Προς το περιεχόμενο

atreu73

Μέλος
  • Αναρτήσεις

    2.002
  • Μέλος από

  • Τελευταία επίσκεψη

  • Ημέρες που κέρδισε

    4

Αναρτήσεις από atreu73

  1. 16 λεπτά πριν, atreu73 είπε

    πάει το 2ο. Το έφαγε η μαρμάγκα. 

    δυστυχώς έχω πολλά τρακς και για να γράψω κάτι καινούργιο πρέπει να σβήσω τα παλιά διαφορετικά το σύστημα κρασάρει. Αμα σου άρεσε έπρεπε να το κατεβάσεις. 

  2. Εδώ βάζω το τελικό με δική μου μίξη ας πούμε. Η αλήθεια είναι πως το σιχάθηκα μετά από τόσες ώρες δουλειάς και περιέχει πολλά λάθη μα είναι νομίζω καλύτερο από τα προηγούμενα. Και από την εκδοχή του Σίγκαρετ α χα χα χα χαχαχα που και πάλι ευχαριστώ δημοσίως για την πολύτιμη βοήθεια και στα γουαβ με τα χερτζ. Τέλως πάντων. Σας χαιρετώ και σας εύχομαι να υγιαίνετε. 

     

     

    Σε μυστικό κουτί πάνω στο ράφι
    Έκρυψα θυμό και αγωνίες
    Λόγια που με κρατούν και με τρομάζουν
    Φαντάσματα που στέκουν στις γωνίες

    Ανήλεης, ακλόνητος και νέος
    Με χάρη, με τρόπους, με αξίες
    Τους άλλους θ’ αντικρίζω
    Τους άλλους θα κοιτώ
    Πίσω από ωραίες πανοπλίες

    Χρήματα, ακίνητα δικά μου
    Κι ανάσες σε υστερικές πορείες
    Τρίμματα από χαρτί στην άμμο
    Τα παιδικά μου χρόνια
    Η άγρια χαρά
    Που έχασα στις πολυκατοικίες

    Και πρώτος στο βουνό με θάρρη στο θεό
    Τρέξτε πόδια, χτύπα δυνατά καρδιά μου
    Κάποιος με κυνηγά μα ρίχνω μια ματιά
    Και βλέπω πάντα μόνο τη σκιά μου

    Μακριά η ανηφόρα εμπρός μου
    καθρεφτίζεται εντός
    μ' αγαπά όπως ο άδελφός μου
    γνέφει σαν φίλος παλιός

    Ήλιος, μυρωδιά του δάσους, στέμμα ιδρώτα, φως
    Όλο μου το σώμα Αχίλλειος πτέρνα
    Αν μπορούσα να γυρίσω, να ήμουν αλλιώς
    Τρέχω με τα πόδια μου δεμένα

    Και στο δρόμο μου μαζί
    Ο πατέρας μου
    το κουτί μου δε χωρά
    Ένα τέρας μου

    κι αν μπορώ να λυτρωθώ στην άνοδο
    Και να μείνω εδώ, να μείνω εδώ

    Ένα σύντομο φαί για απόλαυση
    Ένα σύντομο φιλί για τη χώνευση

    κι η αλήθεια να περνά
    τόσο ασήμαντη
    τόσο θλίβερη
    τόσο εφήμερη

  3. 23 λεπτά πριν, Terry RoscoeBeck5 είπε

    Αυτό μας έχει καταστρέψει με τον δημιουργό- μας πάνκεψε στα γεράματα 🤩

     

    Αν και είναι tempting 😄, εγώ πάλι θα ήθελα να σας ακούσω στο ίδιο τραγούδι

    χα χα χα. Αυτόν τον συμβιβασμό τον κάνω. Σάμυ διαβάζεις; Ετοίμασε την νεα πανκια σου. 

    • Χαχα 1
  4. 6 ώρες πριν, Terry RoscoeBeck5 είπε

     

    ΥΓ: Ετοιμάσου για μεταγραφή. Δεν είσαι για τους Paragas, είσαι Paragas 🤩

     

    Το έχω πει στον σαμυ πως αν με θέλει για τα τραγούδια του είμαι διαθέσιμος μπαμ μπαμ να κατέβω αθήνα μα με την προυπόθεση ότι δεν θα τραγουδήσει. Μπορεί να με χρησιμοποιήσει αν θέλει για ότι του κατέβει διότι πιστεύω πως προς τον δημιουργό οφείλουμε πειθαρχία. Αυτό που θα βγει δεν ξέρω αν θα είναι του γούστου μου μα θα κάνω ό,τι μου ζητηθεί, εκτός από σεξ, με την προυπόθεση πάντα να μην τραγουδήσει. Μπορεί να απαγγείλει αν θέλει. Η απάντηση του είναι, αντε ρε μαλάκα που θα κατέβεις Αθήνα, μα θα το κάνω. Δε δίνω χρήματα στο στούντιο μα στα ταξίδια είμαι γενναιόδωρος. 

  5. λεφτά σε στούντιο δενδίνω. Προτιμώ να σκοτώσω τη γυναίκα μου. θα τα μάθω μια μέρα κι εγώ. Είμαι σίγουρος. και το τραγούδι δεν έχει τελειώσει, έχει αρκετά λαθη. θα ανεβάσω όταν θα είναι έτοιμο το τελευταίο. 

    • Like 1
  6. Χαίρετε. Θα ανεβάσω σε τούτο νήμα διάφορες παραλλαγές ενός τραγουδιού που ξεκίνησα να γράφω τον Μαίο του 21. 

    Η πρώτη εκδοχή είναι η παρακάτω κι αποτελείται μόνο από φωνή και γούρλιτζερ. 

     

     

    Σε μυστικό κουτί πάνω στο ράφι
    θα κρύψω θυμό και αγωνίες
    λόγια που με κρατούν και με τρομάζουν
    φαντάσματα που στέκουν στις γωνίες

    Ανηλεής, ακλόνητος και νέος
    με χάρη, με τρόπους, με αξίες
    τους άλλους θα αντικρίζω
    τους άλλους θα κοιτώ
    πίσω από ωραίες πανοπλίες

    και πρώτος στο βουνό
    με θάρρη στον Θεό
    και δεν ανέχομαι τις μαλακίες

    Χρήματα, ακίνητα δικά μου
    κι ανάσες σε υστερικές πορείες
    τρίμματα από χαρτί στην άμμο
    τα παιδικά μου χρόνια
    η άγρια χαρά
    που έχασα στις πολυκατοικίες

    και πρώτος στο βουνό
    με θάρρη στον Θεό
    τρέξτε πόδια χτύπα δυνατά καρδιά μου
    κάποιος με κυνηγά μα ρίχνω μια ματιά
    και βλέπω πάντα μόνο τη σκιά μου

     

    Το δεύτερο είναι μεγαλύτερο και περιέχει κι άλλα όργανα. Οι στίχοι δεν είναι τελειωμένοι. 

     

     

    • Like 5
  7. Στις 28/3/2022 στις 4:36 ΜΜ, Yannis Methenitis είπε

    Φοβερό πόνημα! 

    Βοήθησε με σε παρακαλώ να καταλάβω, είτε μου διαφεύγει κάτι, είτε δεν μας λες αρκετά.

    Είναι free form αυτοσχεδιασμός μελωδικά και αν ναι, τι και πως παίζει η ορχήστρα από πίσω και από ποιούς;

     

    Όχι. Στο μεγαλύτερο μέρος του είναι ξεχωριστά τραγούδια. Σε ελάχιστες περιπτώσεις αφήνω αυτοσχεδιαστικές μελωδικές γραμμές γιατί ο συνδυασμός τραγουδιού, κρατώντας κάποιο ρυθμό και μια μουσική φράση με αρχή μέση και τέλος σπάνια πατουν καλά στον λόγο που έχει τις δικές του νοηματικές ενότητες. Θα έχει κανα 3-4 κομματάκια της στιγμής μέσα. Τα υπόλοιπα είναι συνθέσεις από μια θαυμάσια ορχήστρα του φημισμένου east-west για αυτό ακούγεται τόσο φυσική. Δεν παίζει κανένας άλλος.  

    Αυτό που παίζει πατάει σε βασικές γραμμές στο κομμάτι μα με κάποια αντίστιξη εδώ και κει για να δώσει και μια ιδέα σε ό,τι ακολουθεί. Το πρόβλημα είναι ότι όταν μιλούν οι χαρακτήρες δεν τελειώνουν πάντα με την μουσική φράση κι εκεί πρέπει να συμβιβαστώ και να προχωρήσω κλείνοντας την μελωδία με υλικό άσχετο πολλές φορές με ό,τι προηγήθηκε. 

    Στα μέρη του χορού κρατώ όσο γίνεται αυτό που νομίζω έχω προαναφέρει σαν ρυθμό. 

    Το δακτυλικό εξάμετρο βέβαια έχει πολλές παραλλαγές όπως και μια παύση στη μέση (στο 3) και μια ακόμα στο τέλος). 

    dactylic-hexameter3-l.jpg

    • Like 1
  8. Δυστυχώς φίλοι έχω σβήσει  όλα τα λινκ διότι δέχθηκα κάποια μηνύματα περί πνευματικών δικαιωμάτων όχι για τη μουσική μα για τους στίχους από κάποιο απόγονο του ποιητή. Ωστόσο συγκέντρωσα ολόκληρη τη α' ραψωδία σε ένα άλλο λογαριασμό που ελπίζω να μείνει κρυφός από τον εν λόγω κύριο που απείλησε με μηνύσεις. 

     

    Εδώ λοιπόν σας βάζω όλα τα λινκ της πρώτης ραψωδίας. 

     

     

    Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληιάδεω Ἀχιλῆος
    οὐλομένην, ἣ μυρί’ Ἀχαιοῖς ἄλγε’ ἔθηκε,
    πολλὰς δ’ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄϊδι προΐαψεν
    ἡρώων, αὐτοὺς δὲ ἑλώρια τεῦχε κύνεσσιν
    οἰωνοῖσί τε πᾶσι· Διὸς δ’ ἐτελείετο βουλή·

    ἐξ οὗ δὴ τὰ πρῶτα διαστήτην ἐρίσαντε
    Ἀτρεΐδης τε ἄναξ ἀνδρῶν καὶ δῖος Ἀχιλλεύς.
    Τίς γάρ σφωε θεῶν ἔριδι ξυνέηκε μάχεσθαι;
    Λητοῦς καὶ Διὸς υἱός· ὃ γὰρ βασιλῆι χολωθεὶς

    νοῦσον ἀνὰ στρατὸν ὦρσε κακήν, ὀλέκοντο δὲ λαοί,
    οὕνεκα τὸν Χρύσην ἠτίμασεν ἀρητῆρα
    Ἀτρεΐδης· ὃ γὰρ ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν
    λυσόμενός τε θύγατρα φέρων τ’ ἀπερείσι’ ἄποινα,

    στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος
    χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς,
    Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω, κοσμήτορε λαῶν·

    «Ἀτρεΐδαι τε καὶ ἄλλοι ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί,
    ὑμῖν μὲν θεοὶ δοῖεν Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες
    ἐκπέρσαι Πριάμοιο πόλιν, εὖ δ’ οἴκαδ’ ἱκέσθαι·
    παῖδα δ' ἐμοὶ λύσαιτε φίλην, τὰ δ’ ἄποινα δέχεσθαι,
    ἁζόμενοι Διὸς υἱὸν ἑκηβόλον Ἀπόλλωνα.»

    Ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ
    αἰδεῖσθαί θ’ ἱερῆα καὶ ἀγλαὰ δέχθαι ἄποινα·
    ἀλλ' οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ,
    ἀλλὰ κακῶς ἀφίει, κρατερὸν δ’ ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·

    «Μή σε, γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω
    ἢ νῦν δηθύνοντ’ ἢ ὕστερον αὖτις ἰόντα,
    μή νύ τοι οὐ χραίσμῃ σκῆπτρον καὶ στέμμα θεοῖο·
    τὴν δ’ ἐγὼ οὐ λύσω· πρίν μιν καὶ γῆρας ἔπεισιν
    ἡμετέρῳ ἐνὶ οἴκῳ ἐν Ἄργεϊ, τηλόθι πάτρης,
    ἱστὸν ἐποιχομένην καὶ ἐμὸν λέχος ἀντιόωσαν·
    ἀλλ’ ἴθι μή μ’ ἐρέθιζε, σαώτερος ὥς κε νέηαι.»

    Ὣς ἔφατ’· ἔδεισεν δ’ ὁ γέρων καὶ ἐπείθετο μύθῳ·
    βῆ δ’ ἀκέων παρὰ θῖνα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης·
    πολλὰ δ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε κιὼν ἠρᾶθ’ ὁ γεραιὸς
    Ἀπόλλωνι ἄνακτι, τὸν ἠύκομος τέκε Λητώ·

    «Κλῦθί μευ, Ἀργυρότοξ’, ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας
    Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις,
    Σμινθεῦ, εἴ ποτέ τοι χαρίεντ’ ἐπὶ νηὸν ἔρεψα,
    ἢ εἰ δή ποτέ τοι κατὰ πίονα μηρί’ ἔκηα
    ταύρων ἠδ’ αἰγῶν, τὸδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ·
    τίσειαν Δαναοὶ ἐμὰ δάκρυα σοῖσι βέλεσσιν.»

    Ὣς ἔφατ’ εὐχόμενος, τοῦ δ’ ἔκλυε Φοῖβος Ἀπόλλων,
    βῆ δὲ κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων χωόμενος κῆρ,
    τόξ’ ὤμοισιν ἔχων ἀμφηρεφέα τε φαρέτρην·
    ἔκλαγξαν δ’ ἄρ’ ὀιστοὶ ἐπ’ ὤμων χωομένοιο,
    αὐτοῦ κινηθέντος· ὁ δ’ ἤιε νυκτὶ ἐοικώς·

     

     

    ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπάνευθε νεῶν, μετὰ δ᾽ ἰὸν ἕηκε:
    δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ᾽ ἀργυρέοιο βιοῖο:
    50οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς,
    αὐτὰρ ἔπειτ᾽ αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιεὶς
    βάλλ᾽: αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί.

    ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο,
    τῇ δεκάτῃ δ᾽ ἀγορὴν δὲ καλέσσατο λαὸν Ἀχιλλεύς:
    55τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη:
    κήδετο γὰρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνήσκοντας ὁρᾶτο.
    οἳ δ᾽ ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν ὁμηγερέες τε γένοντο,
    τοῖσι δ᾽ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς:
    Ἀτρεΐδη νῦν ἄμμε παλιμπλαγχθέντας ὀΐω
    60ἂψ ἀπονοστήσειν, εἴ κεν θάνατόν γε φύγοιμεν,
    εἰ δὴ ὁμοῦ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς:
    ἀλλ᾽ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα
    ἢ καὶ ὀνειροπόλον, καὶ γάρ τ᾽ ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν,
    ὅς κ᾽ εἴποι ὅ τι τόσσον ἐχώσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,
    65εἴτ᾽ ἄρ᾽ ὅ γ᾽ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται ἠδ᾽ ἑκατόμβης,
    αἴ κέν πως ἀρνῶν κνίσης αἰγῶν τε τελείων
    βούλεται ἀντιάσας ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι.

    ἤτοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο: τοῖσι δ᾽ ἀνέστη
    Κάλχας Θεστορίδης οἰωνοπόλων ὄχ᾽ ἄριστος,
    70ὃς ᾔδη τά τ᾽ ἐόντα τά τ᾽ ἐσσόμενα πρό τ᾽ ἐόντα,
    καὶ νήεσσ᾽ ἡγήσατ᾽ Ἀχαιῶν Ἴλιον εἴσω
    ἣν διὰ μαντοσύνην, τήν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων:
    ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:
    ὦ Ἀχιλεῦ κέλεαί με Διῒ φίλε μυθήσασθαι
    75μῆνιν Ἀπόλλωνος ἑκατηβελέταο ἄνακτος:
    τοὶ γὰρ ἐγὼν ἐρέω: σὺ δὲ σύνθεο καί μοι ὄμοσσον
    ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν:
    ἦ γὰρ ὀΐομαι ἄνδρα χολωσέμεν, ὃς μέγα πάντων
    Ἀργείων κρατέει καί οἱ πείθονται Ἀχαιοί:
    80κρείσσων γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηϊ:
    εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ,
    ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ,
    ἐν στήθεσσιν ἑοῖσι: σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις.

    τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς:
    ‘85θαρσήσας μάλα εἰπὲ θεοπρόπιον ὅ τι οἶσθα:
    οὐ μὰ γὰρ Ἀπόλλωνα Διῒ φίλον, ᾧ τε σὺ Κάλχαν
    εὐχόμενος Δαναοῖσι θεοπροπίας ἀναφαίνεις,
    οὔ τις ἐμεῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο
    σοὶ κοίλῃς παρὰ νηυσί βαρείας χεῖρας ἐποίσει
    90συμπάντων Δαναῶν, οὐδ᾽ ἢν Ἀγαμέμνονα εἴπῃς,
    ὃς νῦν πολλὸν ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι.

    καὶ τότε δὴ θάρσησε καὶ ηὔδα μάντις ἀμύμων:
    οὔ τ᾽ ἄρ ὅ γ᾽ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὐδ᾽ ἑκατόμβης,
    ἀλλ᾽ ἕνεκ᾽ ἀρητῆρος ὃν ἠτίμησ᾽ Ἀγαμέμνων,
    95οὐδ᾽ ἀπέλυσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ᾽ ἄποινα,
    τοὔνεκ᾽ ἄρ᾽ ἄλγε᾽ ἔδωκεν ἑκηβόλος ἠδ᾽ ἔτι δώσει:
    οὐδ᾽ ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει
    πρίν γ᾽ ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην
    ἀπριάτην ἀνάποινον, ἄγειν θ᾽ ἱερὴν ἑκατόμβην
    100ἐς Χρύσην: τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν.

    ἤτοι ὅ γ᾽ ὣς εἰπὼν κατ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο: τοῖσι δ᾽ ἀνέστη
    ἥρως Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
    ἀχνύμενος: μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι
    πίμπλαντ᾽, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην:
    105Κάλχαντα πρώτιστα κάκ᾽ ὀσσόμενος προσέειπε:
    μάντι κακῶν οὐ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας:
    αἰεί τοι τὰ κάκ᾽ ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι,
    ἐσθλὸν δ᾽ οὔτέ τί πω εἶπας ἔπος οὔτ᾽ ἐτέλεσσας:
    καὶ νῦν ἐν Δαναοῖσι θεοπροπέων ἀγορεύεις
    110ὡς δὴ τοῦδ᾽ ἕνεκά σφιν ἑκηβόλος ἄλγεα τεύχει,
    οὕνεκ᾽ ἐγὼ κούρης Χρυσηΐδος ἀγλά᾽ ἄποινα
    οὐκ ἔθελον δέξασθαι, ἐπεὶ πολὺ βούλομαι αὐτὴν
    οἴκοι ἔχειν: καὶ γάρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα
    κουριδίης ἀλόχου, ἐπεὶ οὔ ἑθέν ἐστι χερείων,
    115οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ᾽ ἂρ φρένας οὔτέ τι ἔργα.
    ἀλλὰ καὶ ὧς ἐθέλω δόμεναι πάλιν εἰ τό γ᾽ ἄμεινον:
    βούλομ᾽ ἐγὼ λαὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι:
    αὐτὰρ ἐμοὶ γέρας αὐτίχ᾽ ἑτοιμάσατ᾽ ὄφρα μὴ οἶος
    Ἀργείων ἀγέραστος ἔω, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε:
    120λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ.

    τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς:
    Ἀτρεΐδη κύδιστε φιλοκτεανώτατε πάντων,
    πῶς γάρ τοι δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοί;
    οὐδέ τί που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά:
    125ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται,
    λαοὺς δ᾽ οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ᾽ ἐπαγείρειν.
    ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν τήνδε θεῷ πρόες: αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
    τριπλῇ τετραπλῇ τ᾽ ἀποτείσομεν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
    δῷσι πόλιν Τροίην εὐτείχεον ἐξαλαπάξαι.

     

     

    τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων:
    μὴ δ᾽ οὕτως ἀγαθός περ ἐὼν θεοείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ
    κλέπτε νόῳἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις.
     ἐθέλεις ὄφρ᾽ αὐτὸς ἔχῃς γέραςαὐτὰρ ἔμ᾽ αὔτως
    ἧσθαι δευόμενονκέλεαι δέ με τήνδ᾽ ἀποδοῦναι;
    135ἀλλ᾽ εἰ μὲν δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοὶ
    ἄρσαντες κατὰ θυμὸν ὅπως ἀντάξιον ἔσται:
    εἰ δέ κε μὴ δώωσιν ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι
     τεὸν  Αἴαντος ἰὼν γέρας Ὀδυσῆος
    ἄξω ἑλών δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι.
    140ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις,
    νῦν δ᾽ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν,
    ἐν δ᾽ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομενἐς δ᾽ ἑκατόμβην
    θείομενἂν δ᾽ αὐτὴν Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον
    βήσομενεἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνὴρ βουληφόρος ἔστω,
    145 Αἴας  Ἰδομενεὺς  δῖος Ὀδυσσεὺς
    ἠὲ σὺ Πηλεΐδη πάντων ἐκπαγλότατ᾽ ἀνδρῶν,
    ὄφρ᾽ ἥμιν ἑκάεργον ἱλάσσεαι ἱερὰ ῥέξας.

    τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς:
     μοι ἀναιδείην ἐπιειμένε κερδαλεόφρον
    150πῶς τίς τοι πρόφρων ἔπεσιν πείθηται Ἀχαιῶν
     ὁδὸν ἐλθέμεναι  ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι;
    οὐ γὰρ ἐγὼ Τρώων ἕνεκ᾽ ἤλυθον αἰχμητάων
    δεῦρο μαχησόμενοςἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν:
    οὐ γὰρ πώποτ᾽ ἐμὰς βοῦς ἤλασαν οὐδὲ μὲν ἵππους,
    155οὐδέ ποτ᾽ ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βωτιανείρῃ
    καρπὸν ἐδηλήσαντ᾽ἐπεὶ  μάλα πολλὰ μεταξὺ
    οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα:
    ἀλλὰ σοὶ  μέγ᾽ ἀναιδὲς ἅμ᾽ ἑσπόμεθ᾽ ὄφρα σὺ χαίρῃς,
    τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε κυνῶπα
    160πρὸς Τρώωντῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις:
    καὶ δή μοι γέρας αὐτὸς ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς,
     ἔπι πολλὰ μόγησαδόσαν δέ μοι υἷες Ἀχαιῶν.
    οὐ μὲν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας ὁππότ᾽ Ἀχαιοὶ
    Τρώων ἐκπέρσωσ᾽ εὖ ναιόμενον πτολίεθρον:
    165ἀλλὰ τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο
    χεῖρες ἐμαὶ διέπουσ᾽ἀτὰρ ἤν ποτε δασμὸς ἵκηται,
    σοὶ τὸ γέρας πολὺ μεῖζονἐγὼ δ᾽ ὀλίγον τε φίλον τε
    ἔρχομ᾽ ἔχων ἐπὶ νῆαςἐπεί κε κάμω πολεμίζων.
    νῦν δ᾽ εἶμι Φθίην δ᾽ἐπεὶ  πολὺ φέρτερόν ἐστιν
    170οἴκαδ᾽ ἴμεν σὺν νηυσὶ κορωνίσινοὐδέ σ᾽ ὀΐω
    ἐνθάδ᾽ ἄτιμος ἐὼν ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν.

    τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων:

    φεῦγε μάλ᾽ εἴ τοι θυμὸς ἐπέσσυταιοὐδέ σ᾽ ἔγωγε
    λίσσομαι εἵνεκ᾽ ἐμεῖο μένεινπάρ᾽ ἔμοιγε καὶ ἄλλοι
    175οἵ κέ με τιμήσουσιμάλιστα δὲ μητίετα Ζεύς.
    ἔχθιστος δέ μοί ἐσσι διοτρεφέων βασιλήων:
    αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε:
    εἰ μάλα καρτερός ἐσσιθεός που σοὶ τό γ᾽ ἔδωκεν:
    οἴκαδ᾽ ἰὼν σὺν νηυσί τε σῇς καὶ σοῖς ἑτάροισι
    180Μυρμιδόνεσσιν ἄνασσεσέθεν δ᾽ ἐγὼ οὐκ ἀλεγίζω,
    οὐδ᾽ ὄθομαι κοτέοντοςἀπειλήσω δέ τοι ὧδε:
    ὡς ἔμ᾽ ἀφαιρεῖται Χρυσηΐδα Φοῖβος Ἀπόλλων,
    τὴν μὲν ἐγὼ σὺν νηΐ τ᾽ ἐμῇ καὶ ἐμοῖς ἑτάροισι
    πέμψωἐγὼ δέ κ᾽ ἄγω Βρισηΐδα καλλιπάρῃον
    185αὐτὸς ἰὼν κλισίην δὲ τὸ σὸν γέρας ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῇς
    ὅσσον φέρτερός εἰμι σέθενστυγέῃ δὲ καὶ ἄλλος
    ἶσον ἐμοὶ φάσθαι καὶ ὁμοιωθήμεναι ἄντην.

    ὣς φάτοΠηλεΐωνι δ᾽ ἄχος γένετ᾽ἐν δέ οἱ ἦτορ
    στήθεσσιν λασίοισι διάνδιχα μερμήριξεν,
    190  γε φάσγανον ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
    τοὺς μὲν ἀναστήσειεν δ᾽ Ἀτρεΐδην ἐναρίζοι,
    ἦε χόλον παύσειεν ἐρητύσειέ τε θυμόν.
    ἧος  ταῦθ᾽ ὥρμαινε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,
    ἕλκετο δ᾽ ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφοςἦλθε δ᾽ Ἀθήνη
    195οὐρανόθενπρὸ γὰρ ἧκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
    ἄμφω ὁμῶς θυμῷ φιλέουσά τε κηδομένη τε:
    στῆ δ᾽ ὄπιθενξανθῆς δὲ κόμης ἕλε Πηλεΐωνα
    οἴῳ φαινομένητῶν δ᾽ ἄλλων οὔ τις ὁρᾶτο:
    θάμβησεν δ᾽ Ἀχιλεύςμετὰ δ᾽ ἐτράπετ᾽αὐτίκα δ᾽ ἔγνω
    200Παλλάδ᾽ Ἀθηναίηνδεινὼ δέ οἱ ὄσσε φάανθεν:
    καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
    τίπτ᾽ αὖτ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς τέκος εἰλήλουθας;
     ἵνα ὕβριν ἴδῃ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο;
    ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέωτὸ δὲ καὶ τελέεσθαι ὀΐω:
    205ᾗς ὑπεροπλίῃσι τάχ᾽ ἄν ποτε θυμὸν ὀλέσσῃ.

     

    Τὸν δ' αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη·
    «Ἧλθον ἐγὼ παύσουσα τὸ σὸν μένος, αἴ κε πίθηαι,
    οὐρανόθεν· πρὸ δέ μ' ἧκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
    ἄμφω ὁμῶς θυμῷ φιλέουσά τε κηδομένη τε·
    A 210ἀλλ' ἄγε λῆγ' ἔριδος, μηδὲ ξίφος ἕλκεο χειρί·
    ἀλλ' ἤτοι ἔπεσιν μὲν ὀνείδισον ὡς ἔσεταί περ·
    ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
    καί ποτέ τοι τρὶς τόσσα παρέσσεται ἀγλαὰ δῶρα
    ὕβριος εἵνεκα τῆσδε· σὺ δ' ἴσχεο, πείθεο δ' ἡμῖν.»
    A 215Τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
    «Χρὴ μὲν σφωΐτερόν γε θεὰ ἔπος εἰρύσσασθαι
    καὶ μάλα περ θυμῷ κεχολωμένον· ὧς γὰρ ἄμεινον·
    ὅς κε θεοῖς ἐπιπείθηται μάλα τ' ἔκλυον αὐτοῦ.»
    Ἦ καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα βαρεῖαν,
    A 220ἂψ δ' ἐς κουλεὸν ὦσε μέγα ξίφος, οὐδ' ἀπίθησε
    μύθῳ Ἀθηναίης· ἣ δ' Οὔλυμπον δὲ βεβήκει
    δώματ' ἐς αἰγιόχοιο Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους.
    Πηλεΐδης δ' ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν
    Ἀτρεΐδην προσέειπε, καὶ οὔ πω λῆγε χόλοιο·
    A 225«Οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ' ἔχων, κραδίην δ' ἐλάφοιο,
    οὔτέ ποτ' ἐς πόλεμον ἅμα λαῷ θωρηχθῆναι
    οὔτε λόχον δ' ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν
    τέτληκας θυμῷ· τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι.
    ἦ πολὺ λώϊόν ἐστι κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν
    A 230δῶρ' ἀποαιρεῖσθαι ὅς τις σέθεν ἀντίον εἴπῃ·
    δημοβόρος βασιλεὺς ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις·
    ἦ γὰρ ἂν Ἀτρεΐδη νῦν ὕστατα λωβήσαιο.
    ἀλλ' ἔκ τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι·
    ναὶ μὰ τόδε σκῆπτρον, τὸ μὲν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους
    A 235φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν,
    οὐδ' ἀναθηλήσει· περὶ γάρ ῥά ἑ χαλκὸς ἔλεψε
    φύλλά τε καὶ φλοιόν· νῦν αὖτέ μιν υἷες Ἀχαιῶν
    ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας
    πρὸς Διὸς εἰρύαται· ὃ δέ τοι μέγας ἔσσεται ὅρκος·
    A 240ἦ ποτ' Ἀχιλλῆος ποθὴ ἵξεται υἷας Ἀχαιῶν
    σύμπαντας· τότε δ' οὔ τι δυνήσεαι ἀχνύμενός περ
    χραισμεῖν, εὖτ' ἂν πολλοὶ ὑφ' Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
    θνήσκοντες πίπτωσι· σὺ δ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις
    χωόμενος ὅ τ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας.»
    A 245Ὣς φάτο Πηλεΐδης, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ
    χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον, ἕζετο δ' αὐτός·
    Ἀτρεΐδης δ' ἑτέρωθεν ἐμήνιε· τοῖσι δὲ Νέστωρ
    ἡδυεπὴς ἀνόρουσε λιγὺς Πυλίων ἀγορητής,
    τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή·
    A 250τῷ δ' ἤδη δύο μὲν γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων
    ἐφθίαθ', οἵ οἱ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ' ἐγένοντο
    ἐν Πύλῳ ἠγαθέῃ, μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσεν·
    ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
    «Ὦ πόποι, ἦ μέγα πένθος Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει·
    A 255ἦ κεν γηθήσαι Πρίαμος Πριάμοιό τε παῖδες
    ἄλλοι τε Τρῶες μέγα κεν κεχαροίατο θυμῷ
    εἰ σφῶϊν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιϊν,
    οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν, περὶ δ' ἐστὲ μάχεσθαι.
    ἀλλὰ πίθεσθ'· ἄμφω δὲ νεωτέρω ἐστὸν ἐμεῖο·
    A 260ἤδη γάρ ποτ' ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν
    ἀνδράσιν ὡμίλησα, καὶ οὔ ποτέ μ' οἵ γ' ἀθέριζον.
    οὐ γάρ πω τοίους ἴδον ἀνέρας οὐδὲ ἴδωμαι,
    οἷον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε ποιμένα λαῶν
    Καινέα τ' Ἐξάδιόν τε καὶ ἀντίθεον Πολύφημον
    A 265Θησέα τ' Αἰγεΐδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισι·
    κάρτιστοι δὴ κεῖνοι ἐπιχθονίων τράφεν ἀνδρῶν·
    κάρτιστοι μὲν ἔσαν καὶ καρτίστοις ἐμάχοντο
    φηρσὶν ὀρεσκῴοισι καὶ ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν.
    καὶ μὲν τοῖσιν ἐγὼ μεθομίλεον ἐκ Πύλου ἐλθὼν
    A 270τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης· καλέσαντο γὰρ αὐτοί·
    καὶ μαχόμην κατ' ἔμ' αὐτὸν ἐγώ· κείνοισι δ' ἂν οὔ τις
    τῶν οἳ νῦν βροτοί εἰσιν ἐπιχθόνιοι μαχέοιτο·
    καὶ μέν μευ βουλέων ξύνιεν πείθοντό τε μύθῳ·
    ἀλλὰ πίθεσθε καὶ ὔμμες, ἐπεὶ πείθεσθαι ἄμεινον·
    A 275μήτε σὺ τόνδ' ἀγαθός περ ἐὼν ἀποαίρεο κούρην,
    ἀλλ' ἔα ὥς οἱ πρῶτα δόσαν γέρας υἷες Ἀχαιῶν·
    μήτε σὺ Πηλείδη 'θελ' ἐριζέμεναι βασιλῆϊ
    ἀντιβίην, ἐπεὶ οὔ ποθ' ὁμοίης ἔμμορε τιμῆς
    σκηπτοῦχος βασιλεύς, ᾧ τε Ζεὺς κῦδος ἔδωκεν.
    A 280εἰ δὲ σὺ καρτερός ἐσσι θεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ,
    ἀλλ' ὅ γε φέρτερός ἐστιν ἐπεὶ πλεόνεσσιν ἀνάσσει.
    Ἀτρεΐδη σὺ δὲ παῦε τεὸν μένος· αὐτὰρ ἔγωγε
    λίσσομ' Ἀχιλλῆϊ μεθέμεν χόλον, ὃς μέγα πᾶσιν
    ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο.»

     

     

    A 285Τὸν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων·
    «Ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα γέρον κατὰ μοῖραν ἔειπες·
    ἀλλ' ὅδ' ἀνὴρ ἐθέλει περὶ πάντων ἔμμεναι ἄλλων,
    πάντων μὲν κρατέειν ἐθέλει, πάντεσσι δ' ἀνάσσειν,
    πᾶσι δὲ σημαίνειν, ἅ τιν' οὐ πείσεσθαι ὀΐω·
    A 290εἰ δέ μιν αἰχμητὴν ἔθεσαν θεοὶ αἰὲν ἐόντες
    τοὔνεκά οἱ προθέουσιν ὀνείδεα μυθήσασθαι;»
    Τὸν δ' ἄρ' ὑποβλήδην ἠμείβετο δῖος Ἀχιλλεύς·
    «Ἦ γάρ κεν δειλός τε καὶ οὐτιδανὸς καλεοίμην
    εἰ δὴ σοὶ πᾶν ἔργον ὑπείξομαι ὅττί κεν εἴπῃς·
    A 295ἄλλοισιν δὴ ταῦτ' ἐπιτέλλεο, μὴ γὰρ ἔμοιγε
    σήμαιν'· οὐ γὰρ ἔγωγ' ἔτι σοὶ πείσεσθαι ὀΐω.
    ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ' ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσι·
    χερσὶ μὲν οὔ τοι ἔγωγε μαχήσομαι εἵνεκα κούρης
    οὔτε σοὶ οὔτέ τῳ ἄλλῳ, ἐπεί μ' ἀφέλεσθέ γε δόντες·
    A 300τῶν δ' ἄλλων ἅ μοί ἐστι θοῇ παρὰ νηῒ μελαίνῃ
    τῶν οὐκ ἄν τι φέροις ἀνελὼν ἀέκοντος ἐμεῖο·
    εἰ δ' ἄγε μὴν πείρησαι ἵνα γνώωσι καὶ οἷδε·
    αἶψά τοι αἷμα κελαινὸν ἐρωήσει περὶ δουρί.»
    Ὣς τώ γ' ἀντιβίοισι μαχεσσαμένω ἐπέεσσιν
    A 305ἀνστήτην, λῦσαν δ' ἀγορὴν παρὰ νηυσὶν Ἀχαιῶν·
    Πηλεΐδης μὲν ἐπὶ κλισίας καὶ νῆας ἐΐσας
    ἤϊε σύν τε Μενοιτιάδῃ καὶ οἷς ἑτάροισιν·
    Ἀτρεΐδης δ' ἄρα νῆα θοὴν ἅλα δὲ προέρυσσεν,
    ἐν δ' ἐρέτας ἔκρινεν ἐείκοσιν, ἐς δ' ἑκατόμβην
    A 310βῆσε θεῷ, ἀνὰ δὲ Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον
    εἷσεν ἄγων· ἐν δ' ἀρχὸς ἔβη πολύμητις Ὀδυσσεύς.
    Οἳ μὲν ἔπειτ' ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα,
    λαοὺς δ' Ἀτρεΐδης ἀπολυμαίνεσθαι ἄνωγεν·
    οἳ δ' ἀπελυμαίνοντο καὶ εἰς ἅλα λύματα βάλλον,
    A 315ἕρδον δ' Ἀπόλλωνι τεληέσσας ἑκατόμβας
    ταύρων ἠδ' αἰγῶν παρὰ θῖν' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο·
    κνίση δ' οὐρανὸν ἷκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ.
    Ὣς οἳ μὲν τὰ πένοντο κατὰ στρατόν· οὐδ' Ἀγαμέμνων
    λῆγ' ἔριδος τὴν πρῶτον ἐπηπείλησ' Ἀχιλῆϊ,
    A 320ἀλλ' ὅ γε Ταλθύβιόν τε καὶ Εὐρυβάτην προσέειπε,
    τώ οἱ ἔσαν κήρυκε καὶ ὀτρηρὼ θεράποντε·
    «Ἔρχεσθον κλισίην Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος·
    χειρὸς ἑλόντ' ἀγέμεν Βρισηΐδα καλλιπάρῃον·
    εἰ δέ κε μὴ δώῃσιν ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι
    A 325ἐλθὼν σὺν πλεόνεσσι· τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται.»
    Ὣς εἰπὼν προΐει, κρατερὸν δ' ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
    τὼ δ' ἀέκοντε βάτην παρὰ θῖν' ἁλὸς ἀτρυγέτοιο,
    Μυρμιδόνων δ' ἐπί τε κλισίας καὶ νῆας ἱκέσθην,
    τὸν δ' εὗρον παρά τε κλισίῃ καὶ νηῒ μελαίνῃ
    A 330ἥμενον· οὐδ' ἄρα τώ γε ἰδὼν γήθησεν Ἀχιλλεύς.
    τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω βασιλῆα
    στήτην, οὐδέ τί μιν προσεφώνεον οὐδ' ἐρέοντο·
    αὐτὰρ ὃ ἔγνω ᾗσιν ἐνὶ φρεσὶ φώνησέν τε·
    «Χαίρετε, κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
    A 335ἆσσον ἴτ'· οὔ τί μοι ὔμμες ἐπαίτιοι ἀλλ' Ἀγαμέμνων,
    ὃ σφῶϊ προΐει Βρισηΐδος εἵνεκα κούρης.
    ἀλλ' ἄγε διογενὲς Πατρόκλεες ἔξαγε κούρην
    καί σφωϊν δὸς ἄγειν· τὼ δ' αὐτὼ μάρτυροι ἔστων
    πρός τε θεῶν μακάρων πρός τε θνητῶν ἀνθρώπων
    A 340καὶ πρὸς τοῦ βασιλῆος ἀπηνέος εἴ ποτε δ' αὖτε
    χρειὼ ἐμεῖο γένηται ἀεικέα λοιγὸν ἀμῦναι
    τοῖς ἄλλοις· ἦ γὰρ ὅ γ' ὀλοιῇσι φρεσὶ θύει,
    οὐδέ τι οἶδε νοῆσαι ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω,
    ὅππως οἱ παρὰ νηυσὶ σόοι μαχέοιντο Ἀχαιοί.»
    A 345Ὣς φάτο, Πάτροκλος δὲ φίλῳ ἐπεπείθεθ' ἑταίρῳ,
    ἐκ δ' ἄγαγε κλισίης Βρισηΐδα καλλιπάρῃον,
    δῶκε δ' ἄγειν· τὼ δ' αὖτις ἴτην παρὰ νῆας Ἀχαιῶν·
    ἣ δ' ἀέκουσ' ἅμα τοῖσι γυνὴ κίεν· αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς
    δακρύσας ἑτάρων ἄφαρ ἕζετο νόσφι λιασθείς,
    A 350θῖν' ἔφ' ἁλὸς πολιῆς, ὁρόων ἐπ' ἀπείρονα πόντον·
    πολλὰ δὲ μητρὶ φίλῃ ἠρήσατο χεῖρας ὀρεγνύς·
    «Μῆτερ ἐπεί μ' ἔτεκές γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα,
    τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι
    Ζεὺς ὑψιβρεμέτης· νῦν δ' οὐδέ με τυτθὸν ἔτισεν·
    A 355ἦ γάρ μ' Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
    ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας αὐτὸς ἀπούρας.»
    Ὣς φάτο δάκρυ χέων, τοῦ δ' ἔκλυε πότνια μήτηρ
    ἡμένη ἐν βένθεσσιν ἁλὸς παρὰ πατρὶ γέροντι·
    καρπαλίμως δ' ἀνέδυ πολιῆς ἁλὸς ἠΰτ' ὀμίχλη,
    A 360καί ῥα πάροιθ' αὐτοῖο καθέζετο δάκρυ χέοντος,
    χειρί τέ μιν κατέρεξεν ἔπος τ' ἔφατ' ἔκ τ' ὀνόμαζε·
    «Τέκνον, τί κλαίεις; τί δέ σε φρένας ἵκετο πένθος;
    ἐξαύδα, μὴ κεῦθε νόῳ, ἵνα εἴδομεν ἄμφω.»
    Τὴν δὲ βαρὺ στενάχων προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
    A 365«Οἶσθα· τί ἤ τοι ταῦτα ἰδυίῃ πάντ' ἀγορεύω;
    ᾠχόμεθ' ἐς Θήβην ἱερὴν πόλιν Ἠετίωνος,
    τὴν δὲ διεπράθομέν τε καὶ ἤγομεν ἐνθάδε πάντα·
    καὶ τὰ μὲν εὖ δάσσαντο μετὰ σφίσιν υἷες Ἀχαιῶν,
    ἐκ δ' ἕλον Ἀτρεΐδῃ Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον.
    A 370Χρύσης δ' αὖθ' ἱερεὺς ἑκατηβόλου Ἀπόλλωνος
    ἦλθε θοὰς ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων
    λυσόμενός τε θύγατρα φέρων τ' ἀπερείσι' ἄποινα,
    στέμματ' ἔχων ἐν χερσὶν ἑκηβόλου Ἀπόλλωνος
    χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ, καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς,
    A 375Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω κοσμήτορε λαῶν.
    ἔνθ' ἄλλοι μὲν πάντες ἐπευφήμησαν Ἀχαιοὶ
    αἰδεῖσθαί θ' ἱερῆα καὶ ἀγλαὰ δέχθαι ἄποινα·
    ἀλλ' οὐκ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἥνδανε θυμῷ,
    ἀλλὰ κακῶς ἀφίει, κρατερὸν δ' ἐπὶ μῦθον ἔτελλε·
    A 380χωόμενος δ' ὁ γέρων πάλιν ᾤχετο· τοῖο δ' Ἀπόλλων
    εὐξαμένου ἤκουσεν, ἐπεὶ μάλα οἱ φίλος ἦεν,
    ἧκε δ' ἐπ' Ἀργείοισι κακὸν βέλος· οἳ δέ νυ λαοὶ
    θνῇσκον ἐπασσύτεροι, τὰ δ' ἐπῴχετο κῆλα θεοῖο
    πάντῃ ἀνὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν· ἄμμι δὲ μάντις
    A 385εὖ εἰδὼς ἀγόρευε θεοπροπίας Ἑκάτοιο.
    αὐτίκ' ἐγὼ πρῶτος κελόμην θεὸν ἱλάσκεσθαι·
    Ἀτρεΐωνα δ' ἔπειτα χόλος λάβεν, αἶψα δ' ἀναστὰς
    ἠπείλησεν μῦθον ὃ δὴ τετελεσμένος ἐστί·
    τὴν μὲν γὰρ σὺν νηῒ θοῇ ἑλίκωπες Ἀχαιοὶ
    A 390ἐς Χρύσην πέμπουσιν, ἄγουσι δὲ δῶρα ἄνακτι·
    τὴν δὲ νέον κλισίηθεν ἔβαν κήρυκες ἄγοντες
    κούρην Βρισῆος τήν μοι δόσαν υἷες Ἀχαιῶν.
    ἀλλὰ σὺ εἰ δύνασαί γε περίσχεο παιδὸς ἑῆος·
    ἐλθοῦσ' Οὔλυμπον δὲ Δία λίσαι, εἴ ποτε δή τι
    A 395ἢ ἔπει ὤνησας κραδίην Διὸς ἠὲ καὶ ἔργῳ.
    πολλάκι γάρ σεο πατρὸς ἐνὶ μεγάροισιν ἄκουσα
    εὐχομένης ὅτ' ἔφησθα κελαινεφέϊ Κρονίωνι
    οἴη ἐν ἀθανάτοισιν ἀεικέα λοιγὸν ἀμῦναι,
    ὁππότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον ἄλλοι
    A 400Ἥρη τ' ἠδὲ Ποσειδάων καὶ Παλλὰς Ἀθήνη·
    ἀλλὰ σὺ τόν γ' ἐλθοῦσα θεὰ ὑπελύσαο δεσμῶν,
    ὦχ' ἑκατόγχειρον καλέσασ' ἐς μακρὸν Ὄλυμπον,
    ὃν Βριάρεων καλέουσι θεοί, ἄνδρες δέ τε πάντες
    Αἰγαίων' — ὃ γὰρ αὖτε βίην οὗ πατρὸς ἀμείνων —
    A 405ὅς ῥα παρὰ Κρονίωνι καθέζετο κύδεϊ γαίων·
    τὸν καὶ ὑπέδεισαν μάκαρες θεοὶ οὐδ' ἔτ' ἔδησαν.
    τῶν νῦν μιν μνήσασα παρέζεο καὶ λαβὲ γούνων
    αἴ κέν πως ἐθέλῃσιν ἐπὶ Τρώεσσιν ἀρῆξαι,
    τοὺς δὲ κατὰ πρύμνας τε καὶ ἀμφ' ἅλα ἔλσαι Ἀχαιοὺς
    A 410κτεινομένους, ἵνα πάντες ἐπαύρωνται βασιλῆος,
    γνῷ δὲ καὶ Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
    ἣν ἄτην ὅ τ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισεν.»
    Τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα Θέτις κατὰ δάκρυ χέουσα·
    «Ὤ μοι τέκνον ἐμόν, τί νύ σ' ἔτρεφον αἰνὰ τεκοῦσα;
    A 415αἴθ' ὄφελες παρὰ νηυσὶν ἀδάκρυτος καὶ ἀπήμων
    ἧσθαι, ἐπεί νύ τοι αἶσα μίνυνθά περ οὔ τι μάλα δήν·
    νῦν δ' ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρὸς περὶ πάντων
    ἔπλεο· τώ σε κακῇ αἴσῃ τέκον ἐν μεγάροισι.
    τοῦτο δέ τοι ἐρέουσα ἔπος Διὶ τερπικεραύνῳ
    A 420εἶμ' αὐτὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀγάννιφον αἴ κε πίθηται.
    ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν νηυσὶ παρήμενος ὠκυπόροισι
    μήνι' Ἀχαιοῖσιν, πολέμου δ' ἀποπαύεο πάμπαν·
    Ζεὺς γὰρ ἐς Ὠκεανὸν μετ' ἀμύμονας Αἰθιοπῆας
    χθιζὸς ἔβη κατὰ δαῖτα, θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἕποντο·
    A 425δωδεκάτῃ δέ τοι αὖτις ἐλεύσεται Οὔλυμπον δέ,
    καὶ τότ' ἔπειτά τοι εἶμι Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ,
    καί μιν γουνάσομαι καί μιν πείσεσθαι ὀΐω.»
    Ὣς ἄρα φωνήσασ' ἀπεβήσετο, τὸν δὲ λίπ' αὐτοῦ
    χωόμενον κατὰ θυμὸν ἐϋζώνοιο γυναικὸς
    A 430τήν ῥα βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρων· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
    ἐς Χρύσην ἵκανεν ἄγων ἱερὴν ἑκατόμβην.
    οἳ δ' ὅτε δὴ λιμένος πολυβενθέος ἐντὸς ἵκοντο
    ἱστία μὲν στείλαντο, θέσαν δ' ἐν νηῒ μελαίνῃ,
    ἱστὸν δ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες
    A 435καρπαλίμως, τὴν δ' εἰς ὅρμον προέρεσσαν ἐρετμοῖς.
    ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι' ἔδησαν·
    ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βαῖνον ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης,
    ἐκ δ' ἑκατόμβην βῆσαν ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι·
    ἐκ δὲ Χρυσηῒς νηὸς βῆ ποντοπόροιο.
    A 440τὴν μὲν ἔπειτ' ἐπὶ βωμὸν ἄγων πολύμητις Ὀδυσσεὺς
    πατρὶ φίλῳ ἐν χερσὶ τίθει καί μιν προσέειπεν·
    «Ὤ Χρύση, πρό μ' ἔπεμψεν ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
    παῖδά τε σοὶ ἀγέμεν, Φοίβῳ θ' ἱερὴν ἑκατόμβην
    ῥέξαι ὑπὲρ Δαναῶν ὄφρ' ἱλασόμεσθα ἄνακτα,
    A 445ὃς νῦν Ἀργείοισι πολύστονα κήδε' ἐφῆκεν.»
    Ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει, ὃ δὲ δέξατο χαίρων
    παῖδα φίλην· τοὶ δ' ὦκα θεῷ ἱερὴν ἑκατόμβην
    ἑξείης ἔστησαν ἐΰδμητον περὶ βωμόν,
    χερνίψαντο δ' ἔπειτα καὶ οὐλοχύτας ἀνέλοντο.
    A 450τοῖσιν δὲ Χρύσης μεγάλ' εὔχετο χεῖρας ἀνασχών·
    «Κλῦθί μευ ἀργυρότοξ', ὃς Χρύσην ἀμφιβέβηκας
    Κίλλάν τε ζαθέην Τενέδοιό τε ἶφι ἀνάσσεις·
    ἦ μὲν δή ποτ' ἐμεῦ πάρος ἔκλυες εὐξαμένοιο,
    τίμησας μὲν ἐμέ, μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν·
    A 455ἠδ' ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ' ἐπικρήηνον ἐέλδωρ·
    ἤδη νῦν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἄμυνον.»
    Ὣς ἔφατ' εὐχόμενος, τοῦ δ' ἔκλυε Φοῖβος Ἀπόλλων.
    αὐτὰρ ἐπεί ῥ' εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο,
    αὐέρυσαν μὲν πρῶτα καὶ ἔσφαξαν καὶ ἔδειραν,
    A 460μηρούς τ' ἐξέταμον κατά τε κνίσῃ ἐκάλυψαν
    δίπτυχα ποιήσαντες, ἐπ' αὐτῶν δ' ὠμοθέτησαν·
    καῖε δ' ἐπὶ σχίζῃς ὁ γέρων, ἐπὶ δ' αἴθοπα οἶνον
    λεῖβε· νέοι δὲ παρ' αὐτὸν ἔχον πεμπώβολα χερσίν.
    αὐτὰρ ἐπεὶ κατὰ μῆρε κάη καὶ σπλάγχνα πάσαντο,
    A 465μίστυλλόν τ' ἄρα τἆλλα καὶ ἀμφ' ὀβελοῖσιν ἔπειραν,
    ὤπτησάν τε περιφραδέως, ἐρύσαντό τε πάντα.
    αὐτὰρ ἐπεὶ παύσαντο πόνου τετύκοντό τε δαῖτα
    δαίνυντ', οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης.
    αὐτὰρ ἐπεὶ πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο,
    A 470κοῦροι μὲν κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο,
    νώμησαν δ' ἄρα πᾶσιν ἐπαρξάμενοι δεπάεσσιν·
    οἳ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο
    καλὸν ἀείδοντες παιήονα κοῦροι Ἀχαιῶν
    μέλποντες ἑκάεργον· ὃ δὲ φρένα τέρπετ' ἀκούων.
    A 475Ἦμος δ' ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθε,
    δὴ τότε κοιμήσαντο παρὰ πρυμνήσια νηός·
    ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
    καὶ τότ' ἔπειτ' ἀνάγοντο μετὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν·
    τοῖσιν δ' ἴκμενον οὖρον ἵει ἑκάεργος Ἀπόλλων·
    A 480οἳ δ' ἱστὸν στήσαντ' ἀνά θ' ἱστία λευκὰ πέτασσαν,
    ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον, ἀμφὶ δὲ κῦμα
    στείρῃ πορφύρεον μεγάλ' ἴαχε νηὸς ἰούσης·
    ἣ δ' ἔθεεν κατὰ κῦμα διαπρήσσουσα κέλευθον.
    αὐτὰρ ἐπεί ῥ' ἵκοντο κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν,
    A 485νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν
    ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν·
    αὐτοὶ δ' ἐσκίδναντο κατὰ κλισίας τε νέας τε.
    Αὐτὰρ ὃ μήνιε νηυσὶ παρήμενος ὠκυπόροισι
    διογενὴς Πηλῆος υἱὸς πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
    A 490οὔτέ ποτ' εἰς ἀγορὴν πωλέσκετο κυδιάνειραν
    οὔτέ ποτ' ἐς πόλεμον, ἀλλὰ φθινύθεσκε φίλον κῆρ
    αὖθι μένων, ποθέεσκε δ' ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε.
    Ἀλλ' ὅτε δή ῥ' ἐκ τοῖο δυωδεκάτη γένετ' ἠώς,
    καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ αἰὲν ἐόντες/p>
    A 495πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε· Θέτις δ' οὐ λήθετ' ἐφετμέων
    παιδὸς ἑοῦ, ἀλλ' ἥ γ' ἀνεδύσετο κῦμα θαλάσσης.
    ἠερίη δ' ἀνέβη μέγαν οὐρανὸν Οὔλυμπόν τε.
    εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων
    ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο·
    A 500καί ῥα πάροιθ' αὐτοῖο καθέζετο, καὶ λάβε γούνων
    σκαιῇ, δεξιτερῇ δ' ἄρ' ὑπ' ἀνθερεῶνος ἑλοῦσα
    λισσομένη προσέειπε Δία Κρονίωνα ἄνακτα·
    «Ζεῦ πάτερ, εἴ ποτε δή σε μετ' ἀθανάτοισιν ὄνησα
    ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ, τόδε μοι κρήηνον ἐέλδωρ·
    A 505τίμησόν μοι υἱὸν ὃς ὠκυμορώτατος ἄλλων
    ἔπλετ'· ἀτάρ μιν νῦν γε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
    ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας αὐτὸς ἀπούρας.
    ἀλλὰ σύ πέρ μιν τῖσον Ὀλύμπιε μητίετα Ζεῦ·
    τόφρα δ' ἐπὶ Τρώεσσι τίθει κράτος ὄφρ' ἂν Ἀχαιοὶ
    A 510υἱὸν ἐμὸν τίσωσιν ὀφέλλωσίν τέ ἑ τιμῇ.»
    Ὣς φάτο· τὴν δ' οὔ τι προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς,
    ἀλλ' ἀκέων δὴν ἧστο· Θέτις δ' ὡς ἥψατο γούνων
    ὣς ἔχετ' ἐμπεφυυῖα, καὶ εἴρετο δεύτερον αὖτις·
    «Νημερτὲς μὲν δή μοι ὑπόσχεο καὶ κατάνευσον
    A 515ἢ ἀπόειπ', ἐπεὶ οὔ τοι ἔπι δέος, ὄφρ' ἐῢ εἰδῶ
    ὅσσον ἐγὼ μετὰ πᾶσιν ἀτιμοτάτη θεός εἰμι.»
    Τὴν δὲ μέγ' ὀχθήσας προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
    «Ἦ δὴ λοίγια ἔργ' ὅ τέ μ' ἐχθοδοπῆσαι ἐφήσεις
    Ἥρῃ ὅτ' ἄν μ' ἐρέθῃσιν ὀνειδείοις ἐπέεσσιν·
    A 520ἣ δὲ καὶ αὔτως μ' αἰεὶ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι
    νεικεῖ, καί τέ μέ φησι μάχῃ Τρώεσσιν ἀρήγειν.
    ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν αὖτις ἀπόστιχε μή τι νοήσῃ
    Ἥρη· ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται ὄφρα τελέσσω·
    εἰ δ' ἄγε τοι κεφαλῇ κατανεύσομαι ὄφρα πεποίθῃς·
    A 525τοῦτο γὰρ ἐξ ἐμέθεν γε μετ' ἀθανάτοισι μέγιστον
    τέκμωρ· οὐ γὰρ ἐμὸν παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλὸν
    οὐδ' ἀτελεύτητον ὅ τί κεν κεφαλῇ κατανεύσω.»
    Ἦ καὶ κυανέῃσιν ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων·
    ἀμβρόσιαι δ' ἄρα χαῖται ἐπεῤῥώσαντο ἄνακτος
    A 530κρατὸς ἀπ' ἀθανάτοιο· μέγαν δ' ἐλέλιξεν Ὄλυμπον.
    Τώ γ' ὣς βουλεύσαντε διέτμαγεν· ἣ μὲν ἔπειτα
    εἰς ἅλα ἆλτο βαθεῖαν ἀπ' αἰγλήεντος Ὀλύμπου,
    Ζεὺς δὲ ἑὸν πρὸς δῶμα· θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἀνέσταν
    ἐξ ἑδέων σφοῦ πατρὸς ἐναντίον· οὐδέ τις ἔτλη
    A 535μεῖναι ἐπερχόμενον, ἀλλ' ἀντίοι ἔσταν ἅπαντες.
    ὣς ὃ μὲν ἔνθα καθέζετ' ἐπὶ θρόνου· οὐδέ μιν Ἥρη
    ἠγνοίησεν ἰδοῦσ' ὅτι οἱ συμφράσσατο βουλὰς
    ἀργυρόπεζα Θέτις θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος.
    αὐτίκα κερτομίοισι Δία Κρονίωνα προσηύδα·
    A 540«Τίς δ' αὖ τοι δολομῆτα θεῶν συμφράσσατο βουλάς;
    αἰεί τοι φίλον ἐστὶν ἐμεῦ ἀπὸ νόσφιν ἐόντα
    κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν· οὐδέ τί πώ μοι
    πρόφρων τέτληκας εἰπεῖν ἔπος ὅττι νοήσῃς.»
    Τὴν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
    A 545«Ἥρη, μὴ δὴ πάντας ἐμοὺς ἐπιέλπεο μύθους
    εἰδήσειν· χαλεποί τοι ἔσοντ' ἀλόχῳ περ ἐούσῃ·
    ἀλλ' ὃν μέν κ' ἐπιεικὲς ἀκουέμεν οὔ τις ἔπειτα
    οὔτε θεῶν πρότερος τὸν εἴσεται οὔτ' ἀνθρώπων·
    ὃν δέ κ' ἐγὼν ἀπάνευθε θεῶν ἐθέλωμι νοῆσαι
    A 550μή τι σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα.»
    Τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα βοῶπις πότνια Ἥρη·
    «Αἰνότατε Κρονίδη, ποῖον τὸν μῦθον ἔειπες;
    καὶ λίην σε πάρος γ' οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ,
    ἀλλὰ μάλ' εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα.
    A 555νῦν δ' αἰνῶς δείδοικα κατὰ φρένα μή σε παρείπῃ
    ἀργυρόπεζα Θέτις θυγάτηρ ἁλίοιο γέροντος·
    ἠερίη γὰρ σοί γε παρέζετο καὶ λάβε γούνων·
    τῇ σ' ὀΐω κατανεῦσαι ἐτήτυμον ὡς Ἀχιλῆα
    τιμήσῃς, ὀλέσῃς δὲ πολέας ἐπὶ νηυσὶν Ἀχαιῶν.»
    A 560Τὴν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
    «Δαιμονίη αἰεὶ μὲν ὀΐεαι οὐδέ σε λήθω·
    πρῆξαι δ' ἔμπης οὔ τι δυνήσεαι, ἀλλ' ἀπὸ θυμοῦ
    μᾶλλον ἐμοὶ ἔσεαι· τὸ δέ τοι καὶ ῥίγιον ἔσται.
    εἰ δ' οὕτω τοῦτ' ἐστὶν ἐμοὶ μέλλει φίλον εἶναι·
    A 565ἀλλ' ἀκέουσα κάθησο, ἐμῷ δ' ἐπιπείθεο μύθῳ,
    μή νύ τοι οὐ χραίσμωσιν ὅσοι θεοί εἰσ' ἐν Ὀλύμπῳ
    ἆσσον ἰόνθ', ὅτε κέν τοι ἀάπτους χεῖρας ἐφείω.»
    Ὣς ἔφατ' ἔδεισεν δὲ βοῶπις πότνια Ἥρη,
    καί ῥ' ἀκέουσα καθῆστο ἐπιγνάμψασα φίλον κῆρ·
    A 570ὄχθησαν δ' ἀνὰ δῶμα Διὸς θεοὶ Οὐρανίωνες·
    τοῖσιν δ' Ἥφαιστος κλυτοτέχνης ἦρχ' ἀγορεύειν
    μητρὶ φίλῃ ἐπίηρα φέρων λευκωλένῳ Ἥρῃ·
    «Ἦ δὴ λοίγια ἔργα τάδ' ἔσσεται οὐδ' ἔτ' ἀνεκτά,
    εἰ δὴ σφὼ ἕνεκα θνητῶν ἐριδαίνετον ὧδε,
    A 575ἐν δὲ θεοῖσι κολῳὸν ἐλαύνετον· οὐδέ τι δαιτὸς
    ἐσθλῆς ἔσσεται ἦδος, ἐπεὶ τὰ χερείονα νικᾷ.
    μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ
    πατρὶ φίλῳ ἐπίηρα φέρειν Διί, ὄφρα μὴ αὖτε
    νεικείῃσι πατήρ, σὺν δ' ἡμῖν δαῖτα ταράξῃ.
    A 580εἴ περ γάρ κ' ἐθέλῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς
    ἐξ ἑδέων στυφελίξαι· ὃ γὰρ πολὺ φέρτατός ἐστιν.
    ἀλλὰ σὺ τὸν ἐπέεσσι καθάπτεσθαι μαλακοῖσιν·
    αὐτίκ' ἔπειθ' ἵλαος Ὀλύμπιος ἔσσεται ἡμῖν.»
    Ὣς ἄρ' ἔφη καὶ ἀναΐξας δέπας ἀμφικύπελλον
    A 585μητρὶ φίλῃ ἐν χειρὶ τίθει καί μιν προσέειπε·
    «Τέτλαθι, μῆτερ ἐμή, καὶ ἀνάσχεο κηδομένη περ,
    μή σε φίλην περ ἐοῦσαν ἐν ὀφθαλμοῖσιν ἴδωμαι
    θεινομένην, τότε δ' οὔ τι δυνήσομαι ἀχνύμενός περ
    χραισμεῖν· ἀργαλέος γὰρ Ὀλύμπιος ἀντιφέρεσθαι·
    A 590ἤδη γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα
    ῥῖψε ποδὸς τετάγων ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο,
    πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι
    κάππεσον ἐν Λήμνῳ, ὀλίγος δ' ἔτι θυμὸς ἐνῆεν·
    ἔνθά με Σίντιες ἄνδρες ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα.»
    A 595Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ θεὰ λευκώλενος Ἥρη,
    μειδήσασα δὲ παιδὸς ἐδέξατο χειρὶ κύπελλον·
    αὐτὰρ ὃ τοῖς ἄλλοισι θεοῖς ἐνδέξια πᾶσιν
    οἰνοχόει γλυκὺ νέκταρ ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων·
    ἄσβεστος δ' ἄρ' ἐνῶρτο γέλως μακάρεσσι θεοῖσιν
    A 600ὡς ἴδον Ἥφαιστον διὰ δώματα ποιπνύοντα.
    Ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα
    δαίνυντ', οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐΐσης,
    οὐ μὲν φόρμιγγος περικαλλέος ἣν ἔχ' Ἀπόλλων,
    Μουσάων θ' αἳ ἄειδον ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ.
    A 605Αὐτὰρ ἐπεὶ κατέδυ λαμπρὸν φάος ἠελίοιο,
    οἳ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκον δὲ ἕκαστος,
    ἧχι ἑκάστῳ δῶμα περικλυτὸς ἀμφιγυήεις
    Ἥφαιστος ποίησεν ἰδυίῃσι πραπίδεσσι·
    Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤϊ' Ὀλύμπιος ἀστεροπητής,
    A 610ἔνθα πάρος κοιμᾶθ' ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι·
    ἔνθα καθεῦδ' ἀναβάς, παρὰ δὲ χρυσόθρονος Ἥρη

    • Like 1
    • Ευχαριστώ 1
  9. 4 ώρες πριν, cos_dr είπε

    Να ανακαλέσεις για τον φίλο σου τον. cos_dr και να κάνεις το ρουσφέτι να πεις πως είναι καταπληκτικό, ξεπερνά κάθε προσδοκία και το ακούς ξανά και ξανά 😂😂🤣Χαχαχαχαχαχα 

     Μην με στεναχωρείς. Μια φορά ζήτησα και εγώ κάτι στα 20 χρόνια εδώ μέσα 😂🤣😂🤣😍Χαχαχαχαχα 

     

    Ναι. τώρα που το άκουσα όλο, γιατί δε μπορεις να καταλάβεις πολλά μέσα σε 10 δευτ. τώρα καταλαβαίνω πόσο ωραίο είναι. Μπράβο στην Αναστασία, τελευταία έχω καύλες πολλές δε ξέρω γιατί ισως το εμβόλιο,  και φυσικά σε όλους τους συντελεστές. 

    • Χαχα 1
    • Ευχαριστώ 1
  10. τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη κρείων Ἀγαμέμνων:
    μὴ δ᾽ οὕτως ἀγαθός περ ἐὼν θεοείκελ᾽ Ἀχιλλεῦ
    κλέπτε νόῳ, ἐπεὶ οὐ παρελεύσεαι οὐδέ με πείσεις.
     ἐθέλεις ὄφρ᾽ αὐτὸς ἔχῃς γέρας, αὐτὰρ ἔμ᾽ αὔτως
    ἧσθαι δευόμενον, κέλεαι δέ με τήνδ᾽ ἀποδοῦναι;
    135ἀλλ᾽ εἰ μὲν δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοὶ
    ἄρσαντες κατὰ θυμὸν ὅπως ἀντάξιον ἔσται:
    εἰ δέ κε μὴ δώωσιν ἐγὼ δέ κεν αὐτὸς ἕλωμαι
     τεὸν  Αἴαντος ἰὼν γέρας,  Ὀδυσῆος
    ἄξω ἑλών:  δέ κεν κεχολώσεται ὅν κεν ἵκωμαι.
    140ἀλλ᾽ ἤτοι μὲν ταῦτα μεταφρασόμεσθα καὶ αὖτις,
    νῦν δ᾽ ἄγε νῆα μέλαιναν ἐρύσσομεν εἰς ἅλα δῖαν,
    ἐν δ᾽ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν, ἐς δ᾽ ἑκατόμβην
    θείομεν, ἂν δ᾽ αὐτὴν Χρυσηΐδα καλλιπάρῃον
    βήσομεν: εἷς δέ τις ἀρχὸς ἀνὴρ βουληφόρος ἔστω,
    145 Αἴας  Ἰδομενεὺς  δῖος Ὀδυσσεὺς
    ἠὲ σὺ Πηλεΐδη πάντων ἐκπαγλότατ᾽ ἀνδρῶν,
    ὄφρ᾽ ἥμιν ἑκάεργον ἱλάσσεαι ἱερὰ ῥέξας.

    τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς:
     μοι ἀναιδείην ἐπιειμένε κερδαλεόφρον
    150πῶς τίς τοι πρόφρων ἔπεσιν πείθηται Ἀχαιῶν
     ὁδὸν ἐλθέμεναι  ἀνδράσιν ἶφι μάχεσθαι;
    οὐ γὰρ ἐγὼ Τρώων ἕνεκ᾽ ἤλυθον αἰχμητάων
    δεῦρο μαχησόμενος, ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν:
    οὐ γὰρ πώποτ᾽ ἐμὰς βοῦς ἤλασαν οὐδὲ μὲν ἵππους,
    155οὐδέ ποτ᾽ ἐν Φθίῃ ἐριβώλακι βωτιανείρῃ
    καρπὸν ἐδηλήσαντ᾽, ἐπεὶ  μάλα πολλὰ μεταξὺ
    οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα:
    ἀλλὰ σοὶ  μέγ᾽ ἀναιδὲς ἅμ᾽ ἑσπόμεθ᾽ ὄφρα σὺ χαίρῃς,
    τιμὴν ἀρνύμενοι Μενελάῳ σοί τε κυνῶπα
    160πρὸς Τρώων: τῶν οὔ τι μετατρέπῃ οὐδ᾽ ἀλεγίζεις:
    καὶ δή μοι γέρας αὐτὸς ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς,
     ἔπι πολλὰ μόγησα, δόσαν δέ μοι υἷες Ἀχαιῶν.
    οὐ μὲν σοί ποτε ἶσον ἔχω γέρας ὁππότ᾽ Ἀχαιοὶ
    Τρώων ἐκπέρσωσ᾽ εὖ ναιόμενον πτολίεθρον:
    165ἀλλὰ τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο
    χεῖρες ἐμαὶ διέπουσ᾽: ἀτὰρ ἤν ποτε δασμὸς ἵκηται,
    σοὶ τὸ γέρας πολὺ μεῖζον, ἐγὼ δ᾽ ὀλίγον τε φίλον τε
    ἔρχομ᾽ ἔχων ἐπὶ νῆας, ἐπεί κε κάμω πολεμίζων.
    νῦν δ᾽ εἶμι Φθίην δ᾽, ἐπεὶ  πολὺ φέρτερόν ἐστιν
    170οἴκαδ᾽ ἴμεν σὺν νηυσὶ κορωνίσιν, οὐδέ σ᾽ ὀΐω
    ἐνθάδ᾽ ἄτιμος ἐὼν ἄφενος καὶ πλοῦτον ἀφύξειν.

     

    τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
    ἦλθον ἐγὼ παύσουσα τὸ σὸν μένος, αἴ κε πίθηαι,
    οὐρανόθεν: πρὸ δέ μ᾽ ἧκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
    ἄμφω ὁμῶς θυμῷ φιλέουσά τε κηδομένη τε:
    210ἀλλ᾽ ἄγε λῆγ᾽ ἔριδος, μηδὲ ξίφος ἕλκεο χειρί:
    ἀλλ᾽ ἤτοι ἔπεσιν μὲν ὀνείδισον ὡς ἔσεταί περ:
    ὧδε γὰρ ἐξερέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται:
    καί ποτέ τοι τρὶς τόσσα παρέσσεται ἀγλαὰ δῶρα
    ὕβριος εἵνεκα τῆσδε: σὺ δ᾽ ἴσχεο, πείθεο δ᾽ ἡμῖν.
    215

    τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς:
    χρὴ μὲν σφωΐτερόν γε θεὰ ἔπος εἰρύσσασθαι
    καὶ μάλα περ θυμῷ κεχολωμένον: ὧς γὰρ ἄμεινον:
    ὅς κε θεοῖς ἐπιπείθηται μάλα τ᾽ ἔκλυον αὐτοῦ.

     καὶ ἐπ᾽ ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα βαρεῖαν,
    220ἂψ δ᾽ ἐς κουλεὸν ὦσε μέγα ξίφος, οὐδ᾽ ἀπίθησε
    μύθῳ Ἀθηναίης:  δ᾽ Οὔλυμπον δὲ βεβήκει
    δώματ᾽ ἐς αἰγιόχοιο Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους.

    Πηλεΐδης δ᾽ ἐξαῦτις ἀταρτηροῖς ἐπέεσσιν
    Ἀτρεΐδην προσέειπε, καὶ οὔ πω λῆγε χόλοιο:
    225οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ᾽ ἔχων, κραδίην δ᾽ ἐλάφοιο,
    οὔτέ ποτ᾽ ἐς πόλεμον ἅμα λαῷ θωρηχθῆναι
    οὔτε λόχον δ᾽ ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν
    τέτληκας θυμῷ: τὸ δέ τοι κὴρ εἴδεται εἶναι.
     πολὺ λώϊόν ἐστι κατὰ στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν
    230δῶρ᾽ ἀποαιρεῖσθαι ὅς τις σέθεν ἀντίον εἴπῃ:
    δημοβόρος βασιλεὺς ἐπεὶ οὐτιδανοῖσιν ἀνάσσεις:
     γὰρ ἂν Ἀτρεΐδη νῦν ὕστατα λωβήσαιο.
    ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω καὶ ἐπὶ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι:
    ναὶ μὰ τόδε σκῆπτρον, τὸ μὲν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους
    235φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπεν,
    οὐδ᾽ ἀναθηλήσει: περὶ γάρ ῥά  χαλκὸς ἔλεψε
    φύλλά τε καὶ φλοιόν: νῦν αὖτέ μιν υἷες Ἀχαιῶν
    ἐν παλάμῃς φορέουσι δικασπόλοι, οἵ τε θέμιστας
    πρὸς Διὸς εἰρύαται:  δέ τοι μέγας ἔσσεται ὅρκος:
    240 ποτ᾽ Ἀχιλλῆος ποθὴ ἵξεται υἷας Ἀχαιῶν
    σύμπαντας: τότε δ᾽ οὔ τι δυνήσεαι ἀχνύμενός περ
    χραισμεῖν, εὖτ᾽ ἂν πολλοὶ ὑφ᾽ Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο
    θνήσκοντες πίπτωσι: σὺ δ᾽ ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις
    χωόμενος  τ᾽ ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας.

     

    ὣς φάτο Πηλεΐδης, ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ
    χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον, ἕζετο δ᾽ αὐτός:
    Ἀτρεΐδης δ᾽ ἑτέρωθεν ἐμήνιε: τοῖσι δὲ Νέστωρ
    ἡδυεπὴς ἀνόρουσε λιγὺς Πυλίων ἀγορητής,
    τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή:
    250τῷ δ᾽ ἤδη δύο μὲν γενεαὶ μερόπων ἀνθρώπων
    ἐφθίαθ᾽, οἵ οἱ πρόσθεν ἅμα τράφεν ἠδ᾽ ἐγένοντο
    ἐν Πύλῳ ἠγαθέῃ, μετὰ δὲ τριτάτοισιν ἄνασσεν:
     σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:
     πόποι  μέγα πένθος Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει:
    255 κεν γηθήσαι Πρίαμος Πριάμοιό τε παῖδες
    ἄλλοι τε Τρῶες μέγα κεν κεχαροίατο θυμῷ
    εἰ σφῶϊν τάδε πάντα πυθοίατο μαρναμένοιϊν,
    οἳ περὶ μὲν βουλὴν Δαναῶν, περὶ δ᾽ ἐστὲ μάχεσθαι.
    ἀλλὰ πίθεσθ᾽: ἄμφω δὲ νεωτέρω ἐστὸν ἐμεῖο:
    260ἤδη γάρ ποτ᾽ ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν
    ἀνδράσιν ὡμίλησα, καὶ οὔ ποτέ μ᾽ οἵ γ᾽ ἀθέριζον.
    οὐ γάρ πω τοίους ἴδον ἀνέρας οὐδὲ ἴδωμαι,
    οἷον Πειρίθοόν τε Δρύαντά τε ποιμένα λαῶν
    Καινέα τ᾽ Ἐξάδιόν τε καὶ ἀντίθεον Πολύφημον
    265Θησέα τ᾽ Αἰγεΐδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν:
    κάρτιστοι δὴ κεῖνοι ἐπιχθονίων τράφεν ἀνδρῶν:
    κάρτιστοι μὲν ἔσαν καὶ καρτίστοις ἐμάχοντο
    φηρσὶν ὀρεσκῴοισι καὶ ἐκπάγλως ἀπόλεσσαν.
    καὶ μὲν τοῖσιν ἐγὼ μεθομίλεον ἐκ Πύλου ἐλθὼν
    270τηλόθεν ἐξ ἀπίης γαίης: καλέσαντο γὰρ αὐτοί:
    καὶ μαχόμην κατ᾽ ἔμ᾽ αὐτὸν ἐγώ: κείνοισι δ᾽ ἂν οὔ τις
    τῶν οἳ νῦν βροτοί εἰσιν ἐπιχθόνιοι μαχέοιτο:
    καὶ μέν μευ βουλέων ξύνιεν πείθοντό τε μύθῳ:
    ἀλλὰ πίθεσθε καὶ ὔμμες, ἐπεὶ πείθεσθαι ἄμεινον:
    275μήτε σὺ τόνδ᾽ ἀγαθός περ ἐὼν ἀποαίρεο κούρην,
    ἀλλ᾽ ἔα ὥς οἱ πρῶτα δόσαν γέρας υἷες Ἀχαιῶν:
    μήτε σὺ Πηλείδη ἔθελ᾽ ἐριζέμεναι βασιλῆϊ
    ἀντιβίην, ἐπεὶ οὔ ποθ᾽ ὁμοίης ἔμμορε τιμῆς
    σκηπτοῦχος βασιλεύς,  τε Ζεὺς κῦδος ἔδωκεν.
    280εἰ δὲ σὺ καρτερός ἐσσι θεὰ δέ σε γείνατο μήτηρ,
    ἀλλ᾽  γε φέρτερός ἐστιν ἐπεὶ πλεόνεσσιν ἀνάσσει.
    Ἀτρεΐδη σὺ δὲ παῦε τεὸν μένος: αὐτὰρ ἔγωγε
    λίσσομ᾽ Ἀχιλλῆϊ μεθέμεν χόλον, ὃς μέγα πᾶσιν
    ἕρκος Ἀχαιοῖσιν πέλεται πολέμοιο κακοῖο.

    • Like 2
  11. Το 1980 κυκλοφορεί το διπλό δίσκο Τhe River. Η πιο ώριμη δουλειά του ως τώρα. Ο Bruce αρχίζει να υποδύεται. Γράφει ιστορίες για τύπους ανθρώπων που δε γνωρίζει αλλά φαντάζεται ως την τελευταία τους λεπτομέρεια.
    Ξεχωρίζω το υπέροχο αυτοβιογραφικό Independence day.
     

     

    Cause the darkness of this house has got the best of us
    There's a darkness in this town that's got us too
    But they can't touch me now
    And you can't touch me now
    They ain't gonna do to me
    What I watched them do to you

    Now I don't know what it always was with us
    We chose the words, and yeah, we drew the lines
    There was just no way this house could hold the two of us
    I guess that we were just too much of the same kind
     

     

    Το σε στιγμές ειρωνικό σκιαγράφημα της αμερικανικής ψυχής

     

    Well I came home from work and I switched on Channel 5
    There was a pretty little girly lookin' straight into my eyes
    Well I watched as she wiggled back and forth across the screen
    She didn't get me excited she just made me feel mean

     

    Μια ποιητική απομυθοποίηση του αμερικανικού ονείρου.

     

     

    I come from down in the valley
    where mister when you're young
    They bring you up to do like your daddy done

    I got a job working construction for the Johnstown Company
    But lately there ain't been much work on account of the economy
    Now all them things that seemed so important
    Well mister they vanished right into the air
    Now I just act like I don't remember
    Mary acts like she don't care

    Now those memories come back to haunt me
    they haunt me like a curse
    Is a dream a lie if it don't come true
    Or is it something worse

    Aκολουθεί το Nebraska το 1982. Μια αποχώρηση από τις φορτωμένες συνθέσεις. Οι μελωδίες απλούστερες. Ο στίχος σκοτεινός και απελπισμένος στο Atlantic city

     

     

     

    Στο Nebraska τελειωποιεί την αφηγηματική του δεινότητα, αφαιρετικά, χωρίς τυμπανοκρουσίες. 

     

     

     

  12.  

    ἕζετ’ ἔπειτ’ ἀπάνευθε νεῶν, μετὰ δ’ ἰὸν ἕηκε·
    δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ’ ἀργυρέοιο βιοῖο·

    A 50οὐρῆας μὲν πρῶτον ἐπῴχετο καὶ κύνας ἀργούς,
    αὐτὰρ ἔπειτ’ αὐτοῖσι βέλος ἐχεπευκὲς ἐφιεὶς
    βάλλ’· αἰεὶ δὲ πυραὶ νεκύων καίοντο θαμειαί.
    Ἐννῆμαρ μὲν ἀνὰ στρατὸν ᾤχετο κῆλα θεοῖο,
    τῇ δεκάτῃ δ' ἀγορὴν δὲ καλέσσατο λαὸν Ἀχιλλεύς·

    A 55τῷ γὰρ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη·
    κήδετο γὰρ Δαναῶν, ὅτι ῥα θνήσκοντας ὁρᾶτο·
    οἳ δ’ ἐπεὶ οὖν ἤγερθεν ὁμηγερέες τ’ ἐγένοντο,
    τοῖσι δ’ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·
    «Ἀτρεΐδη, νῦν ἄμμε παλιμπλαγχθέντας ὀίω

    A 60ἂψ ἀπονοστήσειν, εἴ κεν θάνατόν γε φύγοιμεν,
    εἰ δὴ ὁμοῦ πόλεμός τε δαμᾷ καὶ λοιμὸς Ἀχαιούς·
    ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα,
    ἢ καὶ ὀνειροπόλον, καὶ γάρ τ’ ὄναρ ἐκ Διός ἐστιν,
    ὅς κ’ εἴποι ὅ τι τόσσον ἐχώσατο Φοῖβος Ἀπόλλων,

    A 65εἴ ταρ ὅ γ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται ἠδ’ ἑκατόμβης,
    αἴ κέν πως ἀρνῶν κνίσης αἰγῶν τε τελείων
    βούλεται ἀντιάσας ἡμῖν ἀπὸ λοιγὸν ἀμῦναι.»
    Ἤτοι ὅ γ’ ὣς εἰπὼν κατ’ ἄρ’ ἕζετο· τοῖσι δ’ ἀνέστη
    Κάλχας Θεστορίδης, οἰωνοπόλων ὄχ’ ἄριστος,

    A 70ὃς ᾔδη τά τ’ ἐόντα τά τ’ ἐσσόμενα πρό τ’ ἐόντα,
    καὶ νήεσσ’ ἡγήσατ’ Ἀχαιῶν Ἴλιον εἴσω
    ἣν διὰ μαντοσύνην, τήν οἱ πόρε Φοῖβος Ἀπόλλων·
    ὅ σφιν ἐὺ φρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν·
    «Ὦ Ἀχιλεῦ, κέλεαί με, Διῒ φίλε, μυθήσασθαι

    A 75μῆνιν Ἀπόλλωνος ἑκατηβελέταο ἄνακτος·
    τοὶ γὰρ ἐγὼν ἐρέω· σὺ δὲ σύνθεο καί μοι ὄμοσσον
    ἦ μέν μοι πρόφρων ἔπεσιν καὶ χερσὶν ἀρήξειν·
    ἦ γὰρ ὀίομαι ἄνδρα χολωσέμεν, ὃς μέγα πάντων
    Ἀργείων κρατέει καί οἱ πείθονται Ἀχαιοί·

    A 80κρείσσων γὰρ βασιλεὺς ὅτε χώσεται ἀνδρὶ χέρηι·
    εἴ περ γάρ τε χόλον γε καὶ αὐτῆμαρ καταπέψῃ,
    ἀλλά τε καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον, ὄφρα τελέσσῃ,
    ἐν στήθεσσιν ἑοῖσι· σὺ δὲ φράσαι εἴ με σαώσεις.»
    Τὸν δ’ ἀπαμειβόμενος προσέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς·

    A 85«Θαρσήσας μάλα εἰπὲ θεοπρόπιον ὅ τι οἶσθα·
    οὐ μὰ γὰρ Ἀπόλλωνα Διῒ φίλον, ᾧ τε σὺ, Κάλχαν,
    εὐχόμενος Δαναοῖσι θεοπροπίας ἀναφαίνεις,
    οὔ τις ἐμεῦ ζῶντος καὶ ἐπὶ χθονὶ δερκομένοιο
    σοὶ κοίλῃς παρὰ νηυσὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει

    A 90συμπάντων Δαναῶν, οὐδ’ ἢν Ἀγαμέμνονα εἴπῃς,
    ὃς νῦν πολλὸν ἄριστος Ἀχαιῶν εὔχεται εἶναι.»
    Καὶ τότε δὴ θάρσησε καὶ ηὔδα μάντις ἀμύμων·
    «Οὔ τ’ ἄρ ὅ γ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὐδ’ ἑκατόμβης,
    ἀλλ’ ἕνεκ’ ἀρητῆρος, ὃν ἠτίμησ’ Ἀγαμέμνων,

    A 95οὐδ’ ἀπέλυσε θύγατρα καὶ οὐκ ἀπεδέξατ’ ἄποινα·
    τοὔνεκ’ ἄρ’ ἄλγε’ ἔδωκεν ἑκηβόλος ἠδ’ ἔτι δώσει,
    οὐδ’ ὅ γε πρὶν Δαναοῖσιν ἀεικέα λοιγὸν ἀπώσει
    πρίν γ’ ἀπὸ πατρὶ φίλῳ δόμεναι ἑλικώπιδα κούρην
    ἀπριάτην ἀνάποινον, ἄγειν θ’ ἱερὴν ἑκατόμβην

    A 100ἐς Χρύσην· τότε κέν μιν ἱλασσάμενοι πεπίθοιμεν.»
    Ἤτοι ὅ γ' ὣς εἰπὼν κατ' ἄρ' ἕζετο· τοῖσι δ' ἀνέστη
    ἥρως Ἀτρεΐδης εὐρὺ κρείων Ἀγαμέμνων
    ἀχνύμενος· μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι
    πίμπλαντ', ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐΐκτην·

    A 105Κάλχαντα πρώτιστα κάκ' ὀσσόμενος προσέειπε
    «Μάντι κακῶν οὐ πώ ποτέ μοι τὸ κρήγυον εἶπας·
    αἰεί τοι τὰ κάκ' ἐστὶ φίλα φρεσὶ μαντεύεσθαι,
    ἐσθλὸν δ' οὔτέ τί πω εἶπας ἔπος οὔτ' ἐτέλεσσας·
    καὶ νῦν ἐν Δαναοῖσι θεοπροπέων ἀγορεύεις

    A 110ὡς δὴ τοῦδ' ἕνεκά σφιν ἑκηβόλος ἄλγεα τεύχει,
    οὕνεκ' ἐγὼ κούρης Χρυσηΐδος ἀγλά' ἄποινα
    οὐκ ἔθελον δέξασθαι, ἐπεὶ πολὺ βούλομαι αὐτὴν
    οἴκοι ἔχειν· καὶ γάρ ῥα Κλυταιμνήστρης προβέβουλα
    κουριδίης ἀλόχου, ἐπεὶ οὔ ἑθέν ἐστι χερείων,

    A 115οὐ δέμας οὐδὲ φυήν, οὔτ᾿ ἂρ φρένας οὔτέ τι ἔργα.
    ἀλλὰ καὶ ὧς ἐθέλω δόμεναι πάλιν εἰ τό γ᾿ ἄμεινον·
    βούλομ᾿ ἐγὼ λαὸν σῶν ἔμμεναι ἢ ἀπολέσθαι·
    αὐτὰρ ἐμοὶ γέρας αὐτίχ᾿ ἑτοιμάσατ᾿ ὄφρα μὴ οἶος
    Ἀργείων ἀγέραστος ἔω, ἐπεὶ οὐδὲ ἔοικε·

    A 120λεύσσετε γὰρ τό γε πάντες ὅ μοι γέρας ἔρχεται ἄλλῃ.»
    Τὸν δ' ἠμείβετ' ἔπειτα ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς·
    «Ἀτρεΐδη κύδιστε, φιλοκτεανώτατε πάντων,
    πῶς γάρ τοι δώσουσι γέρας μεγάθυμοι Ἀχαιοί;
    οὐδέ τί που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά·

    A 125ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπράθομεν, τὰ δέδασται,
    λαοὺς δ' οὐκ ἐπέοικε παλίλλογα ταῦτ' ἐπαγείρειν.
    ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν τῆνδε θεῷ πρόες· αὐτὰρ Ἀχαιοὶ
    τριπλῇ τετραπλῇ τ' ἀποτείσομεν, αἴ κέ ποθι Ζεὺς
    δῷσι πόλιν Τροίην εὐτείχεον ἐξαλαπάξαι.»

    • Like 1
  13. 9 ώρες πριν, fusiongtr είπε

     

    Δεν διαφωνώ.

    Αλλά η ποζεριά του ήταν πάντα κατά την γνώμη μου πέραν του αποδεκτού από μένα (ειδικά σε κάποιες περιόδους του).

     

    Δεν βλέπω ακόμα και τώρα καμιά ποζεριά στον Springsteen. Τελευταία νομίζω σε μια συναυλία του συνέχιζε να παίζει βαθιά μέσα στη νύχτα κι έπρεπε να του κόψουν το ρεύμα. Πολυσχιδής και ειλικρινά το ένα αυθεντικό αμερικάνα προιόν των ηπα. 

     

     

    Συνεχίζει μετά από 2-3 χρόνια με ένα λιγότερο εμπορικό άλμπουμ. Πραγματεύεται με τρόπο σαφή χωρίς ίχνος χιούμορ τον ορισμό της ιδεατής Αμερικάνικης ψυχής. Ο ρομαντισμός κι η ευθύτητα και πάλι εδώ.
     



    Badlands, you gotta live it everyday
    Let the broken hearts stand
    As the price you've gotta pay
    Keep movin' 'til it's understood
    And these badlands start treating us good

    Συνεχίζει με προσωπικό τραγουδάκι λίγο γκόσπελ λίγο σόουλ.
     



    All of the old faces
    Asked you why you're back
    They fit you with position
    And the keys to your daddy's Cadillac
    In the darkness of your room
    Your mother calls you by your true name
    You remember the faces, the places, the names
    You know it's never over, it's relentless as the rain

    Well Daddy worked his whole life for nothing but the pain
    Now he walks these empty rooms looking for something to blame
    You inherit the sins, you inherit the flames

    Ένα όμορφο βραδύκαυστο:

     

     

    και τo επικό promised land για την εργατιά.

     

     

     

  14. Το '73 κυκλοφορεί το The Wild, the Innocent & the E Street Shuffle. Ρομαντικό, πηγαίο, σκιαγραφεί σκηνές από έναν κόσμο που δεν υπάρχει παρά μόνο στο μυαλό του δημιουργού. Τραγούδια μεγάλης διάρκειας όπου το πιάνο παίζει φορμαλιστικά με κλασικά μοτίβα και rhythm and blues. Το rock ωστόσο παραμένει βαθιά στην καρδιά του άλμπουμ.

    Ξεχωρίζω το υπέροχο New York Serenade που παίζει σαν μια νεωτεριστική εκδοχή του West Side Story.
     



    ... Oh listen to the junkman... He's singing...

    Και το παράξενο Wild Billy's Circus.
     



    ...and the circus boss leans over whispers in the little boy's ear. Hey son you wanna try the big top?

  15. O Bruce Frederick Joseph Springsteen γεννήθηκε το '49 στο New Jersey. Η καταγωγή του ήταν Ιρλανδική, Ολλανδική και Ιταλική. Ο πατέρας του, που υπήρξε καταλυτική δύναμη στο έργο του, έπασχε από κατάθλιψη. H μητέρα του ήταν γραμματέας.
    Η καθολική του εκπαίδευση έπαιξε επίσης μεγάλο ρόλο στα μετέπειτα έργα του αν και ο ίδιος ποτέ δεν κατάφερε να τα βρει με τις αυστηρές καλόγριες του καθολικού δημοτικού σχολείου του. Στο γυμνάσιο δεν τα πήγαινε καλά και ένας καθηγητής του θυμάται πως "το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να παίζει την κιθάρα του."

    Ο πρώτος του δίσκος είναι το Greetings From Asbury Park. Χειμαρρώδης στίχος, πολύπλοκες ενορχηστρώσεις και ώρες πολλές ηχογράφησης όπου συνεχώς μετακινούνται όργανα και μικρόφωνα στην αναζήτηση ενός καινούργιου προσωπικού ήχου. Όλα τα τραγούδια είναι εκπληκτικά. Ξεχωρίζω τα παρακάτω.
     

     

     

     

  16. 2 ώρες πριν, Haris είπε

     

    Αυτές οι εκφράσεις είναι που δεν μαζεύονται. Με τίποτα όμως.
    Over and out.

     

    Αυτές οι εκφράσεις είναι η πραγματικότητα. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής όπου κι οι χαρακτηρισμοί θα ήταν βαρύτεροι, σαφώς επικρίνω το ότι ακόμα θέλουν να είναι στη σκηνή, να είναι σχετικοί και να παίζουν πράγματα που όχι μόνο δεν μπορούν να παίξουν πια λόγω κατάρρευσης μα και δεν μπορούν να αποδώσουν με τον τρόπο που θα κάνανε σε άλλες παλιότερες εποχές. 

    Οπότε το καλύτερο για όλους θα είναι να αδειάσουν τη γωνιά, ή κάτι που φυσικά οι 80αρηδες νάρκισσοι ποτέ δεν θα έκαναν, να προσπαθούσαν να προωθήσουν νέους καλλιτέχνες. 

    Αυτό είναι το θλιβερό. Δεν έχουν να παρουσιάσουν τίποτα αξιόλογο εδώ και δεκαετίες αλλά από την άλλη πρέπει να τους συμπεριφερόμαστε σαν τοτέμ. Δεν είναι τοτέμ. Είναι κάτι γέροι που έζησαν καλά τη ζωή τους και τώρα ήρθε η ώρα να την κάνουν για αχέροντα. Δεν το λέω εγώ. Η φύση το λέει.  

  17. 11 λεπτά πριν, Haris είπε

    @atreu73

    Δεν το μαζεύεις με τίποτα. Δεν μιλάμε έτσι για ανθρώπους. Τουλάχιστον όχι στο δικό μου σύστημα αξιών. 

    Δεν προσπαθώ να μαζέψω τίποτα. Το αυτονόητο γράφω. Αφού εδώ και κάτι δεκαετίες δεν έχεις τίποτα να προσθέσεις σε ότι έχεις κάνει αποσύρσου. Μην εξευτελίζεσαι 80αρης πράμα να τραγουδάς το Αντζι. 

  18. 26 λεπτά πριν, Haris είπε

     

    Αν τρολάρεις, δεν είναι αστείο. Αν σοβαρολογείς, είναι θλιβερό.

     

    Θλιβερό είναι να είσαι 80 και να προσπαθείς να πεις τραγούδια που έγραψες πριν 50 χρόνια. Πιο θλιβερό ακόμα γιατί τα τραγούδια έχουν γραφτεί για να λέγονται από άντε βαριά βαριά μεσήλικες. 

    Δεν είναι πολλοί εκείνοι που ακολούθησε η μουσική τους την μετάβαση στην τρίτη ηλικία και οι ρολινγκ στοουνς δεν αποτελούν εξαίρεση. 

×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου