Προς το περιεχόμενο
  • Κάπως Έτσι...


    epikouris
     
    Εισαγωγή: Το παρακάτω κείμενο ήταν ένα απλό, εντελώς προσωπικό e-mail που έστειλα στους εγχώριους μπλουζίστες μουσικούς και λατρεμένους φίλους μου.

    Το έστειλα και στο Γιάννη τον Μεθενίτη που με παρότρυνε να το ανεβάσω σαν άρθρο στο ΝΟΙΖ πιστεύοντας ότι σε πολλά μέλη θα ξαναθυμίσει τα χαμένα χρόνια της αθωότητας. Έτσι λοιπόν το ρίχνω αυτούσιο, χωρίς αλλαγές και σε όλους εσάς.

    Αφιερωμένο σε όλους όσους πλησιάζουν τα 50 αλλά και στους νεότερους που επιθυμούν να μάθουν τα πεπραγμένα της προηγούμενης γενιάς.
     
                                               ***********
    «Τώρα, μέσα που στο λιγοστό χρόνο που βρίσκω και σκαλίζω την ιστορία του μπλουζ μιας και αποφάσισα να γράψω ένα βιβλιαράκι επιχειρώντας να προσεγγίσω αυτή τη μουσική μέσα από τα μάτια του δικού μου ψυχισμού,  γυρνάω πίσω, πολύ πίσω στο χρόνο. Παρακολουθώ το φιλμ της μέχρι τώρα ζωής μου και νοσταλγώ τις εικόνες,  τα αρώματα της πρώτης φοράς, της φοράς που συνάντησα τα μπλουζ και τα άφησα να τρυπώσουν μέσα μου, να φωλιάσουν και να κατοικήσουν για πάντα μέσα στο καβούκι της ταπεινής μου ύπαρξης.

    Γυμνάσιο, ετών 14άρων. Το Ροκ πλημμύριζε τα πάντα, πάρτυ εφήβων σε κάθε γειτονιά, Pink Floyd, Deep Purple, The Who, The Doors και πολύ Rory Gallagher. Χορός με φανταστικές κιθάρες που σόλαραν αόρατες στα χέρια μας. Πιτσιρικάδες εκστασιασμένοι. Ορεξάτοι για επαναστάσεις που συνήθως κατέληγαν άδοξα, περιορισμένες σε μια σχολική αποχή γιατί κοβόταν το χαρτζιλίκι. Τσάρκες στην Αθήνα με το λεωφορείο που κατέληγε στη Μενάνδρου, τσάρκα στα δισκάδικα, ενίοτε και καμιά μπουρδελότσαρκα και όνειρα πολλά. Όνειρα και σχέδια για να κατακτήσουμε τον κόσμο, να τον κάνουμε δικό μας. Τα Σαββατοκύριακα μάζωξη πότε στο σπίτι του ενός και πότε του άλλου. Scorpions, Amon Dull, Ian Dury, Genesis, Procol Harum, Jethro Tull. Εποχή της κασέτας και του βινυλίου αλλά για τους προνομιούχους που είχαν στερεοφωνικά της προκοπής. Ρεφενές να αγοραστεί κάποιος δίσκος και μετά να γίνει κασέτες, πολλές κασέτες για να μοιραστεί στη παλιοπαρέα..............

    Λύκειο. Εποχή αποφάσεων για τη σχολή και το μελλοντικό επάγγελμα. Έτσι νωρίς γίνονται όλα σ' αυτή τη χώρα . Πολύ νωρίς αποφασίζει το πολιτειακό σύστημα να μας "ωριμάσει" και να μας εντάξει στο ζελέ του, στα όριά του, στη διατροφή του.

    Βαγγέλης Λ, συμμαθητής μου. Γνωριστήκαμε στην Α' Λυκείου. Ψηλός, αδύνατος μαυριδερός. Προνομιούχος. Είχε καλό στερεοφωνικό και αγόραζε πολλούς δίσκους. Δύο πράγματα ήξερε καλά. Τα δισκάδικα και τα μπουρδέλα. Αντρίζαμε και οι μπαμπάδες μας, είχαν έγνοια το πρώτο μας "βάπτισμα" στον έρωτα που αναπόφευκτα  λόγω της παρακμιακής μας παράδοσης όφειλε να είναι αγοραίος εκείνα τα χρόνια. Αυτό το σιχαινόμουν. Βόλτες και τσάρκες στα μέρη τα πονηρά πήγα αρκετές. Ποτέ δεν έκατσα, όμως. Φοβόμουν, ντρεπόμουν, με έπιανε κρύος ιδρώτας, κόμπλαρα, έχανα το κόσμο κάτω από τα πόδια μου.

    Κανένα πρόβλημα όμως. Το χαρτζιλίκι του μπαμπά που δινόταν γι' αυτό το σκοπό, δεν πήγαινε χαμένο. Αγόραζα δίσκους. Με το Βαγγέλη αρχηγό, πηγαίναμε λοιπόν όλοι μαζί παρέα στα μπουρδέλα, τους περίμενα υπομονετικά να ξεκα@@σουν και μετά ερχόταν η σειρά μου για επίσκεψη στα δισκάδικα. Tζίνα, Music Corner, Jazz Rock στο Μοναστηράκι, Philodisc αλλά και στους χύμα μεταχειρισμένους δίσκους που άπλωναν οι πονηροί τυπάδες στη Πλάκα και το Μοναστηράκι.

    Όταν το χαρτζιλίκι δεν έφτανε, έκρυβα τους δίσκους σε ράφια άλλης μουσικής και περίμενα να πάω να τους τσιμπήσω όταν ξαναμάζευα φράγκα. Το "στερεοφωνικό" μου ήταν της πλάκας. Με τη βοήθεια του φίλου μου του Τάκη, γιου του καφετζή της γειτονιάς μας, γνωρίστηκα με έναν τύπο που είχε αρκετά πάρε-δώσε με εμπόρους Αθίγγανους από την Αγία Βαρβάρα, το λημέρι τους, το γκέτο τους δηλαδή. Πήγα λοιπόν μια κυριακή μαζί με το φίλο μου και τον πελάτη του καφενείου που τους ήξερε, να αγοράσω το στερεοφωνικό μου. Είχα δει το "στερεοφωνικό" του Τάκη και το λιγουρεύτηκα γιατί είχε πολλά φωτάκια. Η μάρκα ήταν "TECSONIC" αλλά δεν έλεγε που κατασκευάστηκε. Το έφερα στο σπίτι με καμάρι έχοντας πληρώσει κάποιες χιλιάδες δραχμές. Σπουδαίο δώρα του πατέρα μου! Το πικάπι (ιδίας μάρκας) είχε βελόνα για όργωμα. Φοβούμενος ο μακαρίτης ο γέρος μου μη του καταστρέψω τη συλλογή του με τα Φλαμένκο, τα Ουγγρικά βιολιά και τους LOS INCAS, μου πήρε ένα πικάπ SILVER με κεφαλή PANASONIC.

    H αγορά των δίσκων ήταν ιεροτελεστία. Το εξώφυλλο, η μυρωδιά του χαρτιού, τα αυλάκια του δίσκου, τα καθαριστικά για το βινύλιο αλλά και τα χρατς χρουτς που πολλές φορές δεν έφευγαν ούτε με καθαρό οινόπνευμα, είναι κομμάτι από τις αναμνήσεις μου. Αγόραζα ανελλιπώς το ΠΟΠ & ΡΟΚ και διάβαζα τις κριτικές των δίσκων. Είχα σταμπάρει  ένα τύπο που έγραφε δισκοκριτικές και τον εμπιστευόμουν. Πητ Κωνσταντέας. Όταν έδινε "Α", ξαμολιόμουν να τσιμπήσω το δίσκο. Τις περισσότερες φορές πραγματικά άξιζε τον κόπο γιατί τα γούστα του Πητ φαίνεται πως ήταν παρόμοια με τα δικά μου.

    Β' Λυκείου.
    "Θα φύγεις μόλις τελειώσεις το λύκειο. Δεν θέλω να περάσεις εδώ. Θα πας  Αμερική." Οι κουβέντες του πατέρα μου. Εκτελωνιστής τότε, η δουλειά πήγαινε αρκετά καλά, πολλά παιδιά συναδέλφων του σπούδαζαν στις ΗΠΑ. Ήθελε λοιπόν να πάω και εγώ να σπουδάσω εκεί. Εγώ δεν ήθελα. Είχα τα φιλαράκια μου που αγοράζαμε δίσκους και μιλάγαμε για χαμένους πολιτισμούς τα βράδια, είχα τη Σοφούλα, τη συνομήλική μου γειτόνισσα που με ξεχαρμάνιαζε άνευ πλήρους διεισδύσεως, είχα και τη κάψα μου να σπουδάσω φιλοσοφία. Τη δουλειά είχα εγώ με τις πολιτικές επιστήμες και τα οικονομικά που μου τσαμπούναγε ο γέρος μου. Οι πιέσεις όμως ήταν πολλές. Αντιρρήσεις ο γέρος δε σήκωνε. Παραλίγο να σκάσει ένα τεράστιο τασάκι από αλάβαστρο στα πόδια μου όταν τόλμησα να τον απειλήσω πως αν δεν μου έπαιρνε κιθάρα και δεν με έγραφε σε ωδείο, θα έφευγα (και καλά) από το σπίτι!

    Έτσι λοιπόν, από τη Β' Λυκείου ξεκίνησα τα εντατικά Αγγλικά και προετοιμασία για TOEFL και SAT. Καθηγήτριά μου η Μαριαλένα Γκιαμίλη, όμορφη και γλυκιά. Ελληνοαμερικάνα γεννημένη στο Σικάγο. Σ' αυτή τα χρωστάω τη γνωριμία μου με τα μπλουζ που τόσο πολύ αγαπούσε..  Στις διάφορες κουβέντες που κάναμε, περιλαμβανόταν και η μουσική. Με αυτή κατάλαβα οτι το μπλουζ δεν είναι η αργή μουσική που ακούνε τα αγοράκια σε πάρτυ με τα φώτα χαμηλωμένα και με τα χέρια έτοιμα να χουφτώσουν τα κοριτσάκια με τα μίνι και τα σοσονάκια υπό τη θέα του VAT 69 και του Cinzano.

    Kαι ο πρώτος δίσκος; Μου είχε  φτιάξει μια λίστα με δίσκους να αγοράσω η καλή μου δασκάλα. Ο πρώτος ήταν αυτός που με έστειλε απευθείας στην αγκαλιά του μπλουζ. Michael Bloomfield, Nick Gravenites and Friends, Live at Bill Graham's Filmore West. Αρρώστησα! Δεν θυμάμαι πόσες φορές έπαιξα αυτό το δίσκο. Στο τέλος πλέον δεν ακουγόταν από τη πολύ χρήση. Ακολούθησαν και άλλοι Bloomfield και Paul  Butterfield δίσκοι . White Blues at its best........

    O Mike Bloomfield ήταν, είναι και θα είναι ο ήρωάς μου. Τον λάτρεψα και τον λατρεύω και ας έφυγε άδοξα, μέσα μου ζει.

    Αμερική
    Πρωτοετής φοιτητής στο Southern Illinois University (SIU). Υποχρεωτικό μάθημα μια περατζάδα από τη λογοτεχνία. Καθηγήτρια, η Susan Springel Martel. Kοντούλα, με δύο τεράστια μπλε μάτια, γαλλική μύτη και πολύ χαμόγελο. Αυτή με πήγε στα βαθιά. Στο νέγρικο μπλουζ. Με ταξίδεψε στους ήχους του Δέλτα και του Σικάγο. Αυτό ήταν. Είχα ήδη βαπτιστεί στα λασπονέρια (muddy waters). Μετά ήρθε μια άλλη κυρία που γνώριζε και αγαπούσε τα μπλουζ. Με γύρισε παντού, σε κόσμους αληθινούς που δεν θα κατάφερνα να γνωρίσω ποτέ μόνος μου. Μαζί βρεθήκαμε στο New Jersey αρκετά χρόνια μετά για μεταπτυχιακά και ζήσαμε συντροφεμένα για χρόνια. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία. Δική μου ιστορία με τέλος κακό που ενίοτε μεταμορφώνεται σε εφιάλτη και με ξεμοναχιάζει για να με γεμίσει χολή.

    Δεν πειράζει, προχωράμε.....

    Μελετάω με λεπτομέρεια την ιστορία των μπλουζ του Σικάγο. Συναρπαστική από κάθε άποψη. Συναρπαστική και η ιστορία του Michael Bloomfield που εγκατέλειψε τα καλούδια της τεράστιας εταιρίας του πατέρα του (αργότερα μετεξελίχθηκε στο γνωστό σε όλους μας κολοσσό BEATRICE FOODS) για να ακούσει και να παίξει τα μπλουζ του ζητώντας από τη νέγρα υπηρέτρια που είχαν στο σπίτι του να τον μπάσει στα καπηλειά του south side  για να δει τα  ιερά τέρατα του μπλουζ , τα δικά του τα ινδάλματα που τον είδαν, αναγνώρισαν το ταλέντο του και τον ανέβασαν στο πάλκο να παίξει μαζί τους. Έφυγε στα 30 κάτι του χρόνια!

    Τον παλιό μου φίλο και συμμαθητή, το Βαγγέλη Λ, τον πέτυχα τις προάλλες στο ΤΕΒΕ. Όταν έκανα Αγγλικά για να φύγω, αυτός δήλωνε πως έχει γνωστή κάποια ανιψιά ενός πρώην πρωθυπουργού (που είχε πρόβλημα στο να αρθρώνει το "ρ") και πως θα έφευγε για ΗΠΑ νωρίτερα από μένα. Τελικά, δεν έφυγε ποτέ. Έπιασε δουλειά σε ένα μαγαζί με μπαχαρικά στην Ευριπίδου, παντρεύτηκε την πολύ νεώτερή του κόρη του αφεντικού, έκανε μαζί της 2 παιδιά, πούλησε τους ΡΟΚ δίσκους του και το έριξε στα λαϊκά. Άτυχος! Η πολύ νεότερη γυναίκα του, γνώρισε κάποιον από το σύλλογο γονέων και κηδεμόνων του σχολείου των παιδιών της  και τον έτζασε. Τώρα κατοικεί μόνιμα στη Σαλαμίνα και κάνει μεροκάματα  οικοδομής.

    Όλα αυτά λοιπόν μου ξαναγύρισαν και είπα να τα ξεράσω στο χαρτί όχι για να τα αφορίσω αλλά για να νοσταλγήσω ξανά τα χρόνια της χαμένης αθωότητας.
    Α! Στέλνω και μια πολύ καλή βιογραφία του ήρωά μου, του Mike Bloomfield.»

    Kαλό βράδυ και καλή ανάγνωση!


    ΥΓ: Με τα λόγια του Mike:

    Hit Parader, February 1967 (feeling the music)
       "Guys like B.B. King and Muddy Waters who are speaking to the people-there are so many things in their music that just completely pass by the kids. Most kids listen to their music because it has a beat or because they know it's Muddy Waters and it means something cloudy and obscure to them. There's so much going on lyrically - an afficione will appreciate things that another cat will miss. I'm using that Spanish word because it's the only one. You have to live it, it's got to be part of you. To get emotional is the most important thing in all music. If you can't get emotions out of your audience, it doesn't mean a thing."

    Rolling Stone, April 1968  (sweet sound)
       "When I'm playing blues guitar real well, it's a lot like B.B. King. But I don't know, it's my own thing when there are major notes and sweet runs. You know I like sweet blues. The English cats play very hard funky blues. Like Aretha sings is how they play guitar. I play sweet blues. I can't explain it. I want to be singing. I want to be sweet."

    Down Beat, June 1969  (advice for young guitarists)
       "I would tell them to try to play as simply as possible, to reassess their musical knowledge to see how much of their music is just mechanized licks, just something they can play with their eyes closed, just involuntary hand usage, and to assess their music on that point-and then clear all that garbage away. Think, if you've got a lick, where can you use it, and break it down into just notes, leading one note into another, see the logic of music, and learn the value of a note. You should be hearing the music in your head, what you want to play, a definite musical pattern.Then play it the way you're hearing it."

    Guitar Player, August 1971  (more advice for young guitarists)
       "All you young guitar players, keep those hands moving and play as much as you can; but my God, if you don't play you must listen because listening to music is sometimes as important as playing. And just don't try to cop hot licks. Try to understand the whole field of music, the whole genre. And once you understand that, then you will see how everything relates to everything. One of my greatest fetishes is American music and how everything relates to it."

    --
    BURIED ALIVE IN THE BLUES

     

    Ημ/νία: 08:43 - 26/10/13

    Feedback χρήστη

    Πρόταση

    Δεν υπάρχουν σχόλια.



    Δημιουργήστε λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

    Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

    Δημιουργήστε λογαριασμό

    Γραφτείτε στην παρέα μας. Είναι εύκολο!

    Δημιουργία λογαριασμού

    Σύνδεση

    Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

    Σύνδεση

×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου