντε πολύ πιο πολύπλοκα όταν μιλάμε για υλικό το οποίο μας είναι άγνωστο τόσο ως προς το περιεχόμενο του όσο και ως προς την διαδικασία που το δημιούργησε (ηχογράφηση - συντελεστές και εξοπλισμός). Θα ξεκινήσω ανάποδα, από την "αρμονική ενσωμάτωση" της δικής μας άποψης στο τελικό αποτέλεσμα...τα πράγματα είναι απλά, αρμονία υπάρχει μόνο όταν το τελικό αποτέλεσμα έχει την έγκριση του δημιουργού του. Πολλές φορές όλοι εμείς που ασχολούμαστε με την παραγωγή μουσικής (ως τεχνικοί συντελεστές) τείνουμε να ξεχνάμε τόσο τον ρόλο μας όσο και το πιο απλό, δηλαδή το όνομα "κάτω" από το οποίο το υλικό στο οποίο δουλεύουμε θα φτάσει στο κοινό. Πιστεύω πάρα πολύ στην δημιουργικότητα των mixing engineers και στην συνεισφορά τους στο τελικό αποτέλεσμα αλλά πιστεύω επίσης πως αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με την συγκατάθεση και τελική έγκριση του δημιουργού. Όταν αυτή η συγκατάθεση δεν υπάρχει τότε ή έχουμε παρουσιάσει λάθος την δουλειά μας ή δεν την έχουμε κάνει καλά ή πολύ απλά δεν υπάρχει αυτή η αρμονία για την οποία μιλάμε. Και φτάνουμε λοιπόν στην δυνατότητα μας να ταυτιστούμε με το υλικό και τον δημιουργό του. Και εδώ τα πράγματα μπορούν να είναι πολύ απλά....θα πρέπει κατ'αρχάς να έχουμε μια πλήρη εικόνα του υλικού, του ανθρώπου-ων που το δημιούργησε αλλά και του σκοπού για τον οποίο δημιουργήθηκε. Τα δύο πρώτα είναι σίγουρα πιο έυκολα αλλά πολύ σημαντικά , δηλαδή το να έχουμε μια πλήρη εικόνα του υλικού που θα δουλέψουμε τόσο τεχνικά (πως ηχογραφήθηκε - εξοπλισμός, χώρος, συντελεστές κλπ) όσο και αισθητικά (ενορχήστρωση, ιδίωμα, ιδιαιτερότητες κλπ) αλλά και να έχουμε άμεση επαφή και συννενόηση με τον-τους δημιουργούς ώστε να βρούμε μια κοινή γλώσα επικοινωνίας. Αυτά τα δύο στοιχεία και η επίγνωση τους θα μας οδηγήσουν λογικά και στο τρίτο δηλαδή στο να αντιληφθούμε και τον σκοπό-στόχο που από την πλευρά μας καλούμαστε να εκπληρώσουμε. Τέλος θα πρέπει να καταλάβουμε πως τόσο ο σωστός εξοπλισμός και συνθήκες όσο και πρωτίστως η τεχνογνωσία και η εμπειρία, καλώς ή κακώς αποτελούν κατά βάση προυπόθεσεις για να πετύχουμε στον μέγιστο δυνατό βαθμό τον στόχο που θέτουμε όποιος και αν είναι αυτός....δεν υπάρχουν δηλαδή λιγώτερο ή περισσότερο απαιτητικές ή "δύσκολες" μουσικές αλλά απλά λιγώτερο ή περισσότερο ικανοί άνθρωποι και συνθήκες.
  13. Ημ/νία: 01:10 - 12/06/09 Εισαγωγή: Η ηχογράφηση της φώνης αν και δείχνει μια φαινομενικά απλή διαδικασία, είναι στην πραγματικότητα ιδιαίτερα πολύπλοκη αλλά και ιδαίτερα καταλυτική ως προς το τελικό αποτέλεσμα του συνόλου του κομματιού. Η ηχογράφηση της φώνης αν και δείχνει μια φαινομενικά απλή διαδικασία, είναι στην πραγματικότητα ιδιαίτερα πολύπλοκη αλλά και ιδαίτερα καταλυτική ως προς το τελικό αποτέλεσμα του συνόλου. Θα χωρίσουμε το παρόν άρθρο σε 3 μέρη - την προετοιμασία για ηχογράφηση (set up, mic choise & placement & signalchain) - την ηχογράφηση - την επεξεργασία στην μίξη Ας ξεκινήσουμε από το πρώτο και θα ακολουθήσουν και τα άλλα δύο. Προετοιμασία Όπως σε όλες τις ηχογραφήσεις μέσω μικροφώνου, έτσι και στην φωνή ο χώρος και η ακουστική συμπεριφορά του είναι καθοριστικότατοι παράγοντες και έτσι θα ξεκινήσουμε από εκεί. Πολλές φορές ο κόσμος λανθασμένα θεωρεί πως όταν τοποθετούμε ένα μικρόφωνο πολύ κοντά στην ηχητική πηγή (close micing) κατά κάποιο "μαγικό" τρόπο εξαφανίζουμε την, αρνητική ή θετική, επίδραση της ακουστικής συμπεριφοράς του χώρου μέσα στον οποίο βρίσκετε αυτή η ηχ.πηγή. Η αλήθεια είναι πως όσο πλησιέστερα βρίσκεται το μικρόφωνο στην πηγή τόσο μειώνεται η επίδραση του χώρου, παρόλα αυτά ούτε πρόκειται αυτή να εξαλειφθεί ούτε η παρουσία της είναι αμελητέα. Στην ηχογράφηση της φωνής ο παράγοντας χώρος είναι πολύ βασικός γιατί πολλές φορές μιλάμε για close to mid. dist. micing. Έτσι θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί τόσο με την επιλογή του χώρου όσο και με την επιλογή της θέσης στον χώρο. Πολλοί επίσης (και πάλι λανθασμένα) θεωρούν πως το ιδανικό περιβάλλον για ηχογράφηση φωνής είναι ένα ανηχοικό, σχεδόν εργαστηριακό περιβάλλον......αν και υπάρχουν περιπτώσεις που η σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη ανακλάσεων πιθανόν να είναι επιθυμητή, εν τούτοις στην πλειονότητα των περιπτώσεων αυτές οι ανακλάσεις είναι που μάλλον δημιουργούν την αίσθηση της αμεσότητας στον ήχο της φωνής και της δίνουν ρεαλιστική απεικόνιση μέσα στην ηχογράφηση. Από την άλλη πλευρά οι έντονες ανακλάσεις πέρα από το γεγονός ότι δεν μπορούν να αφαιρεθούν (ουσιαστικά) από το ηχογραφημένο υλικό μπορούν επίσης να δημιουργήσουν προβλήματα φάσης αλλά και βέβαια να αλλοιώσουν το συχνοτικό περιεχόμενο της ηχ. πηγής. Ξεκινάμε λοιπόν με το ότι είναι πολύ σημαντικό ο χώρος που θα επιλέξουμε να εξυπηρετεί σε γενικές γραμμές τον αντικειμενικό σκοπό που θέτουμε κατά την έναρξη της ηχογράφησης. Από εκεί και πέρα θα πλησιάσουμε όσο είναι δυνατόν το πρακτικά τέλειο, τόσο με την επιλογή της θέσης της πηγής στον χώρο, όσο και με την θέση του μικροφώνου προς την πηγή, την ίδια την επιλογή του μικροφώνου, την ακουστική διαμόρφωση του άμεσα περιβάλλοντος χώρου μέσω ακουστικών πάνελς κλπ κλπ. Ας προχωρήσουμε λοιπόν στην επιλογή του κατάλληλου μικροφώνου...κατ'αρχάς θα πρέπει να καταλάβουμε πως δεν υπάρχουν κατάλληλα και ακατάλληλα μικρόφωνα για την φωνή αλλά κατάλληλες και επιτυχημένες ανά περίσταση επιλογές. Έτσι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιο μικρόφωνο που να αποδίδει τέλεια - ιδανικά με όλες τις φωνές και υπό όλες τις συνθήκες. Αντίθετα και αναλόγως με το ζητούμενο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε μικροφώνου οι ιδανικές επιλογές μπορεί να είναι πάρα πολλές. Προσωπικά όταν επιλέγω μικρόφωνο για μια φωνή ψάχνω γι'αυτό που είτε θα αναδυκνύει και θα κολακεύει κάποια επιθυμητά αλλά ίσως δυσδιάκριτα χαρακτηριστικά της είτε θα αμβλύνει κάποια όχι τόσο ευπρόσδεκτα στοιχεία (έντονα ένρινος χαρακτήρας, έντονοι συρριστικοί φθόγγοι κλπ) είτε βέβαια ο συνδυασμός και των δύο. Έτσι όταν πχ θέλω να έχω έντονο χαμηλοσυχνοτικό περιεχόμενο σε μια απαλή φωνή θα επιλέξω ένα μικρόφωνο με έντονο αλλά όμορφο proximity effect, όταν έχω μια φωνή με ένρινο χαρακτήρα αλλά και χωρίς αέρα θα επιλέξω ένα μικρόφωνο με scooped mid's, όταν έχω μια φωνή μέ έντονα ένοχλητικά ψηλά μεσαία πιθανόν να επιλέξω ένα πιο "σκοτεινό" vintage tube μικρόφωνο χωρίς τα hyped ψηλά των περισσοτέρων μοντέρνων LDC, όταν έχω μια πολύ έντονη και δυναμική φωνή πιθανόν θα επιλέξω κάποιο broadcast δυναμικό όπως το SM7 κλπ κλπ κλπ κλπ.... you get the picture. Αν και έχει επικρατήσει να βλέπουμε συνήθως LDC για ηχογράφηση φωνής (ο λόγος είναι πως τα πιο "αργά" και "στρόγγυλα" μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος κατά κάποιο τρόπο κολακεύουν την φωνή) παρ'όλα αυτά οποιοδήποτε μικρόφωνο υπο συνθήκες θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για τον συγκεκριμένο σκοπό. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιος κανόνας για την επιλογή και την τοποθέτηση του μικροφώνου....if it sounds good, it's good. Από εκεί και πέρα θα πρέπει να καταλάβουμε πως η συχνοτική και δυναμική απόκριση κάθε μικροφώνου δεν είναι κατι που παραμένει σταθερό και αμετάβλητο αλλά αντίθετα εξαρτάται από αρκετούς παράγοντες με κυριότερο την πίεση του προσκρουώμενου ήχου και την διεύθυνση του σε σχέση με το μικρόφωνο (και το πολικό του διάγραμμα). Έτσι μπορούμε να επέμβουμε πολύ ουσιαστικά στο αποτέλεσμα αλλάζοντας τις τιμές στις παραμέτρους απόσταση πηγής - μικροφώνου, γωνία πρόσκρουσης και πολικό διάγραμμα του μικροφώνου. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να φθάσουμε στις περιγραφές που έκανα πριν. Σε ότι αφορά την επιλογή προενίσχυσης ισχύουν πάνω κάτω τα ίδια, δηλαδή η επιλογή βασίζεται στην προσπάθεια για ένα perfect matching με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φωνής και του μικροφώνου αλλά με επιπρόσθετο στοιχείο και το σωστό τεχνικό matching ανάμεσα στην έξοδο του μικροφώνου και την είσοδο της προενίσχυσης και την ύπαρξη του αναγκαίου gain. Έτσι ένα δυναμικό μικρόφωνο όπως και ένα μικρόφωνο ταινίας έχουν ιδιαίτερα αυξημένες ανάγκες σε ενίσχυση της εξόδου τους και αυτό θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν. Από εκεί και πέρα μπορούν να ακολουθήσουν και άλλα στάδια επεξεργασίας όπως η ισοστάθμιση και το compression. Προσωπικά θεωρώ πως η ισοστάθμιση στην φωνή θα πρέπει να έχει κυρίως αφαιρετικό και ελαφρά επιδιορθωτικό χαρακτήρα...δηλαδή απλά να αφαιρέσει κάποιο ανεπιθύμητο artifact όπως πχ το χαμηλοσυχνοτικό rumble μιας λυχνίας στο signal chain ή απλά να επαναφέρει κάτι που έχει "χαθεί" στην διαδικασία πχ λίγο "αέρα" στο υψηλότερο συχνοτικό φάσμα. Θεωρώ πως αν το αποτέλεσμα απαιτεί δραστικές παρεμβάσεις ισοστάθμισης τότε είναι πολύ προτιμότερο να επιστρέψουμε και πάλι στην αρχή ξανα εξετάζοντας το κάθε μας βήμα (χώρος, μικρόφωνο, γωνία, πολ. διάγραμμα, απόσταση, προενίσχυση κλπ κλπ). Αντίθετα προσωπικά θεωρώ το compression ένα πολύ συχνά απαραίτητο συστατικό του tracking της φωνής για δύο βασικά λόγους. Ο πρώτος είναι βασικά το levelling αλλά και η προστασία του AD που ακολουθεί από overloading & clipping. Δηλαδή η διατήρηση ενός ικανοποιητικού μέσου level που όμως δεν θα αλοιώνει σε σημαντικό βαθμό την μικροδυναμική κίνηση ενός track. Εδώ θα πρέπει να πω πως κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εφικτό με την χρήση του compression και μόνο και πολύ συχνά απαιτεί και συμμετοχή άλλων παραγόντων όπως θα δούμε στο 2ο μέρος. Ο δεύτερος λόγος είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κάθε επεξεργαστή και πως αυτά αλληλεπιδρούν με το ήδη υπάρχον matching μικροφώνου και προενίσχυσης. Μιλάω δηλαδή ουσιαστικά και πάλι για το ίδιο πράγμα, δηλαδή το τέλειο ταίριασμα ή καλύτερα την ανάδειξη με τον καλύτερο δυνατό τρόπο κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της ηχ.πηγής. Το compression ειδικά όταν περιλαμβάνει και κάποιο "ιδιαίτερο" gain stage αποτελεί ίσως το καλύτερο μέσο για να εμπλουτίσουμε τόσο τα δυναμικά όσο και τα συχνοτικά χαρακτηριστικά μιας φωνής ακόμη και με μηδενικό gain reduction, γι'αυτό και δεν είναι πολύ απίθανο να δει κάποιος και περισσότερους από έναν compressor σε ένα signal chain φωνής με το καθένα να εξυπηρετεί έναν συγκεκριμένο σκοπό. Ανακεφαλαιώνοντας το πρώτο μέρος λοιπόν προσωπικά θεωρώ ως ιδεατή προσέγγιση στην ηχογράφηση φωνής το ιδανικό ανά περίσταση matching μεταξύ φωνής - χώρου - μικροφώνου/προενίσχυσης και επεξεργασίας. Αυτό φυσικά προυποθέτει τόσο γνώση και εμπειρία των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε τμήματος του εξοπλισμού μας όσο και του χώρου στον οπόίο βρισκόμαστε και φυσικά την δυνατότητα να αναγνωρίζουμε και να αντιλαμβανόμαστε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε φωνής και τις ανάγκες που καλείται αυτή να εξυπηρετήσει μέσα στο κομμάτι.
  14. Ημ/νία: 17:11 - 13/06/09 Εισαγωγή: Πολλοί θεωρούν πως έχοντας επιλέξει μικρόφωνο και προενίσχυση έχουν ολοκληρώσει το σημαντικότερο μέρος της ηχογράφησης μιας φωνής. Ευτυχώς ή δυστυχώς τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα. Ηχογράφηση Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι έχουμε επιλέξει τόσο τον χώρο και την θέση όσο και το μικρόφωνο(-α) που θα χρησιμοποιήσουμε καθώς και το υπόλοιπο signal chain. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε πως κάποιες φορές ακόμη και μέσα στο ίδιο μουσικό κομμάτι τα συστατικά αυτής της αλυσίδας μπορεί να μεταβάλλοντε. Έτσι πχ μπορεί να έχουμε ένα αρκετά "ήσυχο" κουπλέ στο οποίο χρειαζόμαστε μια "απαλή" αλλά "γεμάτη" αντρική φωνή και ένα ρεφραίν στο οποίο η ίδια φωνή "αγριέυει" τόσο σε χροια όσο και σε ένταση αλλά και τονικότητα. Αυτό σημαίνει πως πιθανότατα θα πρέπει να επέμβουμε τόσο στην απόσταση του μικροφώνου αλλά ίσως ακόμη και στην ίδια την επιλογή του και από εκεί και πέρα φυσικά και στις υπόλοιπες επιλογές και ρυθμίσεις μας. Το ζητούμενο όμως είναι αυτό να γίνει χωρίς να εμποδίζει την ροή της δημιουργικής διαδικασίας και χωρίς να αποσυντονίζει τον καλλιτέχνη. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για το πως θα μπορούσαμε να συνδυάσουμε διαφορετικές ρυθμίσεις, τεχνικές και επιλογές, από το να μεταβάλει κατά βούληση (μας) ο τραγουδιστής την απόσταση και την γωνία με το μικρόφωνο έως το να έχουμε ταυτόχρονα 2 ή περισσότερα μικρόφωνα στις κατάλληλες θέσεις και από τον διαχωρισμό των μερών του vocal track σε επιμέρους takes έως την ηχογράφηση πολλών διαφορετικών συνδυασμών ολόκληρου του vocal track και το ανάλογο μετέπειτα editing. Στην απόφαση μας όμως καταλυτική σημασία έχει το ποια μέθοδος είναι αυτή που θα δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες στον τραγουδιστή ώστε να αποδόσει τα μέγιστα. Πιθανότατα η κατάλληλότερη επιλογή να είναι βέβαια και ένας συνδυασμός των παραπάνω, αλλά ότι και αν κάνουμε αυτό προυποθέτει πολύ καλή γνώση του προς ηχογράφηση υλικού , των αναγκών αλλά και του σκοπού. Έτσι πχ η μεταβολή στην απόσταση ή στην γωνία ανάμεσα στην πηγή και στο μικρόφωνο μπορεί να μας βοηθήσει να "αποφύγουμε" κάποιον έντονα συρριστικό φθόγγο, ένα πιθανό overloading από κάποια συλλαβήμε πολύ "αέρα" κλπ κλπ ενώ το ίδιο μπορεί να συμβεί και με την στιγμιαία μεταβολή του input gain της προενίσχυσης ή του bus fader που "οδηγεί" το vocal track στο DA (fader riding). Όλα αυτά λοιπόν προυποθέτουν τόσο μια σωστή προεργασία πάνω στο υλικό και τις απαιτήσεις του (πχ η δημιουργία ενός cue sheet με βάση τους στίχους και τις ιδαίτερες απαιτήσεις κάθε σημείου) όσο και άριστη γνώση του εξοπλισμού μας (πχ συχνοτική απόκριση του κάθε μικροφώνου υπό συγκεκριμένη γωνία). Με πολύ απλά λόγια λοιπόν η δουλειά μας δεν τελειώνει με την τοποθέτηση του μικροφώνου αλλά έχει πολλά στάδια ακόμη να διανύσει έως την επιτυχημένη ολοκλήρωση της.....και ας μην ξεχνάμε πως η πραγματική ουσία είναι η αποτύπωση μιας "μαγικής" στιγμής,κάτι που σημαίνει πως πρέπει να είμαστε πάντα έτοιμοι να την καταγράψουμε με επιτυχία και χωρίς τεχνικά λάθη και φυσικά να έχουμε και την δυνατότητα να την αναγνωρίσουμε. Πολύ σημαντικός παράγωντας επίσης είναι η δημιουργία ενός σωστού cue feed (headphones mix) για τον τραγουδιστή. Είναι απόλυτα λογικό πως για να μπορεί κάποιος να τραγουδήσει σωστά θα πρέπει να ακούει σωστά. Αυτό το cue mix θα πρέπει να γίνεται κατ'υπόδειξη του τραγουδιστή αλλά ταυτόχρονα αρκετά γρήγορα ώστε να μην τον κουράσει, ενώ πιθανότατα θα πρέπει να είναι αρκετά διαφορετικό από το μιξ που ακούμε εμείς ώστε να κρίνουμε αν είναι καλό ή όχι κάθε take (χωρίς βέβαια αυτό να είναι απαραίτητο...μπορεί πολλές φορές το μιξ που έχουμε εμείς στα μόνιτορ να καλύπτει απόλυτα τις ανάγκες κάποιου τραγουδιστή). Δύο ακόμη πολύ βασικά σημεία (αν και λιγώτερο εντυπωσιακά) στην επιτυχή έκβαση ενός vocal session είναι η καλή και απροβλημάτιστη επικοινωνία ανάμεσα στο control room και στο recording room και η σωστή χρήση του pre roll time από τον χειριστή του DAW, tape κλπ κλπ. Το πρώτο νομίζω πως είναι αυτονόητο το πόσο σημαντικό είναι...το δεύτερο είναι κάτι που συνήθως οι ηχολήπτες δεν καταλαβαίνουν πόσο ευεργητικό ή καταστροφικό μπορεί να είναι. Μιλάω βέβαια για τα playback cue points, τα σημεία δηλαδή από τα οποία ξεκινάει να τρέχει το playback κατά την ηχογράφηση. Θα πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη προσοχή καθώς πολύ μικρός pre roll χρόνος δεν επιτρέπει στον τραγουδιστή να μπει στο κλίμα ή ακόμη και να καταλάβει "που βρίσκεται" ενώ αντίστροφα υπερβολικοί pre roll χρόνοι μπορεί να τον αποσυντονίσουν ή και βέβαια μέσω της επανάληψης να τον κουράσουν ή και να τον εκνευρίσουν....γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο υπάρχει πάντα η (κατά περίσταση) χρυσή τομή και τα άπειρα markers των σύγχρονων DAW. Σε ότι αφορά το τεχνικό μέρος θα πρέπει να έχουμε υπ'όψην πως η φωνή μπορεί να έχει μεγάλες και αρκετά γρήγορες διακυμάνσεις στην ένταση και συνεπώς είναι σκόπιμο να φθάνουμε στο AD με αρκετό headroom αλλά από την άλλη και αρκετά hot level ώστε να διατηρήσουμε το απαραίτητο δυναμικό εύρος. Ένα πολύκαλό ξεκίνημα είναι να έχουμε τα peak μεταξύ -10 -5 dbfs και το rms level περίπου στα -15 με -20 dbfs. Αυτά που θα γράψω από εδώ και πέρα είναι κάποιες γενικές προσωπικές μου επιλογές και φυσικά δεν αποτελούν κανόνα ή την (μόνη) σωστή επιλογή....παρ'όλα αυτά μπορεί σε κάποιους να φανούν χρήσιμα. - Προτιμώ σχεδόν πάντα να ηχογραφώ ολόκληρα take (όταν αυτό είναι βέβαια δυνατό) από την αρχή έως το τέλος και όχι αποσπασματικά σημεία. Θεωρώ πως έτσι υπάρχει συνέχεια και φυσικότητα στην ερμηνεία ενώ και το μετέπειτα editing έχει σαφέστατα πιο καλά αποτελέσματα. Η λογική του διαρκούς punch in δεν είναι η καλύτερη λύση στην φωνή ειδικά όταν προέχει η ερμηνεία. Με 3-4 ολοκληρωμένα take είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα έχουμε την δυνατότητα να φτιάξουμε μετά ένα ιδανικό. - Θεωρώ ως βασικότερο παράγωντα για ένα επιτυχημένο vocal session την δημιουργία και διατήρηση της σωστής ατμόσφαιρας και ψυχολογίας του τραγουδιστή. - Προσπαθώ σχεδόν πάντα να κατευθήνω την κίνηση και θέση του τραγουδιστή έτσι ώστε να μπορώ να πάρω το επιθυμητό συχνοτικό και δυναμικό αποτέλεσμα. - Πολλές φορές και ειδικά , άπειροι "στουντιακά" τραγουδιστές αντιμετωπίζουν τονικές δυσκολίες εξ αιτίας των ακουστικών (ειδικά κλειστού τύπου).Μια απλή και καλή λύση είναι να βγάζουν το ένα ακουστικό τόσο ώστε να τους επιτρέπει να ακούν και φυσικά την φωνή τους κάτι που τους βοηθάει στο να την ελέγχουν καλύτερα. - Πολλές φορές και ειδικά σε πιο "σκληρά" ιδιώματα οι τραγουδιστές αισθάνονται άβολα χωρίς την άμεση φυσική επαφή με το μικρόφωνο....η πιο απλή και αποδοτική λύση τις περισσότερες φορές είναι κάποια βάση μικροφώνου ή ένα dummy mic που θα τους "λύσει τα χέρια" και βέβαια και την "γλώσσα". - Προσπαθώ να δημιουργήσω ένα ολοκληρωμένο ηχητικά vocal take καθώς ειδικά σε ότι αφορά την φωνή το βλακώδες ρητό "we'll fix it in the mix" πάει περίπατο. Από την άλλη πλευρά επιστρέφω και πάλι στην αρχή (τοποθέτηση, επιλογή μικροφώνου κλπ) αν διαπιστώσωότι χρειάζεται ιδιαίτερη παρεμβατικότητα για να φτάσουμεκοντά στο επιθυμητό αποτέλεσμα. - Θεωρώ πως το compression αποτελεί βασικό και ουσιαστικό εργαλείο στην δημιουργία ενός καλού vocal track, αν και θεωρώ βασική την δυνατότητα επιλογής του κατάλληλου ανά περίσταση character compressor. Προσωπικά το βλέπω τόσο σαν ένα μέσο επέμβασης στην δυναμική περιοχή όσο (και ίσως περισσότερο) ως ένα sound shaping εργαλείο. - Προσπαθώ να επικεντρώνω πρωτίστως στην ερμηνεία και λιγώτερο σε δευτερεύουσας σημασίας λεπτομέρειες όπως κάποιο ελαφρύ detuning ή κάποιος παρατονισμός...πολλά από αυτά διορθώνονται ενώ η κακή ερμηνεία όχι. Αυτό βέβαια προυποθέτει ένα περιβάλλον κατ'αρχάς απαλαγμένο από οποιοδηποτε τεχνικό πρόβλημα. Φυσικά υπάρχουν χιλιάδες πράγματα και λεπτομέρειες που θα μπορούσα να γράψω αλλά το νόημα είναι μάλλον ο καθένας να διευρύνει λίγο τους ορίζοντες του και να πειραματιστεί παρά να φτιάξω έναν μακρύ και βαρετό κατάλογο με tips & tricks που ούτως ή άλλως θα πρέπει να εξατομικευτούν για να καταστούν χρήσιμα.
  15. Ημ/νία: 18:30 - 20/06/09 Εισαγωγή: Σε ένα ιδεατό-θεωρητικό περιβάλλον , τα 2 προηγούμενα στάδια θα μπορούσαν να αποτελούν την εγγύηση ενός πετυχημένου αποτελέσματος. Επειδή όμως σχεδόν τίποτα δεν παραμένει σταθερό σε μια μίξη, ας ρίξουμε μια ματιά στις πιο συνηθισμένες προσεγγίσεις σε ότι αφορά την φωνή. Αν υποθέσουμε ότι έχουμε κάνει σωστές και πετυχημένες επιλογές στα προηγούμενα στάδια της ηχογράφησης τότε εδώ πλέον τα πράγματα θα είναι σχετικά απλά...και αντίστροφα βέβαια, αν φτάσουμε στην μίξη έχωντας συσσωρευμένα προβλήματα από τα προηγούμενα στάδια τότε τα πράγματα είναι εξαιρετικά δύσκολα και πιθανότατα σε κάποιες περιπτώσεις μη αναστρέψιμα. Ας δούμε μερικά από τα βασικότερα και πιο συνηθισμένα στάδια επεξεργασίας ενός φωνητικού track κατά την μίξη. editing Πολλές φορές η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου φωνητικού track αποτελεί στην ουσία την συρραφή πολλών διαφορετικών takes. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή τόσο στα σημεία στα οποία ενώνωνται τα διαφορετικά takes μεταξύ τους όσο και στις τυχόν διαφορές έντασης αλλά και χροιάς που μπορεί να υπάρχουν. Επίσης σε αυτό το στάδιο της επεξεργασίας εντάσεται το "καθάρισμα" από περιττούς θορύβους όπως ανάσες, headphones leak κλπ κλπ Θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί τόσο στο να μην αφήσουμε πράγματα που είναι ενοχλητικά όσο και στο να μην "πετσοκόψουμε" το track κάνωντας το να ακούγεται αφύσικο και "ψεύτικο". Τέλος και στα πλαίσια της δημιουργίας ενός ιδανικού track μπορούμε να εξετάσουμε και τον διαχωρισμό ενός ενιαίου take σε επιμέρους tracks αν κάτι τέτοιο βοηθάει την όλη διαδικασία (πχ κουπλέ, ρεφραίν, γέφυρα κλπ κλπ). levelling/panning Εδώ βέβαια μιλάμεγια την θέση της φωνής τόσο ως ένταση/αναλογία μέσα στο κομμάτι όσο και ως στερεοφωνική θέση. Και οι δύο αυτές παράμετροι δεν είναι υποχρεωτικό να είναι στατικές ούτε πρέπει να ακολουθούν κάποια υποχρεωτική και "αλάνθαστη" οδό. Αντίθετα θα πρέπει πάντα να έχουμε στο μυαλό μας τι είναι αυτό που εξυπηρετεί το κομμάτι συνολικά. Μπορούμε να επιλέξουμε την χρήση ή/και τον διαχωρισμό του φωνητικού track σε επιμέρους κανάλια ώστε να είναι πιο απλά προσβάσιμη και επιλέξιμη η ανα σημείο επεξεργασία. Συμπληρωματικά σε αυτό μπορούμε να πειραματιστούμε με το routing & busing αυτών των επιμέρους tracks καθώς και με την (σε κάποιο στάδιο) κοινή επεξεργασία τους που πολύ πιθανόν να βοηθήσει στην δημιουργία μιας ομογενοποιημένης και ισσοροπημένης αίσθησης της φωνής συνολικά (πχ ένα κοινό bus compression ή eq setting). compression Οι δυναμικοί επεξεργαστές είναι πολύ συχνά αναπόσπαστα κομμάτια της επεξεργασίας φωνής κατά την μίξη. Γενικά μπορούν είτε να προσθέσουν/βελτιώσουν την ροή και την χροιά ενός vocal track είτε πολύ εύκολα να το καταστρέψουν. Θα πρέπει λοιπόν να είμαστε πολύ προσεκτικοί με το πως, πόσο, πότε και γιατί. Πολλοί ηχολήπτες και ανάμεσα τους και εγώ χρησιμοποιούν πολλά διαφορετικά compression stages σε συνδυασμό με ένα κάπως πιο πολύπλοκο routing-busing το οποίο μας δίνει την δυνατότητα να εκμεταλευτούμε στο έπακρο τα πλεονεκτήματα και τις ιδιαιτερότητες του κάθε επεξεργαστή κατά βούληση όχι μόνο ως gain reduction αλλά σαν sound shaping εργαλείο πολύ συχνά υποκαθιστώντας πλήρως το eq. Γενικά η χρήση του compression αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο που λίγο δύσκολα μπορεί να αναλυθεί σε μερικές σελίδες και φυσικά αποτελεί ένα από τα πιο υποκειμενικά επεξεργαστικά στάδια σε ότι αφορά την προσέγγιση και το προσδωκόμενο αποτέλεσμα. Προσωπικά αυτό που σε πολύ γενικές γραμμές προσπαθώ να πετύχω στην επεξεργασία της φωνής είναι η δημιουργία ενός "συμπαγούς" αλλά ταυτόχρονα "ζωντανού" και δυναμικού track στο οποίο θα αναδυκνείοντε όλες οι επιθυμητές λεπτομέρειες τόσο στην χροιά όσο και στην έκφραση / ερμηνεία χωρίς αυτό να παρενοχλεί την θέση του μέσα στο κομμάτι αναλογικά με τα υπόλοιπα tracks. Έτσι μέσω του δημιουργικού compression μπορούμε όχι απλώς να ελέγξουμε την δυναμική κίνηση μιας φωνής αλλά και να την διευρύνουμε (σαν αίσθηση βέβαια) και φυσικά να αναδείξουμε ιδιαίτερα σημεία τόσο συχνοτικά (πχ το χαμηλοσυχνοτικό περιεχόμενο μιας απαλής φωνής) όσο και εκφραστικά (πχ τις καταλήξεις/σβησίματα, τον "αέρα", το βιμπράτο). eq Η ισσοστάθμιση όπως έχουμε πει πολλές φορές μπορεί να είναι ένα πολύ δημιουργικό αλλά και κάποιες φορές καταστροφικό εργαλείο. Η φωνή και ειδικά στην μίξη είναι ένας τομέας ιδιαίτερα ευαίσθητος στην ισσοστάθμιση...προσωπικά προτιμώ να χρησιμοποιώ το eq για subtle αισθητικές ή επιδιορθωτικές παρεμβάσεις και κάποιες φορές για την απόδοση της ιδιαίτρης χροιάς μιας υλοποίησης. Επαναλαμβάνω πως αν κάποιος πιστεύει πως μέσω της ισσοστάθμισης μπορεί να "διορθώσει" μια κακή ηχογράφηση στην μίξη, μάλλον πλανάται πλάνη οικτράν...Η ισσοστάθμιση λοιπόν δίνει κατ'αρχάς την δυνατότητα να "επαναφέρουμε" την αρχική αίσθηση που είχαμε για την φωνή πριν προχωρήσει η διαδικασία της μίξης. Είναι πολύ χαρακτηριστικό όσο προχωράει μια μίξη, πράγματα που θεωρούσαμε πως συχνοτικά είναι ιδανικά να μοιάζουν όλο και πιο "θολά"....μπορούμε λοιπόν είτε προσθέτωντας λίγο από αυτό που μας λείπει είτε αφαιρώντας λίγο από αυτό που περισσεύει να επαναφέρουμε την ιδανική αίσθηση που είχαμε στο tracking ...να ξαναφέρουμε δηλαδή την συχνοτική ισσοροπία. Στην φωνή συνήθως τα προβλήματα αυτού του είδους έχουν να κάνουν με την έλειψη "αέρα" στα ψηλά ή αντίστροφα με την υπερβολική ή "χαλαρή" παρουσία των χαμηλών μεσαίων, καταστάσεις που επιδεινώνονται και από επεξεργαστικά στάδια που τυχόν προηγήθηκαν όπως το compression. Φυσικά υπάρχει και η ιδιαίτερα παρεμβατική δημιουργική πλευρά της ισσοστάθμισης αλλά όπως και στην δυναμική επεξεργασία, είναι η προσωπική αντίληψη και αισθητική που καθορίζει την εκάστοτε προσέγγιση και όχι κάποιος κανόνας. reverberation/spatial effects/time domain effects Τις περισσότερες φορές θεωρούμε σχεδόν ως δεδομένο την χρήση κάποιου επεξεργαστή αυτού του είδους στην φωνή, θα πρέπει να καταλάβουμε όμως πως στην πραγματικότητα τίποτα δεν θα πρέπει να είναι δεδομένο. Αντίθετα σχεδόν πάντα το πρώτο στοιχείο που προδίδει μια κάκιστη μίξη είναι η κακή χρήση (συνήθως κακών) επεξεργαστών reverb/delay. Κατ'αρχάς λοιπόν θα πρέπει να καταλάβουμε ποιός είναι ο ρόλος τους. Ο ρόλος τους είναι διπλός, αφ'ενός η δημιουργία ενός πειστικού και φυσικού περιβάλλοντος χώρου για την φωνή ώστε να αντισταθμίσει την πιθανή dry/close micing ηχογράφηση (κάτι που βέβαια δεν είναι απαραίτητο να συμβαίνει) και αφ'ετέρου η δημιουργία πιο παρμβατικών δημιουργικών καταστάσεων χωρίς κατ'ανάγκη να υπάρχει κάποια συσχέτιση και εξάρτηση από το ρεαλιστικό περιβάλλον ή και το υπόλοιπο κομμάτι. Σε ότι αφορά το δεύτερο μέρος όπως και στα προηγούμενα επεξεργαστικά στάδια, κυριάρχος παράγωντας είναι η προσωπική μας αντίληψη και αισθητική. Σε ότι όμως αφορά το πρώτο σκέλος είναι απαραίτητη τόσο η γνώση όσο και ο εξοπλισμός για να πετύχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Και όταν λέω γνώση εννοώ τόσο την γνώση της ακουστικής συμπεριφοράς της πηγής και του υποθετικού περιβάλλοντα χώρου που θέλουμε να δημιουργήσουμε όσο και η τεχνογνωσία που απαιτείται για την μεταφορά αυτής της γνώσης μέσα σε ένα ηλεκτρονικό μοντέλο κάποιου επεξεργαστή. Αν και η προσωπική αντίληψη και γούστο είναι όπως είπα καθοριστικοί παράγωντες εν τούτοις πάντα θα πρέπει σε αυτό το είδος της επεξεργασίας να λαμβάνουμε υπ'όψη παράγωντες όπως το τέμπο του κομματιού, το μέτρο, η συνολική στερεοφωνική εικόνα και τοποθέτηση των tracks, οι αντίστοιχες επιλογές μας στα υπόλοιπα tracks (δηλαδή να υπάρχει μια αντισοιχία ή ακολουθία και η αίσθηση της συνοχής) κλπ κλπ κλπ Pitch control Εδώ βέβαια αναφερόμαστε στον τονικό έλεγχο της φωνής, στην δυνατότητα δηλαδή που μπορεί να έχουμε στο να διορθώσουμε τονικές ατέλειες. Αν και προσωπικά θεωρώ πως δεν έχει και πολύ νόημα το να προσπαθούμε να κάνουμε την καρακάξα αηδόνι, εν τούτοις είναι πολύ χρήσιμο το να μπορούμε να επέμβουμε επιδιορθωτικά στο intonation ενός κατά τα άλλα εξαιρετικού take....είναι άλλωστε κάτι που μαλλον συμβαδίζει τόσο με τα ολοένα και μικροτερα μπάτζετ όσο και με τους ολοένα και πιο γρήγορους ρυθμούς παραγωγής Πέρα από τις παραπάνω σκέψεις εφαρμογές όπως το melodyne μπορεούν να έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα με συνετή χρήση όχι μόνο στο απόλυτο intonation αλλά και σε άλλες παραμέτρους όπως ο έλεγχος του vibrato σε καταλήξεις, το τονικό transient ανάμεσα σε κοντινούς τονικά φθόγγους κλπ κλπ Σε όλα τα παραπάνω επεξεργαστικά στάδια ξεχωριστή σημασία έχει η δυνατότητα να αυτοματοποιήσουμε την μεταβολή κάποιων ρυθμίσεων μέσα στην πορεία του κομματιού. Θα ήθελα τέλος να αναφερθώ σε ένα ξεχωριστό κομμάτι επεξεργασίας που όπως και το reverb αποτελούν ένα από τα πιο ηχηρά συστατικά μιας ΚΑΚΗΣ μίξης....μιλάω βέβαια για το de essing, ή ακόμη καλύτερα για την ευκολία με την οποία προσφέυγουν στην χρήση (και κατάχρηση του) οι (πιο άπειροι) ηχολήπτες παγκοσμίως. Προσωπικά θεωρώ το υπερβολικό (κάτι που συμβαίνει στο 90% των περιπτώσεων) de essing ως ότι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε μια φωνή κατά την μίξη. Δεν έχει σημασία αν αυτό γίνεται μέσω level automation, eq driven compression ή κάποιου dedicated de essing αλγόριθμου, η ουσία είναι το αποτέλεσμα...και το αποτέλεσμα τις περισσότερες φορές είναι αφύσικο, ενοχλητικό και κουραστικό. Θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουμε πως μια έντονη συριστικά φωνή μπορεί να διορθωθεί (ΑΝ είναι επιθυμητό κάτι τέτοιο) μόνο μέσω της επιλογής και τοποθέτησης του μικροφώνου και όχι εκ των υστέρων...τουλάχιστον όχι χωρίς ενοχλητικά artifacts. γκουντ λακ!!!
  16. Ημ/νία: 20:28 - 25/07/09 Εισαγωγή: Το ηλεκτρικό μπάσο αν και είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στις μοντέρνες ποπ και ροκ παραγωγές τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζεται ως "φτωχός συγγενής" , ειδικά σε σχέση με την ηλ.κιθάρα. Το ηλεκτρικό μπάσο αν και είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στις μοντέρνες ποπ και ροκ παραγωγές τις περισσότερες φορές αντιμετωπίζεται ως "φτωχός συγγενής" , ειδικά σε σχέση με την ηλ.κιθάρα. Αυτό βέβαια είναι από μόνο του οξύμωρο καθώς μιλάμε και πάλι για μια ηλεκτρική κιθάρα.... Αυτό σημαίνει πως και στο ηλεκτρικό μπάσο μπορούμε (αν αυτό είναι βέβαια επιθυμητό) να ακολουθήσουμε προσεγγίσεις αντίστοιχες με την ηχογράφηση της κιθάρας, να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή την ιδιαιτερότητα ενός συστήματος όργανο-ενίσχυση-χώρος και το πως αυτά τα στοιχεία αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Ταυτόχρονα μπορούμε να ασχοληθούμε και με την direct ηχογράφηση του οργάνου και πιθανότατα με τον συνδυασμό των δύο. Ας δούμε κατ'αρχάς τι μας προσφέρει η κάθε περίπτωση... Η απ'ευθείας (direct) ηχογράφηση μας προσφέρει μια πιο "ακριβή" και άμεση "εικόνα" του οργάνου απαλαγμένη από άλλα επεξεργαστικά στάδια (ενίσχυση) αλλά και από μέσα που επιδρούν στον χαρακτήρα και στο ηχόχρωμα (μικρόφωνα - χώρος). Ταυτόχρονα μας δίνει (υπό συνθήκες) ένα πληρέστερο συχνοτικά και δυναμικά υλικό για να δουλέψουμε, ενώ δεν αποκλείει και την μετέπειτα χρήση ενισχυτή (αν χρειαστεί) μέσω reamping. Απαραίτητη προυπόθεση για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος η κατάλληλη ενίσχυση του σήματος σε line level. Στα μείον θα μπορούσαμε να βάλουμε το υπερβολικά "στεγνό" και "δισδιάστατο" σήμα, την έλειψη ιδιαίτερου χαρακτήρα (αν και η προενίσχυση μπορεί να είναι ιδιαίτερα δραστική) και φυσικά την πιθανότατα διαφορετική αίσθηση που μπορεί να έχει για τον μη εξοικοιωμένο χειριστή-μουσικό αυτή η συνδεσμολογία. Η ηχογράφηση μέσω μικροφώνου και ενισχυτή από την άλλη πλευρά μας δίνει ένα σαφέστατα πιο χρωματισμένο και με χαρακτήρα αποτέλεσμα, ανάλογα με τον χώρο, τα μικρόφωνα, την τοποθέτηση κλπ κλπ Έτσι όπως και στην περίπτωση της κιθάρας και ανάλογα με την τοπολογία του ενισχυτή, τον τύπο και την θέση του μικροφώνου μπορούμε να επιτύχουμε από "απαλά" χρωματισμένο ήχο έως ακραία υπεροδηγημένο. Στα μείον θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε τους περιορισμούς στο συχνοτικό και δυναμικό περιεχόμενο όπως αυτοί καθορίζοντε από τον συνδυασμό ηχείου-μικροφώνου-χώρου, τον υψηλότερο θόρυβο αλλά και την μη αναστρέψιμη παρέμβαση στην ηχητική πηγή. Και οι 2 πλευρές λοιπόν έχουν τα υπέρ και τα κατά τους και όπως συνήθως η καλύτερη επιλογή βρίσκεται κάπου στην μέση, στον συνδυασμό δηλαδή και των δύο. Ας δούμε λοιπόν πως θα μπορούσαμε να έχουμε τα καλύτερα αποτελέσματα και τι θα πρέπει να προσέξουμε. Σε ότι αφορά την απ'ευθείας (direct) ηχογράφηση,όπως είπαμε είναι πολύ σημαντική η σωστή ενίσχυση του σήματος σε line level, με άλλα λόγια η επιλογή προενίσχυσης....Έτσι είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζουμε αν θέλουμε απόλυτα καθαρή ενίσχυση ή κάτι πιο χαρακτηριστικό και χρωματισμένο. Ανάλογα λοιπόν με το τι θέλουμε επιλέγουμε και την ανάλογη υλοποίηση. Και σε αυτή την περίπτωση οι solid state προενισχύσεις (και ειδικότερα οι σύγχρονες με ic's) προσφέρουν πιο γρήγορο transient response από τις αντίστοιχες λυχνίας (χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα καλό - το πιο αργό response σε συνδυασμό με το πιθανό soft clipping μπορεί να δημιουργήσει ένα πολύ επιθυμητό subtle compression effect). Πολύ καθοριστικός παράγωντας είναι και η παρουσία ή όχι μετασχηματιστών εισόδου και εξόδου και ο τρόπος που αυτοί επιδρούν στο χαμηλώτερο συχνοτικό φάσμα. Εδώ πολύ συχνά γίνεται μια παρανόηση καθώς σε πολλές προενισχύσεις με traffos που περιλαμβάνουν είσοδο HiZ το σήμα ΔΕΝ περνάει από τον μετασχηματιστή εισόδου.Σε αυτή την περίπτωση και αν θέλουμε να αξιοποιήσουμε και τους μετασχηματιστές εισόδου μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ένα DI και στην συνέχεια την mic είσοδο....γενικότερα σε πολλά preamps η HiZ είσοδος δεν μοιράζεται την ίδια διαδρομή (στο σύνολο της) με την mic και αξίζει τον κόπο να πειραματιστούμε με την παρεμβολή ενός DI. Προσωπικές μου επιλογές στο θέμα είναι τα line amps από broadcast modules όπως Telefunken & Siemens της σειράς Vx72 ή το 1272 της Neve. Στα αυτιά μου δίνουν την εικόνα ενός πολύ πλούσιου αποτελέσματος με πολύ έντονο χαρακτήρα στα χαμηλομεσαία, πολύ συμπαγή ήχο και πολύ "απαλά" ψηλά. Γενικά προτιμώ σαφέστατα το χαρακτηριστικό αποτύπωμα των μετασχηματιστών αυτού του τύπου ειδικά σε discrete tranzistor preamps-line amps όπως αυτά που ανέφερα. Σε ότι αφορά την ηχογράφηση με μικρόφωνο, είναι πολύ βασικό να θυμόμαστε ένα πολύ απλό πράγμα....σκοπός μας είναι κατ'αρχάς να ηχογραφήσουμε αυτό που ακούμε....δηλαδή πολύ απλά να μας ικανοποιεί αυτό που ακούμε από τον ίδιο τον ενισχυτή του (που σημαίνει πως έχουμε κάνει την σωστή επιλογή ενισχυτή και καμπίνας). Προσωπικά αυτό που θέλω να πάρω τις περισσότερες φορές από έναν ενισχυτή μπάσου είναιένα πιο "ζωντανό" υψηλομεσαίο συχνοτικό τμήμα (το attack από τα δάκτυλα ή την πένα) και τον όποιο "αέρα"....Γι'αυτό τον λόγο επιλέγω συνήθως καμπίνες μικρότερου συνολικού όγκου και πιο "κιθαριστικής" λογικής όπως η τρομερή 4 x12" JCM800 BASS SERIES...αντίστοιχα και σε ότι αφορά την επιλογή μικροφώνου τα ribbon είναι μια πολύ καλή λύση για την περίπτωση καθώς τα περισσότερα αποτυπώνουν με ιδιαίτερη λεπτομέρεια το μεσαίο τμήμα του συχνοτικού φάσματος με πολύ smooth άκρα. Από εκεί και πέρα πολύ καλές επιλογές μπορεί να είναι και πολλά δυναμικά με παρόμοια χαρακτηριστικά όπως τα SM7b & MD441, MD421, RE20 κλπ κλπ αλλά και κάποια πιο "ιδιαίτερα" LDC όπως τα U87, MA200, M147, U47FET κλπ κλπ Σε ότι αφορά την επιλογή προενίσχυσης ισχύει ότι και πιο πάνω με τον επιπρόσθετο παράγωντα της "συμπεριφοράς" των δυναμικών και ribbon και άρα την ανάγκη για το καλύτερο δυνατό matching σε ότι αφορά το απαραίτητο input gain & impedance. Αυτό που θα πρέπει οπωσδήποτε να προσέξουμε αν θέλουμε να συνδυάσουμε τα 2 διαφορετικά κανάλια είναι τυχόν προβλήματα φάσης που πολύ εύκολα μπορούν να "καταστρέψουν" την όλη προσπάθεια δημιουργώντας ένα εξαιρετικά αδύναμο bass track. Σε ότι αφορά το θέμα της επεξεργασίας με eq των tracks κατά την ηχογράφηση, αν και προσωπικά θεωρώ την ισοστάθμιση περιττή αν έχει γίνει προσεκτική δουλειά (με εξαίρεση ίσως κάποιο ελαφρύ HighPass στο direct κανάλι ώστε να το "απελευθερώσει" από "περιττή" πληροφορία), καλό θα είναι να είμαστε προσεκτικοί στο πόσο παρεμβατική θα είναι αυτή. Μην ξεχνάμε ότι "ότι γράφει....δεν ξεγράφει". Για περισσότερα σχετικά με την ισοστάθμιση σας παρπέμπω στο σχετικό άρθρο. Γενικά στο μπάσο κατά την ηχογράφηση η ισοστάθμιση θα πρέπει να έχει μάλλον "επιδιορθωτικό" χαρακτήρα με αναιπαίσθητες επεμβάσεις. Αν το υλικό μας έχει κάποιο έντονο συχνοτικό πρόβλημα καλό είναι να αναζητήσουμε την λύση στα αρχικά στάδια της δημιουργίας του, δηλαδή στο παίξιμο, στο όργανο αλλά και γιατί όχι στην ίδια την ενορχήστρωση. Σε ότι αφορά την δυναμική επεξεργασία ισχύει μεν το ίδιο, από την άλλη όμως προσωπικά την θεωρώ απαραίτητο συστατικό ενός πετυχημένου bass track. Πιο συγκεκριμένα για το μεν direct track συνήθως η επιλογή μου είναι κάποιο "αργό" tube compressor με smooth αλλά αρκετά γρήγορο release ώστε να διατηρεί ένα καλό μέσο level εξομαλύνωντας και στρογγυλεύωντας τις άκρες, χωρίς όμως να δημιουργεί ακουστό pumping και για το μικρόφωνο κάποιο πιο "γρήγορο" και "άγριο" FET comp που θα τονίσει πιο πολύ την δυναμική κίνηση του οργάνου αλλά και θα κάνει πολύ πιο έντονη την αίσθηση του χώρου αναδεικνύωντας το σώμα κάθε νότας εκτός από το attack.....και στις 2 περιπτώσεις είναι τρομερά χρήσιμο να υπάρχει η δυνατότητα για sidechain έλεγχο του gain reduction μέσω κάποιου HP φίλτρου. Πολλές φορές είναι πολύ καλή ιδέα η χρήση του compression παράλληλα και η ηχογράφηση του σε διαφορετικά tracks ή ακόμη και ο συνδυασμός και σε σειρά και παράλληλα....με εξαίρεση ίσως την παράλληλη σύνδεση τα VCA comps και o smashing χαρακτήρας τους δεν αποτελούν για εμένα καλή λύση για το ηλ.μπάσο (τουλάχιστον όχι στο tracking). Αυτά τα λίγα για αρχή....πειραματιστείτε και μην ξεχνάτε τα εξής - Τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το "σωστό" και εμπνευσμένο παίξιμο. - Τίποτα δεν μπορεί να διορθώθεί τελείως εκ των υστέρων.... - Τίποτα δεν είναι λάθος αν ακούγεται σωστά...."if it sounds good, it's good" (J.Meek)
  17. Ημ/νία: 14:57 - 30/07/09 Εισαγωγή: Το σύστημα monitoring αποτελεί ουσιαστικά την καρδιά ενός recording studio. Ισως το πιο σημαντικό τμήμα του. Τι εννοούμε λοιπόν μιλώντας για ένα ολοκληρωμένο σύστημα monitoring? Μιλάμε φυσικά για το σύνολο των υποσυστημάτων που δρομολογούν το προς ακρόαση σήμα από την μετατροπή του σε αναλογικό έως τα αυτιά μας καθώς και τα μέσα παρακολούθησης κάποιων κάποιων κρίσιμων χαρακτηριστικών (level metering , phase metering) και ότι παρεμβάλεται ανάμεσα. Αν θέλουμε να είμαστε ακόμη πιο σωστοί και τυπικοί θα πρέπει να συμπεριλάβουμε οποσδήποτε μέσα στην όλη κουβέντα και την ακουστική διαμόρφωση του χώρου ακρόασης καθώς αυτή λογικά θα καθορίσει κάποιες από τις επιλογές μας και αντίστροφα θα καθοριστεί από κάποιες άλλες. Θα χωρίσουμε λοιπόν το όλο θέμα σε 5 υποκατηγορίες 1. χώρος ακρόασης - ακουστική διαμόρφωση 2. DA μετατροπή 3. έλεγχος έντασης - επιλογή πηγής - routing - speaker switching 4. ηχεία - τοποθέτηση 5. metering 1. Είναι εύκολα κατανοητό πως ένας σημαντικός χώρος ακρόασης όπως είναι ένα control room πρέπει να πληρεί κάποιες προυποθέσεις σε σχέση με την ακουστική του συμπεριφορά. Έτσι είναι πολύ βασικό να υπάρχει ένας χαμηλός συνολικός χρόνος αντήχησης (έως 0.5 sec) ο οποίος να παραμένει χαμηλός και στο χαμηλότερο συχνοτικό φάσμα, να μην υπάρχουν άμεσες ανακλάσεις στην θέση ακρόασης και να υπάρχει απόλυτη συμμετρία σε ότι αφορά τόσο την απόσταση και την γωνία των ανακλαστικών επιφανειών (τοίχοι) όσο και των πηγών (ηχεία) σε σχέση με την θέση ακρόασης, ώστε να μπορεί να διατηρηθεί ανέπαφη και σωστή η στερεοφωνική εικόνα και βέβαια πολύ χαμηλό noise floor (θόρυβος περιβάλλοντος). Υπάρχουν αρκετές διαφορετικές σχεδιαστικές κατευθήνσεις σε σχέση με την κατασκευή χώρων ελέγχου και ακρόασης ξεκινώντας από τα LEDE και καταλήγωντας στα Non Enviroment Rooms. Όλες έχουν σαν βάση τον έλεγχο του χρόνου αντήχησης (στο σύνολο του συχνοτικού φάσματος) και τον έλεγχο της κατευθηντικότητας των ανακλάσεων. Βασική προυπόθεση για μια σωστή σχεδίαση είναι η διατήρηση αναλογιών με τα βέλτιστα αποτελέσματα σε ότι αφορά τα room modes και ο ικανοποιητικός συνολικός όγκος του χώρου. Σε όλες αυτές τις σχεδιάσεις η επιλογή και τοποθέτηση των ηχείων αποτελεί κομμάτι του σχεδίου και τις περισσότερες φορές μέρος της κατασκευής (θα το δούμε παρακάτω). 2. Όσο και αν φαίνεται περίεργο η μετατροπή του σήματος από ψηφιακό σε αναλογικό προς ακρόαση είναι σαφέστατα πιο επιδραστική από οποιαδήποτε άλλη μετατροπή προηγήται ή θα ακολουθήσει....και ο λόγος είναι πολύ πολύ απλός....με βάση αυτή την μετατροπή θα κρίνουμε και θα αξιολογήσουμε οτιδήποτε συμβαίνει στην όλη διαδικασία συμπεριλαμβανομένων και όλων των υπόλοιπων μετατροπών (πχ από αναλογικό σε ψηφιακό κατά το tracking). Θα πρέπει λοιπόν να είμαστε απόλυτα σίγουροι πως αυτό που ακούμε αποτελεί την πιο πιστή και απόλυτα transparent δυνατή μεταφορά της έως τότε ψηφιακής πληροφορίας στο αναλογικό domain απαλαγμένη είτε από artifacts της όλης διαδικασίας ( jitter, quantization errors) είτε απλά από τον "χρωματισμό" της τοπολογίας της ίδιας της συσκευής. Εννοείται λοιπόν πως μας ενδιαφέρουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά που θα καθορίσουν αυτό το αποτέλεσμα όπως το S/N ratio, THD, crosstalk κλπ κλπ αλλά και το υπερσταθερό clocking, η απόλυτη συμβατότητα και διασυνδεσημότητα με το υπόλοιπο στούντιο μέσω πληθώρας (ποσοτικής και ποιοτικής) ψηφιακών Ι/Ο και η δυνατότητα να "ακολουθήσουμε" όλα τα σύγχρονα sample rates & wordlengths. Στην αγορά σήμερα υπάρχουν αρκετές επιλογές που να ικανοποιούν αυτές τις προυποθέσεις είτε ως stand alone 2trk DA's , είτε ως AD/DA's, είτε ως τμήμα ενός ολκληρωμένου monitor controller. Καλώς ή κακώς όλες βρίσκονται σε αρκετά υψηλές τιμές και οι πιο χαρακτηριστικές επιλογές είναι από μάρκες όπως οι Lavry, Benchmark, Prism, Grace Design, Crane Song. Απλά θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας το εξής....επειδή αυτά τα "μηχανάκια" κάνουν ένα και μόνο πράγμα δεν σημαίνει ούτε πως πρέπει να είναι κατ'ανάγκη φθηνά ούτε πως είναι όλα ίσα μεταξύ τους....αυτό το "ένα πράγμα" είναι ίσως από τα πιο σημαντικά στην όλη διαδικασία. 3. Ο έλεγχος της έντασης, της στάθμης ακρόασης δηλαδή είναι ίσως από τα πιο σημαντικά τμήματα ενός monitoring συστήματος. Ο λόγος είναι αφενός ότι υπάρχουν αποδεδειγμένα ιδανικές στάθμες ακρόασης αλλά και αφ'ετέρου στο πως αντιλαμβανόμαστε τυχόν μικρο αλλαγές στην στάθμη ακρόασης. έτσι τις περισότερες φορέ αρκεί μιαμικρή αύξηση της στάθμης για να την αντιληφθούμε ως "βελτίωση" ή έστω ως αλλαγήσεσχέση και με το περιεχόμενο. Με άλλα λόγια είναι αναγκαίο να είμαστε σίγουροι για την δυαντότητα μας να ακούμε στην επιλεγμένη ένταση αλλά και για τοπως αυτή επηρεάζεται από την τοπολογία του όλου συστήματος. Όταν μιλάμε για τον έλεγχο της έντασης, την επιλογή της πηγής, το routing, το speaker selection, την ενδοεπικοινωνία κλπ κλπ ουσιαστικά μιλάμε για όλα αυτά για τα οποία είναι υπέυθηνο το master section μιας large format recording κονσόλας. Σήμερα όμως που όλο και περισσότερα studios "χτίζονται" γύρω από ένα DAW η παρουσία της κονσόλας τείνει να εκλείψει και έτσι θα έπρεπε να βρεθεί μια λύση και για τις λειτουργίες του master section. Από την άλλη ακόμη και στις μεγαλύτερες κονσόλες (και ειδικά σε πιο "κλασσικές") τα κρίσιμα τεχνικά χαρακτηριστικά του monitoring/master section δεν συμβαδίζουν πάντα με τις πολύ υψηλές απαιτήσεις πιστότητας και ακρίβειας που δημιουργούν τα σημερινά ψηφιακά φορμάτ....ή με πιο απλά λόγια δεν είναι απαραίτητα καλή ιδέα να συμμετέχει η κονσόλα στο τι ακούμε (χωρίς όμως να είναι απαραίτητα και κακή - είναι απλάθέμα επιλογής). Γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο δημιουργήθηκαν τα dedicated monitor controllers. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα matrix εισόδων και εξόδων (αναλογικών ή, και ψηφιακών) συνδυασμένο με ένα level controller και την δυνατότητα επιλογής όλων των δυνατών δρομολογήσεων του σήματος. Υπάρχουν άπειρες προτάσεις στην αγορά....Αυτά που προσωπικά θεωρώ απαραίτητα συστατικά είναι.... - Η "αχρωμάτιστη" και απόλυτα transparent ηχητικά τοπολογία του όλου συστήματος. - Ικανοποιητικό Headroom και ανύπαρκτο noise floor. - Η δυνατότητα level calibration για όλες τις εισόδους και εξόδους. - Η δυνατότητα επιλογής διαφορετικών operating levels. - Η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε τουλάχιστον 2 ζευγάρια ηχεία. - Η δυνατότητα για mono listen, dim & mute. - Η αθόρυβη λειτουργία των επιλογέων. - Η ύπαρξη stepped knobs και οπτικής ένδειξης των ρυθμίσεων για εύκολη επανάκληση τους. - Η ύπαρξη λειτουργίας cue send & talkback - Η ύπαρξη ξεχωριστού HP amp - Η απαραίτητη πληθώρα Ι/Ο ψηφιακών και αναλογικών, σε όλα τα κρίσιμα φορμάτ. - H ύπαρξη bit transparent digital out (through) Από εκεί και πέρα όπως έγραψα και πιο πάνω πολλά controllers περιλαμβάνουν και DA που σε κάποιες περιπτώσεις αποτελεί εξαιρετικά ποιοτικές υλοποιησεις, όπως στα Crane Song Avocet & Grace Design m904. Αυτά τα 2 προσωπικά θεωρώ και ως τις καλύτερες επιλογές τόσο ως monitor controllers αλλά και ως DA μετατροπείς. Προσωπικά κατέληξα στο m904 γιατί μου φάνηκε κάπως πιο "ψυχρό" και "γρήγορο" ηχητικά (ίσως λόγω ic's) αλλά και γιατί ταίριαζε καλύτερα εργονομικά στον χώρο μου....και τα 2 πάντως είναι υποκειμενικές κρίσεις άσχετες με την τεχνική πλευρά των μηχανημάτων που είναι εκπληκτική και στα 2.Υπάρχουν πολλές ακόμη αξιόλογες προτάσεις από εταιρίες όπως η Coleman , Dangerous, Audient κλπ κλπ Σε ότι αφορά τον έλεγχο της έντασης όπως έγραψα ήδη είναι τρομερά σημαντικό να μπορούμε να δουλεύουμε σε σωστά level, αλλά ταυτόχρονα να μπορούμε εύκολα να ανακαλέσουμε αυτές τις ρυθμίσεις, αυτές να μας ακολουθούν από πρότζεκτ σε πρότζεκτ αλλά και από πηγή σε πηγή (πχ daw & cd player) αλλά και να είμαστε σίγουροι κατά πόσο υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στα διάφορα scales καιαυτό που ακούμε και κατα πόσο μπορεί να επηρεάζεται - χρωματίζεται το αποτέλεσμα από κάτι τέτοιο. 4. Κατ'αρχάς και προς αποκατάσταση μιας παρεξήγησης..... τι είναι αυτό που κάνει ένα ηχείο studio monitor? η απάντηση είναι απλή.... Τίποτα συγκεκριμένο και ειδικά σε ότι αφορά τα nearfield ηχεία....ο όρος χρησιμοποιήται μάλλον καταχρηστικά από τους κατασκευαστές.Στην πραγματικότητα ο όρος studio monitors αναφέρεται στα main ηχεία ενός στούντιο, τα οποία για χρόνια αποτελούσαν κομμάτι της συνολικής κατασκευής και σχεδίασης ενός control room και όχι "έτοιμες" λύσεις (κάτι που άλλαξε σιγά σιγά). Στην πραγματικότητα λοιπόν όποιο ηχείο χρησιμοποιήται σε ένα κοντρόλ ρουμ για την "παρακολούθηση του ηχητικού συμβάντος" αποτελεί στην ουσία ένα studio monitor τουλάχιστον σε ότι αφορά τον τρόπο και σκοπό της χρήσης του. Δεν υπάρχει στην ουσία κάποια ουσιαστική σχεδιαστική διαφορά (σε σχέση με την ουσία του πράγματος - την ηχητική συμπεριφορά) που να κάνει ένα μικρού όγκου ηχείο studio monitor ή σπιτικό....υπάρχουν απλά ΚΑΛΑ, ΜΕΤΡΙΑ & ΚΑΚΑ ηχεία. Παρ'όλα αυτά σε ότι αφορά τα nearfield που μας ενδιαφέρουν περισσότερο, οι όποιες διαφορές που εξιδανικεύουν την χρήση σε studio αφορούν κυρίως την τοποθέτηση και την διασύνδεση τους στο (με το) συγκεκριμένο περιβάλλον....δηλαδή - waveguide για την πιο ομαλή διάχυση των υψηλώτερων συχνοτήτων - πολλές φορές μεταβλητής θέσης ώστε να επιτρέπει την κάθετη ή οριζόντια τοποθέτηση και την δημιουργία sweetspot. - active ενίσχυση η οποία περιλαμβάνει και κάποια High & Low Pass φίλτρα βοηθώντας στο σωστό matching με τον χώρο (τόσο συχνοτικά όσο και ως στερεοφωνία). - μαγνητική θωράκιση για προστασία ηλ.συσκευών που βρίσκοντε σε μικρή απόσταση (πχ οθόνες λυχνίας) - Στα περισσότερα ported ηχεία που προορίζοντε για αυτή την χρήση , η οπή βρίσκεται στο εμπρός μέρος ώστε να επιτρέπει την τοποθέτηση του κοντά σε τοίχο. - συμβατότητα με ένα "προ" περιβάλλον σε ότι αφορά την διασύνδεση και τα operating levels. ...και άλλες τέτοιες παραλαγές Υπάρχουν άπειρα καταπληκτικά ηχεία, "συμβατικής" προελεύσεως που έχουν κάνει τρομερή "καριέρα" σε recording studios.....για την ακρίβεια τα nearfield ηχεία είναι ένα απ'ευθείας δάνειο του consumer κόσμου στον commercial recording κόσμο (ειδικά σήμερα που τα περισσότερα είναι ported). Επαναλαμβάνω δεν υπάρχουν ηχητικά χαρακτηριστικά "ειδικά" για recording περιβάλλον....το ζητούμενο στα ηχεία είναι πάντα το ίδιο...ακρίβεια, ακρίβεια και ακρίβεια...άλλα το καταφέρνουν καλύτερα και άλλα χειρότερα. Έχει να κάνει με την ποιότητα του σχεδιασμού και της υλοποίησης και όχι με την ταμπέλα...τοαποτέλεσμα εξαρτάται από παράγωντες όπως τα THD, Intermodulation distortion, S/N, Sensitivity, headroom before clipping κλπ κλπ και όχι από το ταμπελάκι του κατασκευαστή....εκτός αν πιστεύετε πως ένα "στούντιο μόνιτορ" ηχείο των 200 ευρώ είναι καλύτερη επιλογή για ένα στούντιο από ένα "χαιφιιντελίστικο" ηχείο των 3000 ευρώ (στην ίδια κατηγορία όγκου και δρόμων). Από την άλλη υπάρχουν ηχεία που έκαναν τεράστια "καριέρα" σε ηχογραφήσεις με απαράδεκτα (σε σχέση με την "ακρίβεια") χαρακτηριστικά όπως τα auratones ή ακόμη και τα θρυλικά NS10....η ουσία λοιπόν είναι η εξυπυρέτηση αναγκών που πιθανότατα μεταβάλοντε από εποχή σε εποχή, από άνθρωπο σε άνθρωπο και από περίσταση σε περίσταση.....αυτό από μόνο του αρκεί για να μην επιτρέπει το "τσουβάλιασμα" και την βλακώδη αυτή κατηγοριοποίηση (συγχωρέστε μου το βλακώδη αλλά με αυτό τον τρόπο έχουν καταφέρει να πουλήσουν χιλιάδες μέτρια ή κακά ηχεία σε ανυποψίαστους καταναλωτές-μαθητευόμενους μάγους). Συμπέρασμα λοιπόν είναι πως στην κατηγορία τουλάχιστον των 2δρομων ή 3δρομων ηχείων μικρού όγκου δεν υπάρχουν "ειδικά ηχεία" για recording χρήση αλλά κάποια κοινά αποδεκτά γνωρίσματα που διευκολύνουν την χρήση των ηχείων αυτών σε ένα recording & mixing περιβάλλον. Ο όρος studio monitor ,πλην των μεγάλων τρίδρομων flush mounted θηρίων στα αυτιά μου ακούγεται τουλάχιστον βλακώδης, ή για να το θέσω πιο κόσμια ΟΛΑ τα "studio monitors" παύουν να είναι "studio monitors" και γίνονται "συμβατικά ηχεία" από την στιγμή που εγκαταλείπουν ένα control room και βρίσκονται σε ένα υπνοδωμάτιο.....είναι "studio monitors" γιατί πολύ απλά βρίσκονται σε studio. Σε ότι αφορά την επιλογή, κυρίαρχος παράγωντας είναι ο χώρος και οι ανάγκες-απαιτήσεις. Έτσι είναι πρακτικά αδύνατον ένα μεγάλο ηχείο 3 δρόμων να αποδόσει σωστά σε έναν χώρο μικρού όγκου....Σε ότι αφορά τα μικρότερα ηχεία 2 δρόμων, τα λεγώμενα nearfield θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας την εξής απλούστευση...όσο μικρότερη είναι η διάμετρος του μεγαφώνου τόσο θα αυξάνεται η αρμονική και η intermodulation παραμόρφωση σε υψηλότερες εντάσεις....επειδή όμως η ένταση σε αυτή την περίπτωση δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το percieved loudness (συχνοτικά μιλώντας) ένα μεγάφωνο 5" θα αρχίσει να έχει προβλήματα από σχετικά χαμηλά spl σε σχέση με ένα 8" και φυσικά αυτό θα ενισχύεται και από το πόσο ισχυρή είναι η παρουσία χαμηλοσυχνωτικού περιεχομένου. Από την άλλη ένα μεγάφωνο πολύ μεγάλης διαμέτρου απαιτεί όπως είναι φυσικό πολύ περισσότερη ενέργεια για να "κουνήσει" τον αέρα και κατά συνέπεια θα είναι πιο "αργό" σε χαμηλές εντάσεις. Σε ότι αφορά το θέμα closed vs ported cabinet ,μιλάμε για 2 διαφορετικές καταστάσεις...προσωπικά θεωρώ τις κλειστές καμπίνες πιο ακριβείς αλλά λιγώτερο εντυπωσιακές και με σαφέστατα χειρότερη σχέση όγκου/απόδοσης στα χαμηλά, ενώ από την άλλη πλευρά το σύνολοσχεδόν των ηχείων που κατασκευάζοντε σήμερα είναι ported......άρα θεωρώ καλύτερη λύση την δυνατότητα ακρόασης και στα 2!!! Σε ότι αφορά την τοποθέτηση είναι κοινά αποδεκτό πως ασχέτως όγκου η πιο σωστή τοποθέτηση είναι το flush mounting , δηλαδή ο εντοιχισμός τους στον εμπρός τοίχο του χώρου. Αυτό βοηθάει στο να αποφύγουμε τις ανακλάσεις από την ακτινοβολία του πίσω μέρους του ηχείου καθώς και να πετύχουμε (με την ανάλογη κατασκευή) το σωστό decoupling από τον υπόλοιπο χώρο, και βέβαια να είμαστε απόλυτα σίγουροι για την συμμετρία του όλου συστήματος. Αν κάτι τέτοιο είναι μη πράκτικό, τότε η δεύτερη καλύτερη επιλογή είναι το free standing σε ειδικές βάσεις ανάμεσα στην θέση ακρόασης και στην εμπρός επιφάνεια του χώρου....η τοποθέτηση ηχείων επάνω στο meterbridge μιας κονσόλας ή επάνω στην επιφάνεια εργασίας αν και δείχνει ιδιαίτερα όμορφα είναι αρκετά προβληματική καθώς υπάρχουν έντονες ανακλάσεις προς την θέση ακρόασης από την σκληρή οριζόντια επιφάνεια της κονσόλας....καλό είναι να αποφεύγεται. Και στις 2 αυτές περιπτώσεις καλό είναι να υπάρχει κάποιας μορφής decoupling ανάμεσα στο ηχείο και την φέρουσα κατασκευή. Στα ηχεία 2 δρόμων γενικά πιο ορθή λύση είναι η τοποθέτηση τους κάθετα δηλαδή όρθια ώστε και οι 2 δρόμοι να βρίσκονται στον ίδιο άξονα σε σχέση με την θέση ακρόασης δημιουργώντας ένα πιο ευρύ sweet spot. Σε κάποια ηχεία η περιστροφή του wave guide επιτρέπει την τοποθέτηση τους και οριζόντια χωρίς προβλήματα....στην περίπτωση που δεν υπάρχει αυτήη δυνατότητα και πρέπει οποσδήποτε να τα τοποθετήσουμε οριζόντια τα HF drivers θα πρέπει να βρίσκοντε στην εξωτερική πλευρά του τριγώνου που δημιουργείται. 5. Όταν λέμε εννοούμε βέβαια την οπτική απεικόνιση κάποιων συνεχώς μεταβλητών πληροφοριών που αφορούν την ηχητική πληροφορία. Έτσι ένα σωστό digital metering σύστημα θα πρέπει να - έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί τόσο το level τόσο σε ότι αφορά το ψηφιακό Full Scale όσο και την αντιστοιχία του με το αναλογικό VU. - να υιοθετεί το σύστημα Κ του B.Katz - να έχει μεγάλη ευκρίνεια από peak segments ειδικά στα τελευταία 15 db κάθε σκάλας (0.5db steps) - να έχει ακριβές over counting (3 samples) - να εχει δυνατότητα απεικόνισης Peak & RMS level - να έχει phase corelation meter - αν πρόκειται για hardware meter καλύτερη επιλογή είναι να έχει ψηφιακή είσοδο αλλά και bit transparent digital out (through) ώστε να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και την συγκεκριμένη έξοδο. Από εκεί και πέρα πολλοί ανάμεσα τους και εγώ αισθάνονται την ανάγκη ύπαρξη και αναλογικών VU meters καθώς λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους (αργή ταχύτητα, εξάρτηση από το συχνοτικό περιεχόμενο) δίνουν μια πιο ιδιαίτερη εικόνα της ηχητικής πληροφορίας την οποία πολλοί βρίσκουν ιδιαίτερα χρησιμη. Σε όλα τα παραπάνω έχει τεράστια σημασία η σωστή διασύνδεση και καλωδίωση (audio & power) , τα σωστά operating levels και το σωστό και λεπτομερές calibration.
  18. Ημ/νία: 02:20 - 31/07/09 Εισαγωγή: Τι είναι τελικά ο αναλογικός ήχος? Μπορεί να αναβιώσει και να συνυπάρξει με το ψηφιακό περιβάλλον ενός DAW? Πως μπορεί να γίνει αυτό και κυρίως είμαστε σίγουροι ότι αυτό θέλουμε; Σήμερα περισσότερο από ποτέ γίνεται καθημερινά κουβέντα περί "αναλογικού ήχου" και το πως θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε κάποια από τα έυηχα γνωρίσματα και χαρακτηριστικά του στις ψηφιακές μας ηχογραφήσεις. Ίσως λοιπόν θα πρέπει πρώτα να δούμε ποιά ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που έκαναν (ή δεν έκαναν) τις αναλογικές ηχογραφήσεις τόσο διαφορετικές σε σχέση με την σημερινή ψηφιακή ηχογράφηση και επεξεργασία. Κατ'αρχάς θα πρέπει να καταλάβουμε πως στην ουσία του πράγματος όροι όπως "αναλογική ζεστασιά" και άλλα τέτοια "ωραία" δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα ή για να το θέσω αλλιώς επιδέχοντε τόσες ερμηνείες όσοι είναι και συνολικά αυτοί που θα τις διατυπώσουν...με άλλα λόγια πέρα από κάποια αντικειμενικά γνωρίσματα των αναλογικών υλοποιήσεων τα οποία όντως μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά ευεργετικά στα πλαίσια μιας μουσικής παραγωγής (ή και όχι...) οι περισσότερες μαγικές ιδιότητες που αποδίδονται στην αναλογική τεχνολογία ηχογραφήσεων ανήκει στην σφαίρα της φαντασίας....και εξηγούμαι...δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για τον "μαγικό ήχο" της ταινίας, όταν δεν διευκρινίζουμε για ποιά ταινία μιλάμε (είδος αλλά και τύπος), την κατάσταση της (πόσες φορές έχει γραφτεί), σε ποιό μαγνητόφωνο, σε τι ταχύτητα, σε τι levels, με ή χωρίς noise reduction, ποιό ακριβώς κλπ κλπ και φυσικά με τι περιεχόμενο (μουσικό). Δεν μπορούμε δηλαδή εύκολα να γενικεύουμε καταστάσεις πιθανότατα εκ διαμέτρου αντίθετες σε ότι αφορά το αποτέλεσμα και να δημιουργούμε αξιώματα. Και αυτό που σίγουρα δεν μπορούμε να θεωρούμε δεδομένο είναι το αν θα μας αρέσει ή όχι κάτι τέτοιο....δεν είναι δυνατόν να προκαταλάβουμε τις αισθήσεις μας ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι. Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει ιδιαίτερες κάποιες αναλογικές υλοποιήσεις? Προσωπικά θεωρώ πως μπορούμε να εντοπίσουμε την πλειονότητα αυτών των συχνά ευεργετικών και εύηχων ιδιαιτεροτήτων στα ίδια τα "μειονεκτήματα" αυτών των σχεδιάσεων. Στην πραγματικότητα δηλαδή μιλάμε για τα ακουστά artifacts που προκύπτουν είτε από αδυναμίες στην σχεδίαση, στην υλοποίηση αλλά και στην ίδια την τεχνολογία (περιορισμένο δυναμικό εύρος, περιορισμένη συχνοτική απόκριση, μη ομαλή συχνοτική απόκριση) είτε απλά μη γραμμικά φυσικά φαινόμενα (υπεροδήγηση ενός ενισχυτικού κυκλώματος , κορεσμός του μαγνητικού πυρήνα ενός μετασχηματιστή, κορεσμός της μαγνητικής ταινίας κλπ κλπ). Και στις 2 περιπτώσεις έχουμε ακουστά αποτελέσματα άλλοτε εύηχα και άλλοτε κακόηχα (κάτι που τελικά είναι υποκειμενική κρίση περί ωραίου και άρα δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως γενικά καλό ή κακό). Το ζήτημα είναι λοιπόν πως θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε αυτές τις ευεργητικές παρενέργειες, όταν βέβαια κάτι τέτοιο είναι επιθυμητό.... Η πρώτη απάντηση που έρχεται εύλογα στο μυαλό είναι φυσικά μετο να δουλεύουμε στο αναλογικό domain.....είτε μιλάμε για ηχογράφηση, είτε μιλάμε για μίξη υπάρχουν (έστω και μεταχειρισμένα) όλα τα συστατικά που χρειάζονται για να παραμείνει η δουλειά μας αναλογική έως την ηχογράφηση του master tape.....αλλά κάτι τέτοιο κοστίζει (όχι τόσο ως απόκτηση, αλλά κυρίως ως συντήρηση και εργατοώρες) μάλλον υπερβολικά. Άρα ουσιαστικά το ζητούμενο είναι πως θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε κάποια από αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο σύγχρονο DAW based studio. Σίγουρα δεν μιλάμε για το ίδιο ακριβώς πράγμα αλλά από την άλλη υπάρχουν όντως τρόποι ώστε να έχουμε the best of both worlds. Έτσι θα χωρίσουμε αυτό το θέμα σε 3 υποκατηγορίες. - την αναλογική επεξεργασία - δηλαδή την χρήση αναλογικών επεξεργαστών και την "ενσωμάτωση" τους στο ψηφιακό περιβάλλον του αγαπημένου μας DAW. - την χρήση επεξεργαστών (αναλογικών ή ψηφιακών) που προσομειώνουν αυτά ακριβώς τα artifacts για τα οποία μιλάμε. - την χρήση κάποιων αναλογικών υλοποιήσεων σε έναν κάπως διαφορετικό ρόλο....a bit of the real thing. Η πρώτη κατηγορία είναι και η πιο απλή στην σύλληψη και κατανόηση....χρησιμοποιώντας αναλογικούς επεξεργαστές και ειδικά κάποιους που περιλαμβάνουν "χρωματισμένα" gain stages (πχ comps & eq's) μπορούμε να δώσουμε ένα ποσσοστό από την αίσθηση του αναλογικού soft clipping & tube saturation πέρα από την επεξεργασία αυτή καθε αυτή. Έτσι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η χρήση "χρωματισμένων" αναλογικών επεξεργαστών ειδικά ως bus insert. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι αρκετά AD/DA I/O και ένα DAW που να ενσωματώνει τον υπολογισμό της καθυστέρησης μιας τέτοιας διασύνδεσης , καθώς και να υποστηρίζει το σχετικό routing. Σε αυτό το σενάριο είναι αρκετά πρακτικό να "γράφουμε" (printing tracks) σε ξεχωριστά νέα tracks το αποτέλεσμα της επεξεργασίας, είτε για να αξιοποιήσουμε περισσότερες φορές τον ίδιο επεξεργαστή είτε απλά σαν ένα είδος automation (και για να μην επαναλαμβάνουμετην ίδια διαδικασία κάθε φορά που ανακαλούμε το συγκεκριμένο πρότζεκτ). Σε διαφορετική περίπτωση μια φωτογραφική μηχανή μπορεί να κάνει θαύματα σχετικά με την αποτύπωση των hardware ρυθμίσεων. Υπάρχουν άπειρες υλοποιήσεις που ταιριάζουν γάντι σε αυτό το σενάριο από tube comps όπως τα Manley vari MU, ELOP, UA LA2A κλπ κλπ έως χαρακτηριστικότατα EQ όπως τα GML 8200, TubeTech κλπ κλπ. Ξεχωριστή πραγματικά περίπτωση το Culture Vulture της Τhermionic Culture, ένα που μπορεί να δώσει από subtle αλλά πλούσιο απαλό Harmonic distortion μέχρι "σάπιο"overdrive από starved λυχνίες με συνεχή έλεγχο του bias. Στην δεύτερη κατηγορία έχουμε μια σειρά από επεξεργαστές αναλογικούς και ψηφιακούς (software & hardware) που προσομειώνουν (με διάφορους τρόπους) αναλογικά artifacts....όπως είναι αναμενόμενο οι περισσότεροι επικεντρώνουν στην προσομείωση της αναλογικής ταινίας.....κάποιοι με επιτυχία, κάποιοι με πλήρη αποτυχία. Ας δούμε τους πιο ενδιαφέροντες... Σε ότι αφορά το hardware έχουμε βασικά 4 εκπροσώπους , 3 αναλογικούς και έναν ψηφιακό...το Fatso Jr. της Empirical Labs , το Portico Tape Simulator του Rupert Neve, το (ψηφιακό) HEDD της Crane Song και την εκδοχή της Anamod ATS. Τα 3 πρώτα τα έχω ακούσει και έχουν πολύ καλά αποτελέσματα...το Portico είναι σίγουρα πιο ρεαλιστικό αλλά το Fatso μου φαίνεται σαφέστατα πιο χρηστικό με τον συνδυασμό compression - tape sim - traffo sim αν και γενικά είναι λίγο πιο "χοντροκομένο" ηχητικά και κάπως "θορυβωδες". Το HEDD είναι αρκετά διακριτικό ως εφέ αλλά αποτελεσματικό (και όπως και το fatso προσομειώνει και άλλα αναλογικά artifacts) αλλά νομίζω πως αδικείται με την τοποθέτηση του σε αυτή την κατηγορία γιατί είναι και ένα τρομερό ζευγάρι AD/DA μετατροπέων (που δικαιολογεί και την τιμή). Το Anamod δεν το έχω ακούσει αλλά αν κρίνω από τον ντόρο που γίνεται είναι μάλλον η πιο ρεαλιστική προσομείωση...το ζήτημα βέβαια είναι αν μας ενδιαφέρει ο ρεαλισμός ή τα εύηχα αποτελέσματα. Προσωπικά με ενδιαφέρει το 2ο, και με το Anamod να έχει την τιμή ενός μεταχειρισμένου 2" Otari σε καλή κατάσταση δεν το βλέπω και με πολύ καλό μάτι.... Σε ότι αφορά τις ψηφιακές υλοποιήσεις....εδώ υπάρχουν πραγματικά πολλές επιλογές, από freeware έως πανάκριβες. Οι περισσότερες έχουν το λιγώτερο ενδιαφέρωντα αποτελέσματα. Προσωπικά ξεχωρίζω τα URS Saturator, Nebula 3 (με άπειρα σχετικά IR's), Crane Song Phoenix και το εκπληκτικό φρη modern analoger (ειδικά για τα λεφτά του ) ....μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι το Camel Phat που ενω δεν προσομειώνει κάτι συγκεκριμένο εν τούτοις έχει μια πολύ analogue like χροιά στο saturation του(όπως και αρκετά ακόμη....αλλά το συγκεκριμένο έχει "κάτι"...ειδικά όταν χρησιμοποιηθεί και το bandpass filter). Εδώ θα πρέπει να πω πως οι περισσότεροι από αυτούς τους επεξεργαστές (αναλογικούς και ψηφιακούς) έχουν ιδιαίτερα διακριτική παρουσία υπό νορμαλ χρήση και συνθήκες και τα αποτελέσματα τους δεν είναι (ή δεν θα έπρεπε να είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων) άμεσα διακριτά..... είναι πολύ εύκολο λοιπόν να παρασύρθεί κάποιος στην υπερβολή με τραγικά κουραστικά για το αυτί αποτελέσματα.....με μέτρο από την άλλη πλευρά τα αποτελέσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα...αρκεί να έχουμε στο μυαλό μας το εξής απλό...όσο πειστική και ρεαλιστική και να είναιμια προσομείωση δεν αρκεί από μόνη της στο main mix insert για να "ζωντανέψει" 30 tracks που έχουν γραφτεί απ'ευθείας στην κάρτα ήχου. Το γιατί νομίζω είναι απλό και κατανοητό.... Και έτσι φτάνουμε στην τρίτη κατηγορία...πως μπορούμε δηλαδή να δώσουμε λίγο περισσότερο αναλογικό χρώμα στις ηχογραφήσεις μας. Η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την ίδια την ηχογράφηση, δηλαδή από τον τρόπο που καταγράφουμε τις πηγές. Μια καλή αρχή είναι χρησιμοποιούμε περισσότερο room mics και ίσως να "επιτρέπουμε" το ελεγχόμενο leakage μεταξύ τους. Η χρήση σχεδόν αποκλειστικά closed micing τεχνικών και αποστειρωμένων sampled ήχων είναι μάλλον trademark της "ψηφιακής εποχής". Αντίστοιχα μπορούμε να ασχοληθούμε λίγο παραπάνω με την δημιουργία ήχων μοναδικών είτε μέσω της ίδιας της ενορχήστρωσης και ηχογράφησης είτε μέσω της χρήσης επεξεργαστών με ιδιαίτερο χαρακτήρα...σε αυτά τα πλαίσια μπορούμε να πειραματιστούμε με μια ατελείωτη σειρά υλοποιήσεων από φθηνά δυναμικά μικρόφωνα και home tape recorders έως πρώιμα ψηφιακά και αναλογικά fx processors και reel to reel master tape recorder. Μια ενδιαφερουσα περίπτωση είναι η χρήση ενός ζευγαριού από transformer ballanced line/mic amps στην main bus έξοδο του DAW (κάτι που όμως απαιτεί την χρήση pads για να αξιοποιήσουμε το gain stage)....έχει πολύ όμπρφα αποτελέσματα (ανάλογα και με την τοπολογία του pre amp) από ανεπαίσθητα έως ιδιαίτερα ευδιάκριτα. Από εκεί και πέρα μπορούμε να πειραματιστούμε και με θέματα επιλογών όπως η στερεοφωνική εικόνα, η χρήση eq κλπ κλπ έχωντας στο μυαλό μας το αποτέλεσμα αναλογικών ηχογραφήσεων που θέλουμε να πλησιάσουμε. Μια άλλη (τεράστια) παράμετροςστην ίδια κατηγορία είναι βέβαια το αναλογικό summing και η επίδραση ενός "χρωματισμένου" αναλογικού summing amp στο τελικό αποτέλεσμα....επειδή όμως αυτό (mixing ITB vs mixing OTB) είναι από μόνο του ένα πολύ μεγάλο και ξεχωριστό θέμα θα το εξετάσουμε κάποια άλλη φορά. Προς το παρόν ας αρκεστούμε στο εξής...το αναλογικό summing μπορεί υπό συνθήκες να ακούγεται αρκετά διαφορετικό από ότι το αντίστοιχο ψηφιακό....όχι καλύτερο ή χειρότερο (αυτό είναι κάτι που καθορίζεται από το προσδωκόμενο αποτέλεσμα και την υποκειμενική μας κρίση) αλλά απλά διαφορετικό. Πιαθνότατα η καλύτερη λύση είναι ένας συνδυασμός των παραπάνω , ανάλογα και με το ζητούμενο.....και αυτό είναι και το πιο σημαντικό, να έχουμε δηλαδή από πριν στο μυαλό μας το τι θέλουμενα πετύχουμε και όχι απλά να προσπαθούμε να "φτιάξουμε"κάτι που ίσως δεν έχουμε ακούσει και ποτέ, αλλά απλά βασιζόμαστε στο τι μας είπαν και στο πανέμορφο "vintage" γραφικό περιβάλλον του τελευταίου tape sim plugin που προσθέσαμε στην συλλογή μας.
  19. nikodemos

    Περί μικροφώνων

    Ημ/νία: 14:10 - 05/08/09 Εισαγωγή: Τα μικρόφωνα είναι ίσως το πιο βασικό στάδιο κάτα την μετάβαση από την φυσική ηχητική πηγή σε (ψηφιακή;) πληροφορία, στο σύγχρονο recording chain, ή μάλλον έτσι ήταν πάντα. Ακολουθεί μια (κάπως υπεραπλουστευμένη) στενότερη γνωριμία με τα μικρόφωνα και τις ιδιαιτερότητες τους. Το μικρόφωνο είναι ένας από τους πιο βασικούς κρίκους στο σύγχρονο recording chain (άν όχι ο πιο βασικός) και σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση του χώρου και του τρόπου τοποθέτησης του ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγωντες για το ηχητικό αποτέλεσμα. Η δουλειά του μικροφώνου είναι να μετατρέψει την πίεση του αέρα (ηχητικά κύματα) σε ηλεκτρικό ρεύμα και αυτό επιτυγχάνεται με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους – σχεδιάσεις που καθορίζουν και τον τύπο του μικροφώνου. Έτσι σήμερα υπάρχουν πυκνωτικά μικρόφωνα, δυναμικά μικρόφωνα και μικρόφωνα ταινίας (ribbon) καθώς και κάποιες ακόμη λιγότερο διαδεδομένες σχεδιάσεις (electret,PZM). Από εκεί και πέρα υπάρχει και ένα ενισχυτικό κύκλωμα το οποίο καλείται να ενισχύσει σε αρχικό στάδιο το σήμα ωστε να είναι δυνατή η έξοδος από το μικρόφωνο στο κατάλληλο level & S/N ratio. Και σε αυτό το στάδιο υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις είτε μιλάμε για κυκλώματα λυχνίας, τραντζίστορ, FET αλλά και σε ότι αφορά το ballancing stage της εξόδου (transformer, transformrless). Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις τόσο στο προενισχυτικό τμήμα ενός μικροφώνου όσο και στην έξοδο του παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ηχητική του συμπεριφορά. Όλες όμως αυτές οι σχεδιάσεις έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά τα μεγέθη των οποίων καθορίζουν την λειτουργία, την αποτελεσματικότητα και την ιδιαίτερη ηχητική συμπεριφορά τους: Κατευθυντικότητα / πολικό διάγραμμα Ο τρόπος με τον οποίο κάθε μικρόφωνο αντιλαμβάνεται τα ηχητικά κύματα ανάλογα με την διεύθυνση τους. Η ευαισθησία δηλαδή του κάθε μικροφώνου, σε ότι αφορά την ένταση αλλά και την συχνοτική απόκριση, με την οποία προσλαμβάνει τον ήχο σε σχέση με την θεση και διεύθηνση της πηγής του στον χώρο . Έτσι έχουμε μικρόφωνα με πολικά διαγράμματα καρδιοειδή, υπερκαρδιοειδή, παν-κατευθηντικά (omni) ή figure 8. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά καθορίζουν πολλές φορές και την χρήση κάθε μικροφώνου και φυσικά τον τρόπο τοποθέτησης του σε σχέση με την ηχητική πηγή. Κάποια μικρόφωνα έχουν από την κατασκευή τους ένα συγκεκριμένο πολικό διάγραμμα (πχ τα μικρόφωνα ταινίας είναι figure 8 ) ενώ κάποια άλλα έχουν δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών (και σε κάποιες περιπτώσεις και ενδιάμεσες θέσεις – συνδυασμούς). Στην πραγματικότητα τα περισσότερα multipattern μικρόφωνα (για την ακρίβεια τα πυκνωτικά) αποτελούντε ουσιαστικά από 2 ξεχωριστά διαφράγματα των οποίων ο συνδυασμός της χρήσης (μέσω του ελέγχου της τροφοδοσίας) μας δίνει τα διαφορετικά πολικά διαγράμματα. Αντίθετα στα μικρόφωνα μονού διαφράγματος, η διαφοροποίηση του πολικού διαγράμματος επιτυγχάνεται μηχανικάμέσω της κατασκευής του θόλου που φιλοξενςί την κάψα. Η συχνοτική απόκριση ενός μικροφώνου μεταβάλεται ανάμεσα στα πολικά διαγράμματα αλλά μεταβάλεται και μέσα στο ίδιο πολικό διάγραμμα ανάλογα με την γωνία με την οποία προσπίπτουν τα ηχητικά κύματα (σε σχέση με την πηγή). Αντοχή στην πίεση του αέρα / max SPL Εδώ βέβαια μιλάμε για την ένταση στην οποία αντέχουν τα μικρόφωνα πριν παραμορφώσουν, χαρακτηριστικό που επίσης καθορίζει ή καλύτερα περιορίζει τον τρόπο χρήσης τους. Κάποιες σχεδιάσεις είναι πιο κατάλληλες για πολύ “δυνατές” ηχητικές πηγές ειδικά σε τεχνικές κοντινής τοποθέτησης ακριβώς γιατί απλά μπορούν να “αντέξουν” την υψηλή πίεση των ηχητικών κυμάτων καλύτερα σε σχέση με κάποιες άλλες. Η αντοχή στην πίεση του αέρα μπορεί να αυξάνεται από την ύπαρξη ενός κυκλώματος pad . Έχει όμως μεγάλη σημασία σε ποιό σημείο βρίσκεται αυτό, δηλαδή αν βρίσκεται αμέσως μετά την κάψα (και έτσι μπορούμε να αποφύγουμε την υπεροδήγηση του προενισχυτικού τμήματος του μικροφώνου) ή στην έξοδο (όπου απλά αποφεύγουμε την υπεροδήγηση της εισόδουπου ακολουθεί). Ευαισθησία Όταν λέμε ευαισθησία ενός μικροφώνου εννοούμε το πόσο καλά μπορεί να μετατρέψει σε ηλεκτρικό ρεύμα εξαιρετικά ήσυχες ηχητικές πηγές. Δηλαδή στην ουσία την ελάχιστη πίεση αέρα που απαιτείται για να εμφανιστεί σήμα (ρεύμα) στην έξοδο. Noise Floor / S/N ratio Το προενισχυτικό τμήμα ενός μικροφώνου έχει τον δικό του “θόρυβο” ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να είναι καθοριστικός για την (μη) επιλογή του.....κάποιες υλοποιήσεις είναι από τη φύση τους πιο θορυβώδεις (μικρόφωνα λυχνίας) ενώ πολλές είναι επιρεπείς σε θορυβώδεις παρεμβολές (RFI, P48V). Όπως είναι λογικό η αντοχή στην πίεση, η ευαισθησία και ο θόρυβος είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και καθορίζουν ουσιαστικά την ποιότητα ενός μικροφώνου αλλά και τις δυνατότητες του. Δηλαδή ένα μικρόφωνο με υψηλό θόρυβο και χαμηλή ευαισθησία δεν είναι καλή επιλογή για “ήσυχες” πηγές ενώ σε γενικές γραμμές, ένα μικρόφωνο γενικής χρήσης θα πρέπει να είναι “ήσυχο”,ιδιαίτερα ευαίσθητο και με αντοχή σε υψηλά spl. Αντίσταση εξόδου Η Ωμική αντίσταση στην έξοδο ενός μικροφώνου θα επηρεάσει το matching με το mic preamp που ακολουθεί και κατ'επέκταση την στάθμη αλλά και την χροιά του σήματος στο στάδιο της ενίσχυσης σε line level. Ακριβώς για αυτό τον λόγο είναι ένα σημαντικό σημείο της όλης σχεδίασης ειδικά σε πιο ιδιότροπα μικρόφωνα όπως είναι τα μικρόφωνα ταινίας. Συχνοτική απόκριση Εδώ είναι απλά τα πράγματα....μιλάμε βέβαια για την απόκριση του μικροφώνου στο ακουστό συχνοτικό φάσμα. Θα πρέπει να καταλάβουμε (και να έχουμε υπ'όψην όταν κοιταζουμε τα “χαρτιά” ενός μικροφώνου) πως η συχνοτικήαπόκριση μεταβάλεται δραστικότατα τόσο με την μεταβολή του πολικού διαγράμματος όσο και με την μεταβολή της γωνίας πρόσκρουσης των ηχητικών κυμάτων. Έτσι ένα μικρόφωνο που έχει τονισμένη την περιοχή μεταξύ 1.5Κ με 6Κ σε καρδιοειδές διάγραμμα και με την ηχητικήπηγή απευθείας εμπρός του, αντίστοιχα τείνει να γίνει πιο flat σε omni πολικό διάγραμμα ή και να αποκτήσει ένα αισθητό dip στην ίδια περιοχή (και ακόμη περισσότερο στα χαμηλότερα μεσαία) αν ο ήχος φθάνει σε αυτό με γωνία 90 μοιρών. Με άλλα λόγια η συχνοτική απόκριση ενός μικροφώνου είναι κάτι “ρευστό” και ευμετάβλητο, ανάλογα με την τοποθέτηση του και το πολικό διάγραμμα. Παρ'όλα αυτά είναι τρομερά χρήσιμο να ξέρουμε το “σημείο εκκίνησης”. Σε γενικές γραμμές τα μικρόφωνα ανάλογα μετον τρόπο λειτουργίας τους έχουν κοινά συχνοτικά χαρακτηριστικά (πχ τα περισσότερα δυναμικά έχουν πιο περιορισμένο εύρος με ένα έντονο roll off τόσο στα ψηλά όσο και στα χαμηλά, ενώ και η ενδιάμεση απόκριση δεν είναι ομαλή με αρκετά dips & peaks) Ας δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά τους διάφορους τύπους μικροφώνων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Πυκνωτικά μικρόφωνα Τα πυκνωτικά μικρόφωνα παίρνουν το όνομα τους από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κινούμενο – διάφραγμα (η μεμβράνη δηλαδή του διαφράγματος που πάλλεται από την πίεση του αέρα) τους το οποίο ουσιαστικά αποτελεί το ένα τμήμα (plate) ενός πυκνωτή με το σταθερό πίσω μέρος (backplate) να αποτελεί το άλλο. Kαθώς η πίεση του αέρα μετακινεί το διάφραγμα, αλλάζει η απόσταση ανάμεσα στα 2 τμήματα του πυκνωτή και μεταφράζεται σε ρεύμα στην έξοδο του μικροφώνου. Τα πυκνωτικά μικρόφωνα χρειάζονται βέβαια ρεύμα για να λειτουργήσουν, τόσο στην είσοδο (ο πυκνωτής) όσο και σε ένα προενισχυτικό τμήμα που θα ενισχύσει το σήμα σε χρηστικά επίπεδα. Για τον λόγο αυτό έχουν είτε δική τους αυτόνομη τροφοδοσία (κυρίως τα μικρόφωνα λυχνίας) είτε δουλεύουν με την 48 βόλτ τροφοδοσία που παρέχουν οι περισσότερες προενισχύσεις μέσω της audio καλωδίωσης. Αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί λεπτομερέστερα θα δει ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικές σχεδιάσεις σε ότι αφορά τον ακριβή τρόπο λειτουργίας αυτών των πυκνωτών , και οι οποίες καθορίζουν και την γενικότερη συχνοτική και δυναμική συμπεριφορά τους δημιουργώντας σημαντικές διαφορές και υπο-ομάδες. Παρ'όλα αυτά οι περισσότεροι τείνουν να τα εντάσουν όλα στην ίδια γενική κατηγορία. Τα πυκνωτικά μικρόφωνα σε γενικές γραμμές προσφέρουν σχετικά ομαλή και ιδιαίτερα εκτεταμένη συχνοτική απόκριση, έχουν πολλές εφαρμογές τόσο μουσικές όσο και σε μετρήσεις (λόγω ακριβώς της ακρίβειας τους στην συχνοτική απεικόνιση) είναι αρκετά έως πολύ ευαίσθητα στην πίεση και χωρίζονται σε αρκετές υποκατηγορίες είτε σε σχέση με το μέγεθος, τον τύπο καιτον αριθμό των διαφραγμάτων είτε σε σχέση με το προενισχυτικό κύκλωμα. Σε σχέση με το διάφραγμα έχουμε μικρόφωνα μικρού και μεγάλου διαφράγματος, στρογγυλού ή ελειπτικού διαφράγματος και μονού ή διπλού διαφράγματος. Σε ότι αφορά το μέγεθος και το σχήμα του διαφράγματος, θα πούμε προς το παρόν πως οι διαφορές έχουν να κάνουν κυρίως με την ευαισθησία και τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τα transients, κάτι που είναι λογικό αν σκεφθούμε πως ένα μεγαλύτερο διάφραγμα χρειάζεται μεγαλύτερη πίεση για να τεθεί σε κίνηση από ένα αντίστοιχο μικρότερο ενώ βέβαια είναι και σαφέστατα πιο αργό στην κίνηση του και άρα στην διαχείριση των transients......αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν πλεονέκτημα και σε κάποιες άλλες μειονέκτημα. Τα πυκνωτικά μικρόφωνα μονού διαφράγματος έχουν ένα καθορισμένο πολικό διάγραμμα (καρδιοειδές ή υπερκαρδιοειδές ) ενώ αυτά με το διπλό διάφραγμα πολλά διαφορετικά (ανάλογα με τον συνδυασμό ανάμεσα στα 2 διαφράγματα). Σε πολλά μικρόφωνα, λυχνίας κυρίως , που η επιλογή των διαγραμμάτων γίνεται στο εξωτερικό τροφοδοτικό και όχι στο σώμα του μικροφώνου υπάρχει η δυνατότητα για συνεχόμενο έλεγχο της κατευθηντικότητας (ουσιαστικά του συνδυασμού των 2 διαφραγμάτων) και όχι απλά η επιλογή ανάμεσα σε προκαθορισμένα πολλικά διαγράμματα. Υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις στην σχεδίαση του διαφράγματος και ειδικά σε ότι αφορά το backplate καθώς αυτό επηρεάζει την συμπεριφορά του αλλάζωντας την πίεση ανάμεσα στις 2 πλευρές της μεμβράνης. Αν και όπως είπα τα πυκνωτικά μικρόφωνα μπορούν να έχουν ιδιαίτερα ομαλή συχνοτική απόκριση εν τούτοις σήμερα τα περισσότερα σύγχρονα μικρόφωνα τείνουν να έχουν ιδιαίτερα τονισμένα τα υψηλά μεσαία (2 με 5Κ). Μια υποκατηγορία των πυκνωτικών μικροφώνων είναι τα electret τα οποία δεν έχουν μεν ανάγκη για τροφοδοσία στην είσοδο (χρησιμοποιούν ένα “μόνιμα” φορτισμένο κύκλωμα) έχουν όμως ανάγκη για τροφοδοσία στο προενισχυτικό τμήμα. Σε γενικές γραμμές τα πυκνωτικά μικρόφωνα είναι η κατ'εξοχήν επιλογή σε καταστάσεις όπου η λεπτομέρεια και η ευρεία συχνοτική απόκριση είναι το ζητούμενο όπως η φωνή, ακουστικά όργανα, κρουστά, ambience χώρου κλπ κλπ Δυναμικά μικρόφωνα Τα δυναμικά μικρόφωνα ή μικρόφωνα κινητού πηνίου λειτουργούν με βάση την διατάραξη ενός ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Χρησιμοποιούν και πάλι ένα διάφραγμα ευαίσθητο στην πίεση του αέρα το οποίο είναι συνδεδεμένο με ένα πηνίο.Όταν η πίεση του αέρα μετακινεί το διάφραγμα μεταβάλει το μαγνητικό πεδίο και εμφανίζει την ανάλογη τάση στην έξοδο. Η μεμβράνη του διαφράγματος σε ένα δυναμικό μικρόφωνο δεν είναι το ίδιο ευαίσθητη σε όλο το συχνοτικό φάσμα και γι'αυτό και τα περισσότερα δυναμικά μικρόφωνα έχουν πιο περιορισμένη συχνοτική απόκριση ή χρησιμοποιούν συνδυασμούς μεμβρανών. Στα δυναμικά μικρόφωνα είναι εξαιρετικά καθοριστική για το αποτέλεσμα η σχεδίαση του θόλου του μικροφώνου και των οπών εισόδου του αέρα καθώς η συχνοτική απόκριση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτές. Τα περισσότερα δυναμικά μικρόφωνα έχουν πολύ υψηλές αντοχές στην πίεση ενώ η μικρότερη ευαισθησία τους τα καθιστά λιγότερο επιρεπή στην ανάδραση καθιστώντας τα ιδανικά για live-stage sound. Πέρα από αυτό όμως τα δυναμικά μικρόφωνα έχουν ένα πλήθος εφαρμογών ενώ πολλά από αυτά λόγω της ιδιαίτερης συχνοτικής συμπεριφοράς τους αποτελούν κλασσικές επιλογές σε ηχογραφήσεις είτε μιλάμε για κρουστά, πνευστά αλλά ακόμη και φωνή. Είναι άπειρα τα παραδείγματα με εφαρμογές που τα δυναμικά είναι η πρώτη και σχεδόν πάντα η καλύτερη επιλογή όπως η κάσα, τα τομ,το ταμπούρο, οι ηλ.κιθάρες κλπ κλπ. Μικρόφωνα ταινίας (Ribbon) Τα μικρόφωνα ταινίας μοιάζουν αρκετά σε ότι αφορά τον τρόπο λειτουργίας με τα δυναμικά καθώς και αυτά βασίζονται στην ύπαρξη ενός μαγνητικού πεδίου. Έτσι εδώ έχουμε μια λεπτή μεταλλική ταινία η οποία “κινήται” (πάλλεται) μέσα σε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Το πόσο ευαίσθητα είναι τα μικρόφωνα ταινίας και η συχνοτική τους απόκριση καθορίζεται από το πόσο “ελεύθερα” πάλλεται η μεταλική ταινία, δηλαδή από το πόσο λεπτή είναι και από το πόσο χαλαρά στηριγμένη είναι, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ευπαθή. Λόγω τρόπου λειτουργίας τα μικρόφωνα ταινίας ουσιαστικά δεν έχουν εμπρός και πίσω πλευρά με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και από τις 2 πλευρές δίνωντας μας ένα figure 8 πολικό διάγραμμα. Αυτό σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα “ηχητικά” χαρακτηριστικά τους (μεγάλη ακρίβεια στο μεσαίο συχνοτικό φάσμα) τα καθιστά ιδιαίτερα δημοφιλή σε πολλές περιπτώσεις. Μεγάλο τους μειονέκτημα η χαμηλή έξοδος και η ευπάθεια (αν και στις μοντέρνες εκδοχές αυτά τα προβλήματα έχουν σχεδόν εξαφανστεί). Σήμερα κυκλοφορούν πολλές υλοποιήσεις με ενεργό προενισχυτικό τμήμα με σαφέστατα χαμηλότερο θόρυβο και πολύ πιο δυνατή έξοδο. Αν και όπως είπα τα ribbon είναι διάσημα για την ακρίβεια και αναλυτικότητα της μεσαίας περιοχής τους αλλά και για το χαρακτηριστικό HF roll off τα τελευταία χρόνια κάνουν όλο και πιο συχνά την εμφάνιση τους σχεδιάσεις με εκτεταμένη απόκριση στο υψηλότερο φάσμα. Τα μικρόφωνα ταινίας έχουν αρκετές εφαρμογές λόγω του ιδιαίτερα μουσικού χαρακτήρα τους όπως ηλ.κιθάρες και μπάσα, τύμπανα,μικρόφωνα χ/ωρου κλπ κλπ όπου το ζητούμενο είναι μια πιο μεσαία χροιά χωρίς απαραίτητα έντονα “ψηλά”. Πολύ συχνά γίνονται συζητήσεις σχετικά με την ευπάθεια των μικροφώνων ταινίας από την εξωτερική 48 βολτ τροφοδοσία.....η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια δόση "αστικού" μύθου (τουλάχιστον σε ότι αφορά τα σημερινά μικρόφωνα).....στην πραγματικότητα τα προβλήματα που δημιουργούνται με το standard 48V Phantom Power και κάποια μικρόφωνα έχουν να κάνουν με το ballancing stage του ίδιου του μικροφώνου και της προενίσχυσης αλλά και (κυρίως) από λάθη στην καλωδίωση (καλώδια που εφάπτονται μεταξύ τους στα σημεία ένωσης με το βύσμα, λανθασμένες ενώσεις ή ακόμα και ασύμβατες σχεδιάσεις σε ότι αφορά το pin out). Υπό νορμάλ συνθήκες τα μικρόφωνα ταινίας δεν έχουν πρόβλημα από την ύπαρξη P48V (δεν αναφέρομαι σε αυτά που έχουν active προενισχυτικό κύκλωμα) ειδικά αυτά που χρησιμοποιούν μετασχηματιστή εξόδου . Το Hot Pluging όμως με την παρουσία P48V ΜΠΟΡΕΙ να αποτελέσει πρόβλημα για τα ribbon μικρόφωνα καθώς υπάρχει η πιθανότητα να μην έρθουν σε ταυτόχρονη επαφή τα pin των βυσμάτων. Και σε αυτή την περίπτωση δεν σημαίνει απαραίτητα καταστροφή, γιατί και πάλι παρεμβάλεται ο μετασχηματιστής εξόδου. Αυτό που αποτελεί πραγματικό πρόβλημα είναι η ύπαρξη mic patch panel (πχ ένα patch bay στο οποίο καταλήγουν όλα τα mic inputs) με υποδοχείς για TRS βύσματα (είτε με την μορφή 1/4" είτε bantam). Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει πάντα να συνδέουμε χωρίς την παρουσία P48V ακριβώς γιατί στα συγκεκριμένα βύσματα τα διαφορτικά pin έρχονται σε επαφή μεταξύ τους καθώς εισέρχεται το βύσμα στο patch και έτσι στιγμιαία θα πάει ρεύμα εκεί που δεν πρέπει....... Προβληματικές με ribbon μικρόφωνα είναι εναλλακτικές μορφές τροφοδοσίας που χρησιμοποιούν τα pin 2 & 3 Σε γενικές γραμμές πάντως είναι φρόνιμο και προτιμότερο να προσέχουμε και να μην "στέλνουμε" phantom power εκεί που δεν χρειάζεται..... budget mics: διαφορές, υπέρ και κατά, και all around μικρόφωνα. Σε όλες αυτές τις κατηγορίες υπάρχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια κλασσικές υλοποιήσεις που έχουν αποδείξει εδώ και χρόνια την αξία τους στα στούντιο ηχογραφήσεων παγκοσμίως. Τα τελευταία χρόνια όμως και με την έκρηξη του project-home recording έχουν κάνει την εμφάνιση τους άπειρες επιλογές για πολύ πιο οικονομικά μικρόφωνα....πολλές φορές επίσης δεν υπάρχει η δυνατότητα για την ύπαρξη πολλών επιλογών σε μικρόφωνα και τότε μιλάμε για μια επιλογή 2-3 all around μικροφώνων............ας ρίξουμε λοιπόν πρώτα μια ματιά σε αυτή την τεράστια γκάμα επιλογών, στις επιλογές που υπάρχουν σε κάθε κατηγορία, στις διαφορές και σε τι πρέπει να προσέχουμε σε μια τέτοια επιλογή (ειδικά όταν μιλάμε για περιορισμένο μπάτζετ)....όπως είναι λογικό θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα η κατηγορία των πυκντικών μικροφώνων καθώς συγκεντρώνουν το σύνολο σχεδόν των χαρακτηριστικών που δικαιολογούν τον τίτλο “all around” Κατ'αρχάς "φθηνά" δεν σημαίνει (απαραίτητα) "κακά" μικρόφωνα ...δυστυχώς όμως είναι από τους πιο αξιοκρατικούς χώρους σε ότι αφορά την τιμή (αν αφαιρέσουμε φυσικά τα "άκρα" είτε αυτά είναι τρομερά χρηστικά κινέζικα ribbon των 100 ευρώ είτε ένα "μπαρουτοκαπνισμένο" U47 πενήντα ετών που "κοστολογείται" 10000 ευρώ ) Πυκνωτικά vs Δυναμικά vs Ribbon Από την στιγμή που μιλάμε για all around μικρόφωνο θα θεωρήσουμε ως δεδομένο πως μας ενδιαφέρει ένα μικρόφωνο με καλή απόκριση στο σύνολο σχεδόν του ακουστού συχνοτικού φάσματος......με αυτό σαν δεδομένο τα πυκνωτικά μικρόφωνα με το ευρύ και (σχεδόν) flat freq response έχουν φυσικά τον πρώτο λόγο... Στις πιο φθηνές κατηγορίες βέβαια τα πυκνωτικά μικρόφωνα μπορούν να είναι αρκετά προβληματικά και κακόηχα είτε λόγω υψηλού self noise, είτε λόγω κατασκευαστικών προβλημάτων (resonances που αναπτύσονται λόγω κακής σχεδίασης του θόλου της κάψας κλπ) είτε απλά λόγω κακών και φθηνών υλικών και έλειψης σοβαρού ποιοτικού ελέγχου. Ένα άλλο μείον είναι πως όλο και περισσότεροι κατασκευαστές μικροφώνων (φθηνών και ακριβών) επιλέγουν να φτιάχνουν πυκνωτικά μικρόφωνα με ιδιαίτερα έντονο και τονισμένο υψηλοσυχνοτικό περιεχόμενο, χαρακτηριστικό που τα κάνει εντυπωσιακά μεν στο πρώτο άκουσμα, ιδιαίτερα κουραστικά δε και πολλές φορές ακατάλληλα για κάποιες χρήσεις. Από την άλλη υπάρχει μια συγκεκριμένη κατηγορία δυναμικών μικροφώνων η οποία προέρχεται από τον χώρο του broadcast και έχει διευρυμένη και αρκετά επίπεδη συχνοτική απόκριση (με κύριο χαρακτηριστικό την διάυγεια στην μεσαία και χαμηλή περιοχή και την απουσία - με ένα χαρακτηριστικό roll off - ενοχλητικών υψηλών)...αυτό σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα θετικά των δυναμικών (χαμηλό self noise, υψηλές αντοχές SPL) τα καθιστούν ιδανική επιλογή σε πολλές περιπτώσεις....στα μείον η ύπαρξη ενός μόνο πολικού διαγράμματος (όχι απαραίτητα σοβαρό μείον) η μικρή σχετικά ευαισθησία (για πιο ήσυχες πηγές) και οι αρκετά υψηλές τιμές....κυριώτεροι εκπρόσωποι το SM7b Shure, RE-20 ElectroVoice και αρκετά της Heil Τέλος τα Ribbon αν και έχουν να παρουσιάσουν πολύ όμορφες και χρηστικές ιδιαιτερότητες (ασχέτως τιμής) μάλλον βγαίνουν εκτός συναγωνισμού λόγω περιορισμένου συχνοτικού εύρους (σε αυτή τη κατηγορία τιμής) αλλά και λόγω "ευαισθησίας" σε συγκεκριμένες χρήσεις.....(με πολύ απλά λόγια χαλάνε εύκολα) Μεγάλου διαφράγματος vs Μικρού διαφράγματος Ας υποθέσουμε πως έχουμε καταλήξει στην επιλογή κάποιου πυκνωτικού μικροφώνου......το πρώτο ερώτημα είναι σίγουρα "μικρού ή μεγάλου διαφράγματος?" Σε γενικές γραμμές κυκλοφορεί η άποψη πως τα πυκνωτικά μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος έχουν καλύτερη συχνοτική απόκριση απ'ότι τα αντίστοιχα μικρού....αυτό λοιπόν δεν ισχύει...ή τουλάχιστον όχι ακριβώς. Η βασική τους διαφορά είναι ότι λόγω διαφοράς στην πίεση του αέρα που χρειάζεται για να τα θέσει σε κίνηση - λειτουργία, τα μικρόφωνα με μικρό διάφραγμα είναι πιο ευαίσθητα και κατά συνέπεια έχουν πιο γρήγορη και ακριβή απόκριση στις δυναμικές - transients της ηχτικής πηγής καθιστώντας τα πιο λεπτομερή αλλά και πιο "εύκολα" στο να υπεροδηγηθούν και να παραμορφώσουν τον ήχο.....Από την άλλη τα μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος είναι πιο αναίσθητα και αργά στην απόκριση των δυναμικών, "αμβλύνωντας" έτσι τις αιχμές της ηχτικής πηγής και κάνοντας την πιο "στρόγγυλη" (σε ότι αφορά τις δυναμικές όπως αυτές μεταφέρωνται από την κίνηση του αέρα) ενώ παράλληλα και για τον ίδιο λόγο "κινδυνεύουν"πολύ λιγότερο να υπεροδηγηθούν και να παραμορφώσουν από μια απότομη αύξηση της πίεσης. Ουσιαστικά λοιπόν αυτή η σχετική "αναισθησία" των μικροφώνων μεγάλου διαφράγματος στον συγκεκριμένο τομέα (transient response) είναι που δίνει την εντύπωση μια πιο "πλούσιας" συχνοτικής απόκρισης.....στην πράξη και οι δύο περιπτώσεις έχουν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία τους...ένα μικρόφωνο μικρού διαφράγματος θα αναδείξει την λεπτομέρεια σε μια ηχητική πηγή με έντονες και γρήγορες δυναμικές (πχ ένα κρουστό όργανο, πιάτα, ακουστικά έγχορδα κλπ) αλλά δεν θα καταφέρει να κολακέψει μια φωνή όπως ένα μικρόφωνο μεγάλου διαφράγματος το οποίο θα "στρογγυλέψει" τις έντονες αιχμές της αλλά πιθανότατα θα την κάνει πιο πλούσια στα χαμηλομεσαία λόγω proximity effect..... τό ζήτημα είναι λοιπόν πως οριοθετούμε εμείς τον όρο all around με βάση τις ανάγκες μας Tube vs Transistor...ή μήπως FET? ....αυτό και αν έχει βασανίσει τις ψυχές των pro & home recordists ανά τον κόσμο..... Όπως σε όλους τους τομείς των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων έτσι και στα μικρόφωνα κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 50 οι λυχνίες άρχισαν να αντικαθίστανται μαζικά από τα τρανζίστορ...αυτό είχε ώς αποτέλεσμα από την μία πλευρά να συνηδητοποιήσει (αλλά και να “μυθοποιήσει”) ο audio κόσμος αυτό που ως τότε θεωρούταν δεδομένο, δηλαδή την ιδιαίτερη (μουσική και εύηχη) συμπεριφορά των κυκλωμάτων λυχνίας αλλά και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία τρανζίστορ σχεδιάσεων με νέα επίσης ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πολλές από τις οποίες πολύ σύντομα έγιναν “κλασσικές” (πχ U87, UM70 κλπ) Νομίζω πως η ουσία είναι να προσπαθήσουμε να συνηδητοποιήσουμε πρώτα τις διαφορές ανάμεσα στις 2 σχεδιάσεις (και ως πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα) οι οποίες συνατώνται και σε πυκνωτικά μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος αλλά και σε μικρού (και σε ribbon...αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).....Κατ'αρχάς ηχητικά... Οι διαφορές λοιπόν έχουν να κάνουν κυρίως με την συμπεριφορά των προενισχυτικών κυκλωμάτων όταν αυτά υπεροδηγούνται (clipping) και ως ένα βαθμό με την συμπεριφορά συγκεκριμένων λυχνιών (αλλά και FET transistor κυκλωμάτων) τόσο συχνοτικά όσο και κυρίως σε σχέση με το transient response (σε γενικές γραμμές κάποια συγκεκριμένα valve mics έχουν πολύ πλούσια "χαμηλομεσαία" περιοχή και πολύ smooth transient response -αποτέλεσμα του συνδυασμού συγκεκριμένης κάψας με συγκεκριμένη λυχνία και κύκλωμα γενικότερα - πχ U47 (με Μ7 και VF14). Επειδή αυτοί οι συνδυασμοί είναι έξω από την "κατηγορία" που μας ενδιαφέρει ας ασχοληθούμε με το θέμα analog clipping.... Eτσι όταν ένα κύκλωμα με λυχνία υπεροδηγήται έχει τελείως διαφορετική συμπεριφορά από αυτή ενός αντίστοιχου μόνο με transistor....για πολλούς αυτή ακριβώς η προσθήκη αρμονικής παραμόρφωσης και το ελαφρύ συχνοτικό αλλά και tranient compression του σήματος είναι μουσικά όμορφο και άκρως επιθυμητό...για άλλους πάλι όχι.....για άλλους είναι εξίσου "μουσικό" το clipping ενός FET κυκλώματος και πάει λέγοντας......μια συμβουλή ΜΗΝ θεωρείτε ως δεδομένο ότι "αφού είναι λάμπα είναι καλό" ή "θα μου αρέσει"......ακούστε, πειραματιστείτε και αποφασίστε μετά......ειδικά σε νεώτερες γενιές (και ολόκληρα μουσικά ιδιώματα) αυτό το ηχόχρωμα μπορεί να είναι ακόμη και "ξένο σώμα"....και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.....κακό είναι να υιοθετεί κάποιος απόψεις και γούστα μόνο και μόνο γιατί το λένε "όλοι οι άλλοι" Ειδικά σε ότι αφορά τα μικρόφωνα λυχνίας η αγορά κατακλύζεται από άπειρες επιλογές μικρού και μεγάλου διαφράγματος, νέων και παλαιών σχεδιάσεων και από πολύ ακριβά έως πολύ φθηνά από μαζικές γραμμές παραγωγής σε χώρες της Ασίας. Σε πιο πρακτικό επίπεδο και σε αυτήν (κυρίως) την χαμηλότερη κατηγορία τιμής (μαζική παραγωγή) τα μικρόφωνα λυχνίας έχουν και κάποια πιο συγκεκριμένα "θέματα" (ειδικά στις ΠΟΛΥ φθηνές εκδοχές).... Πρώτα απ'όλα η ίδια η επιλογή των λυχνιών (τύπος και ποιοτικός έλεγχος). Στα περισσότερα "πολύ φθηνά" μικρόφωνα χρησιμοποιούνται λυχνίες που ως τύπος δεν είναι η καταλληλότερη επιλογή για την συγκεκριμένη χρήση ενώ και η έλειψη ποιοτικού ελέγχου επιβαρύνει την κατάσταση (υψηλά επίπεδα self noise, microphonics).....όσο ανεβαίνουμε κατηγορία τιμής τα πράγματα βελτιώνωνται σημαντικά και υπάρχουν αρκετές καλές αλλά και οικονομικές επιλογές Επίσης πολλές φορές προβληματικά είναι τα φθηνά υλικά ειδικά σε ότι αφορά την τροφοδοσία αλλά ακόμη και το ίδιο το σασσί (θερμοκρασία, προστασία της λυχνίας από κραδασμούς κλπ).... Νομίζω πως είναι αρκετά λογικό να μην θεωρεί κάποιος πως με 200 ευρώ θα πάρει το αντίστοιχο ενός Μ149, ενός C12, ενός Wunder ή ενός Brauner......παρ'όλα αυτά όπως έγραψα και πιο πρίν τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα στην κατηγορία 700 - 1500 ευρώ...η άποψη μου? Αν αποφασίσετε πως είσαστε Tube Mic guys....κάντε λίγο οικονομία και υπομονή μέχρι να μαζέψετε αρκετά χρήματα για ένα πραγματικά αξιοπρεπές και αλλά πάνω από όλα χρήσιμο μικρόφωνο λυχνίας. Fixed Pattern vs Multi pattern Κατ'αρχάς το ζήτημα είναι αν σε ένα home recording περιβάλλον πρόκειται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι δυνατότητες που προσφέρουν τα επιπλέον πολικά διαγράμματα.....αυτό μάλλον έχει να κάνει με την ίδια την ηχητική πηγή, την γνώση και την εμπειρία του χειριστή αλλά και την ακουστική του χώρου. Εννοείται πως σε ένα πραγματικό recording περιβάλλον η ύπαρξη της δυνατότητας επιλογής μεταξύ διαφορετικών πολiκών διαγραμμάτων σε ένα μικρόφωνο είναι απαραίτητη και ουσιαστικό πλεονέκτημα - “όπλο” στα χέρια του sound engineer. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα διαφορετικά πολικά διαγράμματα έχουν και σημαντικές διαφορές σε ότι αφορά την συχνοτική απόκριση ενός μικροφώνου, έτσι ουσιαστικά μπορούν να δουλέψουν και σαν ένα είδος ισοστάθμισης. Ας δούμε όμως τι συμβαίνει σε ένα πρότζεκτ ή home studio: Σε γενικές γραμμές αν μιλάμε για close mic'ed καταστάσεις το στάνταρτ καρδιοειδές διάγραμμα είναι συνήθως αρκετό στο να καλύψει ικανοποιτικά όλες τις ανάγκες ενός home studio ενώ πολλές φορές κάποια άλλα πολικά διαγράμματα (πχ figure 8 μπορεί να αναδείξουν "ανεπιθύμητες" παρεμβάσεις της κακής ακουστικής ενός χώρου. Τέλος η ύπαρξη ενός ακόμη επιπλέον κυκλώματος στην διαδρομή του σήματος (όπως αντίστοιχα ισχύει και για το Low cut ή και για το pad) ακόμη και αν είναι χρήσιμα επιβαρύνουν την ακεραιότητα του ειδικά όταν η σχεδίαση και υλοποίηση τους δεν βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα....Αναφέρομαι φυσικά και πάλι κυρίως στο πιο χαμηλό (σε ότι αφορά την τιμή) τμήμα της κατηγορίας...
  20. Ημ/νία: 23:53 - 10/09/09 Εισαγωγή: Τα τύμπανα αποτελούν σίγουρα την "ραχοκοκαλιά" της σύγχρονης ποπ και ροκ τραγουδοποιείας και κατ'επέκταση και σημαντικότατο κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας της ηχογράφησης. Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στο πως και γιατί.... Είναι τρομερά δύσκολο ή καλύτερα αδύνατο να συγκεντρώσει κάποιος σε λίγες σελίδες όλες τις απόψεις, τεχνικές και αισθητικές προσεγγίσεις που υπάρχουν στην σύγχρονη ηχοληπτική προσέγγιση του θέματος "ηχογράφηση τυμπάνων". Αυτό που θα προσπαθήσουμε να κάνουμε εδώ είναι να δούμε κάποιες βασικές κατευθηντήριες γραμμές και βασικές προσεγγίσεις. Για λόγους ευκολίας θα χωρίσουμε το όλο θέμα σε 3 μέρη ανάλογα (και) με το ηχητικό ζητούμενο αλλά και το όργανο (σετ) που θα χρησιμοποιήσουμε. Έτσι σε συτό το πρώτο μέρος θα δούμε κάποιες βασικές - γενικές αρχές καθώς και το πως στήνουμε ένα σχετικά all around pop - rock drum set. Στα επόμενα μέρη θα δούμε ένα πιο "ακουστικό" jazzy set στο 2ο μέρος και μια σειρά από πιο "εναλακτικές" rock-indy, πειραματικές, τζαζ κλπ προσέγγισεις και τεχνικές στο τρίτο μέρος (μαζί με κάποια γενικά συμπεράσματα). enjoy The "All Around" Drum Set Ας δούμε λοιπόν πως μπορούμε να ηχογραφήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένα αρκετά "στάνταρτ" drum set. Πρώτα απ'όλα ένα ηχητικό δείγμα (Επ'ευκαιρία να ευχαριστήσω τον Αλέξη Αποστολάκη που "δάνεισε" το τρομερό παίξιμο του και το σετ του στο παρόν θέμα, στο διάλλειμα ενός recording session. Το κλιπ είναι ένα rough mix των ηχογραφημένων tracks χωρίς άλλη επεξεργασία.) Κατ'αρχάς θα ξεκινήσουμε από τον χώρο....όπως λοιπόν και σε όλες τις περιπτώσεις έτσι και στα τύμπανα ο χώρος είναι ένας πολύ σημαντικός παράγωντας. Στην πρώτη αυτή περίπτωση μια καλή επιλογή είναι ένας σχετικά ουδέτερος χώρος, αρκετά "στεγνός" αλλά όχι "νεκρός" κλπ κλπ Σαν αντικειμενικό σκοπό θεωρούμε το να καταγράψουμε με ακρίβεια το drum set, τόσο ως σύνολο αλλά και ως μεμονωμένα "κομμάτια" κάτι που θα μας επιτρέψει το να τα επεξεργαστούμε κατα βούληση στην συνέχεια. Αυτό σημαίνει πως θα κινηθούμε σε ένα multi mic setting, ξεχωριστά για κάθε τμήμα του σετ συνδυασμένο με ένα στέρεο ζευγάρι overheads και ένα στέρεο ζευγάρι room mics. Βέβαια ένα τέτοιο στήσιμο κρύβει πολλούς κινδύνους ειδικά σε ότι αφορά προβλήματα με τις διαφορές φάσης ανάμεσα στα μικρόφωνα, αλλά και σε ότι αφορά το spill, την διατήρηση μιας σωστής στερεοφωνικής εικόνας κλπ κλπ. Το drum set αποτελείται από "κλασσικά" μεγέθη και κομμάτια αλλά με κάπως ανορθόδοξο στήσιμο στα τομ με το 12" στην μέση το 13" στα αριστερά μαζί με ένα mini 12 " snare και το 16" floor κλασσικά στα δεξιά. Αυτό ταυτόχρονα δημιουργεί και μια κάπως extended stereo εικόνα με το 2ο ταμπούρο να φεύγει αρκετά μακριά από το κέντρο. http://i439.photobucket.com/albums/qq112/rundevilrun_photos/RockDrumSet.jpg Ας δούμε όμως αναλυτικά τι και πως... Ας ξεκινήσουμε από το ταμπούρο. Στο ταμπούρο τοποθετήσαμε μόνο top mic γιατί στο συγκεκριμένο session αυτό που θέλαμε ήταν κυρίως ο ήχος από το δέρμα και το στεφάνι. Παράλληλα τα room mics & overheads προσθέτουν αρκετό ambience και το ruttle των χορδών. Σαν μικρόφωνο λοιπόν επιλέξαμε τα Audix i5 & Shure sm57 (στο κλιπ είναι το 57άρι). Το 57άρι είναι μια κλασσική επιλογή για ταμπούρο με χαρακτηριστικό boost στα ψηλά μεσαία που δινει αυτό το χαρακτηριστικό cut through ήχο αν και λίγο αδύναμο κάτω από τα 300 - 400 Hz, ενώ το i5 έχει ένα πιο ισοροπημένο και γεμάτο αλλά κάπως πιο σκοτεινό overall ηχο. Και τα 2 μικρόφωνα είναι καρδιοειδή με αρκετά καλή απόριψη στο πίσω μέρος κάτι που μαζί με το σχήμα τους διευκολύνει πολύ την τοποθέτηση στον συγκεκριμένο ρόλο. Γενικά στο ταμπούρο οι επιλογές που μπορούμε να κάνουμε σε μικρόφωνα είναι κυριολεκτικά άπειρες. Παρ'όλα αυτά πολλέςφορές καθοριστικοί παράγωντες τείνουν να είναι οι δυνατότητες στην τοποθέτηση καθώς και η off axxis συμπεριφορά του μικροφώνου. Σε ότι αφορά το signal chain, σε μια τέτοια περίπτωση που το ζητούμενο είναι ένας αρκετά punchy αλλά διαυγής και "κοφτερός" ήχος μια πολύ καλή επιλογή σε ότι αφορά το preamp είναι μια transformer ballanced transistor υλοποίηση στην γενικότερη 1073 λογική με "γεμάτα" χαμηλομεσαία, αρκετά "γρήγορη" για να χειριστεί τα απότομα transients αλλά και ικανή να υπεροδηγηθεί στο input section με ελεγχόμενο output "στρογγυλεύωντας" έτσι λίγο τις "άκρες". Στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκε το Dual99V JLM Audio με λίγο slappy compression (παράλληλα και μιξαρισμένο στο ίδιο bus) από το C1 της TL Audio στην περίπτωση του 57 για να δώσει λίγο παραπάνω όγκο στο σώμα του ταμπούρου. Στο δεύτερο snare, που είναι από την φύση του μικρότερο και πιο "κοφτερό" μπήκε το Audix i5 και από εκεί σε ένα Great River preamp επίσης στην ίδια περίπου λογική αλλά κάπως πιο "μεσαίο". Και στις 2 περιπτώσεις, αλλά ειδικά στο βασικό ταμπούρο βοηθάει τρομερά στην διαμόρφωση της χροιάς η δυνατότητα μεταβολής της αντίστασης εισόδου της προενίσχυσης που λειτουργεί πραγματικά σαν ένα mid-Hi freq boost. Στα tom & floor tom έχουμε τα e604 της Senheiser, τα οποία αν και δεν είναι σίγουρα η απόλυτη επιλογή ως χροιά και γενικότερη απόκριση, εν τούτοις η τρομερή ευκολία στην τοποθέτηση (και αντίστοιχα η ακρίβεια στην τοποθέτηση) αντισταθμίζουν το όποιο μειονέκτημα. Το γράφω αυτό γιατί σίγουρα υπάρχουν τρομερά καλύτερες επιλογές (ηχητικά) όπως τα MD421, MD441, RE20, SM7, Beta57 κλπ κλπ οι οποίες όμως είναι τρομακτικά δύσκολο να αποδώσουν όπως πρέπει (λόγω δυσκολίας στην τοποθέτηση) ειδικά σε ένα "βαρυφορτωμένο" σετ. Και σίγουρα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η τοποθέτηση των μικροφώνων ΔΕΝ πρέπει επ'ουδενί να εμποδίζει τον εκτελεστή να αποδώσει το μέγιστο δυνατόν. Γενικά προσεγγίζω τα μικρόφωνα στα τομ ως συμπληρωματικό στοιχείο του συνολικού ήχου του σετ όπως αυτός διαμορφώνεται στα overhead mics γι'αυτό και θεωρώ τρομερά σημαντικό το να έχω την δυνατότητα να επέμβω στην απόσταση και γωνία του κάθε μικροφώνου πριν αναγκαστώ να προστρέξω στο eq. Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα μικρόφωνα είναι απευθείας στα input της Soundcraft 6000 με ελάχιστο "άδειασμα" στα χαμηλομεσαία για να ελεγχθεί το έντονο resonance από τις αχρησιμοποίητες μεμβράνες (Αν και θεωρώ πολύ βασικό πράγμα την χρήση καινούριων μεμβρανών σε ένα recording session θα πρέπει όμως να τονίσω πως είναι ακόμη καλύτερο να προηγηθεί το ανάλογο warm up τόσο παικτικά όσο και σε σχέση με την παραμονή στον χώρο). Τα overheads είναι ίσως η σημαντικότερη επιλογή σε ότι αφορά το micing ενός drum set τόσο σε ότι αφορά τον ίδιο τον τύπο του μικροφώνου όσο και σε ότι αφορά την τεχνική της τοποθέτησης. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν είναι τι μικρόφωνο....η απάντηση είναι ερώτηση και πολύ απλή....τι θέλουμε να πετύχουμε? Έτσι τα πυκνωτικά μικρόφωνα θα μας δώσουν μια πιο λεπτομερή συχνοτικήαπεικόνιση στο σύνολο του συχνοτικού φάσματος αλλά πιθανότατα με μια καπως υπερβολική και μη ρεαλιστική παρουσία των υψηλώτερων συχνωτήτων (πιάτα) ενώ τα ribbon θα μας δώσουν ένα πιο μεστό και μεσαίο αποτέλεσμα αλλά αρκετά "σκοτεινό". Ακόμη παραπέρα τα LDC θα μας δώσουν ένα πιο χρωματισμένο και ζωντανό συχνοτικά αποτέλεσμα αλλά ταυτόχρονα και πιο στρογγυλεμένο σε ότι αφορά το transient response ενώ τα SDC θα απεικονίσουν με μεγάλη λεπτομέρεια την δυναμική κίνηση αλλά πιθανότατα δεν θα μπορέσουν να δώσουν τόσο πολύ την εικόνα ενός "ολόκληρου" σετ (γιατί διαφορετικά είναι πολύ εύκολο να υπεροδηγηθούν). Σε ότι αφορά την τοποθέτηση, καταρχάς πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ mono & stereo pair. Κάθε ένα φυσικά έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενός δηλαδή all around pop-rock drum set θα επέλεγα μάλλον πάντα το stereo pair, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι αρκετά πιο εύπλαστο ως λογική, αν και με αρκετούς κρυφούς κινδύνους. Στην περίπτωση λοιπόν του stereo pair τίθεται το ερώτημα της τεχνικής τοποθέτησης μεπιο διαδεδομένες βεβαια τις concident pair & spaced pair και όλες τις πιθανές παραλλαγές τους. Αυτό βέβαια είναι κάτι που καθορίζεται πρωτίστως από το ζητούμενο αλλά και από το ίδιο το drum set. Από το ίδιο το ζητούμενο με την έννοια του πόσο έντονη θέλουμε να είναι η στερεοφωνική εικόνα (στην μία περίπτωση καθορίζεται μόνο από τις διαφορές στην ένταση ενώ στην δευτερη και από τις χρονικές διαφορές) αλλά και από την μορφή και το μέγεθος του ίδιου του σετ (ένα "τεράστιο" σετ πιθανότατα θα "χάσει" ως απεικόνιση με ένα coincident pair αλλά και αντίστροφα μπορεί να έχει τρομερά προβλήματα με διαφορές φάσης από ένα υπερβολικά απομακρυσμένο spaced pair).....άρα η λύση είναι κάτι που βρίσκεται μόνο με την εμπειρία, τον πειραματισμό και φυαικά το αυτί. Στην συγκεκριμένη περίπτωση επέλεξα ένα SDC ζευγάρι σε Α-Β spaced pair στήσιμο. Τα μικρόφωνα που επέλεξα είναι τα Oktava MK012 τα οποία σε αντίθεση με τα περισσότερα σύγχρονα SDC προσφέρουν μια πολύ πιο ρεαλιστική απόκριση χωρίς υπερτονισμένα ψηλά, ενώ ταυτόχρονα η κάπως "αργή" απόκριση τους ωραιοποιεί και στρογγυλεύει τις άκρες σε ένα δυναμικό και έντονο ποπ-ροκ drumming. Ως κατάλληλότερο συμπλήρωμα χρησιμοποίησα τους P1 της A-Designs οι οποίοι έχουν ένα πολύ κολακευτικό "air" boost χωρίς να χάνουν τίποτα από το "σώμα" και τον γεμάτο transformer ήχο τους. Αυτό σε συνδυασμό με ένα μικρό "γυάλισμα" (+2db) στα 20Κ και ένα LowCut@100Hz μέσω του TL Audio EQ2, καθώς και το ελαφρύ "πουσάρισμα" του valve output gain stage του eq δίνουν το απαραίτητο υψηλοσυχνοτικό presence χωρίς όμως τα σκληρά πρίμα (και συχνά πολύ ενοχλητικά) των περισσοτέρων σύγχρονων SDC (αν και έχουν και αυτά τα πλεονεκτήματα τους και τις εφαρμογές που υπερέχουν - βλέπε παρακάτω). Τα room mic's στο συγκεκριμένο σετάπ παίζουν τον ρόλο ενός υπερκομπρεσαρισμένου και εντελώς εκτός φάσης στέρεο μιξ του drum set που παίζει τον ρόλο της "κόλλας" ανάμεσα στα επιμέρους συστατικά αλλά και που διευρύνει σημαντικά την στερεοφωνική εικόνα. Στο κλιπ που ανέβασα είναι αρκετά χαμηλά σε level αλλά μπορεί κατά βούληση να αλλάξει την συνολική αισθητική του αποτελέσματος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποίησα ένα ζευγάρι φτηνά κινέζικα ribbon των οποίων το έντονο HF roll off ταιριάζει απόλυτα στην περίσταση. Τα ribbon γενικότερα είναι πολύ καλή επιλογή για room mic όταν το ζητούμενο είναι κάτι σαν αυτό που περιέγραψα πιο πάνω. Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι γύρω στα 2 μέτρα δεξιά και αριστερά από την θέση του ντράμερ σε ύψος περίπου 20 με 30 εκ. από το πάτωμα. Στην συνέχεια πηγαίνουν σε ένα ζευγάρι JLM Audio TG500 (τα οποία έχουν έναν πολύ χαρακτηριστικό υπεροδηγημένο μεσαίο ήχο, βασισμένα στις ΕΜΙ κονσόλες) και από εκεί σε ένα υπεργρήγορο και "άγριο" compression από ένα stereo linked Distressor pair αλλά με εντελώς διαφορετικό gain detection style σε κάθε κανάλι. http://i439.photobucket.com/albums/qq112/rundevilrun_photos/KickDrumTunnel.jpg Σε ότι αφορά το kick drum, όπως φαίνεται και στην φωτό, χρησιμοποιήθηκε ένα μικρό "τούνελ" με την βοήθεια του κέλυφους μιας άλλης κάσας και μιας παχιάς κουβέρτας, ώστε το μικρόφωνο να τοποθετηθεί έξω από την κάσα αλλά ταυτόχρονα να ελαχιστοποιηθεί το spill από τα υπόλοιπα τύμπανα αλλά και ουσιαστικά να "κατευθηνθεί" ο αέρας από το resonant skin της κάσας προς τα εμπρός. Πολύς κόσμος πιστεύει λανθασμένα πως για να πετύχει έναν πιο punchy ήχο στην κάσα, θα πρέπει το μικρόφωνο να είναι πολύ κοντά στον κόπανο και σίγουρα μέσα στο κελυφος....κάτι τέτοιο φυσικά δεν ισχύει, απλά η τοποθέτηση τουμικροφώνου μέσα στην ίδια την κάσα "γλυτώνει" πολύ κόπο..... στην πραγματικότητα και όπως σε όλα τα τύμπανα το αποτέλεσμα είναι πάντα καλύτερο όταν καταφέρνουμε να "πιάσουμε" το σύνολο της εικόνας και όχι απλά ένα μικρό μέρος της.... Το μικρόφωνο είναι το D112 στο Duall99V JLM Audio, με παράλληλο γρήγορο hard knee compression από το 9098 (μιξαρισμένο στο ίδιο bus) και στην συνέχεια (μέσα στο DAW) στο TBK Sonalksis (παράλληλα μέσω aux) για να αποκτήσει αυτό το ssl style "slap". Στο επόμενο μέρος θα κοιτάξουμε ένα τελείως διαφορετικό στυλ drumming αλλά και drum micing & recording. Πάρτε μία πρόγευση από το κλιπάκι του Δημήτρη Τασούδη (The Prefabricated Quartet) και του custom Gabriel set του. http://rapidshare.com/files/278106825/jAZZdRUMS_NOIZ.wav enjoy
  21. nikodemos

    Re-Amping

    Ημ/νία: 15:54 - 26/01/10 Εισαγωγή: Το Re-Amping είναι μια πολύ διαδεδομένη τεχνική στα recording studios παγκοσμίως με σκοπό είτε να ολοκληρώσει μια συγκεκριμένη διαδικασία είτε να αποτελέσει ακόμη ένα όπλο στην επεξεργαστική φαρέτρα των mixing engineers. Το Re-Amping είναι μια πολύ διαδεδομένη τεχνική στα recording studios παγκοσμίως με σκοπό είτε να ολοκληρώσει μια συγκεκριμένη διαδικασία είτε να αποτελέσει ακόμη ένα όπλο στην επεξεργαστική φαρέτρα των mixing engineers. Τι ακριβώς είναι όμως το Re-Amping? Οι περισσότεροι το έχουν συνδέσει με την επαναηχογράφηση του "καθαρά" ηχογραφημένου σήματος ηλεκτρικών οργάνων (κυρίως κιθάρας και μπάσου) μέσω του συνδυασμού ενισχυτής - καμπίνα - μικρόφωνο, ώστε να αξιοποιηθούν οι ευεργετικές ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης αλυσίδας, όπως αυτές έχουν μείνει κλασσικές τα τελευταία 50 τουλάχιστον χρόνια και έχουν ουσιαστικά καθορίσει τον ήχο των συγκεκριμένων οργάνων. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.... Στην πραγματικότητα, και αν θέλουμε να είμαστε ακριβολόγοι, η έννοια της συγκεκριμένης επεξεργασίας καλύπτει κάθε ηχογραφημένο σήμα που επαναδρομολογείται σε κάποιο ενισχυτικό κύκλωμα (προ-ενισχυτικό ή τελικό) ώστε να του προσδώσει κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (από τα subtle χαρακτηριστικά ενός κυκλώματος που περιλαμβάνει μετασχηματιστές ή (και) λυχνίες έως βέβαια την προσθήκη του πολύ επιδραστικού παράγωντα μεγάφωνο, χώρος, μικρόφωνο κλπ). Με αυτή την λογική λοιπόν δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για το "κλασσικό" reamping στις ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσα, αλλά μπορούμε να εντάξουμε πάρα πολλές διαφορετικές περιπτώσεις από synth & τύμπανα έως ομάδες οργάνων ή και ολόκλρο το μιξ. Ας τα δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά... Ας ξεκινήσουμε από τις κιθάρες που είναι και το πιο διαδεδομένο σενάριο.....θα μπορούσε καποιος να πει ότι το reamping αποτελεί τον καλύτερο τρόπο διασύνδεσης ανάμεσα σε ένα project - home και σε ένα επαγγελματικό recording περιβάλλον. Είναι μια διαδικασία που μας επιτρέπει να εκμεταλευτούμε με τον καλύτερο τρόπο τα πλεονεκτήματα και θέτικα και των 2 πλευρών, δηλαδή από την πλευρά το χαμηλό κόστος, την προσωπική άνεση και τον απεριόριστο χρόνο και από την άλλη την υποδομή σε χώρο και εξοπλισμό όπως και την δυνατότητα επιλογής της κατάλληλης κάθε φορά λύσης (υλικοτεχνικά). Με άλλα λόγια έχουμε την δυνατότητα να καταγράψουμε σωστά και με άνεση παικτικά τα μέρη στον χώρο μας και στην συνέχεια να μεταβούμε σε ένα περιβάλλον όπου θα έχουμε την δυνατότητα να επαναηχογραφήσουμε το υλικό αξιοποιώντας τις επιλογές σε ενισχυτές, μικρόφωνα, χώρους, προενισχύσεις αλλά και φυσικά τις γνώσεις και εμπειρίες των τεχνικών αν κάτι τέτοιο είναι επιθυμητό. Πως έχει όμως αυτή η διαδικασία και ποιες είναι οι προυποθέσεις? Γίνεται έυκολα κατανοητό πως ουσιαστικά στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που κάνουμε είναι να καταγράφουμε "καθαρό" το σήμα του οργάνου σε κάποιο DAW και στην συνέχεια να το επαναδρομολογούμε προς ηχογράφηση όπως θα κάναμε και στην περίπτωση που το επαναλαμβάναμε και στην πραγματικότητα. Για να μπορέσει να γίνει αυτό σωστά θα πρέπει να φροντίσουμε για 2 πολύ βασικά πράγματα....αρχικά για την σωστή ενίσχυση του instrument level του οργάνου μας σε line level ώστε να καταγραφεί με όσο το δυνατόν καλύτερα χαρακτηριστικά (S/N ratio, THD) όπως και σε σχέση με την μετατροπή σε ψηφιακό που ακολουθεί....και στην συνέχεια το αντίστροφο, δηλαδή η μετατροπή του ήδη ηχογραφημένου line level σήματος σε σήμα κατάλληλο να οδηγήσει έναν ενισχυτή. Εκτός από το σωστό levelling είναι πολύ σημαντικό και το κατάλληλο impedance matching ανάμεσα στις διάφορες συδκευές που διασυνδέοντε σε όλες τις περιπτώσεις. Για τον σκοπό αυτό υπάρχουν οι κατάλληλες υλοποιήσεις που παρεμβάλοντε στην αλυσίδα μας....έτσι αν η προενίσχυση μας δεν έχει είσοδο κατάλληλη για το όργανο (HiZ) μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο DI ώστε να μπορέσουμε στην συνέχεια να χρησιμοποιήσουμε σωστά την μικροφωνική είσοδο. Αντίστοιχα βγαίνωντας από το DAW το ηχογραφημένο line πλέον σήμα θα πρέπει να πέσει στα επίπεδα έντασης της εξόδου του οργάνου αλλά ταυτόχρονα να προσαρμοστεί η αντίσταη εξόδου στα επίπεδα που "περιμένει" να δει ο ενισχυτής.....για τον λόγο αυτό υπάρχουν εξειδικευμένες συσκευές από εταιρίες όπως η Radial που αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν με ακρίβεια και επιτυχία αυτές τις αλλαγές. Μια ενδιάμεση εναλλακτική λύση σε σχέση με την έξοδο από το DAW θα ήταν να μειώσουμε "χειροκίνητα" την στάθμη εξόδου μέσα από τον σταθμό εργασίας, αλλά αυτήη μέθοδος αν και δεν προυποθέτει κάποιον έξτρα εξοπλισμό (άρα έχει μικρότερο κόστος) έχει 2 πολύ σημαντικά μειονεκτήματα, πρώτον δεν μπορούμε να έχουμε και το πολύ σημαντικό impedance matching και δεύτερον μειώνωντας δραστικά την στάθμη εξόδου πριν την μετατροπή του σήματος σε αναλογικό, μειώνουμε δραστικά και την ανάλυση, αυξάνωντας τα επίπεδα θορύβου και γενικά αλοιώνουμε σημαντικά την ποιότητα του σήματος κάτι που στην προκειμένη θα αποβεί μοιραίο καθώς ακολουθεί ένα πολύ ισχυρό ενισχυτικό στάδιο που θα φέρει στην επιφάνεια πολλά από αυτά τα προβλήματα. Ακριβώς τα ίδια πράγματα ισχύουν και σε όργανα όπως τα συνθεσάιζερ κλπ κλπ Η διαφορά είναι κυρίως στο οτι σε αυτές τις περιπτώσεις μας ενδιαφέρει πιο πολύ να "προσθέσουμε" κάτι στο ηχογραφημένο σήμα από τις ιδιαιτερότητες του ενισχυτικού κυκλώματος και όχι να το μεταλλάξουμε ριζικά όπως στις κθάρες πχ Το ίδιο θα μπορούσενα ισχύει και για την επαναδρομολόγηση ενός ηχογραφημένου track ή και ενός ολόκληρου mix από ένα προενισχυτικό στάδιο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως πχ κάποια valve προενίσχυση μικροφώνου ή κάποιο vintage line amp με ιδιαίτερα χρωματισμένους transformers....αντίστοιχα και εδώ είναι πολύ πιθανόν (ειδικά στην περίπτωση που μιλάμε για προενισχυτή μικροφώνου ή για ένα hotmix) να είναι αναγκαία η προσαρμογή της στάθμης εξόδου του DAW , αφενός για να μην έχουμε προβλήματα ανεπιθύμητης υπεροδήγησης αλλά και για να έχουμε την δυνατότητα να οδηγήσουμε κατά βούληση του προενισχυτικό κύκλωμα...σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο pad κυκλωμα που να παρεμβάλεται αναμεσα στην έξοδο του DAW και στην είσοδο της προενίσχυσης. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να κάνουμε σε ότι αφορά την χρήση του reamping με τύμπανα και κρουστά...όσο και αν ακούγεται περίεργο είναι μια ιδιαίτερα διαδεδομένη τεχνική με πολύ καλά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ουσιαστικά η λογική είναι παραπλήσια με την διαφορά ότι εδώ πολλές φορές χρησιμοποιούντε και κανονικά όργανα συνδυασμένα με τον ενισχυτή (πχ μπορούμε να οδηγήσουμε το ηχογραφημένο σήμα του ταμπούρου σε έναν μικρό ενισχυτή πάνω στον οποίο έχουμε το τοποθετήσει ένα άλλο ταμπούρο με χαλαρές τις χορδές ώστε καθώς συντονίζει από την ένταση του ενισχυτή να μπορέσουμε να πάρουμεένα έντονο μεταλικό κροτάλισμα που θα συμπληρώσει το αρχικό σήμα) ή άλλες φορές μπορεί να είναι κάτι που γίνεται ακόμη και κατά την διάρκεια του tracking με την χρήση ενός μικρού PA ώστε να γίνει πιο έντονη και "ιδιαίτερη" η παρουσία στον χώρο κάποιων τμημάτων του σετ κλπ κλπ Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο,και ελπίζω να επιστρέψω σύντομα με ένα δευτερο μερος με ηχητικά και φωτογραφικά παραδείγματα. Βασικό πρόβλημα σε ένα reamping σενάριο μπορεί να αποδειχθεί το υψηλό crosstalk ανάμεσα στις εξόδους ενός πολυκάναλου μετατροπέα.....η πιο απλή λύση (πέρα από την χρήση μιας πραγματικά καλής υλοποίησης ) είναι η λειτουργία σε κατάσταση solo κατά την επανεγγραφή. Ένα ακόμη σημείο το οποίο πρέπει να προσέχουμε στην όλη διαδικασία είναι τα προβλήματα φάσης που μπορούν να δημιουργηθούν λόγω της καθυστέρησης από την DA/AD μετατροπή κάτι όμως που σε πολλά DAW υπολογίζεται αυτόματα αλλά στις συγκεκριμένες περιπτώσεις του reamping είναι αρκετά εύκολο να γίνει και "χειροκίνητα". ...και μην ξεχνάτε το πιο βασικό συστατικό της επιτυχίας στο συγκεκριμένο θέμα πέρααπό την τεχνογνωσία είναι ο πειραματισμός.
  22. Ημ/νία: 17:51 - 19/02/10 Εισαγωγή: Σε αυτό το δεύτερο αλλά και στο τρίτο μέρος θα ασχοληθούμε με δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις....από την μία πλευρά το πως ηχογραφούμε ένα καθαρά ακουστικό jazz orientated drum set και από την άλλη το πως προσεγγίζουμε την ηχογράφηση και επεξεργασία ενός extreme metal orientated drum set συχνά μάλιστα υβριδικού (acoustic & triggering). Σε αυτό το δεύτερο αλλά και στο τρίτο μέρος θα ασχοληθούμε με δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις....από την μία πλευρά το πως ηχογραφούμε ένα καθαρά ακουστικό jazz orientated drum set και από την άλλη το πως προσεγγίζουμε την ηχογράφηση και επεξεργασία ενός extreme metal orientated drum set συχνά μάλιστα υβριδικού (acoustic & triggering). Ο λόγος που θα τα εξετάσουμε παράλληλα είναι πολύ απλά η διαφορετικότητα τόσο στην ηχοληπτική και επεξεργαστική προσέγγιση όσο βέβαια και στο ζητούμενο αισθητικό και ηχητικό αποτέλεσμα. Έτσι από την μία πλευρά το ζητούμενο (και ανάλογα διαμορφώνεται και η προσέγγιση) είναι η ακριβής και βέλτιστη αποτύπωση του σετ μέσα στον χώρο σαν σύνολο διατηρώντας στο ακέραιο (και γιατί όχι κάνωντας πιο ευδιάκριτες) τις μικροδυναμικές και παικτικές ιδιαιτερότητες του εκτελεστή, του σετ και του χώρου. Από την άλλη πλευρά το ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός συγκεκριμένου ηχητικού αποτελέσματος, με πλήρως διακριτά τα μέρη του σετ, με ελάχιστη ή και καθόλου παρουσία του φυσικού χώρου ηχογράφησης, έντονα επεξεργασμένο τόσο σε ότι αφορά την χροιά - ηχόχρωμα αλλά και τις δυναμικές και αναλογίες ανάμεσα στα τμήματα του σετ, άψογα χρονισμένο ώστε να μπορέσει να ενταχθεί αρμονικά στην συνολική παραγωγή. Μιλάμε δηλαδή για 2 εντελώς διαφορετικές καταστάσεις...και 2 εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Ας τα πάρουμε με την σειρά.... Ξεκινώντας από το ακουστικό drum set,όπως είπαμε μας ενδιαφέρει πάρα πολύ η ακρίβεια στην αποτύπωση του σετ και του χώρου, πολλές φορές μάλιστα ως μία ενότητα. Αυτό σημαίνει βέβαια πως η επιλογή τόσο του ίδιου του σετ όσο και του χώρου είναι σημαντικότατοι παράγωντες και πιθανότατα αυτοί που θα καθορίσουν τελικά το αποτέλεσμα στο σχεδόν στο σύνολο του. Προσωπικά προτιμώ ο χώρος να μην έχει μεγάλο reverberation time αλλά από την άλλη πλευρά να έχει πλούσια αλλά ελεγχόμενα early reflections που θα δώσουν την απαραίτητη ζωντάνια στο σετ, σίγουρα όχι λοιπόν ένα "στεγνό" δωμάτιο (ένα τυπικό 70ς-80ς drum booth ας πούμε) αλλά ούτε και ένα πολύ μεγάλο live room....έτσι μεσαίου προς μικρού μεγέθους χώροι με το κατάλληλο ύψος και ακουστική διαμόρφωση μπορεί να είναι μια πολύ επιλογή. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η επιλογή του σετ....δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σεαυτό το σενάριο ουσιαστικά θέλουμε να καταγράψουμε το ηχητικό συμβάν με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και λεπτομέρεια, κάτι που σημαίνει ότι οι αποφάσεις μας σχετικά με το πως θέλουμε να ακούγεται πρέπει ουσιαστικά να έχουν ήδη ληφθεί πολύ πριν πατηθεί το rec ( ειδικά αν αναλογιστούμε και τις micing τεχνικές που θα ακολουθήσουμε). Ένα καλοκουρδισμένο λοιπόν σετ με καινούρια (αλλά στρωμένα) δέρματα (και στις resonant μεμβράνες) και τα κατάλληλα μεγέθη είναι εκ των ουκ άνευ....το ίδιο ισχύει και για το hardware (πετάλια κλπ) τα οποία θα πρέπει να είναι σε άψογη κατάσταση ώστε να αποφύγουμε θορύβους τριξίματα κλπ κλπ Σε ότι αφορά τα μικρόφωνα και τον τρόπο τοποθέτησης τους υπάρχουν κυριολεκτικά άπειρες επιλογές....από ένα απλό στέρεο ζευγάρι έως ένα πλήρες multi mic set up και φυσικά όλα τα ενδιάμεσα 3 & 4 mic set up's. Εδώ θα εξετάσουμε τις 2 ακραίες επιλογές ενώ στο τελευταίο μέρος θα δούμε και τις ενδιάμεσες (G.Johns, Recorderman κλπ) ...κυρίως γιατί αυτές παραπέμπουν και σε ένα πιο "ροκ" , "δυνατό" παίξιμο και feel ενώ εδώ μας ενδιαφέρει ένας πιο τζάζυ, "καθαρός" ακουστικός ίσως και απαλός, σχεδόν μελωδικός κρουστός ήχος . Στο πρώτο παράδειγμα λοιπόν έχουμε ένα από τα πιο απλά δυνατά σετάπ.... ένα stereo near coincident LDC pair ακριβώς πάνω από το σετ. http://http://rapidshare.com/files/352529754/drums_acoustic_coincident_pair.wav Το αποτέλεσμα είναι πολύ πλούσιο και γεμάτο συχνοτικά με πολύ έντονη την παρουσία των resonant skins , ίσως λίγο στρογγυλεμένο στις άκρες λόγω μεγάλου διαφράγματος και βέβαια με κάπως ανύπαρκτα τα πιο απομακρυσμένα κομμάτια του σετ.....στα υπέρ το ομογενοποιημένο σύνολο και η πλούσια αλλά συμπαγής στερεοφωνική εικόνα ενώ στα κατά η αδυναμία βέβαια περαιτέρω επεξεργασίας (αν και αυτό σε πολλές περιπτώσεις είναι υπέρ). Εννοείται βέβαια πως τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μεταβάλοντε δραστικά (και άρα μπορεί το αποτέλεσμα να "κουρδιστεί" ακριβώς στα γούστα μας) ανάλογα με την τοποθέτηση - απόσταση, τον τύπο των μικροφώνων και την ενίσχυση τους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε 2 σχετικά "αχρωμάτιστα" LDC (414XLS - έχουν μεγάλο και "πλούσιο" ήχο χωρίς όμως να τονίζουν ιδιαίτερα κάποια περιοχή και ειδικά την επικύνδηνη 3-7Κ που μπορεί να κάνει τα πιάτα να ακούγοντε ιδιαίτερα ενοχλητικά) σε καρδιοειδές πολικό διάγραμμα και τοποθετημένα σαν ένα πιο "ανοιχτό" coincident pair αλλά όχι τόσο ανοιχτό όσο ένα spaced pair. Έτσι το κέντρο της στερεοφωνικής εικόνας παραμένει στιβαρό αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και διαφορές φάσεις ανάλογα με το κομμάτι του σετ που ακούγεται κάθε φορά και το πως αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα δημιουργώντας μια αρκετά διευρυμένη στερεοφωνία χωρίς όμως να χάνεται η αίσθηση του μεγέθους και του ενιαίου συνόλου. Τα 2 μικρόφωνα ενισχυωντε από ένα ζευγάρι solid state tranformer ballanced mic preamps με μεταβλητή αντίσταση εισόδου. Η υψηλή τιμή της αντίστασης εισόδου σε συνδυασμό με τους μετασχηματιστές δίνουν ένα πιο scooped ήχο στα ψηλά μεσαία αποτέλεσμα με πλούσια χαμηλομεσαία που αξιοποιούν στο έπακρο το resonanse των δερμάτων και smooth αλλά λεπτομερή ψηλά. Ταυτόχρονα οι ταχύτατοι discrete opamps δίνουν το απαραίτητο "γκάζι" την στιγμή που χρειάζεται χωρίς να αλοιώνουν καθόλου τις ήδη κάπως στρογγυλεμένες από το μεγάλο διάφραγμα του μικροφώνου δυναμικές του εκτελεστή. Σε ότι αφορά την επεξεργασία, εκτός από ένα σχετικά απαραίτητο eq boost (2-3db) με "ανοιχτό" εύρος στα άκρα του συχνοτικού φάσματος (70 με 80 στα χαμηλά και περίπου 16Κ στα ψηλά), αυτό που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι το compression...πιο συγκεκριμένα έχουμε ένα κάπως "περίεργο" αλλά ενδιαφέρον signal routing ξεκινώντας από ένα dual mono "ελαφρύ" vca compression στην έξοδο της κάθε προενίσχυσης που επιστρέφει σε line in στην κονσόλα για να συνδυαστεί παράλληλα με ένα πιο agressive fet style compression το οποίο ακολουθεί μια valve distortion μονάδα που προσθέτει ένα εύηχο ποσοστό αρμονικής παραμόρφωσης (Στο συγκεκριμένο κλιπ η παράλληλη επεξεργασία είναι αρκετά χαμηλά στο μιξ αλλά ιδιαίτερα έντονη, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στις "ουρές" που αφήνουν οι μεμβράνες). Τέλος το συνολικό mix bus οδηγείται μέσα από ένα valve (mu) compressor (stereo linked) και από εκεί στο AD (Το EQ που προανέφερα ακολουθεί στο ψηφιακό domain). Εννοείται λοιπόν πως οποιαδήποτε αλλαγή σε όλη την παραπάνω αλυσίδα και διαδικασία μπορεί να επιφέρει σημαντικές και δραστικές αλλαγές, φέρνωντας το αποτέλεσμα πιο κοντά στις εκάστοτε ανάγκες μας....θέλω να πω πως ένα stereo mic setup μπορεί να είναι πολύ πιο ευέλικτο ηχητικά από ότι αρχικά μας φαίνεται.....για παράδειγμα επιλέγωντας ένα πιο "λαμπερό" ή πιο "σκοτεινό" τύπο μικροφώνου (πχ ένα bright SDC όπως το 451 ή ένα ribbon) θα έχουμε και τις ανάλογες αλλάγές στην συχνοτική απόκριση, αλλάζωντας την τοποθέτηση αλλάουμε τόσο την στερεοφωνική απεικόνιση όσο και την παρουσία του χώρου, αλλάζωντας την προενίσχυση και το ποσσοστό ενίσχυσης μπορούμε να επιτύχουμε ένα ακόμη πιο ακριβές και "γρήγορο" αποτέλεσμα ή να οδηγηθούμε σε ακόμη πιο "χρωματισμένα" saturated ηχοτοπία, αφαιρώντας ή μειώνωντας το compression και την μεθοδολογία του να έχουμε λιγώτερο ή περισσότερο έντονη την παρουσία του χώρου κλπ κλπ κλπ Στο δέυτερο παράδειγμα τώρα έχουμε ουσιαστικά μια multi mic'ed εκδοχή του ίδιου σεναρίου αλλά με μια πολύ ουσιαστική διαφορά σε σχέση με ένα κλασσικό multimic drum set. Σε αυτήτην περίπτωση λοιπόν και πάλι το βάρος πέφτει κυρίως στα overhead & room mics με τα μικρόφωνα στην κάσα και το ταμπούρο να "συμπληρώνουν" την εικόνα. http:// http://rapidshare.com/files/352529756/drums_acoustic_multimic.wav Ο σκοπός εδώ είναι να έχουμε ένα παραπλήσιο, ζωντανό, καθαρό και με έντονη την παρουσία του χώρου αποτέλεσμα, ταυτόχρονα όμως πιο ευέλικτο σε σχέση με την περαιτέρω επεξεργασία του και τοποθέτηση του στο μιξ. Στην περίπτωση αυτήκαι ξεκινώντας από τα overhead mics επιλέξαμε ένα κλασσικό spaced pair set up με 2 αρκετά bright SDC (451) που όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο τις λεπτομέρειες σε κάθε διαφορετικό χτύπημα στα πιάτα,τομ και ταμπούρο χωρίς να αλληλοκαλύπτοντε ....σε ότι αφορά την τοποθέτηση και την αποσταση από το σετ και επειδή σκοπός είναι να καταγράψουμε το σετ ως σύνολο (με τις ιδιαιτερότητες του) επιλέξαμε να τοποθετήσουμε τα μικρόφωνα παίρνωντας ως σημείο αναφοράς τα άκρα του σετ (χωροταξικά) και όχι το ταμπούρο όπως θα κάναμε σε ένα πιο συμβατικό ποπ - ροκ σενάριο (αν παρατηρείσετε το ταμπούρο γέρνει έντονα προς τα αριστερά,όπως δηλαδή ακριβώς είναι τοποθετημένο και στο σετ). Τα μικρόφωνα οδηγούντε από το ίδιο ζευγάρι προενιχυτών όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα με μια μικρή ισοστάθμιση (ένα σχετικά "ανοιχτό" cut στα χαμηλά μεσαία ώστε να δημιουργηθεί περισσότερος χώροςγια το 2ο μικρόφωνο της κάσας και ένα διακριτικό αλλά ουσιώδες bandaxal boost στα 20K) πριν φτάσουν στο AD. Αντίστοιχα τα room μικρόφωνα είναι 2 ribbon τοποθετημένα αρκετά χαμηλά δεξιά και αριστερά μπροστά από το σετ, οδηγημένα από ένα ζευγάρι προενισχύσεις μόνο με τρανζίστορ (με αποτέλεσμα ένα υπεροδηγημένο saturated σήμα) στην συνέχεια περασμένα από ένα γρήγορο slappy compression (αλλά όχι stereo linked) και τέλος από ένα Low Pass φίλτρο ώστε να γίνει ακόμη πιο smooth το χαρακτηριστικό HF roll off των παθητικών ribbon. Οι διαφορές φάσεις ανάμεσα στα 2 αυτά μικρόφωνα αλληλεπιδρούν διαρκώς μεταξύ τους δίνωντας μια μοναδική αίσθηση κίνησης και χώρου, αν και ιδιαίτερα χαμηλά στην μίξη. Όπως έγραψα παραπάνω τα υπόλοιπα μικρόφωνα λοιτουργούν μάλλον συμπληρωματικά...έτσι έχουμε ένα 414 στο ταμπούρο (σε απόσταση περίπου 12 εκ. στο ύψος του στεφανιού κάθετα με το ταμπούρο - δίνει μια ισσοροπημένη χροιά ανάμεσα στο "σώμα" του οργάνου ,στο στεφάνι και στο δέρμα...και φυσικά και στην χορδιέρα) οδηγημένο από την κονσόλα χωρίς eq πλην ενός High Pass φίλτρουγια να αποφύγουμε την υπερβολική παρουσία της κάσας αλλά και των resonant skins των τομ. Στην κάσα τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα με ένα beta 57 στην εμπρός μεμβράνη να "κοιτάει" στο σημείο που χτυπάει ο κόπανος και ενα RODE CII με ανεστραμένη την φάση και με ένα -10 db pad στο resonant skin (περίπου 15 εκ.από το κέντρο). Και τα 2 οδηγούντε από ένα ζευγάρι V672 κυρίως λόγω των εξαιρετικά πλούσιων χαμηλών που έχουν αλλά και τον "ευχάριστο" και εύηχο τρόπο με τον οποίο υπεροδηγούντε. Το 57άρι συμπιέζεται παράλληλα από ένα C1 TL Audio με κάπως τονισμένα τα ψηλά μεσαία (περίπου 3-3.5Κ) από το eq της κονσόλας ώστε να έχει πιο έντονο το attack ενώ το CII δεν έχει κάποια άλλη μορφή επεξεργασίας (μέσα στο DAW περνάει από ένα αρκετά δραστικό - 18db/oct Low Pass φίλτρο περίπου στα 2-2.5Κ) παρά μόνο την ίδια την υπεροδήγηση της λυχνιας του.Τα 2 μικρόφωνα γραφοντε σε ξεχωριστά tracks και αποτελούν τον καλύτερο και απλούστερο τρόπο να έχουμε πλήρη έλεγχο στην χροιά της κάσας, αποτελώντας ουσιαστικά τα 2 βασικά χαρακτηριστικά του ήχου της - ο "επιθετικός" "σκληρός" ήχος του κόπανου στο δέρμα και ο "βαθυς" και γεμάτος αρμονικές ήχος του κέλυφους και της resonant μεμβράνης -μιξαρισμένα κατά βούληση. Στην συνέχεια το κλιπ του παραδείγματος έχει μιξαριστεί απλά με την προσθήκη ενός πολύ διακριτικού small room impulse response στα room mic's (το οποίο είναι η καλύτερη μέθοδος για να μεταβάλετe ρεαλιστικά την αίσθηση του χώρου - χρησιμοποιήτe ένα convolution reverb κατά κύριο λόγω στα room mics προσθέτωντας ελεγχώμενες ανακλάσεις στον ήδη υπάρχον χώρομεταβάλωντας έτσι κατά βούληση και με ρεαλισμό τα χαρακτηριστικά του ) χαμηλά στην μίξη, και ένα ελαφρύ glueing compression μέσω ενός συνδυασμού ενός 1" tape/15"ips IR από το Nebulla, ένα πολύ ελαφρύ (1-2 db) boost στα άκρα με το UAD Pultec EQ και τέλος το Mastercomp της PSP σε πολύ smooth setting (1-2 db gain reduction με πολύ αργό attack και ratio 1.4:1). Γενικά ο συνδυασμός ενός διακριτικού eq στα άκρα με ένα "γλυκό" analogue like compression - saturation στο σύνολο του σετ είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να ομογενοποιηθούν τα ξεχωριστά tracks σε ένα εννιαίο συμπαγές σύνολο. Τέλος να ευχαριστήσω τον Δημήτρη Τασούδη που μου έδωσε την δυνατότητα (πολλές φορές) να αξιοποιήσω έστω και στο ελάχιστο το εκπληκτικό παίξιμο και ταλέντο του αλλά και το εκπληκτικό drum set του. Ελπίζω να το βρείτε ενδιαφέρον....σύντομα έρχεται τα επόμενα μέρη με το metal drumset, κάποια εναλλακτικά στησίματα και τεχνικές αλλά και κάποιες συμβουλές προτάσεις για την μίξη και επεξεργασία!!!
  23. Ημ/νία: 17:07 - 14/03/10 Εισαγωγή: Όταν λέμε ακουστικά έγχορδα, συμπεριλαμβάνουμε τόσο τα γνωστά κλασσικά (βιολί,βιόλα, τσέλο κλπ) όσο και τα διάφορα παραδοσιακά (σάζι, ούτι, κλπ) αλλά και τα πολύ γνωστά μας ακουστική κιθάρα, ακουστικό μπάσο κλπ κλπ ....πως τα ηχογραφούμε όμως? Ορίστε μερικές προτάσεις... Όταν λέμε ακουστικά έγχορδα, συμπεριλαμβάνουμε τόσο τα γνωστά κλασσικά (βιολί,βιόλα, τσέλο κλπ) όσο και τα διάφορα παραδοσιακά (σάζι, ούτι, κλπ) αλλά και τα πολύ γνωστά μας ακουστική κιθάρα, ακουστικό μπάσο κλπ κλπ Παρά λοιπόν το γεγονός ότι μιλάμε για πολύ διαφορετικά μεταξύ τους ηχοχρώματα, εν τούτοις η βασική αρχή λειτουργίας όλων (ή των περισσοτέρων ) αυτών των οργάνων είναι ο ίδιος... Εμείς θα τα χωρίσουμε πιο πολύ με βάση τον τρόπο παιξίματος, δηλαδή picked (με πένα ή κάποιο άλλο ανάλογο αντικείμενο), bowed (με δοξάρι) και fingered (παίξιμο με δάκτυλα). Ουσιαστικά κάνουμε αυτόν τον διαχωρισμό γιατί ανάλογα με τον τρόπο παιξίματος αλλάζει τρομερά η συμπεριφορά του οργάνου σε ότι αφορά τις δυναμικές αλλά κατ'επέκταση και την συχνοτική του απόκριση. Έτσι από την μία πλευρά (δοξάρι) έχουμε εκτεταμένο συχνοτικό περιεχόμενο,πλούσιο σε αρμονικές και με έντονα resonances να αναπτύσοντε στις μεγαλύτερες σε διάρκεια νότες καθώς και την ίδια την "συμμετοχή" του δοξαριού ως ηχόχρωμα στο συνολο του ήχου, παράλληλα όμως παρά το γεγονός ότι το δυναμικό εύρος των οργάνων παραμένει ουσιαστικά αναλοίωτο, ταυτόχρονα δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου η έννοια της μικροδυναμικης κίνησης όπως και οι απότομες αλλάγές στα transients (εννοείται με εξαιρέσεις..). Από την άλλη πλευρά έχουμε πολύ έντονη δυναμική κίνηση με ακραίες διαβαθμίσεις, αλλά αντίστοιχα πολύ πιο "φτωχό" συχνοτικά περιεχόμενο, απουσία έντονων αρμονικών κλπ κλπ Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά σε σχέση με την ηχογράφηση? Κατ'αρχάς αυτοί είναι οι παράγωντες που θα μας οδηγήσουν στην επιλογή του χώρου, της θέσης στον χώρο αλλά και του εξοπλισμού (μικρόφωνο, προενίσχυση, επεξεργασία) που θα χρησιμοποιήσουμε. Έτσι για παράδειγμα είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε την συμπεριφορά ενός οργάνου σε ότι αφορά τα παραγώμενα από το σώμα του οργάνου resonances όταν θα επιλέξουμε τον χώρο, δηλαδή έναν "ζωντανό" χώρο που θα επιτείνει αυτή την συμπεριφορά ή έναν πιο "νεκρό" και βέβαια το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το πόσο έντονα είναι τα transients και πως επηρεάζοντε/επηρεάζουν τις πρώτες ανακλάσεις ενός χώρου με σκληρές ανακλαστικές επιφάνειες κλπ κλπ. Αντίστοιχα αν θα επιλέξουμε close micing ή αφήσουμε την αίσθηση του χώρου πηγαίνωντας πιο μακριά, αν θα επιλέξουμε μονοφωνική ή στέρεο ηχογράφηση, τον τύπο των μικροφώνων που θα χρησιμοποιήσουμε, την τεχνική τοποθέτησης κλπ κλπ κλπ Ίσως όλα αυτά ακούγοντε κάπως υπέρ του δέοντος σχολαστικά.....πρέπει όμως όλοι να καταλάβουμε πως ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσουμε την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι να σχεδιάσουμε σωστά αλλά και να αντιληφθούμε την σημασία κάθε βήματος αλλά και την μεταξύ τους αλληλουχία....αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που δίνουμε τόση σημασία σε όλες αυτές τις παραμέτρους, αλλά και ο λόγος που διαφοροποιεί την απλή ηχητική καταγραφή από την τέχνη των ηχογραφήσεων. Σαν παραδείγματα λοιπόν θα χρησιμοποιήσουμε 3 εντελώς διαφορετικά όργανα και σενάρια ώστε μέσα από την διαδικασία να καταλάβουμε καλύτερα τις διαφορετικές απαιτήσεις και δυνατότητες. Έτσι πρώτα θα δούμε μία ακουστική κιθάρα παιγμένη με πένα, στην συνέχεια ένα τσέλο παιγμένο με δοξάρι και τέλος ένα κοντραμπάσο με δάχτυλα. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την κιθάρα..... Ακ.Κιθάρα http://i439.photobucket.com/albums/qq112/rundevilrun_photos/022.jpg sound clip: http://rapidshare.com/files/362051249/aC.gUITAR_NOIZ.wav Η ακουστική κιθάρα είναι μια αρκετά συνηθισμένη επιλογή σε πολλά διαφορετικά μουσικά είδη, από σόλο οργανικά κομμάτια έως ποπ-ροκ κομμάτια με αρκετά "busy" ενορχηστρώσεις αλλά και ηχητική άποψη (βλέπε compression). Έτσι είναι πολύ φυσικό οι ανάγκες και ο τρόπος αντιμετώπισης τους να ποικίλουν από μία πλούσια στέρεο ηχογράφηση με έντονη την παρουσία του χώρου και των ανακλάσεων του έως μια αρκετά "στεγνή" μονοφωνική, διακριτική και συμπληρωματική παρουσία...εδώ θα εξετάσουμε ένα σενάριο κάπου στην μέση. Έχουμε επιλέξει λοιπόν να κάνουμε μία στέρεο ηχογράφηση, όχι όμως με την καθαρά συμβατική έννοια του όρου, αλλά προσπαθώντας να αποδώσουμε πληρέστερα το συχνοτικό περιεχόμενο (δηλαδή τον συνδυασμό attack από την μεταλλική χορδή και κυρίως σώματος από το ξύλινο σκάφος του οργάνου) ενώ ταυτόχρονα θέλουμε μια "μεγάλη" και διευρυμένη παρουσία στο στερεοφωνικό φάσμα χωρίς όμως την έντονη ύπαρξη του χώρου (με την έννοια της αντήχησης) και πάντα υπό το πρίσμα μιας αρκετά "γυαλισμένης" ποπ παραγωγής. Επιλέξαμε λοιπόν από την μία ένα κλασσικό και ανώδυνο stereo mic placement (κοντινό Α-Β) αλλά με 2 εντελώς διαφορετικά μικρόφωνα (τόσο σε ότι αφορά το πολικό διάγραμμα, όσο και στην συχνοτική απόκριση και γενικότερη συμπεριφορά). Από την μία πλευρά λοιπόν έχουμε ένα 414 XLS περίπου 20 εκ. μπροστά και αριστερά από την οπή του σκάφους και από την άλλη ένα ενεργό ribbon (Blue Woodpecker) περίπου 20 εκ. από το μπράτσο στο ύψος περίπου του 12άτου τάστου. Το 414 είναι ένα σχεδόν flat LDC (στην περίπτωση μας σε σε omni mode) ικανό να αποδώσει εύκολα και με αρκετή ακρίβεια το σύνολο του "σώματος" του οργάνου χωρίς να χρωματίζει ιδιαίτερα κάποια περιοχή, αλλά "στρογγυλεύωντας" λίγο το έντονο attack της πένας. Από την άλλη το woodpecker με το ακριβέστατο (και κάπως έντονο στα ψηλότερα) μεσαίο περιεχόμενο καθώς και με το χαρακτηριστικό HF roll off βοηθάει στο να αποτυπώσουμε σωστά και με ακρίβεια την δυναμική κίνηση του οργάνου χωρίς όμως να γίνεται ενοχλητικό το μεταλικό attack της χορδής ενώ το γεγονός ότι είναι active μας δίνει και κάοως καλύτερα S/N χαρακτηριστικά , κάτι βασικό όταν μιλάμε για ακουστικα όργανα. Το fig 8 πολικό διάγραμμα βοηθάει τόσο στην απόρίψη του κυρίως σώματος (και κατά συνέπεια λειτουργεί ως διεύρυνση της στερεοφωνικής εικόνας σε σχέση με το 414) ενώ όπως και το omni 414 προσθέτουν μια διακριτική παρουσία ambience χωρίς όμως να αναιρούν την έννοια της πολύ κοντινής ηχοληψίας. Σε ότι αφορά το υπόλοιπο signal chain, υπάρχει ένας συνδυασμός από πιο "καθαρό" (GreatRiver για το 414) σε πιο "χρωματισμένο" (JLM TG500 για το Blue) πάντα όμως στην λογική του πλούσιου στα χαμηλομεσαία transformer solid state ήχου. Απο εκεί και πέρα έχουμε μια μικρή βοήθεια σε ότι αφορά την ισοστάθμιση με την προσθήκη λίγων "ψηλών" στο 414 και ενός LowCut φίλτρου και στα 2. Σε ότι αφορά το compression το οποίο αποτελεί και βασικό κομμάτι της όλης αλυσίδας, αυτό αποτελείται από μια αρκετά μεγάλη (και κάπως πολύπλοκη) αλυσίδα από σε σειρά και παράλληλα επεξεργαστές,τόσο μεμωνωμένα για κάθε track όσο και για το συνολικό stereo mix. Βασικός σκοπός είναι η ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε track, η διατήρηση μιας ομαλής μέσης στάθμης αλλά μαζί με την ταυτόχρονη διατήρηση και ανάδειξη των μικροδυναμικών και τε΄τος η ομογενοποίηση του συνόλου αλλά και η διέυρηνση της στερεο εικόνας....ίσως κάποια στιγμή να κάνουμε ένα θέμα για αυτό το compression set up. Τσέλο http://i439.photobucket.com/albums/qq112/rundevilrun_photos/l_eabafd8bcf424232a0fccff967bda5b0.jpg sound clip: http://rapidshare.com/files/362051251/Cello_NOIZ.wav Στο τσέλο τώρα έχουμε ένα παραπλήσιο σενάριο....η διαφορά είναι ότι τώρα κινούμαστε πιο πολύ στην λογική ενός σόλο οργάνου (κυρίως σε ότι αφορά την αίσθηση και παρουσία του χώρου και την στερεοφωνία). Το ενδιαφέρον είναι πως τα 2 όργανα βρίσκοντε στον ίδιο χώρο και αυτό που αλλάζει είναι η τοποθέτηση σε σχέση με τους κοντινούς τοίχους (στην περίπτωση του τσέλου υπάρχει τοίχος πίσω από την πλάτη του εκτελεστή, ενώ στην κιθάρα ο τοίχος απέχει περίπου 5 μέτρα)....παρ'όλα αυτά το αποτέλεσμα είναι πολύ διαφορετικό, αποτέλεσμα τόσο αυτής της χωροταξικής αλλαγής όσο και της διαφορετικής προσέγγισης στην επεξεργασία (compression). Σε ότι αφορά τα μικρόφωνα, έχουμε και εδώ ένα ζευγάρι αλλά πιο πολύ στην λογική του closemic - ambient mic (ή καλύτερα overall - spot) και όχι τόσο ως στέρεο ζεύγος. Έτσι έχουμε και πάλι ένα 414 μπροστά από το όργανο και λίγο αριστερά, στο ύψος του f hole και σε απόσταση 30-40 εκ. και ενα SM7B δεξιά από τον καβαλάρη σε απόσταση περίπου 10-12 εκ. στραμένο προς τον καβαλάρη. Για το 414 ισχύουν ακρίβως ότι και παραπάνω (με διαφορά ότι εδώ είναι σε καρδιοειδές πολικό διάγραμμα) ενώ η επιλογή του SM7B έχει να κάνει κυρίως με την εκπλητική του δυνατότητα να δίνει ένα smooth upper mid φάσμα χωρίς τα ενοχλητικά ψηλά ενός πυκνωτικού αλλά και χωρίς την υπερβολική ακρίβεια στα μεσαία ενός ribbon.....έτσι αποτυπώνουμε και τον τραχύ ήχο και την "κίνηση" του δοξαριού χωρίς όμως να καλύπτουν τα πάντα....μοναδικό μείον οι τεράστιες απαιτήσεις σε gain για το συγκεκριμένο μικρόφωνο. Στο συγκεκριμένο κλιπ και θέλωντας να πετύχουμε ένα πιο aggresive μεσαίο "δοξαράτο" ήχο, έχουμε επιλέξει την δυνατότητα του mid boost του SM7B ενώ και τα 2 μικρόφωνα οδηγούντε παράλληλα (μετά την ενίσχυση) από το Τhermionic Culture Vulture , ένα εκπληκτικό transformer ballanced valve distortion που προσθέτει αρμονικές και ένα ελαφρύ clipping effect....σε ότι αφορά το compression ισχύει ότι και παραπάνω με την διαφορά ότι σε αυτό το σενάριο είναι πολύ πιο έντονη η παρουσία της παράλληλης επεξεργασίας που έχει ως σκοπό να αναδείξει τις ανακλάσεις του χώρου και να εντείνει την κίνηση που προκαλούν οι διαφορές φάσης και η διαφορετική απόκριση ανάμεσα στα 2 μικρόφωνα διευρύνωντας έτσι την αίσθηση της απόστασης των άκρων από το θεωρητικό (ghost) κέντρο. Κόντρα Μπάσο sound clip: http://rapidshare.com/files/362051244/aC.bass_NOIZ.wav Στο κοντραμπάσο το όλο στήσιμο είναι παραπλήσιο με το τσέλο αλλά με αρκετά διαφορετική επιλογή στα μικρόφωνα....έτσι έχουμε ως κοντινό μικρόφωνο το woodpecker ,ικανό να αποτυπώσει με ακρίβεια το χαμηλοσυχνωτικό μέρος του οργάνου χωρίς όμως την υπερβολική παρουσία του "θορύβου" από τους δακτυλισμούς ενώ από την άλλη έχουμε το Mojave MA200 tube LDC το οποίο με το θαυμάσια τονισμένο ψηλομεσαίο και υψηλό τμήμα του συχνοτικού φάσματος προσδίδει τον απαραίτητο αέρα και παρουσία στα άκρα (δυστυχώς και καθώς το συγκεκριμένο κλιπ είναι από "πραγματικό" σέσσιον, είναι ιδιαίτερα έντονη και η παρουσία του leakage των ακουστικών....είναι κουφοί αυτοί οι μπασίστες!!) Να ευχαριστήσω φυσικά τους φίλους που βοήθησαν προσφέρωντας το ταλέντο τους , Πέτρο Παρασκευά (DeFacto), Θοδωρή Παπαδημητρίου (The Prefabricated Quartet) και τον γνωστό και μη εξαιρεταίο Fleamail.... enjoy
  24. Ημ/νία: 18:00 - 20/02/11 Εισαγωγή: O όρος saturation χρησιμοποιείται αρκετά συχνά όταν μιλάμε για επεξεργασία και ηχογράφηση ήχου.....είμαστε σίγουροι όμως ότι ξέρουμε τι πραγματικά σημαίνει ή ακόμη και τελικά σε τι αναφερόμαστε (καταχρηστικά ή όχι) όταν τον χρησιμοποιούμε? Με αφορμή το ωραίο άρθρο με τις συμβουλές για την μίξη του Steab σκέφτηκα να γράψω κάποια πραγματάκια για το τρομερό και φοβερό saturation. Η ίδια η λέξη saturation (κορεσμός) μπορεί να περιγράφει πάρα πολλά διαφορετικά πράγματα.....από τα κορεσμένα λιπαρά έως την πλήρη λειτουργία ενός transistor. Η σημασία δηλαδή που προσλαμβάνει η λέξη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται. Στον χώρο του ήχου η έννοια του saturation έχει πρωτίστως να κάνει με την χρήση και τις ιδιότητες μαγνητικού υλικού σε διάφορες συσκευές όπως οι μαγνητικές ταινίες εγγραφής αλλά και ο πυρήνας των audio μετασχηματιστών. Με πολύ απλά λόγια saturation σε ότι αφορά τα μαγνητικά υλικά είναι το στάδιο εκείνο κατά το οποίο το υλικό εξαντλεί το μέγιστο των μαγνητικών του ικανότητων. Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου είναι η παραγωγή intermodulation distortion και η αύξηση του THD. Αυτά τα συνεπακόλουθα είναι σε πολλές περιπτώσεις ιδιαίτερα εύηχα ή αν μη τι άλλο χαρακτηριστικά με αποτέλεσμα να είναι και ιδιαίτερα επιθυμητά σε πολλές περιπτώσεις....όπως και να έχει πάντως αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε "αναλογικό ήχο". Η ποιότητα και η ποσότητα αυτών των "ευχάριστων" ή και όχι παρενεργειών αλλά και το όριο εισόδου σε κατάσταση κορεσμού έχουν να κάνουν με το ίδιο το μαγνητικό υλικό....για αυτόν ακριβώς τον λόγο υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι μαγνητικών ταινιών (tape formulations) με διαφορετικά ηχητικά χαρακτηριστικά αλλά και όρια κορεσμού όπως και στους μετασχηματιστές χρησιμοποιούντε πολλά διαφορετικά υλικά αλλά και τρόποι κατασκευής ανάλογα με το ζητούμενο (αριθμοί και τρόποι τυλίγματος και υλικά όπως iron, nickel, steel αλλα και προσμίξεις κλπ κλπ). Και φυσικά από εκεί και πέρα υπάρχει η κατάσταση στην οποία βρίσκοντε αλλά και ο τρόπος που θα τα διαχειριστεί ο άνθρωπος χειριστής. Αυτά σε συνδυασμό με την μη γραμμικότητα (non linearity and hysterisis) των ακουστών παρενεργειών που τόσο επιθυμούμε καθιστούν προβληματική και μάλλον αδύνατη έως σήμερα την μοντελοποίηση του μαγνητικού κορεσμού και την μετατροπή του σε ένα εικονικό ψηφιακό μοντέλο επεξεργασίας. Φυσικά υπάρχουν πολλές προσπάθειες με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα τόσο σε αλγοριθμικό επίπεδο όπως και σε επίπεδο impulse response (convolution) με το κάθε ένα να έχει τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του. Από εκεί και πέρα ακούμε πολλές φορές να μιλάνε για saturation σε σχέση με ενισχυτικά κυκλώματα είτε λυχνίας είτε transistor..... στην πραγματικότητα αυτό στο οποίο αναφέρεται ο κόσμος είναι το ψαλίδισμα (clipping) της δυναμικής περιοχής λόγω εξάντλησης του διαθέσιμου headroom και κατ'επέκταση της αύξησης της αρμονικής παραμόρφωσης συνδυασμένη με ένα soft compression, προιόν του clipping. Εδώ η χρήση είναι εν μέρει καταχρηστική...εν μέρει γιατί αφενός με μια πιο ευρεία θεώρηση και ερμηνεία του όρου θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κορεσμό την εξάντληση της διαθέσιμης δυναμικής περιοχής (όπως αυτή καθορίζεται από τα specs του κατασκευαστή) και αφ'ετέρου γιατί στην πλειονότητα αυτών των (αναλογικών) υλοποιήσεων συνυπάρχουν μετασχηματιστές και συνεπώς τις περισσότερες φορές έχουμε και μαγνητικό κορεσμό. Τι γίνεται όμως με το ψηφιακό domain? Όπως έγραψα και πιο πάνω η ίδια η φύση του φαινομένου του μαγνητικού κορεσμού καθιστά προς το παρόν αδύνατη την ακριβή μοντελοποίηση του και μεταφορά στην μορφή ενός ψηφιακού επεξεργαστή (μη γραμμικότητα, hysterisis αλλά και πλήθος μεταβλητών παραμέτρων). Τα πράγματα είναι σαφέστατα πιο απλά σε ότι αφορά το ίδιο το soft clipping και την υπεροδήγηση των αναλογικών κυκλωμάτων (είτε transistor είτε λυχνίας) αλλά και πάλι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και σε αυτά τα κυκλώματα βασικότατο κομμάτι του συνολικού ηχοχρώματος είναι η παρουσία μετασχηματιστών , δηλαδή μαγνητικού υλικού και συνεπώς λίγο ή πολύ καταλήγουμε στον ίδιο παρονομαστή....τουλάχιστον σε ότι αφορά την ακρίβεια. Από εκεί και πέρα υπάρχει πλήθος ψηφιακών επεξεργαστών σε αυτόν τον τομέα("saturation") με εξαιρετικά και ιδιαίτερα έυηχα αποτελέσματα .....πολλές φορές μάλιστα η δημιουργία αλυσίδων επεξεργαστών διαφορετικής λογικής μπορεί να οδηγήσουν σε αρκετά έως πολύ πειστικά αποτελέσματα. Στην πράξη και καθημερινότητα μας λοιπόν η έννοια του saturation συμπίπτει με την έννοια του soft clipping και της προσθήκης αρμονικής παραμόρφωσης στο αρχικό σήμα, αλλά δεν είναι κακό να γνωρίζουμε και την πραγματική έννοια της ειδικά όταν στον χώρο των ηχογραφήσεων είναι κάτι τόσο ιδιαίτερο και δυστυχώς (προς το παρόν) αποκλειστικό προνόμιο του αναλογικού domain. Steab Θεωρώ πως τα καλά emulations μόνο οπισθοδρόμηση δεν είναι καθώς δίνουν τον κλασσικό ήχο με όλα τα πλεονεκτήματα του digital. Πιθανώς να ήταν αν δεν υπήρχαν πια πρωτότυπες ιδέες, κάτι που θα σήμαινε στασιμότητα, αλλά ευτυχώς υπάρχουν και βγαίνουν παράλληλα πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις. Και οι δύο πλευρές είναι χρήσιμες και αλληλοσυμπληρώνονται περίφημα (Uad studer και Dynamic Spectrum Mapper κανείς?)Όσο για το gui του studer με τις ταινίες που γυρίζουν, ευτυχώς δεν ασχολήθηκαν μόνο μ'αυτό και υπάρχει πια ένα τρομερό tape simulation!Το VCC δεν έχει σκοπό να αντικαταστήσει τις κονσόλες, το workflow τους, ή την αναλογική εμπειρία.Πολύ απλά εξομειώνει τον ήχο τους και τον φέρνει itb. Και το κάνει περίφημα! Μπορούμε πια να έχουμε ακριβέστατο neve summing ήχο στο daw μας. Φυσικά αυτό δεν αντικαθιστά τις κονσόλες γιατί αυτές κάνουν πολλά περισσότερα πράγματα.To δίλημμα analog vs digital είναι για τους αφελείς κατά τη γνώμη μου, ο καθένας χρησιμοποιεί ότι τον ικανοποιεί και τον βολεύει, γι' αυτό και ακριβώς δεν το έθιξα! Ανοιχτό μυαλό και στόχος το καλό engineering και αποτέλεσμα, πίσω απ' το οποίο είναι πάντα ο χειριστής. _"Ναι, σίγουρα υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες εξελίξεις στο θέμα των emulations. Και σίγουρα είναι πολύ καλή περίοδος για αυτούς που δουλεύουν ΙΤΒ..... θα μου επιτρέψεις όμως μια παρατήρηση....για μένα όλη αυτή η εμμονή στα emulations είναι κατά βάση οπισθοδρόμηση.....ούτως η άλλως όλοι αυτοί οι επεξεργαστές ΥΠΑΡΧΟΥΝ και θα υπάρχουν για πολλά χρόνια ακόμη...άρα όποιος θέλει δεν έχει παρά να δουλέψει με αυτόν τον τρόπο... εγώ θα περίμενα από τους software developers να ασχοληθούν με πρωτότυπες ιδέες γύρω από την ηχητική επεξεργασία και όχι με πανέμορφα gui με ταινίες που γυρίζουν....Όσο για τον Slate και τα desk emulations θα πω απλα το εξής....αν και είχα σκεφτεί κάτι παραπλήσιο στοπαρελθόν (daws με επιλογή απλού "καθαρού" summing και "χρωματισμένου") , ωστόσο στην ουσία το να δουλεύεις σε μια LFAC και στο αντίστοιχο αναλογικό επεξεργαστικό περιβάλλον απέχει πολύ από την προσομείωση (πετυχημένη ή αποτυχημένη δεν έχει σημασία) σε ένα itb περιβάλλον...είναι διαφορετική η φιλοσοφία, το workflow, η προσέγγιση στο mixing, ο τρόπος σκέψης....τα πάντα.Τώρα σε ότι αφορά το γενικότερο θέμα soft clipping, saturation, tape compression, tube drive και τα λοιπά emulations....σίγουρα υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις αλλά είναι αρκετά μακριά από το "αληθινό"....αν θέλεις την γνώμη μου τα digital emulations έχουν άπειρα πλεονεκτήματα σε ότι αφορά την ίδια την χρήση.....άπειρα instances, parameter automation, recall κλπ κλπ......από την άλλη πλευρά όμως πάσχουν σε ένα πολύ βασικό για τον mixing engineer θέμα....την έλειψη μοναδικότητας.....εγώ, εσύ και οι υπόλοιποι 100.000 έχουμε το ίδιο ακριβώς plugin στα χέρια μας.... το ακριβώς αντίθετο ισχύει με τους αναλογικούς επεξεργαστές....και δεν έχει να κάνει τόσο με την τοπολογία αυτή καθ'αυτή αλλά και με τον τρόπο που η επεξεργασία ενσωματώνεται στην όλη διαδικασία σε συνδυασμό με το περιβάλλοντα χώρο και τον άνθρωπο χειριστή....αλλά και η ίδια η τοπολογία και η διασυνδεση και η αλληλεπίδραση τους σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση με άλλους επεξεργαστές στην ίδια αλυσίδα είναι που τελικά διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε "αναλογικό" ήχο....Παρά λοιπόν το ενδιαφέρον των εξελίξεων στο θέμα του ITB mixing θα μου επιτρέψεις να παραμείνω στην άλλη όχθη..ή ακόμη καλύτερα να επιλέγω το καλύτερο ανά περίσταση. Smiley Nikodemos Ναι, σίγουρα υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες εξελίξεις στο θέμα των emulations. Και σίγουρα είναι πολύ καλή περίοδος για αυτούς που δουλεύουν ΙΤΒ..... θα μου επιτρέψεις όμως μια παρατήρηση....για μένα όλη αυτή η εμμονή στα emulations είναι κατά βάση οπισθοδρόμηση.....ούτως η άλλως όλοι αυτοί οι επεξεργαστές ΥΠΑΡΧΟΥΝ και θα υπάρχουν για πολλά χρόνια ακόμη...άρα όποιος θέλει δεν έχει παρά να δουλέψει με αυτόν τον τρόπο... εγώ θα περίμενα από τους software developers να ασχοληθούν με πρωτότυπες ιδέες γύρω από την ηχητική επεξεργασία και όχι με πανέμορφα gui με ταινίες που γυρίζουν....Όσο για τον Slate και τα desk emulations θα πω απλα το εξής....αν και είχα σκεφτεί κάτι παραπλήσιο στοπαρελθόν (daws με επιλογή απλού "καθαρού" summing και "χρωματισμένου") , ωστόσο στην ουσία το να δουλεύεις σε μια LFAC και στο αντίστοιχο αναλογικό επεξεργαστικό περιβάλλον απέχει πολύ από την προσομείωση (πετυχημένη ή αποτυχημένη δεν έχει σημασία) σε ένα itb περιβάλλον...είναι διαφορετική η φιλοσοφία, το workflow, η προσέγγιση στο mixing, ο τρόπος σκέψης....τα πάντα.Τώρα σε ότι αφορά το γενικότερο θέμα soft clipping, saturation, tape compression, tube drive και τα λοιπά emulations....σίγουρα υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις αλλά είναι αρκετά μακριά από το "αληθινό"....αν θέλεις την γνώμη μου τα digital emulations έχουν άπειρα πλεονεκτήματα σε ότι αφορά την ίδια την χρήση.....άπειρα instances, parameter automation, recall κλπ κλπ......από την άλλη πλευρά όμως πάσχουν σε ένα πολύ βασικό για τον mixing engineer θέμα....την έλειψη μοναδικότητας.....εγώ, εσύ και οι υπόλοιποι 100.000 έχουμε το ίδιο ακριβώς plugin στα χέρια μας.... το ακριβώς αντίθετο ισχύει με τους αναλογικούς επεξεργαστές....και δεν έχει να κάνει τόσο με την τοπολογία αυτή καθ'αυτή αλλά και με τον τρόπο που η επεξεργασία ενσωματώνεται στην όλη διαδικασία σε συνδυασμό με το περιβάλλοντα χώρο και τον άνθρωπο χειριστή....αλλά και η ίδια η τοπολογία και η διασυνδεση και η αλληλεπίδραση τους σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση με άλλους επεξεργαστές στην ίδια αλυσίδα είναι που τελικά διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε "αναλογικό" ήχο....Παρά λοιπόν το ενδιαφέρον των εξελίξεων στο θέμα του ITB mixing θα μου επιτρέψεις να παραμείνω στην άλλη όχθη..ή ακόμη καλύτερα να επιλέγω το καλύτερο ανά περίσταση.
  25. nikodemos

    Reverberation Tips

    Ημ/νία: 12:37 - 20/03/11 Εισαγωγή: Το reverb είναι πιθανότατα το πιο πολυχρησιμοποιημένο είδος επεξεργασίας στην μίξη ήχου...είναι επίσης το στοιχείο που θα "προδώσει" μια (κακώς εννοούμενη) ερασιτεχνική μίξη και σίγουρα το είδος της επεξεργασίας που υπόκειται την μεγαλύτερη κακοποίηση από τους περισσοτερους επίδοξους mixing engineers ("επαγγελματίες" και μη...) Το reverb είναι πιθανότατα το πιο πολυχρησιμοποιημένο είδος επεξεργασίας στην μίξη ήχου...είναι επίσης το στοιχείο που θα "προδώσει" μια (κακώς εννοούμενη) ερασιτεχνική μίξη και σίγουρα το είδος της επεξεργασίας που υπόκειται την μεγαλύτερη κακοποίηση από τους περισσοτερους επίδοξους mixing engineers ("επαγγελματίες" και μη...) Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό όμως? στο παρόν θέμα θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με το artificial reverberation Αν κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή θα διαπιστώσουμε πως ως πριν κάποια χρόνια το αν αποκτήσει κάποιος έναν πραγματικά High End Reverbarator θα του κόστιζε μια μικρή (ή και μεγάλη περιουσία).....παρ'όλα αυτά η απόκτηση ενός high end επεξεργαστή δεν αποτελούσε ποτέ εγγύηση και ενός πετυχημένου αποτέλ'εσματος και το αντίστροφο....παρ'όλα αυτά σίγουρα αποτελούσε μια αρκετά πειστική αιτίαση του προβλήματος... .....σήμερα ευτυχώς ή δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει και οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι έχουν πρόσβαση με τον Α ή τον Β τρόπο σε επεξεργαστές με τεράστια ισχύ και σίγουρα ικανούς για το καλύτερο αποτέλεσμα.....Αυτό από μόνο του καταδεικνύει το (αυτονόητο και αξιωματικό) γεγονός ότι ο εξοπλισμός από μόνος του δεν φέρνει καλά αποτελέσματα αλλά αποτελεί απλά εργαλείο στα χέρια του άνθρωπου χειριστή... Άρα στην δική μας προσέγγιση είναι που θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες που το reverb δεν "κάθεται" στο mix... Πρώτο και κυριώτερο ίσως πρόβλημα είναι οι συνθήκες monitoring.....είναι απόλυτα φυσικό το να μην μπορούμε να αντιληφθούμε σωστά τον "χώρο" σε ένα μιξ όταν δεν μας το επιτρέπει ο ίδιος ο χώρος στον οποίο εργαζόμαστε....καια αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε με έναν πολύ "ζωντανό" χώρο ο οποίος συμμετέχει ο ίδιος δραστικά στο πως αντιλαμβανόμαστε το ηχογραφημένο υλικό ή και το αντίστροφο (δηλαδή ένας υπέρ του δέοντος "στεγνός" χώρος ακρόασης που μας οδηγεί σε λανθασμένα και πάλι συμπεράσματα σχετικά με την χρήση της τεχνητής αντήχησης). Δεύτερο και επίσης σημαντικό πρόβλημα είναι η λάθος αντίληψη του τι είναι το reverb...που μπορεί να μας βοηθήσει, γιατί και πως. Η απουσία δηλαδή ενός γενικότερου πλάνου και προσέγγισης. Φυσικά το θέμα της χρήσης του reverb είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μερικές αράδες....ας δούμε λοιπόν κάποια βασικά tips που μπορούν έυκολα να μας οδηγήσουν σε καλύτερα αποτελέσματα. Μπορούμε (και πρέπει) να κάνουμε ένα γενικό πλάνο στο μυαλό μας σχετικά με την χρήση του reverb σε ένα κομμάτι πριν ξεκινήσουμε να δουλέυουμε χωρίζωντας την σε 3 επιμέρους βασικούς τομείς: στην δημιουργία ενός πιο πειστικού περιβάλοντος χώρου για "φτωχά" ή γενικότερα πολύ "στεγνά" ηχογραφημένες πηγές, στην γενικότερη αισθητική σε ότι αφορά την τοποθέτηση των οργάνων στον χώρο σε συνδυασμό με την στεροφωνική τοποθέτηση και φυσικά στην δημιουργία κάποιων πιο artistic effects σε σχέση με τον χώρο. Με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά δημιουργούμε 3 κατηγορίες επεξεργασίας η μεν πρώτη βασισμένη ως επί το πλείστον στην δημιουργική χρήση των early reflections η δεύτερη στην επιλογή ανάμεσα στην χρήση διαφορετικών χώρων και αλγόριθμων (πχ κατ'αρχάς αν μας ενδιαφέρει η προσομείωση φυσικών χώρων ή η χρήση τεχνητών μέσων - ας πούμε η επιλογή ανάμεσα σε room ή plate αλγόριθμούς παραπλήσιας διάρκειας) και η τρίτη στην ικανότητα μας να συνδυασουμε με επιτυχία πολλούς ετερόκλητους παράγωντες (από συνδυασμούς διαφορετικών επεξεργαστών ώς την δημιουργική χρήση του autiomation κλπ). Σε ότι αφορά λοιπόν το πρώτο σκέλος η προσθήκη πειστικών early reflections είτε μέσω algorithmic είτε μέσω convolution μπορεί να επαναφέρει σε φτωχά ηχογραφημένα όργανα την ζωντάνια και φυσικότητα τους, να βοηθήσει στην τοποθέτηση τους στον χώρο και να αμβλύνει τις μεταξύ τους διαφορές δημιουργώντας ένα πιο ομοιογενές αποτέλεσμα. Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος θα πρέπει στην επιλογή των γενικώτερων χώρων να σκφθούμε αρκετά πράγματα όπως το τέμπο και groove του κομματιού, το γενικότερο feel που θέλουμε να δώσουμε αλλά και βέβαια την ίδια την ενορχήστρωση και το ηχογραφημένο υλικό....μερικά απλά tips και παραδείγματα.... - Η επιλογή "φυσικών" χώρων (room, hall κλπ) δημιουργεί πιο εύκολα την εικόνα ενός οργανικού, φυσικού αποτελεσματος και συνδυάζεται πολύ όμορφα με φυσικά οργανα και μεγάλο έυρος δυναμικών καθώς αυτοί οι τύποι reverberation ανταποκρίνοντε και αλληλεπιδρούν πιο καλά με το αντίστοιχο ηχογραφημένο υλικό. - Αντίστροφα η επιλογή εντελώς τεχνητών τύπων (plate, spring) αν και έχουν πιο ιδιαίτερο χαρακτήρα και μπορούν να δώσουν μια πιο vintage και χαρακτηριστική χροιά στο υλικό, εν τούτοις δεν μπορούν να δώσουν την έννοια της τοποθέτησης στον χώρο....αντίστοιχα όμως αποτελούν την ιδανική επιλογή για να συνοδέψουν ηλεκτρικά όργανα ή heavily επεξεργασμένες πηγές. - Θα πρέπει γενικά να προσπαθούμε το decay time να είναι "κουρδισμένο" χρονικά με το groove του κομματιού, να μην υπάρχει δηλαδή αλληλοκάλυψη στα peaks and dips του κάθε οργάνου. Τέλος σε ότι αφορά το τρίτο σκέλος εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο γενικά και υποκειμενικά.....αυτό που έχει ίσως την μεγαλύτερη σημασία είναι να μπορέσουμε να επιλέξουμε σωστά τα σημεία και συστατικά που πρέπει είτε να ενδυναμώσουμε ως παρουσία στον χώρο είτε να απομακρύνουμε...κάτι που φυσικα αλλάζει κατά περίσταση και από κομμάτι σε κομμάτι.....σίγουρα παντως πρέπει να ΄'εχουμε στο μυαλό μας το σοφό ρητό "ουκ εν τω πολλώ το ευ". Ας δούμε τέλος κάποια γενικά tips σχετικά με την χρήση του reverb... - μην διστάζετε να χρησμοποιήτε πολλά διαφορετικά όργανα στον ίδιο επεξεργαστή ή και επεξεργαστές....τόσο ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν τα ετερόκλητα πολλές φορές συστατικά - όργανα μέσα στον ίδιο reverberator όσο και ο συνδυασμός πολλών διαφορετικών reverberators είναι πολύ βασικά συστατικά ενός επιτυχημένου μιξ. - σε συνέχεια του προηγούμενου....χρησιμοποιήτε aux sends.....διευκολύνει τόσο το παραπάνω σενάριο όσο και την σωστή ποσόστοση του προς επεξεργασία σήματος, την ομαδοποίηση αλλά και τον έυκολο έλεγχο και παραμετροποίηση του εφφε. - δουλέψτε με το automation με βάση την ροή και τις ανάγκες του κάθε κομματιού.....έχετε όμως υπόψην το εξής είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα το να μεταβάλεις το ποσοστό που οδηγεί τον επεξεργαστή (send) από το να μεταβάλεις την έξοδο του (fx return level). Πειραματιστίτε και με τα 2 και επιλέξτε αυτό που κατά περίσταση θα σας δώσει το καλύτερο αποτέλεσμα ή φυσικά και συνδυασμό τους. - αξιοποιήστε την δυνατότητα pre / post fader send κατά περίσταση...μπορεί ναμεταβάλει δραματικά τα αποτελέσματα ειδικά σε σχέση με το level automation του κάθε track. - Γενικότερα ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που οδηγούν σε φτωχά αποτελέσματα είναι η έλειψη "κίνησης" στο reverberation....πως μπορούμε να δώσουμε κίνηση?....από το automation του send/return, την μεταβολή της αναλογίας wet / dry αλλά και πιο περίπλοκες κινήσεις όπως η προσθήκη modulation στην επιστροφή του εφφέ, η κίνηση της επσιστροφής στην στερεοφωνική εικόνα, η προσθήκη automated filtering και eq στην επιστροφή και πολλά ακόμη.... - Προσπαθήστε να προσαρμόσετε την χροιά του κάθε επεξεργαστή στις δικές σας ανάγκες...δεν υπάρχει πρέπει ή δεν πρέπει.....όπως πολύ έυκολα χρησιμοποιούμε ένα High Pass για να "αδειάσουμε" περιττό υλικό από το Low end έτσι αντίστοιχα δεν υπάρχει λόγος να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα Low Pass είτε για να γλιτώσουμε από τα ενοχλητικά "ψηλά" που μπορεί να προσθέσει ένα reverberator είτε για να δώσουμε μια πιο vintage χροια κλπ κλπ - To compression μπορεί να αποτελέσει πολύ δυνατό εργαλείο στην συνολική επεξεργασία του reverb είτε προσαρμόζωντας το τέλεια στην δυναμική κίνηση του track, είτε βοηθώντας να αναδείξουμε κάποια δυσδιάκριτα στοιχεία του χωρίς να αναγκαστούμε να το φέρουμε πιο μπροστά ως level, είτε βέβαια σαν ένα πολύ δραστικό soundshaping εργαλείο για δημιουργία πιο "ειδικών" εφφέ. - Το busing/grouping είναιεπίσης ένα πολύ σημαντικό στοιχείο σε αυτό το είδος της επεξεργασίας.....το σημείο δηλαδή στο οποίο θα ρουτάρουμε στο ίδιο bus καθαρό και επεξεργασμένο σήμα για περαιτέρω κοινή επεξεργασία...πχ η δρομολόγηση των ήδη μεμονομένα επεξεργασμένων vocal tracks σε ένα νέο stereo bus μαζί με τα reverberators (και αντιστοιχα delay lines, modulation fx κλπ) και η περαιτέρω κοινή επεξεργασία τους μέσω ενός διακριτικού συνολικού eq'ing και gluing compression μπορεί να κάνει πολύ μεγάλη διαφορά στο συνολικό στήσιμο του κομματιού. - Μη διστάζετε να πειραματιστείτε με οτιδήποτε, από την οποιαδήποτε επεξεργασία στην επιστροφή του reverberator αλλά και την επιλογή ετερόκλητων τύπων ως την χρήση reamping για την επιστροφή, την οδήγηση της επιστροφής από πολαπλά delay lines κλπ κλπ ...αλλά να έχετε στο μυαλό σας πως είναι πολύ εύκολο να ενθουσιαστούμε με κάτι που συνεισφέρει ελάχιστα έως καθόλου στο κομμάτι και φυσικά πως ένα από τα βασικά στοιχεία που δίνουν ενδιαφέρον σε ένα πετυχημένο μιξ είναι η διακριτική παρουσία από τέτοια μικρά "στολίδια" που περιμένουν να ανακαλυφθούν από τον ακροατή μέσα από διαδοχικές ακροάσεις και όχι απαραίτητα εμφανή με το πρώτο άκουσμα. - Τέλος μη διστάσετε να χρησιμοποιήσετε στο έπακρο την όποια δυνατότητα έχετε για φυσικό reverberation είτε μεμονωμένα είτε συνδυασμένη με την χρήση τεχνητής αντήχησης μέσω επεξεργαστών...αλλά αυτά θα τα πούμε σε κάποιο άλλο άρθρο. ....ελπίζω τα παραπάνω να σας βοηθήσουν να θέσετε ή να επαναπροσδιορίσετε κάποιες βασικές αρχές και από εκεί και περα συνεχίστε ακάθεκτοι τον πειραματισμό και την προσπάθεια χωρίς να περιορίζεστε σε καλούπια γιατί οπως ισχύει πάντα....."if it sounds good, it is good" keep making music
×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου