Προς το περιεχόμενο
  • Άρθρα

    Άρθρα Μουσικής Τεχνολογίας
    • nikodemos
      Ημ/νία: 14:57 - 30/07/09 Εισαγωγή: Το σύστημα monitoring αποτελεί ουσιαστικά την καρδιά ενός recording studio. Ισως το πιο σημαντικό τμήμα του. Τι εννοούμε λοιπόν μιλώντας για ένα ολοκληρωμένο σύστημα monitoring? Μιλάμε φυσικά για το σύνολο των υποσυστημάτων που δρομολογούν το προς ακρόαση σήμα από την μετατροπή του σε αναλογικό έως τα αυτιά μας καθώς και τα μέσα παρακολούθησης κάποιων κάποιων κρίσιμων χαρακτηριστικών (level metering , phase metering) και ότι παρεμβάλεται ανάμεσα. Αν θέλουμε να είμαστε ακόμη πιο σωστοί και τυπικοί θα πρέπει να συμπεριλάβουμε οποσδήποτε μέσα στην όλη κουβέντα και την ακουστική διαμόρφωση του χώρου ακρόασης καθώς αυτή λογικά θα καθορίσει κάποιες από τις επιλογές μας και αντίστροφα θα καθοριστεί από κάποιες άλλες.

      Θα χωρίσουμε λοιπόν το όλο θέμα σε 5 υποκατηγορίες
      1. χώρος ακρόασης - ακουστική διαμόρφωση
      2. DA μετατροπή
      3. έλεγχος έντασης - επιλογή πηγής - routing - speaker switching
      4. ηχεία - τοποθέτηση
      5. metering  

      1. Είναι εύκολα κατανοητό πως ένας σημαντικός χώρος ακρόασης όπως είναι ένα control room πρέπει να πληρεί κάποιες προυποθέσεις σε σχέση με την ακουστική του συμπεριφορά. Έτσι είναι πολύ βασικό να υπάρχει ένας χαμηλός συνολικός χρόνος αντήχησης (έως 0.5 sec) ο οποίος να παραμένει χαμηλός και στο χαμηλότερο συχνοτικό φάσμα, να μην υπάρχουν άμεσες ανακλάσεις στην θέση ακρόασης και να υπάρχει απόλυτη συμμετρία σε ότι αφορά τόσο την απόσταση και την γωνία των ανακλαστικών επιφανειών (τοίχοι) όσο και των πηγών (ηχεία) σε σχέση με την θέση ακρόασης, ώστε να μπορεί να διατηρηθεί ανέπαφη και σωστή η στερεοφωνική εικόνα και βέβαια πολύ χαμηλό noise floor (θόρυβος περιβάλλοντος).
      Υπάρχουν αρκετές διαφορετικές σχεδιαστικές κατευθήνσεις σε σχέση με την κατασκευή χώρων ελέγχου και ακρόασης ξεκινώντας από τα LEDE και καταλήγωντας στα Non Enviroment Rooms. Όλες έχουν σαν βάση τον έλεγχο του χρόνου αντήχησης (στο σύνολο του συχνοτικού φάσματος) και τον έλεγχο της κατευθηντικότητας των ανακλάσεων. Βασική προυπόθεση για μια σωστή σχεδίαση είναι η διατήρηση αναλογιών με τα βέλτιστα αποτελέσματα σε ότι αφορά τα room modes και ο ικανοποιητικός συνολικός όγκος του χώρου.
      Σε όλες αυτές τις σχεδιάσεις η επιλογή και τοποθέτηση των ηχείων αποτελεί κομμάτι του σχεδίου και τις περισσότερες φορές μέρος της κατασκευής (θα το δούμε παρακάτω).

      2. Όσο και αν φαίνεται περίεργο η μετατροπή του σήματος από ψηφιακό σε αναλογικό προς ακρόαση είναι σαφέστατα πιο επιδραστική από οποιαδήποτε άλλη μετατροπή προηγήται ή θα ακολουθήσει....και ο λόγος είναι πολύ πολύ απλός....με βάση αυτή την μετατροπή θα κρίνουμε και θα αξιολογήσουμε οτιδήποτε συμβαίνει στην όλη διαδικασία συμπεριλαμβανομένων και όλων των υπόλοιπων μετατροπών (πχ από αναλογικό σε ψηφιακό κατά το tracking). Θα πρέπει λοιπόν να είμαστε απόλυτα σίγουροι πως αυτό που ακούμε αποτελεί την πιο πιστή και απόλυτα transparent δυνατή μεταφορά της έως τότε ψηφιακής πληροφορίας στο αναλογικό domain απαλαγμένη είτε από artifacts της όλης διαδικασίας (  jitter, quantization errors) είτε απλά από τον "χρωματισμό" της τοπολογίας της ίδιας της συσκευής. Εννοείται λοιπόν πως μας ενδιαφέρουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά που θα καθορίσουν αυτό το αποτέλεσμα όπως το S/N ratio, THD, crosstalk κλπ κλπ αλλά και το υπερσταθερό clocking, η απόλυτη συμβατότητα και διασυνδεσημότητα με το υπόλοιπο στούντιο μέσω πληθώρας (ποσοτικής και ποιοτικής) ψηφιακών Ι/Ο και η δυνατότητα να "ακολουθήσουμε" όλα τα σύγχρονα sample rates & wordlengths.
      Στην αγορά σήμερα υπάρχουν αρκετές επιλογές που να ικανοποιούν αυτές τις προυποθέσεις είτε ως stand alone 2trk DA's , είτε ως AD/DA's, είτε ως τμήμα ενός ολκληρωμένου monitor controller. Καλώς ή κακώς όλες βρίσκονται σε αρκετά υψηλές τιμές και οι πιο χαρακτηριστικές επιλογές είναι από μάρκες όπως οι Lavry, Benchmark, Prism, Grace Design, Crane Song.
      Απλά θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας το εξής....επειδή αυτά τα "μηχανάκια" κάνουν ένα και μόνο πράγμα δεν σημαίνει ούτε πως πρέπει να είναι κατ'ανάγκη φθηνά ούτε πως είναι όλα ίσα μεταξύ τους....αυτό το "ένα πράγμα" είναι ίσως από τα πιο σημαντικά στην όλη διαδικασία.

      3. Ο έλεγχος της έντασης, της στάθμης ακρόασης δηλαδή είναι ίσως από τα πιο σημαντικά τμήματα ενός monitoring συστήματος. Ο λόγος είναι αφενός ότι υπάρχουν αποδεδειγμένα ιδανικές στάθμες ακρόασης αλλά και αφ'ετέρου στο πως αντιλαμβανόμαστε τυχόν μικρο αλλαγές στην στάθμη ακρόασης. έτσι τις περισότερες φορέ αρκεί μιαμικρή αύξηση της στάθμης για να την αντιληφθούμε ως "βελτίωση" ή έστω ως αλλαγήσεσχέση και με το περιεχόμενο. Με άλλα λόγια είναι αναγκαίο να είμαστε σίγουροι για την δυαντότητα μας να ακούμε στην επιλεγμένη ένταση αλλά και για τοπως αυτή επηρεάζεται από την τοπολογία του όλου συστήματος.
      Όταν μιλάμε για τον έλεγχο της έντασης, την επιλογή της πηγής, το routing, το speaker selection, την ενδοεπικοινωνία κλπ κλπ ουσιαστικά μιλάμε για όλα αυτά για τα οποία είναι υπέυθηνο το master section μιας large format recording κονσόλας. Σήμερα όμως που όλο και περισσότερα studios "χτίζονται" γύρω από ένα DAW η παρουσία της κονσόλας τείνει να εκλείψει και έτσι θα έπρεπε να βρεθεί μια λύση και για τις λειτουργίες του master section. Από την άλλη ακόμη και στις μεγαλύτερες κονσόλες (και ειδικά σε πιο "κλασσικές") τα κρίσιμα τεχνικά χαρακτηριστικά του monitoring/master section δεν συμβαδίζουν πάντα με τις πολύ υψηλές απαιτήσεις πιστότητας και ακρίβειας που δημιουργούν τα σημερινά ψηφιακά φορμάτ....ή με πιο απλά λόγια δεν είναι απαραίτητα καλή ιδέα να συμμετέχει η κονσόλα στο τι ακούμε (χωρίς όμως να είναι απαραίτητα και κακή - είναι απλάθέμα επιλογής). Γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο δημιουργήθηκαν τα  dedicated monitor controllers. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα matrix εισόδων και εξόδων (αναλογικών ή, και ψηφιακών) συνδυασμένο με ένα level controller και την δυνατότητα επιλογής όλων των δυνατών δρομολογήσεων του σήματος. Υπάρχουν άπειρες προτάσεις στην αγορά....Αυτά που προσωπικά θεωρώ απαραίτητα συστατικά είναι....
      - Η "αχρωμάτιστη" και απόλυτα transparent ηχητικά τοπολογία του όλου συστήματος.
      - Ικανοποιητικό Headroom και ανύπαρκτο noise floor.
      - Η δυνατότητα level calibration για όλες τις εισόδους και εξόδους.
      - Η δυνατότητα επιλογής διαφορετικών operating levels.
      - Η δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε τουλάχιστον 2 ζευγάρια ηχεία.
      - Η δυνατότητα για mono listen, dim & mute.
      - Η αθόρυβη λειτουργία των επιλογέων.
      - Η ύπαρξη stepped knobs και οπτικής ένδειξης των ρυθμίσεων για εύκολη επανάκληση τους.
      - Η ύπαρξη λειτουργίας cue send & talkback
      - Η ύπαρξη ξεχωριστού HP amp
      - Η απαραίτητη πληθώρα Ι/Ο ψηφιακών και αναλογικών, σε όλα τα κρίσιμα φορμάτ.
      - H ύπαρξη bit transparent digital out (through)
      Από εκεί και πέρα όπως έγραψα και πιο πάνω πολλά controllers περιλαμβάνουν και DA που σε κάποιες περιπτώσεις αποτελεί εξαιρετικά ποιοτικές υλοποιησεις, όπως στα Crane Song Avocet & Grace Design m904. Αυτά τα 2 προσωπικά θεωρώ και ως τις καλύτερες επιλογές τόσο ως monitor controllers αλλά και ως DA μετατροπείς. Προσωπικά κατέληξα στο m904 γιατί μου φάνηκε κάπως πιο "ψυχρό" και "γρήγορο" ηχητικά (ίσως λόγω ic's) αλλά και γιατί ταίριαζε καλύτερα εργονομικά στον χώρο μου....και τα 2 πάντως είναι υποκειμενικές κρίσεις άσχετες με την τεχνική πλευρά των  μηχανημάτων που είναι εκπληκτική και στα 2.Υπάρχουν πολλές ακόμη αξιόλογες προτάσεις από εταιρίες όπως η Coleman , Dangerous, Audient κλπ κλπ
      Σε ότι αφορά τον έλεγχο της έντασης όπως έγραψα ήδη είναι τρομερά σημαντικό να μπορούμε να δουλεύουμε σε σωστά level, αλλά ταυτόχρονα να μπορούμε εύκολα να ανακαλέσουμε αυτές τις ρυθμίσεις, αυτές να μας ακολουθούν από πρότζεκτ σε πρότζεκτ αλλά και από πηγή σε πηγή (πχ daw & cd player) αλλά και να είμαστε σίγουροι κατά πόσο υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στα διάφορα scales καιαυτό που ακούμε και κατα πόσο μπορεί να επηρεάζεται - χρωματίζεται το αποτέλεσμα από κάτι τέτοιο.

      4. Κατ'αρχάς και προς αποκατάσταση μιας παρεξήγησης..... τι είναι  αυτό που κάνει ένα ηχείο studio monitor?

      η απάντηση είναι απλή....
      Τίποτα συγκεκριμένο και ειδικά σε ότι αφορά τα nearfield ηχεία....ο όρος χρησιμοποιήται μάλλον καταχρηστικά από τους κατασκευαστές.Στην πραγματικότητα ο όρος studio monitors αναφέρεται στα main ηχεία ενός στούντιο, τα οποία για χρόνια αποτελούσαν κομμάτι της συνολικής κατασκευής και σχεδίασης ενός control room και όχι "έτοιμες" λύσεις (κάτι που άλλαξε σιγά σιγά).

      Στην πραγματικότητα λοιπόν όποιο ηχείο χρησιμοποιήται σε ένα κοντρόλ ρουμ για την "παρακολούθηση του ηχητικού συμβάντος"  αποτελεί στην ουσία ένα studio monitor τουλάχιστον σε ότι αφορά τον τρόπο και σκοπό της χρήσης του.

      Δεν υπάρχει στην ουσία κάποια ουσιαστική σχεδιαστική διαφορά (σε σχέση με την ουσία του πράγματος - την ηχητική συμπεριφορά) που να κάνει ένα μικρού όγκου ηχείο studio monitor ή σπιτικό....υπάρχουν απλά ΚΑΛΑ, ΜΕΤΡΙΑ & ΚΑΚΑ ηχεία.

      Παρ'όλα αυτά σε ότι αφορά τα nearfield που μας ενδιαφέρουν περισσότερο, οι όποιες διαφορές που εξιδανικεύουν την χρήση σε studio αφορούν  κυρίως την τοποθέτηση και την διασύνδεση τους στο (με το) συγκεκριμένο περιβάλλον....δηλαδή

      - waveguide για την πιο ομαλή διάχυση των υψηλώτερων συχνοτήτων - πολλές φορές μεταβλητής θέσης ώστε να επιτρέπει την κάθετη ή οριζόντια τοποθέτηση και την δημιουργία sweetspot.
      - active ενίσχυση η οποία περιλαμβάνει και κάποια High & Low Pass φίλτρα βοηθώντας στο σωστό matching με τον χώρο (τόσο συχνοτικά όσο και ως στερεοφωνία).
      - μαγνητική θωράκιση για προστασία ηλ.συσκευών που βρίσκοντε σε μικρή απόσταση (πχ οθόνες λυχνίας)
      - Στα περισσότερα ported ηχεία που προορίζοντε για αυτή την χρήση , η οπή βρίσκεται στο εμπρός μέρος ώστε να επιτρέπει την τοποθέτηση του κοντά σε τοίχο.
      - συμβατότητα με ένα "προ" περιβάλλον σε ότι αφορά την διασύνδεση και τα operating levels.

      ...και άλλες τέτοιες παραλαγές

      Υπάρχουν άπειρα καταπληκτικά ηχεία, "συμβατικής" προελεύσεως που έχουν κάνει τρομερή "καριέρα" σε recording studios.....για την ακρίβεια τα nearfield ηχεία είναι ένα απ'ευθείας δάνειο του consumer κόσμου στον commercial recording κόσμο (ειδικά σήμερα που τα περισσότερα είναι ported).

      Επαναλαμβάνω δεν υπάρχουν ηχητικά χαρακτηριστικά "ειδικά" για recording περιβάλλον....το ζητούμενο στα ηχεία είναι πάντα το ίδιο...ακρίβεια, ακρίβεια και ακρίβεια...άλλα το καταφέρνουν καλύτερα και άλλα χειρότερα. Έχει να κάνει με την ποιότητα του σχεδιασμού και της υλοποίησης και όχι με την ταμπέλα...τοαποτέλεσμα εξαρτάται από παράγωντες όπως τα THD, Intermodulation distortion, S/N, Sensitivity, headroom before clipping κλπ κλπ και όχι από το ταμπελάκι του κατασκευαστή....εκτός αν πιστεύετε πως ένα "στούντιο μόνιτορ" ηχείο των 200 ευρώ είναι καλύτερη επιλογή για ένα στούντιο από ένα "χαιφιιντελίστικο" ηχείο των 3000 ευρώ (στην ίδια κατηγορία όγκου και δρόμων). Από την άλλη υπάρχουν ηχεία που έκαναν τεράστια "καριέρα" σε ηχογραφήσεις με απαράδεκτα (σε σχέση με την "ακρίβεια") χαρακτηριστικά όπως τα auratones ή ακόμη και τα θρυλικά NS10....η ουσία λοιπόν είναι η εξυπυρέτηση αναγκών που πιθανότατα μεταβάλοντε από εποχή σε εποχή, από άνθρωπο σε άνθρωπο και από περίσταση σε περίσταση.....αυτό από μόνο του αρκεί για να μην επιτρέπει το "τσουβάλιασμα" και την βλακώδη αυτή κατηγοριοποίηση (συγχωρέστε μου το βλακώδη αλλά με αυτό τον τρόπο έχουν καταφέρει να πουλήσουν χιλιάδες μέτρια ή κακά ηχεία σε ανυποψίαστους καταναλωτές-μαθητευόμενους μάγους).
        Συμπέρασμα λοιπόν είναι πως στην κατηγορία τουλάχιστον των 2δρομων ή 3δρομων ηχείων μικρού όγκου δεν υπάρχουν "ειδικά ηχεία" για recording χρήση αλλά κάποια κοινά αποδεκτά γνωρίσματα που διευκολύνουν την χρήση των ηχείων αυτών σε ένα recording & mixing περιβάλλον. Ο όρος studio monitor ,πλην των μεγάλων τρίδρομων flush mounted θηρίων στα αυτιά μου ακούγεται τουλάχιστον βλακώδης, ή για να το θέσω πιο κόσμια ΟΛΑ τα "studio monitors" παύουν να είναι "studio monitors" και γίνονται "συμβατικά ηχεία" από την στιγμή που εγκαταλείπουν ένα control room και βρίσκονται σε ένα υπνοδωμάτιο.....είναι "studio monitors" γιατί πολύ απλά βρίσκονται σε studio.

      Σε ότι αφορά την επιλογή, κυρίαρχος παράγωντας είναι ο χώρος και οι ανάγκες-απαιτήσεις. Έτσι είναι πρακτικά αδύνατον ένα μεγάλο ηχείο 3 δρόμων να αποδόσει σωστά σε έναν χώρο μικρού όγκου....Σε ότι αφορά τα μικρότερα ηχεία 2 δρόμων, τα λεγώμενα nearfield θα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας την εξής απλούστευση...όσο μικρότερη είναι η διάμετρος του μεγαφώνου τόσο θα αυξάνεται η αρμονική και η intermodulation παραμόρφωση σε υψηλότερες εντάσεις....επειδή όμως η ένταση σε αυτή την περίπτωση δεν έχει να κάνει απαραίτητα με το percieved loudness (συχνοτικά μιλώντας) ένα μεγάφωνο 5" θα αρχίσει να έχει προβλήματα από σχετικά χαμηλά spl σε σχέση με ένα 8" και φυσικά αυτό θα ενισχύεται και από το πόσο ισχυρή είναι η παρουσία χαμηλοσυχνωτικού περιεχομένου. Από την άλλη ένα μεγάφωνο πολύ μεγάλης διαμέτρου απαιτεί όπως είναι φυσικό πολύ περισσότερη ενέργεια για να "κουνήσει" τον αέρα και κατά συνέπεια θα είναι πιο "αργό" σε χαμηλές εντάσεις. Σε ότι αφορά το θέμα closed vs ported cabinet ,μιλάμε για 2 διαφορετικές καταστάσεις...προσωπικά θεωρώ τις κλειστές καμπίνες πιο ακριβείς αλλά λιγώτερο εντυπωσιακές και με σαφέστατα χειρότερη σχέση όγκου/απόδοσης στα χαμηλά, ενώ από την άλλη πλευρά το σύνολοσχεδόν των ηχείων που κατασκευάζοντε σήμερα είναι ported......άρα θεωρώ καλύτερη λύση την δυνατότητα ακρόασης και στα 2!!!  

      Σε ότι αφορά την τοποθέτηση είναι κοινά αποδεκτό πως ασχέτως όγκου η πιο σωστή τοποθέτηση είναι το flush mounting , δηλαδή ο εντοιχισμός τους στον εμπρός τοίχο του χώρου. Αυτό βοηθάει στο να αποφύγουμε τις ανακλάσεις από την ακτινοβολία του πίσω μέρους του ηχείου καθώς και να πετύχουμε (με την ανάλογη κατασκευή) το σωστό decoupling από τον υπόλοιπο χώρο, και βέβαια να είμαστε απόλυτα σίγουροι για την συμμετρία του όλου συστήματος. Αν κάτι τέτοιο είναι μη πράκτικό, τότε η δεύτερη καλύτερη επιλογή είναι το   free standing σε ειδικές βάσεις ανάμεσα στην θέση ακρόασης και στην εμπρός επιφάνεια του χώρου....η τοποθέτηση ηχείων επάνω στο meterbridge μιας κονσόλας ή επάνω στην επιφάνεια εργασίας αν και δείχνει ιδιαίτερα όμορφα είναι αρκετά προβληματική καθώς υπάρχουν έντονες ανακλάσεις προς την θέση ακρόασης από την σκληρή οριζόντια επιφάνεια της κονσόλας....καλό είναι να αποφεύγεται. Και στις 2 αυτές περιπτώσεις καλό είναι να υπάρχει κάποιας μορφής decoupling ανάμεσα στο ηχείο και την φέρουσα κατασκευή.

      Στα ηχεία 2 δρόμων γενικά πιο ορθή λύση είναι η τοποθέτηση τους κάθετα δηλαδή όρθια ώστε και οι 2 δρόμοι να βρίσκονται στον ίδιο άξονα σε σχέση με την θέση ακρόασης δημιουργώντας ένα πιο ευρύ sweet spot. Σε κάποια ηχεία η περιστροφή του   wave guide επιτρέπει την τοποθέτηση τους και οριζόντια χωρίς προβλήματα....στην περίπτωση που δεν υπάρχει αυτήη δυνατότητα και πρέπει οποσδήποτε να τα τοποθετήσουμε οριζόντια τα HF drivers θα πρέπει να βρίσκοντε στην εξωτερική πλευρά του τριγώνου που δημιουργείται.

      5. Όταν λέμε εννοούμε βέβαια την οπτική απεικόνιση κάποιων συνεχώς μεταβλητών πληροφοριών που αφορούν την ηχητική πληροφορία. Έτσι ένα σωστό  digital metering σύστημα θα πρέπει να
      - έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί τόσο το level τόσο σε ότι αφορά το ψηφιακό Full Scale όσο και την αντιστοιχία του με το αναλογικό VU.
      - να υιοθετεί το σύστημα Κ του B.Katz
      - να έχει μεγάλη ευκρίνεια από peak segments ειδικά στα τελευταία 15 db κάθε σκάλας (0.5db steps)
      - να έχει ακριβές over counting (3 samples)
      - να εχει δυνατότητα απεικόνισης Peak & RMS level
      - να έχει phase corelation meter
      - αν πρόκειται για hardware meter καλύτερη επιλογή είναι να έχει ψηφιακή είσοδο αλλά και bit transparent digital out (through) ώστε να μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και την συγκεκριμένη έξοδο.
      Από εκεί και πέρα πολλοί ανάμεσα τους και εγώ αισθάνονται την ανάγκη ύπαρξη και αναλογικών VU meters καθώς λόγω των ιδιαιτεροτήτων τους (αργή ταχύτητα, εξάρτηση από το συχνοτικό περιεχόμενο) δίνουν μια πιο ιδιαίτερη εικόνα της ηχητικής πληροφορίας την οποία πολλοί βρίσκουν ιδιαίτερα χρησιμη.


      Σε όλα τα παραπάνω έχει τεράστια σημασία η σωστή διασύνδεση και καλωδίωση (audio & power) , τα σωστά operating levels και το σωστό και λεπτομερές calibration.

    • nikodemos
      Ημ/νία: 02:20 - 31/07/09 Εισαγωγή: Τι είναι τελικά ο αναλογικός ήχος? Μπορεί να αναβιώσει και να συνυπάρξει με το ψηφιακό περιβάλλον ενός DAW? Πως μπορεί να γίνει αυτό και κυρίως είμαστε σίγουροι ότι αυτό θέλουμε; Σήμερα περισσότερο από ποτέ γίνεται καθημερινά κουβέντα περί "αναλογικού ήχου" και το πως θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε κάποια από τα έυηχα γνωρίσματα και χαρακτηριστικά του στις ψηφιακές μας ηχογραφήσεις. Ίσως λοιπόν θα πρέπει πρώτα να δούμε ποιά ήταν αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που έκαναν (ή δεν έκαναν) τις αναλογικές ηχογραφήσεις τόσο διαφορετικές σε σχέση με την σημερινή ψηφιακή ηχογράφηση και επεξεργασία.

      Κατ'αρχάς θα πρέπει να καταλάβουμε πως στην ουσία του πράγματος όροι όπως "αναλογική ζεστασιά" και άλλα τέτοια "ωραία" δεν σημαίνουν απολύτως τίποτα ή για να το θέσω αλλιώς επιδέχοντε τόσες ερμηνείες όσοι είναι και συνολικά αυτοί που θα τις διατυπώσουν...με άλλα λόγια πέρα από κάποια αντικειμενικά γνωρίσματα των αναλογικών υλοποιήσεων τα οποία όντως μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά ευεργετικά στα πλαίσια μιας μουσικής παραγωγής (ή και όχι...) οι περισσότερες μαγικές ιδιότητες που αποδίδονται στην αναλογική τεχνολογία ηχογραφήσεων ανήκει στην σφαίρα της φαντασίας....και εξηγούμαι...δεν είναι δυνατόν να μιλάμε για τον "μαγικό ήχο" της ταινίας, όταν δεν διευκρινίζουμε για ποιά ταινία μιλάμε (είδος αλλά και τύπος), την κατάσταση της (πόσες φορές έχει γραφτεί), σε ποιό μαγνητόφωνο, σε τι ταχύτητα, σε τι levels, με ή χωρίς noise reduction, ποιό ακριβώς  κλπ κλπ και φυσικά με τι περιεχόμενο (μουσικό). Δεν μπορούμε δηλαδή εύκολα να γενικεύουμε καταστάσεις πιθανότατα εκ διαμέτρου αντίθετες σε ότι αφορά το αποτέλεσμα και να δημιουργούμε αξιώματα. Και αυτό που σίγουρα δεν μπορούμε να θεωρούμε δεδομένο είναι το αν θα μας αρέσει ή όχι κάτι τέτοιο....δεν είναι δυνατόν να προκαταλάβουμε τις αισθήσεις μας ή τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι.

      Τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει ιδιαίτερες κάποιες αναλογικές υλοποιήσεις?

      Προσωπικά θεωρώ πως μπορούμε να εντοπίσουμε την πλειονότητα αυτών των συχνά ευεργετικών και εύηχων ιδιαιτεροτήτων στα ίδια τα "μειονεκτήματα" αυτών των σχεδιάσεων. Στην πραγματικότητα δηλαδή μιλάμε για τα ακουστά artifacts που προκύπτουν είτε από αδυναμίες στην σχεδίαση, στην υλοποίηση αλλά και στην ίδια την τεχνολογία (περιορισμένο δυναμικό εύρος, περιορισμένη συχνοτική απόκριση, μη ομαλή συχνοτική απόκριση) είτε απλά μη γραμμικά φυσικά φαινόμενα (υπεροδήγηση ενός ενισχυτικού κυκλώματος , κορεσμός του μαγνητικού πυρήνα ενός μετασχηματιστή, κορεσμός της μαγνητικής ταινίας κλπ κλπ). Και στις 2 περιπτώσεις έχουμε ακουστά αποτελέσματα άλλοτε εύηχα και άλλοτε κακόηχα (κάτι που τελικά είναι υποκειμενική κρίση περί ωραίου και άρα δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως γενικά καλό ή κακό).

      Το ζήτημα είναι λοιπόν πως θα μπορούσαμε να αξιοποιήσουμε αυτές τις ευεργητικές παρενέργειες, όταν βέβαια κάτι τέτοιο είναι επιθυμητό....

      Η πρώτη απάντηση που έρχεται εύλογα στο μυαλό είναι φυσικά μετο να δουλεύουμε στο αναλογικό domain.....είτε μιλάμε για ηχογράφηση, είτε μιλάμε για μίξη υπάρχουν (έστω και μεταχειρισμένα) όλα τα συστατικά που χρειάζονται για να παραμείνει η δουλειά μας αναλογική έως την ηχογράφηση του master tape.....αλλά κάτι τέτοιο κοστίζει (όχι τόσο ως απόκτηση, αλλά κυρίως ως συντήρηση και εργατοώρες) μάλλον υπερβολικά. Άρα ουσιαστικά το ζητούμενο είναι πως θα μπορούσαμε να ενσωματώσουμε κάποια από αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στο σύγχρονο DAW based studio. Σίγουρα δεν μιλάμε για το ίδιο ακριβώς πράγμα αλλά από την άλλη υπάρχουν όντως τρόποι ώστε να έχουμε the best of both worlds.

      Έτσι θα χωρίσουμε αυτό το θέμα σε 3 υποκατηγορίες.
      - την αναλογική επεξεργασία - δηλαδή την χρήση αναλογικών επεξεργαστών και την "ενσωμάτωση" τους στο ψηφιακό περιβάλλον του αγαπημένου μας DAW.
      - την χρήση επεξεργαστών (αναλογικών ή ψηφιακών) που προσομειώνουν αυτά ακριβώς τα artifacts για τα οποία μιλάμε.
      - την χρήση κάποιων αναλογικών υλοποιήσεων σε έναν κάπως διαφορετικό ρόλο....a bit of the real thing.

      Η πρώτη κατηγορία είναι και η πιο απλή στην σύλληψη και κατανόηση....χρησιμοποιώντας αναλογικούς επεξεργαστές και ειδικά κάποιους που περιλαμβάνουν "χρωματισμένα" gain stages (πχ comps & eq's) μπορούμε να δώσουμε ένα ποσσοστό από την αίσθηση του αναλογικού soft clipping & tube saturation πέρα από την επεξεργασία αυτή καθε αυτή. Έτσι είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η χρήση "χρωματισμένων" αναλογικών επεξεργαστών ειδικά ως bus insert. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι αρκετά AD/DA I/O και ένα DAW που να ενσωματώνει τον υπολογισμό της καθυστέρησης μιας τέτοιας διασύνδεσης , καθώς και να υποστηρίζει το σχετικό routing. Σε αυτό το σενάριο είναι αρκετά πρακτικό να "γράφουμε" (printing tracks) σε ξεχωριστά νέα tracks το αποτέλεσμα της επεξεργασίας, είτε για να αξιοποιήσουμε περισσότερες φορές τον ίδιο επεξεργαστή είτε απλά σαν ένα είδος automation (και για να μην επαναλαμβάνουμετην ίδια διαδικασία κάθε φορά που ανακαλούμε το συγκεκριμένο πρότζεκτ). Σε διαφορετική περίπτωση μια φωτογραφική μηχανή μπορεί να κάνει θαύματα σχετικά με την αποτύπωση των hardware ρυθμίσεων. Υπάρχουν άπειρες υλοποιήσεις που ταιριάζουν γάντι σε αυτό το σενάριο από tube comps όπως τα Manley vari MU, ELOP, UA LA2A κλπ κλπ έως χαρακτηριστικότατα EQ όπως τα GML 8200, TubeTech κλπ κλπ. Ξεχωριστή πραγματικά περίπτωση το Culture Vulture της Τhermionic Culture, ένα που μπορεί να δώσει από subtle αλλά πλούσιο απαλό Harmonic distortion μέχρι "σάπιο"overdrive από starved λυχνίες με συνεχή έλεγχο του bias.

      Στην δεύτερη κατηγορία έχουμε μια σειρά από επεξεργαστές αναλογικούς και ψηφιακούς (software & hardware) που προσομειώνουν (με διάφορους τρόπους) αναλογικά artifacts....όπως είναι αναμενόμενο οι περισσότεροι επικεντρώνουν στην προσομείωση της αναλογικής ταινίας.....κάποιοι με επιτυχία, κάποιοι με πλήρη αποτυχία. Ας δούμε τους πιο ενδιαφέροντες...
      Σε ότι αφορά το  hardware έχουμε βασικά 4 εκπροσώπους , 3 αναλογικούς και έναν ψηφιακό...το Fatso Jr. της Empirical Labs , το Portico Tape Simulator του Rupert Neve, το (ψηφιακό) HEDD της Crane Song και την εκδοχή της Anamod ATS. Τα 3 πρώτα τα έχω ακούσει και έχουν πολύ καλά αποτελέσματα...το Portico είναι σίγουρα πιο ρεαλιστικό αλλά το Fatso μου φαίνεται σαφέστατα πιο χρηστικό με τον συνδυασμό compression - tape sim - traffo sim αν και γενικά είναι λίγο πιο "χοντροκομένο" ηχητικά και κάπως "θορυβωδες". Το HEDD είναι αρκετά διακριτικό ως εφέ αλλά αποτελεσματικό (και όπως και το fatso προσομειώνει και άλλα αναλογικά artifacts) αλλά νομίζω πως αδικείται με την τοποθέτηση του σε αυτή την κατηγορία γιατί είναι και ένα τρομερό ζευγάρι AD/DA μετατροπέων (που δικαιολογεί και την τιμή). Το Anamod δεν το έχω ακούσει αλλά αν κρίνω από τον ντόρο που γίνεται είναι μάλλον η πιο ρεαλιστική προσομείωση...το ζήτημα βέβαια είναι αν μας ενδιαφέρει ο ρεαλισμός ή τα εύηχα αποτελέσματα. Προσωπικά με ενδιαφέρει το 2ο, και με το Anamod να έχει την τιμή ενός μεταχειρισμένου 2" Otari σε καλή κατάσταση  δεν το βλέπω και με πολύ καλό μάτι....

      Σε ότι αφορά τις ψηφιακές υλοποιήσεις....εδώ υπάρχουν πραγματικά πολλές επιλογές, από freeware έως πανάκριβες. Οι περισσότερες έχουν το λιγώτερο ενδιαφέρωντα αποτελέσματα. Προσωπικά ξεχωρίζω τα URS Saturator, Nebula 3 (με άπειρα σχετικά IR's), Crane Song Phoenix και το εκπληκτικό φρη modern analoger (ειδικά για τα λεφτά του ) ....μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι το Camel Phat που ενω δεν προσομειώνει κάτι συγκεκριμένο εν τούτοις έχει μια πολύ analogue like χροιά στο saturation του(όπως και αρκετά ακόμη....αλλά το συγκεκριμένο έχει "κάτι"...ειδικά όταν χρησιμοποιηθεί και το bandpass filter). Εδώ θα πρέπει να πω πως οι περισσότεροι από αυτούς τους επεξεργαστές (αναλογικούς και ψηφιακούς) έχουν ιδιαίτερα διακριτική παρουσία υπό νορμαλ χρήση και συνθήκες και τα αποτελέσματα τους δεν είναι (ή δεν θα έπρεπε να είναι στην πλειονότητα των περιπτώσεων) άμεσα διακριτά..... είναι πολύ εύκολο λοιπόν να παρασύρθεί κάποιος στην υπερβολή με τραγικά κουραστικά για το αυτί αποτελέσματα.....με μέτρο από την άλλη πλευρά τα αποτελέσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα...αρκεί να έχουμε στο μυαλό μας το εξής απλό...όσο πειστική και ρεαλιστική και να είναιμια προσομείωση δεν αρκεί από μόνη της στο main mix insert για να "ζωντανέψει" 30 tracks που έχουν γραφτεί απ'ευθείας στην κάρτα ήχου. Το γιατί νομίζω είναι απλό και κατανοητό....

      Και έτσι φτάνουμε στην τρίτη κατηγορία...πως μπορούμε δηλαδή να δώσουμε λίγο περισσότερο αναλογικό χρώμα στις ηχογραφήσεις μας. Η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει να ξεκινήσουμε από την ίδια την ηχογράφηση, δηλαδή από τον τρόπο που καταγράφουμε τις πηγές. Μια καλή αρχή είναι χρησιμοποιούμε περισσότερο room mics και ίσως να "επιτρέπουμε" το ελεγχόμενο leakage μεταξύ τους. Η χρήση σχεδόν αποκλειστικά closed micing τεχνικών και αποστειρωμένων sampled ήχων είναι μάλλον trademark της "ψηφιακής εποχής". Αντίστοιχα μπορούμε να ασχοληθούμε λίγο παραπάνω με την δημιουργία ήχων μοναδικών είτε μέσω της ίδιας της ενορχήστρωσης και ηχογράφησης είτε μέσω της χρήσης επεξεργαστών με ιδιαίτερο χαρακτήρα...σε αυτά τα πλαίσια μπορούμε να πειραματιστούμε με μια ατελείωτη σειρά υλοποιήσεων από φθηνά δυναμικά μικρόφωνα και home tape recorders έως πρώιμα ψηφιακά και αναλογικά fx processors και reel to reel master tape recorder. Μια ενδιαφερουσα περίπτωση είναι η χρήση ενός ζευγαριού από transformer ballanced line/mic amps στην main bus έξοδο του DAW (κάτι που όμως απαιτεί την χρήση pads για να αξιοποιήσουμε το gain stage)....έχει πολύ όμπρφα αποτελέσματα (ανάλογα και με την τοπολογία του pre amp) από ανεπαίσθητα έως ιδιαίτερα ευδιάκριτα. Από εκεί και πέρα μπορούμε να πειραματιστούμε και με θέματα επιλογών όπως η στερεοφωνική εικόνα, η χρήση eq κλπ κλπ έχωντας στο μυαλό μας το αποτέλεσμα αναλογικών ηχογραφήσεων που θέλουμε να πλησιάσουμε.
      Μια άλλη (τεράστια) παράμετροςστην ίδια κατηγορία είναι βέβαια το αναλογικό summing και η επίδραση ενός "χρωματισμένου" αναλογικού summing amp στο τελικό αποτέλεσμα....επειδή όμως αυτό (mixing ITB vs mixing OTB)  είναι από μόνο του ένα πολύ μεγάλο και ξεχωριστό θέμα θα το εξετάσουμε κάποια άλλη φορά. Προς το παρόν ας αρκεστούμε στο εξής...το αναλογικό summing μπορεί υπό συνθήκες να ακούγεται αρκετά διαφορετικό από ότι το αντίστοιχο ψηφιακό....όχι καλύτερο ή χειρότερο (αυτό είναι κάτι που καθορίζεται από το προσδωκόμενο αποτέλεσμα και την υποκειμενική μας κρίση) αλλά απλά διαφορετικό.


      Πιαθνότατα η καλύτερη λύση είναι ένας συνδυασμός των παραπάνω , ανάλογα και με το ζητούμενο.....και αυτό είναι και το πιο σημαντικό, να έχουμε δηλαδή από πριν στο μυαλό μας το τι θέλουμενα πετύχουμε και όχι απλά να προσπαθούμε να "φτιάξουμε"κάτι που ίσως δεν έχουμε ακούσει και ποτέ, αλλά απλά βασιζόμαστε στο τι μας είπαν και στο πανέμορφο "vintage" γραφικό περιβάλλον του τελευταίου tape sim plugin που προσθέσαμε στην συλλογή μας.

    • nikodemos

      Περί μικροφώνων

      By nikodemos, in Παλιά Άρθρα,

      Ημ/νία: 14:10 - 05/08/09 Εισαγωγή: Τα μικρόφωνα είναι ίσως το πιο βασικό στάδιο κάτα την μετάβαση από την φυσική ηχητική πηγή σε (ψηφιακή;) πληροφορία, στο σύγχρονο recording chain, ή μάλλον έτσι ήταν πάντα. Ακολουθεί μια (κάπως υπεραπλουστευμένη) στενότερη γνωριμία με τα μικρόφωνα και τις ιδιαιτερότητες τους.      Το μικρόφωνο είναι ένας από τους πιο βασικούς κρίκους στο σύγχρονο recording chain (άν όχι ο πιο βασικός) και σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση του χώρου και του τρόπου τοποθέτησης του ένας από τους πιο καθοριστικούς παράγωντες για το ηχητικό αποτέλεσμα. Η δουλειά του μικροφώνου είναι να μετατρέψει την πίεση του αέρα (ηχητικά κύματα) σε ηλεκτρικό ρεύμα και αυτό επιτυγχάνεται με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους – σχεδιάσεις που καθορίζουν και τον τύπο του μικροφώνου. Έτσι σήμερα υπάρχουν πυκνωτικά μικρόφωνα, δυναμικά μικρόφωνα και μικρόφωνα ταινίας (ribbon) καθώς και κάποιες ακόμη λιγότερο διαδεδομένες σχεδιάσεις (electret,PZM). Από εκεί και πέρα υπάρχει και ένα ενισχυτικό κύκλωμα το οποίο καλείται να ενισχύσει σε αρχικό στάδιο το σήμα ωστε να είναι δυνατή η έξοδος από το μικρόφωνο στο κατάλληλο level & S/N ratio. Και σε αυτό το στάδιο υπάρχουν πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις είτε μιλάμε για κυκλώματα λυχνίας, τραντζίστορ, FET αλλά και σε ότι αφορά το ballancing stage της εξόδου (transformer, transformrless). Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις τόσο στο προενισχυτικό τμήμα ενός μικροφώνου όσο και στην έξοδο του παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ηχητική του συμπεριφορά.
      Όλες όμως αυτές οι σχεδιάσεις έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά τα μεγέθη των οποίων καθορίζουν την λειτουργία, την αποτελεσματικότητα και την ιδιαίτερη ηχητική συμπεριφορά τους:

      Κατευθυντικότητα / πολικό διάγραμμα
      Ο τρόπος με τον οποίο κάθε μικρόφωνο αντιλαμβάνεται τα ηχητικά κύματα ανάλογα με την διεύθυνση τους. Η ευαισθησία δηλαδή του κάθε μικροφώνου, σε ότι αφορά την ένταση αλλά και την συχνοτική απόκριση, με την οποία προσλαμβάνει τον ήχο σε σχέση με την θεση και διεύθηνση της πηγής του στον χώρο . Έτσι έχουμε μικρόφωνα με πολικά διαγράμματα καρδιοειδή, υπερκαρδιοειδή, παν-κατευθηντικά (omni) ή figure 8. Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά καθορίζουν πολλές φορές και την χρήση κάθε μικροφώνου και φυσικά τον τρόπο τοποθέτησης του σε σχέση με την ηχητική πηγή. Κάποια μικρόφωνα έχουν από την κατασκευή τους ένα συγκεκριμένο πολικό διάγραμμα (πχ τα μικρόφωνα ταινίας είναι figure 8 )  ενώ κάποια άλλα έχουν δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών (και σε κάποιες περιπτώσεις και ενδιάμεσες θέσεις – συνδυασμούς). Στην πραγματικότητα τα περισσότερα multipattern μικρόφωνα (για την ακρίβεια τα  πυκνωτικά) αποτελούντε ουσιαστικά από 2 ξεχωριστά διαφράγματα των οποίων ο συνδυασμός της χρήσης (μέσω του ελέγχου της τροφοδοσίας) μας δίνει τα διαφορετικά πολικά διαγράμματα. Αντίθετα στα μικρόφωνα μονού διαφράγματος, η διαφοροποίηση του πολικού διαγράμματος επιτυγχάνεται μηχανικάμέσω της κατασκευής του θόλου που φιλοξενςί την κάψα.  Η συχνοτική απόκριση ενός μικροφώνου μεταβάλεται ανάμεσα στα πολικά διαγράμματα αλλά μεταβάλεται και μέσα στο ίδιο πολικό διάγραμμα ανάλογα με την γωνία με την οποία προσπίπτουν τα ηχητικά κύματα (σε σχέση με την πηγή).

      Αντοχή στην πίεση του αέρα / max SPL
      Εδώ βέβαια μιλάμε για την ένταση στην οποία αντέχουν τα μικρόφωνα πριν παραμορφώσουν, χαρακτηριστικό που επίσης καθορίζει ή καλύτερα περιορίζει τον τρόπο χρήσης τους. Κάποιες σχεδιάσεις είναι πιο κατάλληλες για πολύ “δυνατές” ηχητικές πηγές ειδικά σε τεχνικές κοντινής τοποθέτησης ακριβώς γιατί απλά μπορούν να “αντέξουν” την υψηλή πίεση των ηχητικών κυμάτων καλύτερα σε σχέση με κάποιες άλλες. Η αντοχή στην πίεση του αέρα μπορεί να αυξάνεται από την ύπαρξη ενός κυκλώματος pad . Έχει όμως μεγάλη σημασία σε ποιό σημείο βρίσκεται αυτό, δηλαδή αν βρίσκεται αμέσως μετά την κάψα (και έτσι μπορούμε να αποφύγουμε την υπεροδήγηση του προενισχυτικού τμήματος του μικροφώνου) ή στην έξοδο (όπου απλά αποφεύγουμε την υπεροδήγηση της εισόδουπου ακολουθεί).

      Ευαισθησία
      Όταν λέμε ευαισθησία ενός μικροφώνου εννοούμε το πόσο καλά μπορεί να μετατρέψει σε ηλεκτρικό ρεύμα εξαιρετικά ήσυχες ηχητικές πηγές. Δηλαδή στην ουσία την ελάχιστη πίεση αέρα που απαιτείται για να εμφανιστεί σήμα (ρεύμα) στην έξοδο.

      Noise Floor  /  S/N ratio
      Το προενισχυτικό τμήμα ενός μικροφώνου έχει τον δικό του “θόρυβο” ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να είναι καθοριστικός για την (μη) επιλογή του.....κάποιες υλοποιήσεις είναι από τη φύση τους πιο θορυβώδεις (μικρόφωνα λυχνίας) ενώ πολλές είναι επιρεπείς σε θορυβώδεις παρεμβολές (RFI, P48V). Όπως είναι λογικό η αντοχή στην πίεση, η ευαισθησία και ο θόρυβος είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και καθορίζουν ουσιαστικά την ποιότητα ενός μικροφώνου αλλά και τις δυνατότητες του. Δηλαδή ένα μικρόφωνο με υψηλό θόρυβο και χαμηλή ευαισθησία δεν είναι καλή επιλογή για “ήσυχες” πηγές ενώ σε γενικές γραμμές, ένα μικρόφωνο γενικής χρήσης θα πρέπει να είναι “ήσυχο”,ιδιαίτερα ευαίσθητο και με αντοχή σε υψηλά spl.

      Αντίσταση εξόδου
      Η Ωμική αντίσταση στην έξοδο ενός μικροφώνου θα επηρεάσει το matching με το mic preamp που ακολουθεί και κατ'επέκταση την στάθμη αλλά και την χροιά του σήματος στο στάδιο της ενίσχυσης σε line level. Ακριβώς για αυτό τον λόγο είναι ένα σημαντικό σημείο της όλης σχεδίασης ειδικά σε πιο ιδιότροπα μικρόφωνα όπως είναι τα μικρόφωνα ταινίας.

      Συχνοτική απόκριση
      Εδώ είναι απλά τα πράγματα....μιλάμε βέβαια για την απόκριση του μικροφώνου στο ακουστό συχνοτικό φάσμα. Θα πρέπει να καταλάβουμε (και να έχουμε υπ'όψην όταν κοιταζουμε τα “χαρτιά” ενός μικροφώνου) πως η συχνοτικήαπόκριση μεταβάλεται δραστικότατα τόσο με την μεταβολή του πολικού διαγράμματος όσο και με την μεταβολή της γωνίας πρόσκρουσης των ηχητικών κυμάτων. Έτσι ένα μικρόφωνο που έχει τονισμένη την περιοχή μεταξύ 1.5Κ με 6Κ σε καρδιοειδές διάγραμμα και με την ηχητικήπηγή απευθείας εμπρός του, αντίστοιχα τείνει να γίνει πιο flat σε omni πολικό διάγραμμα ή και να αποκτήσει ένα αισθητό dip στην ίδια περιοχή (και ακόμη περισσότερο στα χαμηλότερα μεσαία) αν ο ήχος φθάνει σε αυτό με γωνία 90 μοιρών. Με άλλα λόγια η συχνοτική απόκριση ενός μικροφώνου είναι κάτι “ρευστό”  και ευμετάβλητο, ανάλογα με την τοποθέτηση του και το πολικό διάγραμμα. Παρ'όλα αυτά είναι τρομερά χρήσιμο να ξέρουμε το “σημείο εκκίνησης”.
      Σε γενικές γραμμές τα μικρόφωνα ανάλογα μετον τρόπο λειτουργίας τους έχουν κοινά συχνοτικά χαρακτηριστικά (πχ τα περισσότερα δυναμικά έχουν πιο περιορισμένο εύρος με ένα έντονο roll off τόσο στα ψηλά όσο και στα χαμηλά, ενώ και η ενδιάμεση απόκριση δεν είναι ομαλή με αρκετά dips & peaks)    

      Ας δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά τους διάφορους τύπους μικροφώνων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους.

      Πυκνωτικά μικρόφωνα
      Τα πυκνωτικά μικρόφωνα παίρνουν το όνομα τους από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κινούμενο –  διάφραγμα (η μεμβράνη δηλαδή του διαφράγματος που πάλλεται από την πίεση του αέρα) τους το οποίο ουσιαστικά αποτελεί το ένα τμήμα (plate) ενός πυκνωτή με το σταθερό πίσω μέρος (backplate) να αποτελεί το άλλο. Kαθώς η πίεση του αέρα μετακινεί το διάφραγμα, αλλάζει η απόσταση ανάμεσα στα 2 τμήματα του πυκνωτή και μεταφράζεται σε ρεύμα στην έξοδο του μικροφώνου. Τα πυκνωτικά μικρόφωνα χρειάζονται βέβαια ρεύμα για να λειτουργήσουν, τόσο στην είσοδο (ο πυκνωτής) όσο και σε ένα προενισχυτικό τμήμα που θα ενισχύσει το σήμα σε χρηστικά επίπεδα. Για τον λόγο αυτό έχουν είτε δική τους αυτόνομη τροφοδοσία (κυρίως τα μικρόφωνα λυχνίας) είτε δουλεύουν με την 48 βόλτ τροφοδοσία που παρέχουν οι περισσότερες προενισχύσεις μέσω της audio καλωδίωσης. Αν κάποιος θέλει να ασχοληθεί λεπτομερέστερα θα δει ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν διαφορετικές σχεδιάσεις σε ότι αφορά τον ακριβή τρόπο λειτουργίας αυτών των πυκνωτών , και οι οποίες καθορίζουν και την γενικότερη συχνοτική και δυναμική συμπεριφορά τους δημιουργώντας σημαντικές διαφορές και υπο-ομάδες. Παρ'όλα αυτά οι περισσότεροι τείνουν να τα εντάσουν όλα στην ίδια γενική κατηγορία.

      Τα πυκνωτικά μικρόφωνα σε γενικές γραμμές προσφέρουν σχετικά ομαλή και ιδιαίτερα εκτεταμένη συχνοτική απόκριση, έχουν πολλές εφαρμογές τόσο μουσικές όσο και σε μετρήσεις (λόγω ακριβώς της ακρίβειας τους στην συχνοτική απεικόνιση) είναι αρκετά έως πολύ ευαίσθητα στην πίεση και χωρίζονται σε αρκετές υποκατηγορίες είτε σε σχέση με το μέγεθος, τον τύπο καιτον αριθμό των διαφραγμάτων είτε σε σχέση με το προενισχυτικό κύκλωμα. Σε σχέση με το διάφραγμα έχουμε μικρόφωνα μικρού και μεγάλου διαφράγματος, στρογγυλού ή ελειπτικού διαφράγματος και μονού ή διπλού διαφράγματος.

      Σε ότι αφορά το μέγεθος και το σχήμα του διαφράγματος, θα πούμε προς το παρόν πως οι διαφορές έχουν να κάνουν κυρίως με την ευαισθησία και τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται τα transients, κάτι που είναι λογικό αν σκεφθούμε πως ένα μεγαλύτερο διάφραγμα χρειάζεται μεγαλύτερη πίεση για να τεθεί σε κίνηση από ένα αντίστοιχο μικρότερο ενώ βέβαια είναι και σαφέστατα πιο αργό στην κίνηση του και άρα στην διαχείριση των transients......αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά σε κάποιες περιπτώσεις αποτελούν πλεονέκτημα και σε κάποιες άλλες μειονέκτημα.

      Τα πυκνωτικά μικρόφωνα μονού διαφράγματος έχουν ένα καθορισμένο πολικό διάγραμμα (καρδιοειδές ή υπερκαρδιοειδές ) ενώ αυτά με το διπλό διάφραγμα πολλά διαφορετικά (ανάλογα με τον συνδυασμό ανάμεσα στα 2 διαφράγματα). Σε πολλά μικρόφωνα, λυχνίας κυρίως , που η επιλογή των διαγραμμάτων γίνεται στο εξωτερικό τροφοδοτικό και όχι στο σώμα του μικροφώνου υπάρχει η δυνατότητα για συνεχόμενο έλεγχο της κατευθηντικότητας (ουσιαστικά του συνδυασμού των 2 διαφραγμάτων) και όχι απλά η επιλογή ανάμεσα σε προκαθορισμένα πολλικά διαγράμματα.

      Υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις στην σχεδίαση του διαφράγματος και ειδικά σε ότι αφορά το backplate καθώς αυτό επηρεάζει την συμπεριφορά του αλλάζωντας την πίεση ανάμεσα στις 2 πλευρές της μεμβράνης.
      Αν και όπως είπα τα πυκνωτικά μικρόφωνα μπορούν να έχουν ιδιαίτερα ομαλή συχνοτική απόκριση εν τούτοις σήμερα τα περισσότερα σύγχρονα μικρόφωνα τείνουν να έχουν ιδιαίτερα τονισμένα τα υψηλά μεσαία (2 με 5Κ).
      Μια υποκατηγορία των πυκνωτικών μικροφώνων είναι τα electret τα οποία δεν έχουν μεν ανάγκη για τροφοδοσία στην είσοδο (χρησιμοποιούν ένα “μόνιμα” φορτισμένο κύκλωμα) έχουν όμως ανάγκη για τροφοδοσία στο προενισχυτικό τμήμα.
      Σε γενικές γραμμές τα πυκνωτικά μικρόφωνα είναι η κατ'εξοχήν επιλογή σε καταστάσεις όπου η λεπτομέρεια και η ευρεία συχνοτική απόκριση είναι το ζητούμενο όπως η φωνή, ακουστικά όργανα, κρουστά, ambience χώρου κλπ κλπ

      Δυναμικά μικρόφωνα
      Τα δυναμικά μικρόφωνα ή μικρόφωνα κινητού πηνίου λειτουργούν με βάση την διατάραξη ενός ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Χρησιμοποιούν και πάλι ένα διάφραγμα ευαίσθητο στην πίεση του αέρα το οποίο είναι συνδεδεμένο με ένα πηνίο.Όταν η πίεση του αέρα μετακινεί το διάφραγμα μεταβάλει το μαγνητικό πεδίο και εμφανίζει την ανάλογη τάση στην έξοδο.
      Η μεμβράνη του  διαφράγματος σε ένα δυναμικό μικρόφωνο δεν είναι το ίδιο ευαίσθητη σε όλο το συχνοτικό φάσμα και γι'αυτό και τα περισσότερα δυναμικά μικρόφωνα έχουν πιο περιορισμένη συχνοτική απόκριση ή χρησιμοποιούν συνδυασμούς μεμβρανών. Στα δυναμικά μικρόφωνα είναι εξαιρετικά καθοριστική για το αποτέλεσμα η σχεδίαση του θόλου του μικροφώνου και των οπών εισόδου του αέρα καθώς η συχνοτική απόκριση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από αυτές. Τα περισσότερα δυναμικά μικρόφωνα έχουν πολύ υψηλές αντοχές στην πίεση ενώ η μικρότερη ευαισθησία τους τα καθιστά λιγότερο επιρεπή στην ανάδραση καθιστώντας τα ιδανικά για live-stage sound. Πέρα από αυτό όμως τα δυναμικά μικρόφωνα έχουν ένα πλήθος εφαρμογών ενώ πολλά από αυτά λόγω της ιδιαίτερης συχνοτικής συμπεριφοράς τους αποτελούν κλασσικές επιλογές σε ηχογραφήσεις είτε μιλάμε για κρουστά, πνευστά αλλά ακόμη και φωνή. Είναι άπειρα τα παραδείγματα με εφαρμογές που τα δυναμικά είναι η πρώτη και σχεδόν πάντα η καλύτερη επιλογή όπως η κάσα, τα τομ,το ταμπούρο, οι ηλ.κιθάρες κλπ κλπ.


      Μικρόφωνα ταινίας (Ribbon)
      Τα μικρόφωνα ταινίας μοιάζουν αρκετά σε ότι αφορά τον τρόπο λειτουργίας με τα δυναμικά καθώς και αυτά βασίζονται στην ύπαρξη ενός μαγνητικού πεδίου. Έτσι εδώ έχουμε μια λεπτή μεταλλική ταινία η οποία “κινήται” (πάλλεται) μέσα σε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο. Το πόσο ευαίσθητα είναι τα μικρόφωνα ταινίας και η συχνοτική τους απόκριση καθορίζεται από το πόσο “ελεύθερα” πάλλεται η μεταλική ταινία, δηλαδή από το πόσο λεπτή είναι και από το πόσο χαλαρά στηριγμένη είναι, γεγονός που τα καθιστά ιδιαίτερα ευπαθή. Λόγω τρόπου λειτουργίας τα μικρόφωνα ταινίας ουσιαστικά δεν έχουν εμπρός και πίσω πλευρά με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα και από τις 2 πλευρές δίνωντας μας ένα figure 8 πολικό διάγραμμα. Αυτό σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα “ηχητικά” χαρακτηριστικά τους (μεγάλη ακρίβεια στο μεσαίο συχνοτικό φάσμα) τα καθιστά ιδιαίτερα δημοφιλή σε πολλές περιπτώσεις. Μεγάλο τους μειονέκτημα η χαμηλή έξοδος και η ευπάθεια (αν και στις μοντέρνες εκδοχές αυτά τα προβλήματα έχουν σχεδόν εξαφανστεί). Σήμερα κυκλοφορούν πολλές υλοποιήσεις με ενεργό προενισχυτικό τμήμα με σαφέστατα χαμηλότερο θόρυβο και πολύ πιο δυνατή έξοδο. Αν και όπως είπα τα ribbon  είναι διάσημα για την ακρίβεια και αναλυτικότητα της μεσαίας περιοχής τους αλλά και για το χαρακτηριστικό HF roll off τα τελευταία χρόνια κάνουν όλο και πιο συχνά την εμφάνιση τους σχεδιάσεις με εκτεταμένη απόκριση στο υψηλότερο φάσμα.
      Τα μικρόφωνα ταινίας έχουν αρκετές εφαρμογές λόγω του ιδιαίτερα μουσικού χαρακτήρα τους όπως ηλ.κιθάρες και μπάσα, τύμπανα,μικρόφωνα χ/ωρου κλπ κλπ όπου το ζητούμενο είναι μια πιο μεσαία χροιά χωρίς απαραίτητα έντονα “ψηλά”.
      Πολύ συχνά γίνονται συζητήσεις σχετικά με την ευπάθεια των μικροφώνων ταινίας από την εξωτερική 48 βολτ τροφοδοσία.....η αλήθεια είναι πως υπάρχει μια δόση "αστικού" μύθου (τουλάχιστον σε ότι αφορά τα σημερινά μικρόφωνα).....στην πραγματικότητα τα προβλήματα που δημιουργούνται με το standard 48V Phantom Power και κάποια μικρόφωνα έχουν να κάνουν με το ballancing stage του ίδιου του μικροφώνου και της προενίσχυσης αλλά και (κυρίως) από λάθη στην καλωδίωση (καλώδια που εφάπτονται μεταξύ τους στα σημεία ένωσης με το βύσμα, λανθασμένες ενώσεις ή ακόμα και ασύμβατες σχεδιάσεις σε ότι αφορά το pin out). Υπό νορμάλ συνθήκες τα  μικρόφωνα ταινίας δεν έχουν πρόβλημα από την ύπαρξη P48V (δεν αναφέρομαι σε αυτά που έχουν active προενισχυτικό κύκλωμα) ειδικά αυτά που χρησιμοποιούν μετασχηματιστή εξόδου . Το Hot Pluging όμως με την παρουσία P48V ΜΠΟΡΕΙ να αποτελέσει πρόβλημα για τα ribbon μικρόφωνα καθώς υπάρχει η πιθανότητα να μην έρθουν σε ταυτόχρονη επαφή τα pin των βυσμάτων. Και σε αυτή την περίπτωση δεν σημαίνει απαραίτητα καταστροφή, γιατί και πάλι παρεμβάλεται ο μετασχηματιστής εξόδου. Αυτό που αποτελεί πραγματικό πρόβλημα είναι η ύπαρξη mic patch panel (πχ ένα patch bay στο οποίο καταλήγουν όλα τα mic inputs) με υποδοχείς για TRS βύσματα (είτε με την μορφή 1/4" είτε bantam). Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει πάντα να συνδέουμε χωρίς την παρουσία P48V ακριβώς γιατί στα συγκεκριμένα βύσματα τα διαφορτικά pin έρχονται σε επαφή μεταξύ τους καθώς εισέρχεται το βύσμα στο patch και έτσι στιγμιαία θα πάει ρεύμα εκεί που δεν πρέπει....... Προβληματικές με ribbon μικρόφωνα είναι εναλλακτικές μορφές τροφοδοσίας που χρησιμοποιούν τα pin 2 & 3
      Σε γενικές γραμμές πάντως είναι φρόνιμο και προτιμότερο να προσέχουμε και να μην "στέλνουμε" phantom power εκεί που δεν χρειάζεται.....

      budget mics: διαφορές, υπέρ και κατά, και all around μικρόφωνα.
      Σε όλες αυτές τις κατηγορίες υπάρχουν εδώ και πάρα πολλά χρόνια κλασσικές υλοποιήσεις που έχουν αποδείξει εδώ και χρόνια την αξία τους στα στούντιο ηχογραφήσεων παγκοσμίως. Τα τελευταία χρόνια όμως και με την έκρηξη του project-home recording έχουν κάνει την εμφάνιση τους άπειρες επιλογές για πολύ πιο οικονομικά μικρόφωνα....πολλές φορές επίσης δεν υπάρχει η δυνατότητα για την ύπαρξη πολλών επιλογών σε μικρόφωνα και τότε μιλάμε για μια επιλογή 2-3 all around μικροφώνων............ας ρίξουμε λοιπόν πρώτα μια ματιά σε αυτή την τεράστια γκάμα επιλογών, στις επιλογές που υπάρχουν σε κάθε κατηγορία, στις διαφορές και σε τι πρέπει να προσέχουμε σε μια τέτοια επιλογή (ειδικά όταν μιλάμε για περιορισμένο μπάτζετ)....όπως είναι λογικό θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα η κατηγορία των πυκντικών μικροφώνων καθώς συγκεντρώνουν το σύνολο σχεδόν των χαρακτηριστικών που δικαιολογούν τον τίτλο “all around”

       Κατ'αρχάς "φθηνά" δεν σημαίνει (απαραίτητα) "κακά" μικρόφωνα ...δυστυχώς όμως είναι από τους πιο αξιοκρατικούς χώρους σε ότι αφορά την τιμή (αν αφαιρέσουμε φυσικά τα "άκρα" είτε αυτά είναι τρομερά χρηστικά κινέζικα ribbon των 100 ευρώ είτε ένα "μπαρουτοκαπνισμένο" U47 πενήντα ετών που "κοστολογείται" 10000 ευρώ )

      Πυκνωτικά vs Δυναμικά vs Ribbon
      Από την στιγμή που μιλάμε για all around μικρόφωνο θα θεωρήσουμε ως δεδομένο πως μας ενδιαφέρει ένα μικρόφωνο με καλή απόκριση στο σύνολο σχεδόν του ακουστού συχνοτικού φάσματος......με αυτό σαν δεδομένο τα πυκνωτικά μικρόφωνα με το ευρύ και (σχεδόν) flat freq response έχουν φυσικά τον πρώτο λόγο...
      Στις πιο φθηνές κατηγορίες  βέβαια τα πυκνωτικά μικρόφωνα μπορούν να είναι αρκετά προβληματικά και κακόηχα είτε λόγω υψηλού self noise, είτε λόγω κατασκευαστικών προβλημάτων (resonances που αναπτύσονται λόγω κακής σχεδίασης του θόλου της κάψας κλπ) είτε απλά λόγω κακών και φθηνών υλικών και έλειψης σοβαρού ποιοτικού ελέγχου. Ένα άλλο μείον είναι πως όλο και περισσότεροι κατασκευαστές μικροφώνων (φθηνών και ακριβών) επιλέγουν να φτιάχνουν πυκνωτικά μικρόφωνα με ιδιαίτερα έντονο και τονισμένο υψηλοσυχνοτικό περιεχόμενο, χαρακτηριστικό που τα κάνει εντυπωσιακά μεν στο πρώτο άκουσμα, ιδιαίτερα κουραστικά δε και πολλές φορές ακατάλληλα για κάποιες χρήσεις.

      Από την άλλη υπάρχει μια συγκεκριμένη κατηγορία δυναμικών μικροφώνων η οποία προέρχεται από τον χώρο του broadcast και έχει διευρυμένη και αρκετά επίπεδη συχνοτική απόκριση (με κύριο χαρακτηριστικό την διάυγεια στην μεσαία και χαμηλή περιοχή και την απουσία - με ένα χαρακτηριστικό roll off - ενοχλητικών υψηλών)...αυτό σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα θετικά των δυναμικών (χαμηλό self noise, υψηλές αντοχές SPL) τα καθιστούν ιδανική επιλογή σε πολλές περιπτώσεις....στα μείον η ύπαρξη ενός μόνο πολικού διαγράμματος (όχι απαραίτητα σοβαρό μείον) η μικρή σχετικά ευαισθησία (για πιο ήσυχες πηγές) και οι αρκετά υψηλές τιμές....κυριώτεροι εκπρόσωποι το SM7b Shure, RE-20 ElectroVoice και αρκετά της Heil

      Τέλος τα Ribbon αν και έχουν να παρουσιάσουν πολύ όμορφες και χρηστικές ιδιαιτερότητες (ασχέτως τιμής) μάλλον βγαίνουν εκτός συναγωνισμού λόγω περιορισμένου συχνοτικού εύρους (σε αυτή τη κατηγορία τιμής) αλλά και λόγω "ευαισθησίας" σε συγκεκριμένες χρήσεις.....(με πολύ απλά λόγια χαλάνε εύκολα)

      Μεγάλου διαφράγματος vs Μικρού διαφράγματος
      Ας υποθέσουμε πως έχουμε καταλήξει στην επιλογή κάποιου πυκνωτικού μικροφώνου......το πρώτο ερώτημα είναι σίγουρα "μικρού ή μεγάλου διαφράγματος?"
      Σε γενικές γραμμές κυκλοφορεί η άποψη πως τα πυκνωτικά μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος έχουν καλύτερη συχνοτική απόκριση απ'ότι τα αντίστοιχα μικρού....αυτό λοιπόν δεν ισχύει...ή τουλάχιστον όχι ακριβώς.
      Η βασική τους διαφορά είναι ότι λόγω διαφοράς στην πίεση του αέρα που χρειάζεται για να τα θέσει σε κίνηση - λειτουργία, τα μικρόφωνα με μικρό διάφραγμα είναι πιο ευαίσθητα και κατά συνέπεια έχουν πιο γρήγορη και ακριβή απόκριση στις δυναμικές - transients της ηχτικής πηγής καθιστώντας τα πιο λεπτομερή αλλά και πιο "εύκολα" στο να υπεροδηγηθούν και να παραμορφώσουν τον ήχο.....Από την άλλη τα μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος είναι πιο αναίσθητα και αργά στην απόκριση των δυναμικών, "αμβλύνωντας" έτσι τις αιχμές της ηχτικής πηγής και κάνοντας την πιο "στρόγγυλη" (σε ότι αφορά τις δυναμικές όπως αυτές μεταφέρωνται από την κίνηση του αέρα) ενώ παράλληλα και για τον ίδιο λόγο "κινδυνεύουν"πολύ λιγότερο να υπεροδηγηθούν και να παραμορφώσουν από μια απότομη αύξηση της πίεσης.
      Ουσιαστικά λοιπόν αυτή η σχετική "αναισθησία" των μικροφώνων μεγάλου διαφράγματος στον συγκεκριμένο τομέα (transient response) είναι που δίνει την εντύπωση μια πιο "πλούσιας" συχνοτικής απόκρισης.....στην πράξη και οι δύο περιπτώσεις έχουν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία τους...ένα μικρόφωνο μικρού διαφράγματος θα αναδείξει την λεπτομέρεια σε μια ηχητική πηγή με έντονες και γρήγορες δυναμικές (πχ ένα κρουστό όργανο, πιάτα, ακουστικά έγχορδα κλπ) αλλά δεν θα καταφέρει να κολακέψει μια φωνή όπως ένα μικρόφωνο μεγάλου διαφράγματος το οποίο θα "στρογγυλέψει" τις έντονες αιχμές της αλλά πιθανότατα θα την κάνει πιο πλούσια στα χαμηλομεσαία λόγω proximity effect.....
      τό ζήτημα είναι λοιπόν πως οριοθετούμε εμείς τον όρο all around με βάση τις ανάγκες μας

      Tube vs Transistor...ή μήπως FET?
      ....αυτό και αν έχει βασανίσει τις ψυχές των pro & home recordists ανά τον κόσμο.....
      Όπως σε όλους τους τομείς των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων έτσι και στα μικρόφωνα κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 50 οι λυχνίες άρχισαν να αντικαθίστανται μαζικά από τα τρανζίστορ...αυτό είχε ώς αποτέλεσμα από την μία πλευρά να συνηδητοποιήσει (αλλά και να “μυθοποιήσει”) ο audio κόσμος αυτό που ως τότε θεωρούταν δεδομένο, δηλαδή την ιδιαίτερη (μουσική και εύηχη) συμπεριφορά των κυκλωμάτων λυχνίας αλλά και ταυτόχρονα να δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία τρανζίστορ σχεδιάσεων με νέα επίσης ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πολλές από τις οποίες πολύ σύντομα έγιναν “κλασσικές” (πχ U87, UM70 κλπ)
      Νομίζω πως η ουσία είναι να προσπαθήσουμε να συνηδητοποιήσουμε πρώτα τις διαφορές ανάμεσα στις 2 σχεδιάσεις (και ως πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα) οι οποίες συνατώνται και σε πυκνωτικά μικρόφωνα μεγάλου διαφράγματος αλλά και σε μικρού (και σε ribbon...αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία).....Κατ'αρχάς ηχητικά...

      Οι διαφορές λοιπόν έχουν να κάνουν κυρίως με την συμπεριφορά των προενισχυτικών κυκλωμάτων όταν αυτά υπεροδηγούνται (clipping) και ως ένα βαθμό με την συμπεριφορά συγκεκριμένων λυχνιών (αλλά και FET transistor κυκλωμάτων) τόσο συχνοτικά όσο και κυρίως σε σχέση με το transient response (σε γενικές γραμμές κάποια συγκεκριμένα valve mics έχουν πολύ πλούσια "χαμηλομεσαία" περιοχή και πολύ smooth transient response -αποτέλεσμα του συνδυασμού συγκεκριμένης κάψας με συγκεκριμένη λυχνία και κύκλωμα γενικότερα - πχ U47 (με Μ7 και VF14). Επειδή αυτοί οι συνδυασμοί είναι έξω από την "κατηγορία" που μας ενδιαφέρει ας ασχοληθούμε με το θέμα analog clipping....
      Eτσι όταν ένα κύκλωμα με λυχνία υπεροδηγήται έχει τελείως διαφορετική συμπεριφορά από αυτή ενός αντίστοιχου μόνο με transistor....για πολλούς αυτή ακριβώς η προσθήκη αρμονικής παραμόρφωσης και το ελαφρύ συχνοτικό αλλά και tranient compression του σήματος είναι μουσικά όμορφο και άκρως επιθυμητό...για άλλους πάλι όχι.....για άλλους είναι εξίσου "μουσικό" το clipping ενός FET κυκλώματος και πάει λέγοντας......μια συμβουλή
      ΜΗΝ θεωρείτε ως δεδομένο ότι "αφού είναι λάμπα είναι καλό" ή "θα μου αρέσει"......ακούστε, πειραματιστείτε και αποφασίστε μετά......ειδικά σε νεώτερες γενιές (και ολόκληρα μουσικά ιδιώματα) αυτό το ηχόχρωμα μπορεί να είναι ακόμη και "ξένο σώμα"....και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.....κακό είναι να υιοθετεί κάποιος απόψεις και γούστα μόνο και μόνο γιατί το λένε "όλοι οι άλλοι"
      Ειδικά σε ότι αφορά τα μικρόφωνα λυχνίας η αγορά κατακλύζεται από άπειρες επιλογές μικρού και μεγάλου διαφράγματος, νέων και παλαιών σχεδιάσεων και από πολύ ακριβά έως πολύ φθηνά από μαζικές γραμμές παραγωγής σε χώρες της Ασίας.
      Σε πιο πρακτικό επίπεδο και σε αυτήν (κυρίως) την χαμηλότερη κατηγορία τιμής (μαζική παραγωγή) τα μικρόφωνα λυχνίας έχουν και κάποια πιο συγκεκριμένα "θέματα" (ειδικά στις ΠΟΛΥ φθηνές εκδοχές)....
      Πρώτα απ'όλα η ίδια η επιλογή των λυχνιών (τύπος και ποιοτικός έλεγχος). Στα περισσότερα "πολύ φθηνά" μικρόφωνα χρησιμοποιούνται λυχνίες που ως τύπος δεν είναι η καταλληλότερη επιλογή για την συγκεκριμένη χρήση ενώ και η έλειψη ποιοτικού ελέγχου επιβαρύνει την κατάσταση (υψηλά επίπεδα self noise, microphonics).....όσο ανεβαίνουμε  κατηγορία τιμής τα πράγματα βελτιώνωνται σημαντικά και υπάρχουν αρκετές καλές αλλά και οικονομικές επιλογές
      Επίσης πολλές φορές προβληματικά είναι τα φθηνά υλικά ειδικά σε ότι αφορά την τροφοδοσία αλλά ακόμη και το ίδιο το σασσί (θερμοκρασία, προστασία της λυχνίας από κραδασμούς κλπ)....

      Νομίζω πως είναι αρκετά λογικό να μην θεωρεί κάποιος πως με 200 ευρώ θα πάρει το αντίστοιχο ενός Μ149, ενός C12, ενός Wunder ή ενός Brauner......παρ'όλα αυτά όπως έγραψα και πιο πρίν τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα στην κατηγορία 700 - 1500 ευρώ...η άποψη μου?
      Αν αποφασίσετε πως είσαστε Tube Mic guys....κάντε λίγο οικονομία και υπομονή μέχρι να μαζέψετε αρκετά χρήματα για ένα πραγματικά αξιοπρεπές και αλλά πάνω από όλα χρήσιμο μικρόφωνο λυχνίας.

      Fixed Pattern vs Multi pattern
      Κατ'αρχάς το ζήτημα είναι αν  σε ένα home recording περιβάλλον πρόκειται ή μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι δυνατότητες που προσφέρουν τα επιπλέον πολικά διαγράμματα.....αυτό μάλλον έχει να κάνει με την ίδια την ηχητική πηγή, την γνώση και την εμπειρία του χειριστή αλλά και την ακουστική του χώρου. Εννοείται πως σε ένα πραγματικό recording περιβάλλον η ύπαρξη της δυνατότητας επιλογής μεταξύ διαφορετικών πολiκών διαγραμμάτων σε ένα μικρόφωνο είναι απαραίτητη και ουσιαστικό πλεονέκτημα - “όπλο” στα χέρια του sound engineer. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως τα διαφορετικά πολικά διαγράμματα έχουν και σημαντικές διαφορές σε ότι αφορά την συχνοτική απόκριση ενός μικροφώνου, έτσι ουσιαστικά μπορούν να δουλέψουν και σαν ένα είδος ισοστάθμισης.  

      Ας δούμε όμως τι συμβαίνει σε ένα πρότζεκτ ή home studio:
      Σε γενικές γραμμές αν μιλάμε για close mic'ed καταστάσεις το στάνταρτ καρδιοειδές διάγραμμα είναι συνήθως αρκετό στο να καλύψει ικανοποιτικά όλες τις ανάγκες ενός home studio ενώ πολλές φορές κάποια άλλα πολικά διαγράμματα (πχ figure 8 μπορεί να αναδείξουν "ανεπιθύμητες" παρεμβάσεις της κακής ακουστικής ενός χώρου.

      Τέλος η ύπαρξη ενός ακόμη επιπλέον κυκλώματος στην διαδρομή του σήματος (όπως αντίστοιχα ισχύει και για το Low cut ή και για το pad) ακόμη και αν είναι χρήσιμα επιβαρύνουν την ακεραιότητα του ειδικά όταν η σχεδίαση και υλοποίηση τους δεν βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα....Αναφέρομαι φυσικά και πάλι κυρίως στο πιο χαμηλό (σε ότι αφορά την τιμή) τμήμα της κατηγορίας...

    • nikodemos
      Ημ/νία: 23:53 - 10/09/09 Εισαγωγή: Τα τύμπανα αποτελούν σίγουρα την "ραχοκοκαλιά" της σύγχρονης ποπ και ροκ τραγουδοποιείας και κατ'επέκταση και σημαντικότατο κομμάτι της παραγωγικής διαδικασίας της ηχογράφησης. Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στο πως και γιατί.... Είναι τρομερά δύσκολο ή καλύτερα αδύνατο να συγκεντρώσει κάποιος σε λίγες σελίδες όλες τις απόψεις, τεχνικές και αισθητικές προσεγγίσεις που υπάρχουν στην σύγχρονη ηχοληπτική προσέγγιση του θέματος "ηχογράφηση τυμπάνων".

      Αυτό που θα προσπαθήσουμε να κάνουμε εδώ είναι να δούμε κάποιες βασικές κατευθηντήριες γραμμές και βασικές προσεγγίσεις. Για λόγους ευκολίας θα χωρίσουμε το όλο θέμα σε 3 μέρη ανάλογα (και) με το ηχητικό ζητούμενο αλλά και το όργανο (σετ) που θα χρησιμοποιήσουμε. Έτσι σε συτό το πρώτο μέρος θα δούμε κάποιες βασικές - γενικές αρχές καθώς και το πως στήνουμε ένα σχετικά all around pop - rock drum set. Στα επόμενα μέρη θα δούμε ένα πιο "ακουστικό" jazzy set στο 2ο μέρος και μια σειρά από πιο "εναλακτικές" rock-indy, πειραματικές, τζαζ κλπ προσέγγισεις και τεχνικές στο τρίτο μέρος (μαζί με κάποια γενικά συμπεράσματα).

      enjoy 

      The "All Around" Drum Set

      Ας δούμε λοιπόν πως μπορούμε να ηχογραφήσουμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ένα αρκετά "στάνταρτ" drum set.

      Πρώτα απ'όλα ένα ηχητικό δείγμα

      (Επ'ευκαιρία να ευχαριστήσω τον Αλέξη Αποστολάκη που "δάνεισε" το τρομερό παίξιμο του και το σετ του στο παρόν θέμα, στο διάλλειμα ενός recording session. Το κλιπ είναι ένα rough mix των ηχογραφημένων tracks χωρίς άλλη επεξεργασία.)



      Κατ'αρχάς θα ξεκινήσουμε από τον χώρο....όπως λοιπόν και σε όλες τις περιπτώσεις έτσι και στα τύμπανα ο χώρος είναι ένας πολύ σημαντικός παράγωντας. Στην πρώτη αυτή περίπτωση μια καλή επιλογή είναι ένας σχετικά ουδέτερος χώρος, αρκετά "στεγνός" αλλά όχι "νεκρός" κλπ κλπ
      Σαν αντικειμενικό σκοπό θεωρούμε το να καταγράψουμε με ακρίβεια το drum set, τόσο ως σύνολο αλλά και ως μεμονωμένα "κομμάτια" κάτι που θα μας επιτρέψει το να τα επεξεργαστούμε κατα βούληση στην συνέχεια.

      Αυτό σημαίνει πως θα κινηθούμε σε ένα multi mic setting, ξεχωριστά για κάθε τμήμα του σετ συνδυασμένο με ένα στέρεο ζευγάρι overheads και ένα στέρεο ζευγάρι room mics. Βέβαια ένα τέτοιο στήσιμο κρύβει πολλούς κινδύνους ειδικά σε ότι αφορά προβλήματα με τις διαφορές φάσης ανάμεσα στα μικρόφωνα, αλλά και σε ότι αφορά το spill, την διατήρηση μιας σωστής στερεοφωνικής εικόνας κλπ κλπ.

      Το drum set αποτελείται από "κλασσικά" μεγέθη και κομμάτια αλλά με κάπως ανορθόδοξο στήσιμο στα τομ με το 12" στην μέση το 13" στα αριστερά μαζί με ένα mini 12 " snare και το 16" floor κλασσικά στα δεξιά.

      Αυτό ταυτόχρονα δημιουργεί και μια κάπως extended stereo εικόνα με το 2ο ταμπούρο να φεύγει αρκετά μακριά από το κέντρο.

      http://i439.photobucket.com/albums/qq112/rundevilrun_photos/RockDrumSet.jpg

      Ας δούμε όμως αναλυτικά τι και πως...

      Ας ξεκινήσουμε από το ταμπούρο.
      Στο ταμπούρο τοποθετήσαμε μόνο top mic γιατί στο συγκεκριμένο session αυτό που θέλαμε ήταν κυρίως ο ήχος από το δέρμα και το στεφάνι. Παράλληλα τα room mics & overheads προσθέτουν αρκετό ambience και το ruttle των χορδών. Σαν μικρόφωνο λοιπόν επιλέξαμε τα Audix i5 & Shure sm57 (στο κλιπ είναι το 57άρι). Το 57άρι είναι μια κλασσική επιλογή για ταμπούρο με χαρακτηριστικό boost στα ψηλά μεσαία που δινει αυτό το χαρακτηριστικό cut through ήχο αν και λίγο αδύναμο κάτω από τα 300 - 400 Hz, ενώ το i5 έχει ένα πιο ισοροπημένο και γεμάτο αλλά κάπως πιο σκοτεινό overall ηχο. Και τα 2 μικρόφωνα είναι καρδιοειδή με αρκετά καλή απόριψη στο πίσω μέρος κάτι που μαζί με το σχήμα τους διευκολύνει πολύ την τοποθέτηση στον συγκεκριμένο ρόλο. Γενικά στο ταμπούρο οι επιλογές που μπορούμε να κάνουμε σε μικρόφωνα είναι κυριολεκτικά άπειρες. Παρ'όλα αυτά πολλέςφορές καθοριστικοί παράγωντες τείνουν να είναι οι δυνατότητες στην τοποθέτηση καθώς και η off axxis συμπεριφορά του μικροφώνου. Σε ότι αφορά το signal chain, σε μια τέτοια περίπτωση που το ζητούμενο είναι ένας αρκετά punchy αλλά διαυγής και "κοφτερός" ήχος μια πολύ καλή επιλογή σε ότι αφορά το preamp είναι μια transformer ballanced transistor υλοποίηση στην γενικότερη 1073 λογική με "γεμάτα" χαμηλομεσαία, αρκετά "γρήγορη" για να χειριστεί τα απότομα transients αλλά και ικανή να υπεροδηγηθεί στο input section με ελεγχόμενο output "στρογγυλεύωντας" έτσι λίγο τις "άκρες".
      Στην προκειμένη περίπτωση χρησιμοποιήθηκε το Dual99V JLM Audio με λίγο slappy compression (παράλληλα και μιξαρισμένο στο ίδιο bus) από το C1 της TL Audio στην περίπτωση του 57 για να δώσει λίγο παραπάνω όγκο στο σώμα του ταμπούρου.
      Στο δεύτερο snare, που είναι από την φύση του μικρότερο και πιο "κοφτερό" μπήκε το Audix i5 και από εκεί σε ένα Great River preamp επίσης στην ίδια περίπου λογική αλλά κάπως πιο "μεσαίο". Και στις 2 περιπτώσεις, αλλά ειδικά στο βασικό ταμπούρο βοηθάει τρομερά στην διαμόρφωση της χροιάς η δυνατότητα μεταβολής της αντίστασης εισόδου της προενίσχυσης που λειτουργεί πραγματικά σαν ένα mid-Hi freq boost.

      Στα tom & floor tom έχουμε τα e604 της Senheiser, τα οποία αν και δεν είναι σίγουρα η απόλυτη επιλογή ως χροιά και γενικότερη απόκριση, εν τούτοις η τρομερή ευκολία στην τοποθέτηση (και αντίστοιχα η ακρίβεια στην τοποθέτηση) αντισταθμίζουν το όποιο μειονέκτημα. Το γράφω αυτό γιατί σίγουρα υπάρχουν τρομερά καλύτερες επιλογές (ηχητικά) όπως τα MD421, MD441, RE20, SM7, Beta57 κλπ κλπ οι οποίες όμως είναι τρομακτικά δύσκολο να αποδώσουν όπως πρέπει (λόγω δυσκολίας στην τοποθέτηση) ειδικά σε ένα "βαρυφορτωμένο" σετ. Και σίγουρα δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η τοποθέτηση των μικροφώνων ΔΕΝ πρέπει επ'ουδενί να εμποδίζει τον εκτελεστή να αποδώσει το μέγιστο δυνατόν.
      Γενικά προσεγγίζω τα μικρόφωνα στα τομ ως συμπληρωματικό στοιχείο του συνολικού ήχου του σετ όπως αυτός διαμορφώνεται στα overhead mics γι'αυτό και θεωρώ τρομερά σημαντικό το να έχω την δυνατότητα να επέμβω στην απόσταση και γωνία του κάθε μικροφώνου πριν αναγκαστώ να προστρέξω στο eq.
      Στην συγκεκριμένη περίπτωση τα μικρόφωνα είναι απευθείας στα input της Soundcraft 6000 με ελάχιστο "άδειασμα" στα χαμηλομεσαία για να ελεγχθεί το έντονο resonance από τις αχρησιμοποίητες μεμβράνες (Αν και θεωρώ πολύ βασικό πράγμα την χρήση καινούριων μεμβρανών σε ένα recording session θα πρέπει όμως να τονίσω πως είναι ακόμη καλύτερο να προηγηθεί το ανάλογο warm up τόσο παικτικά όσο και σε σχέση με την παραμονή στον χώρο).

      Τα overheads είναι ίσως η σημαντικότερη επιλογή σε ότι αφορά το micing ενός drum set τόσο σε ότι αφορά τον ίδιο τον τύπο του μικροφώνου όσο και σε ότι αφορά την τεχνική της τοποθέτησης.
      Το πρώτο ερώτημα λοιπόν είναι τι μικρόφωνο....η απάντηση είναι ερώτηση και πολύ απλή....τι θέλουμε να πετύχουμε?
      Έτσι τα πυκνωτικά μικρόφωνα θα μας δώσουν μια πιο λεπτομερή συχνοτικήαπεικόνιση στο σύνολο του συχνοτικού φάσματος αλλά πιθανότατα με μια καπως υπερβολική και μη ρεαλιστική παρουσία των υψηλώτερων συχνωτήτων (πιάτα) ενώ τα ribbon θα μας δώσουν ένα πιο μεστό και μεσαίο αποτέλεσμα αλλά αρκετά "σκοτεινό". Ακόμη παραπέρα τα LDC θα μας δώσουν ένα πιο χρωματισμένο και ζωντανό συχνοτικά αποτέλεσμα αλλά ταυτόχρονα και πιο στρογγυλεμένο σε ότι αφορά το transient response ενώ τα SDC θα απεικονίσουν με μεγάλη λεπτομέρεια την δυναμική κίνηση αλλά πιθανότατα δεν θα μπορέσουν να δώσουν τόσο πολύ την εικόνα ενός "ολόκληρου" σετ (γιατί διαφορετικά είναι πολύ εύκολο να υπεροδηγηθούν).
      Σε ότι αφορά την τοποθέτηση, καταρχάς πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ mono & stereo pair. Κάθε ένα φυσικά έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, ενός δηλαδή all around pop-rock drum set θα επέλεγα μάλλον πάντα το stereo pair, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι αρκετά πιο εύπλαστο ως λογική, αν και με αρκετούς κρυφούς κινδύνους.
      Στην περίπτωση λοιπόν του stereo pair τίθεται το ερώτημα της τεχνικής τοποθέτησης μεπιο διαδεδομένες βεβαια τις concident pair & spaced pair και όλες τις πιθανές παραλλαγές τους. Αυτό βέβαια είναι κάτι που  καθορίζεται πρωτίστως από το ζητούμενο αλλά και από το ίδιο το drum set. Από το ίδιο το ζητούμενο με την έννοια του πόσο έντονη θέλουμε να είναι η στερεοφωνική εικόνα (στην μία περίπτωση καθορίζεται μόνο από τις διαφορές στην ένταση ενώ στην δευτερη και από τις χρονικές διαφορές) αλλά και από την μορφή και το μέγεθος του ίδιου του σετ (ένα "τεράστιο" σετ πιθανότατα θα "χάσει" ως απεικόνιση με ένα coincident pair αλλά και αντίστροφα μπορεί να έχει τρομερά προβλήματα με διαφορές φάσης από ένα υπερβολικά απομακρυσμένο spaced pair).....άρα η λύση είναι κάτι που βρίσκεται μόνο με την εμπειρία, τον πειραματισμό και φυαικά το αυτί.

      Στην συγκεκριμένη περίπτωση επέλεξα ένα SDC ζευγάρι σε Α-Β spaced pair στήσιμο. Τα μικρόφωνα που επέλεξα είναι τα Oktava MK012 τα οποία σε αντίθεση με τα περισσότερα σύγχρονα SDC προσφέρουν μια πολύ πιο ρεαλιστική απόκριση χωρίς υπερτονισμένα ψηλά, ενώ ταυτόχρονα η κάπως "αργή" απόκριση τους ωραιοποιεί και στρογγυλεύει τις άκρες σε ένα δυναμικό και έντονο ποπ-ροκ drumming. Ως κατάλληλότερο συμπλήρωμα χρησιμοποίησα τους P1 της A-Designs οι οποίοι έχουν ένα πολύ κολακευτικό "air" boost χωρίς να χάνουν τίποτα από το "σώμα" και τον γεμάτο transformer ήχο τους. Αυτό σε συνδυασμό με ένα μικρό "γυάλισμα" (+2db) στα 20Κ και ένα LowCut@100Hz μέσω του TL Audio EQ2, καθώς και το ελαφρύ "πουσάρισμα" του valve output gain stage του eq δίνουν το απαραίτητο υψηλοσυχνοτικό presence χωρίς όμως τα σκληρά πρίμα (και συχνά πολύ ενοχλητικά) των περισσοτέρων σύγχρονων SDC (αν και έχουν και αυτά τα πλεονεκτήματα τους και τις εφαρμογές που υπερέχουν - βλέπε παρακάτω).


      Τα room mic's στο συγκεκριμένο σετάπ παίζουν τον ρόλο ενός υπερκομπρεσαρισμένου και εντελώς εκτός φάσης στέρεο μιξ του drum set που παίζει τον ρόλο της "κόλλας" ανάμεσα στα επιμέρους συστατικά αλλά και που διευρύνει σημαντικά την στερεοφωνική εικόνα. Στο κλιπ που ανέβασα είναι αρκετά χαμηλά σε level αλλά μπορεί κατά βούληση να αλλάξει την συνολική αισθητική του αποτελέσματος. Στην συγκεκριμένη περίπτωση χρησιμοποίησα ένα ζευγάρι φτηνά κινέζικα ribbon των οποίων το έντονο HF roll off ταιριάζει απόλυτα στην περίσταση. Τα ribbon γενικότερα είναι πολύ καλή επιλογή για room mic όταν το ζητούμενο είναι κάτι σαν αυτό που περιέγραψα πιο πάνω. Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι γύρω στα 2 μέτρα δεξιά και αριστερά από την θέση του ντράμερ σε ύψος περίπου 20 με 30 εκ. από το πάτωμα. Στην συνέχεια πηγαίνουν σε ένα ζευγάρι JLM Audio TG500 (τα οποία έχουν έναν πολύ χαρακτηριστικό υπεροδηγημένο μεσαίο ήχο, βασισμένα στις ΕΜΙ κονσόλες) και από εκεί σε ένα υπεργρήγορο και "άγριο" compression από ένα stereo linked Distressor pair αλλά με εντελώς διαφορετικό gain detection style σε κάθε κανάλι.

      http://i439.photobucket.com/albums/qq112/rundevilrun_photos/KickDrumTunnel.jpg

      Σε ότι αφορά το kick drum, όπως φαίνεται και στην φωτό, χρησιμοποιήθηκε ένα μικρό "τούνελ" με την βοήθεια του κέλυφους μιας άλλης κάσας και μιας παχιάς κουβέρτας, ώστε το μικρόφωνο να τοποθετηθεί έξω από την κάσα αλλά ταυτόχρονα να ελαχιστοποιηθεί το spill από τα υπόλοιπα τύμπανα αλλά και ουσιαστικά να "κατευθηνθεί" ο αέρας από το resonant skin της κάσας προς τα εμπρός. Πολύς κόσμος πιστεύει λανθασμένα πως για να πετύχει έναν πιο punchy ήχο στην κάσα, θα πρέπει το μικρόφωνο να είναι πολύ κοντά στον κόπανο και σίγουρα μέσα στο κελυφος....κάτι τέτοιο φυσικά δεν ισχύει, απλά η τοποθέτηση τουμικροφώνου μέσα στην ίδια την κάσα "γλυτώνει" πολύ κόπο..... στην πραγματικότητα και όπως σε όλα τα τύμπανα το αποτέλεσμα είναι πάντα καλύτερο όταν καταφέρνουμε να "πιάσουμε" το σύνολο της εικόνας και όχι απλά ένα μικρό μέρος της....
      Το μικρόφωνο είναι το D112 στο Duall99V JLM Audio, με παράλληλο γρήγορο hard knee compression από το 9098 (μιξαρισμένο στο ίδιο bus) και στην συνέχεια (μέσα στο DAW) στο TBK Sonalksis (παράλληλα μέσω aux) για να αποκτήσει αυτό το ssl style "slap".  


      Στο επόμενο μέρος θα κοιτάξουμε ένα τελείως διαφορετικό στυλ drumming αλλά και drum micing & recording. Πάρτε μία πρόγευση από το κλιπάκι του Δημήτρη Τασούδη (The Prefabricated Quartet) και του custom Gabriel set του.

      http://rapidshare.com/files/278106825/jAZZdRUMS_NOIZ.wav

      enjoy

               



       

    • nikodemos

      Re-Amping

      By nikodemos, in Παλιά Άρθρα,

      Ημ/νία: 15:54 - 26/01/10 Εισαγωγή: Το Re-Amping είναι μια πολύ διαδεδομένη τεχνική στα recording studios παγκοσμίως με σκοπό είτε να ολοκληρώσει μια συγκεκριμένη διαδικασία είτε να αποτελέσει ακόμη ένα όπλο στην επεξεργαστική φαρέτρα των mixing engineers. Το Re-Amping είναι μια πολύ διαδεδομένη τεχνική στα recording studios παγκοσμίως με σκοπό είτε να ολοκληρώσει μια συγκεκριμένη διαδικασία είτε να αποτελέσει ακόμη ένα όπλο στην επεξεργαστική φαρέτρα των mixing engineers.

      Τι ακριβώς είναι όμως το Re-Amping?

      Οι περισσότεροι το έχουν συνδέσει με την επαναηχογράφηση του "καθαρά" ηχογραφημένου σήματος ηλεκτρικών οργάνων (κυρίως κιθάρας και μπάσου) μέσω του συνδυασμού ενισχυτής - καμπίνα - μικρόφωνο, ώστε να αξιοποιηθούν οι ευεργετικές ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης αλυσίδας, όπως αυτές έχουν μείνει κλασσικές τα τελευταία 50 τουλάχιστον χρόνια και έχουν ουσιαστικά καθορίσει τον ήχο των συγκεκριμένων οργάνων. Δεν είναι όμως μόνο αυτό....

      Στην πραγματικότητα, και αν θέλουμε να είμαστε ακριβολόγοι, η έννοια της συγκεκριμένης επεξεργασίας καλύπτει κάθε ηχογραφημένο σήμα που επαναδρομολογείται σε κάποιο ενισχυτικό κύκλωμα (προ-ενισχυτικό ή τελικό) ώστε να του προσδώσει κάποια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του (από τα subtle χαρακτηριστικά ενός κυκλώματος που περιλαμβάνει μετασχηματιστές ή (και) λυχνίες έως βέβαια την προσθήκη του πολύ επιδραστικού παράγωντα μεγάφωνο, χώρος, μικρόφωνο κλπ). Με αυτή την λογική λοιπόν δεν μπορούμε να μιλάμε μόνο για το "κλασσικό" reamping στις ηλεκτρικές κιθάρες και μπάσα, αλλά μπορούμε να εντάξουμε πάρα πολλές διαφορετικές περιπτώσεις από synth & τύμπανα έως ομάδες οργάνων ή και ολόκλρο το μιξ.

      Ας τα δούμε λοιπόν πιο αναλυτικά...

      Ας ξεκινήσουμε από τις κιθάρες που είναι και το πιο διαδεδομένο σενάριο.....θα μπορούσε καποιος να πει ότι το reamping αποτελεί τον καλύτερο τρόπο διασύνδεσης ανάμεσα σε ένα project - home και σε ένα επαγγελματικό recording περιβάλλον. Είναι μια διαδικασία που μας επιτρέπει να εκμεταλευτούμε με τον καλύτερο τρόπο τα πλεονεκτήματα και θέτικα και των 2 πλευρών, δηλαδή από την  πλευρά το χαμηλό κόστος, την προσωπική άνεση και τον απεριόριστο χρόνο και από την άλλη την υποδομή σε χώρο και εξοπλισμό όπως και την δυνατότητα επιλογής της κατάλληλης κάθε φορά λύσης (υλικοτεχνικά). Με άλλα λόγια έχουμε την δυνατότητα να καταγράψουμε σωστά και με άνεση παικτικά τα μέρη στον χώρο μας και στην συνέχεια να μεταβούμε σε ένα περιβάλλον όπου θα έχουμε την δυνατότητα να επαναηχογραφήσουμε το υλικό αξιοποιώντας τις επιλογές σε ενισχυτές, μικρόφωνα, χώρους, προενισχύσεις αλλά και φυσικά τις γνώσεις και εμπειρίες των τεχνικών αν κάτι τέτοιο είναι επιθυμητό.
      Πως έχει όμως αυτή η διαδικασία και ποιες είναι οι προυποθέσεις? Γίνεται έυκολα κατανοητό πως ουσιαστικά στην συγκεκριμένη περίπτωση αυτό που κάνουμε είναι να καταγράφουμε "καθαρό" το σήμα του οργάνου σε κάποιο DAW και στην συνέχεια να το επαναδρομολογούμε προς ηχογράφηση όπως θα κάναμε και στην περίπτωση που το επαναλαμβάναμε και στην πραγματικότητα. Για να μπορέσει να γίνει αυτό σωστά θα πρέπει να φροντίσουμε για 2 πολύ βασικά πράγματα....αρχικά για την σωστή ενίσχυση του instrument level του οργάνου μας σε line level ώστε να καταγραφεί με όσο το δυνατόν καλύτερα χαρακτηριστικά (S/N ratio, THD) όπως και σε σχέση με την μετατροπή σε ψηφιακό που ακολουθεί....και στην συνέχεια το αντίστροφο, δηλαδή η μετατροπή του ήδη ηχογραφημένου line level σήματος σε σήμα κατάλληλο να οδηγήσει έναν ενισχυτή. Εκτός από το σωστό levelling είναι πολύ σημαντικό και το κατάλληλο impedance matching ανάμεσα στις διάφορες συδκευές που διασυνδέοντε σε όλες τις περιπτώσεις. Για τον σκοπό αυτό υπάρχουν οι κατάλληλες υλοποιήσεις που παρεμβάλοντε στην αλυσίδα μας....έτσι αν η προενίσχυση μας δεν έχει είσοδο κατάλληλη για το όργανο (HiZ) μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο DI ώστε να μπορέσουμε στην συνέχεια να χρησιμοποιήσουμε σωστά την μικροφωνική είσοδο. Αντίστοιχα βγαίνωντας από το DAW το ηχογραφημένο line πλέον σήμα θα πρέπει να πέσει στα επίπεδα έντασης  της εξόδου του οργάνου αλλά ταυτόχρονα να προσαρμοστεί η αντίσταη εξόδου στα επίπεδα που "περιμένει" να δει ο ενισχυτής.....για τον λόγο αυτό υπάρχουν εξειδικευμένες συσκευές από εταιρίες όπως η Radial που αναλαμβάνουν να πραγματοποιήσουν με ακρίβεια και επιτυχία αυτές τις αλλαγές. Μια ενδιάμεση εναλλακτική λύση σε σχέση με την έξοδο από το DAW θα ήταν να μειώσουμε "χειροκίνητα" την στάθμη εξόδου μέσα από τον σταθμό εργασίας, αλλά αυτήη μέθοδος αν και δεν προυποθέτει κάποιον έξτρα εξοπλισμό (άρα έχει μικρότερο κόστος) έχει 2 πολύ σημαντικά μειονεκτήματα, πρώτον δεν μπορούμε να έχουμε και το πολύ σημαντικό  impedance matching και δεύτερον μειώνωντας δραστικά την στάθμη εξόδου πριν την μετατροπή του σήματος σε αναλογικό, μειώνουμε δραστικά και την ανάλυση, αυξάνωντας τα επίπεδα θορύβου και γενικά αλοιώνουμε σημαντικά την ποιότητα του σήματος κάτι που στην προκειμένη θα αποβεί μοιραίο καθώς ακολουθεί ένα πολύ ισχυρό ενισχυτικό στάδιο που θα φέρει στην επιφάνεια πολλά από αυτά τα προβλήματα.

      Ακριβώς τα ίδια πράγματα ισχύουν και σε όργανα όπως τα συνθεσάιζερ κλπ κλπ
      Η διαφορά είναι κυρίως στο οτι σε αυτές τις περιπτώσεις μας ενδιαφέρει πιο πολύ να "προσθέσουμε" κάτι στο ηχογραφημένο σήμα από τις ιδιαιτερότητες του ενισχυτικού κυκλώματος και όχι να το μεταλλάξουμε ριζικά όπως στις κθάρες πχ
      Το ίδιο θα μπορούσενα ισχύει και για την επαναδρομολόγηση ενός ηχογραφημένου track ή και ενός ολόκληρου mix από ένα προενισχυτικό στάδιο με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά όπως πχ κάποια valve προενίσχυση μικροφώνου ή κάποιο vintage line amp με ιδιαίτερα χρωματισμένους transformers....αντίστοιχα και εδώ είναι πολύ πιθανόν (ειδικά στην περίπτωση που μιλάμε για προενισχυτή μικροφώνου ή για ένα hotmix) να είναι αναγκαία η προσαρμογή της στάθμης εξόδου του DAW , αφενός για να μην έχουμε προβλήματα ανεπιθύμητης υπεροδήγησης αλλά και για να έχουμε την δυνατότητα να οδηγήσουμε κατά βούληση του προενισχυτικό κύκλωμα...σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε κάποιο pad κυκλωμα που να παρεμβάλεται αναμεσα στην έξοδο του DAW και στην είσοδο της προενίσχυσης.

      Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να κάνουμε σε ότι αφορά την χρήση του reamping με τύμπανα και κρουστά...όσο και αν ακούγεται περίεργο είναι μια ιδιαίτερα διαδεδομένη τεχνική με πολύ καλά και ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Ουσιαστικά η λογική είναι παραπλήσια με την διαφορά ότι εδώ πολλές φορές χρησιμοποιούντε και κανονικά όργανα συνδυασμένα με τον ενισχυτή (πχ μπορούμε να οδηγήσουμε το ηχογραφημένο σήμα του ταμπούρου σε έναν μικρό ενισχυτή πάνω στον οποίο έχουμε το τοποθετήσει ένα άλλο ταμπούρο με χαλαρές τις χορδές ώστε καθώς συντονίζει από την ένταση του ενισχυτή να μπορέσουμε να πάρουμεένα έντονο μεταλικό κροτάλισμα που θα συμπληρώσει το αρχικό σήμα) ή άλλες φορές μπορεί να είναι κάτι που γίνεται ακόμη και κατά την διάρκεια του tracking με την χρήση ενός μικρού PA ώστε να γίνει πιο έντονη και "ιδιαίτερη" η παρουσία στον χώρο κάποιων τμημάτων του σετ  κλπ κλπ
      Είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο,και ελπίζω να επιστρέψω σύντομα με ένα δευτερο μερος με ηχητικά και φωτογραφικά παραδείγματα.

      Βασικό πρόβλημα σε ένα reamping σενάριο μπορεί να αποδειχθεί το υψηλό crosstalk ανάμεσα στις εξόδους ενός πολυκάναλου μετατροπέα.....η πιο απλή λύση (πέρα από την χρήση μιας πραγματικά καλής υλοποίησης ) είναι η λειτουργία σε κατάσταση solo κατά την επανεγγραφή.

      Ένα ακόμη σημείο το οποίο πρέπει να προσέχουμε στην όλη διαδικασία είναι τα προβλήματα φάσης που μπορούν να δημιουργηθούν λόγω της καθυστέρησης από την DA/AD μετατροπή κάτι όμως που σε πολλά DAW υπολογίζεται αυτόματα αλλά στις συγκεκριμένες περιπτώσεις του reamping είναι αρκετά εύκολο να γίνει και "χειροκίνητα".

      ...και μην ξεχνάτε το πιο βασικό συστατικό της επιτυχίας στο συγκεκριμένο θέμα πέρααπό την τεχνογνωσία είναι ο πειραματισμός.  

    • nikodemos
      Ημ/νία: 17:51 - 19/02/10 Εισαγωγή: Σε αυτό το δεύτερο αλλά και στο τρίτο μέρος θα ασχοληθούμε με δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις....από την μία πλευρά το πως ηχογραφούμε ένα καθαρά ακουστικό jazz orientated drum set και από την άλλη το πως προσεγγίζουμε την ηχογράφηση και επεξεργασία ενός extreme metal orientated drum set συχνά μάλιστα υβριδικού (acoustic & triggering). Σε αυτό το δεύτερο αλλά και στο τρίτο  μέρος θα ασχοληθούμε με δύο εκ διαμέτρου αντίθετες καταστάσεις....από την μία πλευρά το πως ηχογραφούμε ένα καθαρά ακουστικό jazz orientated drum set και από την άλλη το πως προσεγγίζουμε την ηχογράφηση και επεξεργασία ενός extreme metal  orientated drum set συχνά μάλιστα υβριδικού (acoustic & triggering).

      Ο λόγος που θα τα εξετάσουμε παράλληλα είναι πολύ απλά η διαφορετικότητα τόσο στην ηχοληπτική και επεξεργαστική προσέγγιση όσο βέβαια και στο ζητούμενο αισθητικό και ηχητικό αποτέλεσμα. Έτσι από την μία πλευρά το ζητούμενο (και ανάλογα διαμορφώνεται και η προσέγγιση) είναι η ακριβής και βέλτιστη αποτύπωση του σετ μέσα στον χώρο σαν σύνολο διατηρώντας στο ακέραιο (και γιατί όχι κάνωντας πιο ευδιάκριτες) τις μικροδυναμικές και παικτικές ιδιαιτερότητες του εκτελεστή, του σετ και του χώρου. Από την άλλη πλευρά το ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός συγκεκριμένου ηχητικού αποτελέσματος, με πλήρως διακριτά τα μέρη του σετ, με ελάχιστη ή και καθόλου παρουσία του φυσικού χώρου ηχογράφησης, έντονα επεξεργασμένο τόσο σε ότι αφορά την χροιά - ηχόχρωμα αλλά και τις δυναμικές και αναλογίες ανάμεσα στα τμήματα του σετ, άψογα χρονισμένο  ώστε να μπορέσει να ενταχθεί αρμονικά στην συνολική παραγωγή.

      Μιλάμε δηλαδή για 2 εντελώς διαφορετικές καταστάσεις...και 2 εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Ας τα πάρουμε με την σειρά....

      Ξεκινώντας από το ακουστικό drum set,όπως είπαμε μας ενδιαφέρει πάρα πολύ η ακρίβεια στην αποτύπωση του σετ και του χώρου, πολλές φορές μάλιστα ως μία ενότητα. Αυτό σημαίνει βέβαια πως η επιλογή τόσο του ίδιου του σετ όσο και του χώρου είναι σημαντικότατοι παράγωντες και πιθανότατα αυτοί που θα καθορίσουν τελικά το αποτέλεσμα στο σχεδόν στο σύνολο του. Προσωπικά προτιμώ ο χώρος να μην έχει μεγάλο reverberation time αλλά από την άλλη πλευρά να έχει πλούσια αλλά ελεγχόμενα early reflections που θα δώσουν την απαραίτητη ζωντάνια στο σετ, σίγουρα όχι λοιπόν ένα "στεγνό" δωμάτιο (ένα τυπικό 70ς-80ς drum booth ας πούμε) αλλά ούτε και ένα πολύ  μεγάλο live room....έτσι μεσαίου προς μικρού μεγέθους χώροι με το κατάλληλο ύψος και ακουστική διαμόρφωση μπορεί να είναι μια πολύ επιλογή. Ακόμη μεγαλύτερη σημασία έχει η επιλογή του σετ....δεν πρέπει να ξεχνάμε πως σεαυτό το σενάριο ουσιαστικά θέλουμε να καταγράψουμε το ηχητικό συμβάν με την μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και λεπτομέρεια, κάτι που σημαίνει ότι οι αποφάσεις μας σχετικά με το πως θέλουμε να ακούγεται πρέπει ουσιαστικά να έχουν ήδη ληφθεί πολύ πριν πατηθεί το rec ( ειδικά αν αναλογιστούμε και τις micing τεχνικές που θα ακολουθήσουμε). Ένα καλοκουρδισμένο λοιπόν σετ με καινούρια (αλλά στρωμένα) δέρματα (και στις resonant μεμβράνες) και τα κατάλληλα μεγέθη είναι εκ των ουκ άνευ....το ίδιο ισχύει και για το hardware (πετάλια κλπ) τα οποία θα πρέπει να είναι σε άψογη κατάσταση ώστε να αποφύγουμε θορύβους τριξίματα κλπ κλπ

      Σε ότι αφορά τα μικρόφωνα και τον τρόπο τοποθέτησης τους υπάρχουν κυριολεκτικά άπειρες επιλογές....από ένα απλό στέρεο ζευγάρι έως ένα πλήρες multi mic set up και φυσικά όλα τα ενδιάμεσα 3 & 4 mic set up's. Εδώ θα εξετάσουμε τις 2 ακραίες επιλογές ενώ στο τελευταίο μέρος θα δούμε και τις ενδιάμεσες (G.Johns, Recorderman κλπ) ...κυρίως γιατί αυτές παραπέμπουν και σε ένα πιο "ροκ" , "δυνατό" παίξιμο και feel ενώ εδώ μας ενδιαφέρει ένας πιο τζάζυ, "καθαρός" ακουστικός ίσως και απαλός, σχεδόν μελωδικός κρουστός ήχος .

      Στο πρώτο παράδειγμα λοιπόν έχουμε ένα από τα πιο απλά δυνατά σετάπ.... ένα stereo near coincident LDC pair ακριβώς πάνω από το σετ.
      http://http://rapidshare.com/files/352529754/drums_acoustic_coincident_pair.wav

      Το αποτέλεσμα είναι πολύ πλούσιο και γεμάτο συχνοτικά με πολύ έντονη την παρουσία των resonant skins , ίσως λίγο στρογγυλεμένο στις άκρες λόγω μεγάλου διαφράγματος και βέβαια με κάπως ανύπαρκτα τα πιο απομακρυσμένα κομμάτια του σετ.....στα υπέρ το ομογενοποιημένο σύνολο και η πλούσια αλλά συμπαγής στερεοφωνική εικόνα ενώ στα κατά η αδυναμία βέβαια περαιτέρω επεξεργασίας (αν και αυτό σε πολλές περιπτώσεις είναι υπέρ).
      Εννοείται βέβαια πως τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά μεταβάλοντε δραστικά (και άρα μπορεί το αποτέλεσμα να "κουρδιστεί" ακριβώς στα γούστα μας) ανάλογα με την τοποθέτηση - απόσταση, τον τύπο των μικροφώνων και την ενίσχυση τους. Στην συγκεκριμένη περίπτωση έχουμε 2 σχετικά "αχρωμάτιστα" LDC (414XLS - έχουν μεγάλο και "πλούσιο" ήχο χωρίς όμως να τονίζουν ιδιαίτερα κάποια περιοχή και ειδικά την επικύνδηνη 3-7Κ που μπορεί να κάνει τα πιάτα να ακούγοντε ιδιαίτερα ενοχλητικά) σε καρδιοειδές πολικό διάγραμμα και τοποθετημένα σαν ένα πιο "ανοιχτό" coincident pair αλλά όχι τόσο ανοιχτό όσο ένα spaced pair. Έτσι το κέντρο της στερεοφωνικής εικόνας παραμένει στιβαρό αλλά ταυτόχρονα υπάρχουν και διαφορές φάσεις ανάλογα με το κομμάτι του σετ που ακούγεται κάθε φορά και το πως αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα δημιουργώντας μια αρκετά διευρυμένη στερεοφωνία χωρίς όμως να χάνεται η αίσθηση του μεγέθους και του ενιαίου συνόλου. Τα 2 μικρόφωνα ενισχυωντε από ένα ζευγάρι solid state tranformer ballanced mic preamps με μεταβλητή αντίσταση εισόδου. Η υψηλή τιμή της αντίστασης εισόδου σε συνδυασμό με τους μετασχηματιστές δίνουν ένα πιο scooped ήχο στα ψηλά μεσαία αποτέλεσμα με πλούσια χαμηλομεσαία που αξιοποιούν στο έπακρο το resonanse των δερμάτων και smooth αλλά λεπτομερή ψηλά. Ταυτόχρονα οι ταχύτατοι discrete opamps δίνουν το απαραίτητο "γκάζι" την στιγμή που χρειάζεται χωρίς να αλοιώνουν καθόλου τις ήδη κάπως στρογγυλεμένες από το μεγάλο διάφραγμα του μικροφώνου δυναμικές του εκτελεστή.

      Σε ότι αφορά την επεξεργασία, εκτός από ένα σχετικά απαραίτητο eq boost (2-3db) με "ανοιχτό" εύρος στα άκρα  του συχνοτικού φάσματος (70 με 80 στα χαμηλά και περίπου 16Κ στα ψηλά), αυτό που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο παράδειγμα είναι το compression...πιο συγκεκριμένα έχουμε ένα κάπως "περίεργο" αλλά ενδιαφέρον signal routing ξεκινώντας από ένα dual mono "ελαφρύ" vca compression στην έξοδο της κάθε προενίσχυσης που επιστρέφει σε line in στην κονσόλα για να συνδυαστεί παράλληλα με ένα πιο agressive fet style compression το οποίο ακολουθεί μια valve distortion μονάδα που προσθέτει ένα εύηχο ποσοστό αρμονικής παραμόρφωσης (Στο συγκεκριμένο κλιπ η παράλληλη επεξεργασία είναι αρκετά χαμηλά στο μιξ αλλά ιδιαίτερα έντονη, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στις "ουρές" που αφήνουν οι μεμβράνες). Τέλος το συνολικό mix bus οδηγείται μέσα από ένα valve (mu) compressor (stereo linked) και από εκεί στο AD (Το EQ που προανέφερα ακολουθεί στο ψηφιακό domain).

      Εννοείται λοιπόν πως οποιαδήποτε αλλαγή σε όλη την παραπάνω αλυσίδα και διαδικασία μπορεί να επιφέρει σημαντικές και δραστικές αλλαγές, φέρνωντας το αποτέλεσμα πιο κοντά στις εκάστοτε ανάγκες μας....θέλω να πω πως ένα stereo mic setup μπορεί να είναι πολύ πιο ευέλικτο ηχητικά από ότι αρχικά μας φαίνεται.....για παράδειγμα επιλέγωντας ένα πιο "λαμπερό" ή πιο "σκοτεινό" τύπο μικροφώνου (πχ ένα bright SDC όπως το 451 ή ένα ribbon)
      θα έχουμε και τις ανάλογες αλλάγές στην συχνοτική απόκριση, αλλάζωντας την τοποθέτηση αλλάουμε τόσο την στερεοφωνική απεικόνιση όσο και την παρουσία του χώρου, αλλάζωντας την προενίσχυση και το ποσσοστό ενίσχυσης μπορούμε να επιτύχουμε ένα ακόμη πιο ακριβές και "γρήγορο" αποτέλεσμα ή να οδηγηθούμε σε ακόμη πιο "χρωματισμένα"  saturated ηχοτοπία, αφαιρώντας ή μειώνωντας το compression και την μεθοδολογία του να έχουμε λιγώτερο ή περισσότερο έντονη την παρουσία του χώρου κλπ κλπ κλπ

      Στο δέυτερο παράδειγμα τώρα έχουμε ουσιαστικά μια multi mic'ed  εκδοχή του ίδιου σεναρίου αλλά με μια πολύ ουσιαστική διαφορά σε σχέση με ένα κλασσικό multimic drum set. Σε αυτήτην περίπτωση λοιπόν και πάλι το βάρος πέφτει κυρίως στα overhead & room mics με τα μικρόφωνα στην κάσα και το ταμπούρο να "συμπληρώνουν" την εικόνα.
      http:// http://rapidshare.com/files/352529756/drums_acoustic_multimic.wav

      Ο σκοπός εδώ είναι να έχουμε ένα παραπλήσιο, ζωντανό, καθαρό και με έντονη την παρουσία του χώρου αποτέλεσμα, ταυτόχρονα όμως πιο ευέλικτο σε σχέση με την περαιτέρω επεξεργασία του και τοποθέτηση του στο μιξ.

      Στην περίπτωση αυτήκαι ξεκινώντας από τα overhead mics επιλέξαμε ένα κλασσικό spaced pair set up με 2 αρκετά bright SDC (451) που όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο τις λεπτομέρειες σε κάθε διαφορετικό χτύπημα στα πιάτα,τομ και ταμπούρο χωρίς να αλληλοκαλύπτοντε ....σε ότι αφορά την τοποθέτηση και την αποσταση από το σετ και επειδή σκοπός είναι να καταγράψουμε το σετ ως σύνολο (με τις ιδιαιτερότητες του) επιλέξαμε να τοποθετήσουμε τα μικρόφωνα παίρνωντας ως σημείο αναφοράς τα άκρα του σετ (χωροταξικά) και όχι το ταμπούρο όπως θα κάναμε σε ένα πιο συμβατικό ποπ - ροκ σενάριο (αν παρατηρείσετε το ταμπούρο γέρνει έντονα προς τα αριστερά,όπως δηλαδή ακριβώς είναι τοποθετημένο και στο σετ). Τα μικρόφωνα οδηγούντε από το ίδιο ζευγάρι προενιχυτών όπως και στο προηγούμενο παράδειγμα με μια μικρή ισοστάθμιση (ένα σχετικά "ανοιχτό" cut στα χαμηλά μεσαία ώστε να δημιουργηθεί περισσότερος χώροςγια το 2ο μικρόφωνο της κάσας και ένα διακριτικό αλλά ουσιώδες bandaxal boost στα 20K) πριν φτάσουν στο AD. Αντίστοιχα τα room μικρόφωνα είναι 2 ribbon τοποθετημένα αρκετά χαμηλά δεξιά και αριστερά μπροστά από το σετ, οδηγημένα από ένα ζευγάρι προενισχύσεις μόνο με τρανζίστορ (με αποτέλεσμα ένα υπεροδηγημένο saturated σήμα) στην συνέχεια περασμένα από ένα γρήγορο slappy compression (αλλά όχι stereo linked) και τέλος από ένα Low Pass φίλτρο ώστε να γίνει ακόμη πιο smooth το χαρακτηριστικό HF roll off των παθητικών ribbon. Οι διαφορές φάσεις ανάμεσα στα 2 αυτά μικρόφωνα αλληλεπιδρούν διαρκώς μεταξύ τους δίνωντας μια μοναδική αίσθηση κίνησης και χώρου, αν και ιδιαίτερα χαμηλά στην μίξη.

      Όπως έγραψα παραπάνω τα υπόλοιπα μικρόφωνα λοιτουργούν μάλλον συμπληρωματικά...έτσι έχουμε ένα 414 στο ταμπούρο (σε απόσταση περίπου 12 εκ. στο ύψος του στεφανιού κάθετα με το ταμπούρο - δίνει μια ισσοροπημένη χροιά ανάμεσα στο "σώμα" του οργάνου ,στο στεφάνι και στο δέρμα...και φυσικά και στην χορδιέρα) οδηγημένο από την κονσόλα χωρίς eq πλην ενός High Pass φίλτρουγια να αποφύγουμε την υπερβολική παρουσία της κάσας αλλά και των resonant skins των τομ. Στην κάσα τα πράγματα είναι κάπως πιο πολύπλοκα με ένα beta 57 στην εμπρός μεμβράνη να "κοιτάει" στο σημείο που χτυπάει ο κόπανος και ενα RODE CII με ανεστραμένη την φάση και με ένα -10 db pad στο resonant skin (περίπου 15 εκ.από το κέντρο). Και τα 2 οδηγούντε από ένα ζευγάρι V672 κυρίως λόγω των εξαιρετικά πλούσιων χαμηλών που έχουν αλλά και τον "ευχάριστο" και εύηχο τρόπο με τον οποίο υπεροδηγούντε. Το 57άρι συμπιέζεται παράλληλα από ένα C1 TL Audio με κάπως τονισμένα τα ψηλά μεσαία (περίπου 3-3.5Κ) από το eq της κονσόλας ώστε να έχει πιο έντονο το attack ενώ το CII δεν έχει κάποια άλλη μορφή επεξεργασίας (μέσα στο DAW περνάει από ένα αρκετά δραστικό - 18db/oct Low Pass φίλτρο περίπου στα 2-2.5Κ) παρά μόνο την ίδια την υπεροδήγηση της λυχνιας του.Τα 2 μικρόφωνα γραφοντε σε ξεχωριστά tracks και αποτελούν τον καλύτερο και απλούστερο τρόπο να έχουμε πλήρη έλεγχο στην χροιά της κάσας, αποτελώντας ουσιαστικά τα 2 βασικά χαρακτηριστικά του ήχου της - ο "επιθετικός" "σκληρός" ήχος του κόπανου στο δέρμα και ο "βαθυς" και γεμάτος αρμονικές ήχος του κέλυφους και της  resonant μεμβράνης -μιξαρισμένα κατά βούληση.
      Στην συνέχεια το κλιπ του παραδείγματος έχει μιξαριστεί απλά με την προσθήκη ενός πολύ διακριτικού small room impulse response στα room mic's (το οποίο είναι η καλύτερη μέθοδος για να μεταβάλετe ρεαλιστικά την αίσθηση του χώρου - χρησιμοποιήτe ένα convolution reverb κατά κύριο λόγω στα room mics προσθέτωντας ελεγχώμενες ανακλάσεις στον ήδη υπάρχον χώρομεταβάλωντας έτσι κατά βούληση και με ρεαλισμό τα χαρακτηριστικά του ) χαμηλά στην μίξη,  και ένα ελαφρύ glueing compression μέσω ενός συνδυασμού ενός 1" tape/15"ips IR  από το Nebulla, ένα πολύ ελαφρύ (1-2 db) boost στα άκρα με το UAD Pultec EQ  και τέλος το Mastercomp της PSP σε πολύ smooth setting (1-2 db gain reduction με πολύ αργό attack και ratio 1.4:1). Γενικά ο συνδυασμός ενός διακριτικού eq στα άκρα με ένα "γλυκό" analogue like compression - saturation στο σύνολο του σετ είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος να ομογενοποιηθούν τα ξεχωριστά tracks σε ένα εννιαίο συμπαγές σύνολο.

      Τέλος να ευχαριστήσω τον Δημήτρη Τασούδη που μου έδωσε την δυνατότητα (πολλές φορές) να αξιοποιήσω έστω και στο ελάχιστο το εκπληκτικό παίξιμο και ταλέντο του αλλά και το εκπληκτικό drum set του.

      Ελπίζω να το βρείτε ενδιαφέρον....σύντομα έρχεται τα επόμενα μέρη με το metal drumset, κάποια εναλλακτικά στησίματα και τεχνικές αλλά και κάποιες συμβουλές προτάσεις για την μίξη και επεξεργασία!!!

    • nikodemos
      Ημ/νία: 17:07 - 14/03/10 Εισαγωγή: Όταν λέμε ακουστικά έγχορδα, συμπεριλαμβάνουμε τόσο τα γνωστά κλασσικά (βιολί,βιόλα, τσέλο κλπ) όσο και τα διάφορα παραδοσιακά (σάζι, ούτι, κλπ) αλλά και τα πολύ γνωστά μας ακουστική κιθάρα, ακουστικό μπάσο κλπ κλπ ....πως τα ηχογραφούμε όμως? Ορίστε μερικές προτάσεις... Όταν λέμε ακουστικά έγχορδα, συμπεριλαμβάνουμε τόσο τα γνωστά κλασσικά (βιολί,βιόλα, τσέλο κλπ) όσο και τα διάφορα παραδοσιακά (σάζι, ούτι, κλπ) αλλά και τα πολύ γνωστά μας ακουστική κιθάρα, ακουστικό μπάσο κλπ κλπ
      Παρά λοιπόν το γεγονός ότι μιλάμε για πολύ διαφορετικά μεταξύ τους ηχοχρώματα, εν τούτοις η βασική αρχή λειτουργίας όλων (ή των περισσοτέρων ) αυτών των οργάνων είναι ο ίδιος...
      Εμείς θα τα χωρίσουμε πιο πολύ με βάση τον τρόπο παιξίματος, δηλαδή picked (με πένα ή κάποιο άλλο ανάλογο αντικείμενο), bowed (με δοξάρι) και fingered (παίξιμο με δάκτυλα).
      Ουσιαστικά κάνουμε αυτόν τον διαχωρισμό γιατί ανάλογα με τον τρόπο παιξίματος αλλάζει τρομερά η συμπεριφορά του οργάνου σε ότι αφορά τις δυναμικές αλλά κατ'επέκταση και την συχνοτική του απόκριση.
      Έτσι από την μία πλευρά (δοξάρι) έχουμε εκτεταμένο συχνοτικό περιεχόμενο,πλούσιο σε αρμονικές και με έντονα resonances να αναπτύσοντε στις μεγαλύτερες σε διάρκεια νότες καθώς και την ίδια την "συμμετοχή" του δοξαριού ως ηχόχρωμα στο συνολο του ήχου, παράλληλα όμως παρά το γεγονός ότι το δυναμικό εύρος των οργάνων παραμένει ουσιαστικά αναλοίωτο, ταυτόχρονα δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου η έννοια της μικροδυναμικης κίνησης όπως και οι απότομες αλλάγές στα transients (εννοείται με εξαιρέσεις..). Από την άλλη πλευρά έχουμε πολύ έντονη δυναμική κίνηση με ακραίες διαβαθμίσεις, αλλά αντίστοιχα πολύ πιο "φτωχό" συχνοτικά περιεχόμενο, απουσία έντονων αρμονικών κλπ κλπ

      Τι σημαίνουν όμως όλα αυτά σε σχέση με την ηχογράφηση?

      Κατ'αρχάς αυτοί είναι οι παράγωντες που θα μας οδηγήσουν στην επιλογή του χώρου, της θέσης στον χώρο αλλά και του εξοπλισμού (μικρόφωνο, προενίσχυση, επεξεργασία) που θα χρησιμοποιήσουμε. Έτσι για παράδειγμα είναι πολύ σημαντικό να ξέρουμε την συμπεριφορά ενός οργάνου σε ότι αφορά τα παραγώμενα από το σώμα του οργάνου resonances όταν θα επιλέξουμε τον χώρο, δηλαδή έναν "ζωντανό" χώρο που θα επιτείνει αυτή την συμπεριφορά ή έναν πιο "νεκρό" και βέβαια το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το πόσο έντονα είναι τα transients και πως επηρεάζοντε/επηρεάζουν τις πρώτες ανακλάσεις ενός χώρου με σκληρές ανακλαστικές επιφάνειες κλπ κλπ. Αντίστοιχα αν θα επιλέξουμε close micing ή αφήσουμε την αίσθηση του χώρου πηγαίνωντας πιο μακριά, αν θα επιλέξουμε μονοφωνική ή στέρεο ηχογράφηση, τον τύπο των μικροφώνων που θα χρησιμοποιήσουμε, την τεχνική τοποθέτησης κλπ κλπ κλπ

      Ίσως όλα αυτά ακούγοντε κάπως υπέρ του δέοντος σχολαστικά.....πρέπει όμως όλοι να καταλάβουμε  πως ο μόνος τρόπος για να διασφαλίσουμε την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι να σχεδιάσουμε σωστά αλλά και να αντιληφθούμε την σημασία κάθε βήματος αλλά και την μεταξύ τους αλληλουχία....αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που δίνουμε τόση σημασία σε όλες αυτές τις παραμέτρους, αλλά και ο λόγος που διαφοροποιεί την απλή ηχητική καταγραφή από την τέχνη των ηχογραφήσεων.

      Σαν παραδείγματα λοιπόν θα χρησιμοποιήσουμε 3 εντελώς διαφορετικά όργανα και σενάρια ώστε μέσα από την διαδικασία να καταλάβουμε καλύτερα τις διαφορετικές απαιτήσεις και δυνατότητες. Έτσι πρώτα θα δούμε μία ακουστική κιθάρα παιγμένη με πένα, στην συνέχεια ένα τσέλο παιγμένο με δοξάρι και τέλος ένα κοντραμπάσο με δάχτυλα.

      Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την κιθάρα.....

      Ακ.Κιθάρα

      http://i439.photobucket.com/albums/qq112/rundevilrun_photos/022.jpg

      sound clip:
      http://rapidshare.com/files/362051249/aC.gUITAR_NOIZ.wav

      Η ακουστική κιθάρα είναι μια αρκετά συνηθισμένη επιλογή σε πολλά διαφορετικά μουσικά είδη, από σόλο οργανικά κομμάτια έως ποπ-ροκ κομμάτια με αρκετά "busy" ενορχηστρώσεις αλλά και ηχητική άποψη (βλέπε compression). Έτσι είναι πολύ φυσικό οι ανάγκες και ο τρόπος αντιμετώπισης τους να ποικίλουν από μία πλούσια στέρεο ηχογράφηση με έντονη την παρουσία του χώρου και των ανακλάσεων του έως μια αρκετά "στεγνή" μονοφωνική, διακριτική και συμπληρωματική παρουσία...εδώ θα εξετάσουμε ένα σενάριο κάπου στην μέση.

      Έχουμε επιλέξει λοιπόν να κάνουμε μία στέρεο ηχογράφηση, όχι όμως με την καθαρά συμβατική έννοια του όρου, αλλά προσπαθώντας να αποδώσουμε πληρέστερα το συχνοτικό περιεχόμενο (δηλαδή τον συνδυασμό attack από την μεταλλική χορδή και κυρίως σώματος από το ξύλινο σκάφος του οργάνου) ενώ ταυτόχρονα θέλουμε μια "μεγάλη" και διευρυμένη παρουσία στο στερεοφωνικό φάσμα χωρίς όμως την έντονη ύπαρξη του χώρου (με την έννοια της αντήχησης) και πάντα υπό το πρίσμα μιας αρκετά "γυαλισμένης" ποπ παραγωγής. Επιλέξαμε λοιπόν από την μία ένα κλασσικό και ανώδυνο stereo mic placement (κοντινό Α-Β) αλλά με 2 εντελώς διαφορετικά μικρόφωνα (τόσο σε ότι αφορά το πολικό διάγραμμα, όσο και στην συχνοτική απόκριση και γενικότερη συμπεριφορά). Από την μία πλευρά λοιπόν έχουμε ένα 414 XLS περίπου 20 εκ. μπροστά και αριστερά από την οπή του σκάφους  και από την άλλη ένα ενεργό ribbon (Blue Woodpecker) περίπου 20 εκ. από το μπράτσο στο ύψος περίπου του 12άτου τάστου. Το 414 είναι ένα σχεδόν flat LDC (στην περίπτωση μας σε σε omni mode) ικανό να αποδώσει εύκολα και με αρκετή ακρίβεια το σύνολο του "σώματος" του οργάνου χωρίς να χρωματίζει ιδιαίτερα κάποια περιοχή, αλλά "στρογγυλεύωντας" λίγο το έντονο attack της πένας. Από την άλλη το woodpecker με το ακριβέστατο (και κάπως έντονο στα ψηλότερα) μεσαίο περιεχόμενο καθώς και με το χαρακτηριστικό HF roll off βοηθάει στο να αποτυπώσουμε σωστά και με ακρίβεια την δυναμική κίνηση του οργάνου χωρίς όμως να γίνεται ενοχλητικό το μεταλικό attack της χορδής ενώ το γεγονός ότι είναι active μας δίνει και κάοως καλύτερα S/N χαρακτηριστικά , κάτι βασικό όταν μιλάμε για ακουστικα όργανα. Το fig 8 πολικό διάγραμμα βοηθάει τόσο στην απόρίψη του κυρίως σώματος (και κατά συνέπεια λειτουργεί ως διεύρυνση της στερεοφωνικής εικόνας σε σχέση με το 414) ενώ όπως και το omni 414 προσθέτουν μια διακριτική παρουσία ambience χωρίς όμως να αναιρούν την έννοια της πολύ κοντινής ηχοληψίας. Σε ότι αφορά το υπόλοιπο signal chain, υπάρχει ένας συνδυασμός από πιο "καθαρό" (GreatRiver για το 414) σε πιο "χρωματισμένο" (JLM TG500 για το Blue) πάντα όμως στην λογική του πλούσιου στα χαμηλομεσαία transformer solid state ήχου. Απο εκεί και πέρα έχουμε μια μικρή βοήθεια σε ότι αφορά την ισοστάθμιση με την προσθήκη λίγων "ψηλών" στο 414 και ενός LowCut φίλτρου και στα 2. Σε ότι αφορά το compression το οποίο αποτελεί και βασικό κομμάτι της όλης αλυσίδας, αυτό αποτελείται από μια αρκετά μεγάλη (και κάπως πολύπλοκη) αλυσίδα από σε σειρά και παράλληλα επεξεργαστές,τόσο μεμωνωμένα για κάθε track όσο και για το συνολικό stereo mix. Βασικός σκοπός είναι η ανάδειξη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε track, η διατήρηση μιας ομαλής μέσης στάθμης αλλά μαζί με την ταυτόχρονη διατήρηση και ανάδειξη των μικροδυναμικών και τε΄τος η ομογενοποίηση του συνόλου αλλά και η διέυρηνση της στερεο εικόνας....ίσως κάποια στιγμή να κάνουμε ένα θέμα για αυτό το compression set up.

      Τσέλο

      http://i439.photobucket.com/albums/qq112/rundevilrun_photos/l_eabafd8bcf424232a0fccff967bda5b0.jpg

      sound clip:
      http://rapidshare.com/files/362051251/Cello_NOIZ.wav

      Στο τσέλο τώρα έχουμε ένα παραπλήσιο σενάριο....η διαφορά είναι ότι τώρα κινούμαστε πιο πολύ στην λογική ενός σόλο οργάνου (κυρίως σε ότι αφορά την αίσθηση και παρουσία του χώρου και την στερεοφωνία). Το ενδιαφέρον είναι πως τα 2 όργανα βρίσκοντε στον ίδιο χώρο και αυτό που αλλάζει είναι η τοποθέτηση σε σχέση με τους κοντινούς τοίχους (στην περίπτωση του τσέλου υπάρχει τοίχος πίσω από την πλάτη του εκτελεστή, ενώ στην κιθάρα ο τοίχος απέχει περίπου 5 μέτρα)....παρ'όλα αυτά το αποτέλεσμα είναι πολύ διαφορετικό, αποτέλεσμα τόσο αυτής της χωροταξικής αλλαγής όσο και της διαφορετικής προσέγγισης στην επεξεργασία (compression). Σε ότι αφορά τα μικρόφωνα, έχουμε και εδώ ένα ζευγάρι αλλά πιο πολύ στην λογική του closemic - ambient mic (ή καλύτερα overall - spot) και όχι τόσο ως στέρεο ζεύγος. Έτσι έχουμε και πάλι ένα 414 μπροστά από το όργανο και λίγο αριστερά, στο ύψος του f hole και σε απόσταση 30-40 εκ. και ενα SM7B δεξιά από τον καβαλάρη σε απόσταση περίπου 10-12 εκ. στραμένο προς τον καβαλάρη. Για το 414 ισχύουν ακρίβως ότι και παραπάνω (με διαφορά ότι εδώ είναι σε καρδιοειδές πολικό διάγραμμα) ενώ η επιλογή του SM7B έχει να κάνει κυρίως με την εκπλητική του δυνατότητα να δίνει ένα smooth upper mid φάσμα χωρίς τα ενοχλητικά ψηλά ενός πυκνωτικού αλλά και χωρίς την υπερβολική ακρίβεια στα μεσαία ενός ribbon.....έτσι αποτυπώνουμε και τον τραχύ ήχο και την "κίνηση" του δοξαριού χωρίς όμως να καλύπτουν τα πάντα....μοναδικό μείον οι τεράστιες απαιτήσεις σε gain για το συγκεκριμένο μικρόφωνο. Στο συγκεκριμένο κλιπ και θέλωντας να πετύχουμε ένα πιο aggresive μεσαίο "δοξαράτο" ήχο, έχουμε επιλέξει την δυνατότητα του mid boost του SM7B ενώ και τα 2 μικρόφωνα οδηγούντε παράλληλα (μετά την ενίσχυση) από το Τhermionic Culture Vulture , ένα εκπληκτικό transformer ballanced valve distortion που προσθέτει αρμονικές και ένα ελαφρύ clipping effect....σε ότι αφορά το compression ισχύει ότι και παραπάνω με την διαφορά ότι σε αυτό το σενάριο είναι πολύ πιο έντονη η παρουσία της παράλληλης επεξεργασίας που έχει ως σκοπό να αναδείξει τις ανακλάσεις του χώρου και να εντείνει την κίνηση που προκαλούν οι διαφορές φάσης και η διαφορετική απόκριση ανάμεσα  στα 2 μικρόφωνα διευρύνωντας έτσι την αίσθηση της απόστασης των άκρων από το θεωρητικό (ghost) κέντρο.

      Κόντρα Μπάσο

      sound clip:
      http://rapidshare.com/files/362051244/aC.bass_NOIZ.wav

      Στο κοντραμπάσο το όλο στήσιμο είναι παραπλήσιο με το τσέλο αλλά με αρκετά διαφορετική επιλογή στα μικρόφωνα....έτσι έχουμε ως κοντινό μικρόφωνο το woodpecker ,ικανό να αποτυπώσει με ακρίβεια το χαμηλοσυχνωτικό μέρος του οργάνου χωρίς όμως την υπερβολική παρουσία του "θορύβου" από τους δακτυλισμούς ενώ από την άλλη έχουμε το Mojave MA200 tube LDC το οποίο με το θαυμάσια τονισμένο ψηλομεσαίο και υψηλό τμήμα του συχνοτικού φάσματος προσδίδει τον απαραίτητο αέρα και παρουσία στα άκρα (δυστυχώς και καθώς το συγκεκριμένο κλιπ είναι από "πραγματικό" σέσσιον, είναι ιδιαίτερα έντονη και η παρουσία του leakage των ακουστικών....είναι κουφοί αυτοί οι μπασίστες!!)    
           
      Να ευχαριστήσω φυσικά τους φίλους που βοήθησαν προσφέρωντας το ταλέντο τους , Πέτρο Παρασκευά (DeFacto), Θοδωρή Παπαδημητρίου (The Prefabricated Quartet) και τον γνωστό και μη εξαιρεταίο Fleamail....

      enjoy

       

    • npap
      Ημ/νία: 19:57 - 10/12/10 Εισαγωγή: Παραμύθι με όνομα για αρχαρίους με ψηφιακούς δράκους, ηλεκτρονικές νεράιδες, μάγισσες με σκουπόξυλα πυριτίου και λοιπά δυαδικά ξωτικά σε audio κάστρα... Κόκκινη κλωστή δεμένη…

      Μια φορά κι έναν καιρό, στο βασίλειο της μουσικής αναπαραγωγής, ο βασιλιάς «δίσκος βινυλίου», κάλεσε τον τρανό μάγο PHILIPS, με σκοπό να του βρει έναν τρόπο, ώστε ο ίδιος να καταστεί πιο προσιτός στους μουσικόφιλους υπηκόους του που παραπονούνταν από καιρό εις καιρό για τη χρηστικότητα και την εν γένει εργονομία της εξουσίας που τους ασκούσε.

      Ο μάγος λοιπόν, αφού είδε και απόειδε, τελικά ανακάλυψε μέσα σε μια φτωχική πλαστική καλύβα, τη φτωχή πλην τίμια μεταλλοπούτα «κασέτα» να κοιμάται σ’ ένα σωρό από ρινίσματα σιδήρου. Χρίζοντάς την με συνοπτικές διαδικασίες ως ακόλουθη του βασιλιά, του έλυσε το πρόβλημα της επαφής με τους υποτελείς του ακόμη και στο πιο μακρινό χωριό της χώρας.

      Έτσι, για χρόνια πολλά, γαλήνη επικρατούσε στο βασίλειο της μουσικής αναπαραγωγής και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
      Όμως, ο χρόνος είναι σκληρός και ο βασιλιάς γέρασε κινδυνεύοντας να μείνει χωρίς διάδοχο. Κάτω από το βάρος των συνθηκών, επιστρατεύτηκε για άλλη μια φορά ο μάγος «PHILIPS» για να δώσει τη λύση.

      Αυτός, αφού είδε και ματαπόειδε, συμβουλευόμενος το κόκκινο βιβλίο του, έφτιαξε ένα μαγικό φίλτρο που βοήθησε την βασίλισσα «τεχνολογία» να χαρίσει στο βασιλιά «βινύλιο» τον πολυπόθητο διάδοχο. Το όνομα δε αυτού «cd».

      Ο πανδαμάτωρ χρόνος, χαϊδεύοντας στοργικά με όρους σχετικότητας το πριγκιπόπουλο, το ώθησε να ανδρωθεί γρήγορα και μόλις στην εφηβεία του να ανέβει στο θρόνο (αν και δεν έπεισε ποτέ ότι του αξίζει), παραγκωνίζοντας τον γέρο πατέρα του. Παράλληλα, ήρθε η ώρα της (φτωχής πλην τίμιας όπως προείπαμε ανωτέρω) «κασέτας» να βγει στη σύνταξη, χωρίς μάλιστα να λάβει «εφάπαξ», ως ελάχιστη ανταμοιβή για τις τεράστιες υπηρεσίες που προσέφερε στο κοινωνικό σύνολο.

      Να ‘μαστε λοιπόν και στην ανάγκη για την δική της διαδοχή και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις στο ρόλο που καλείται να αναπληρώσει ο επερχόμενος αντικαταστάτης της.
      Άλλοι καιροί, άλλα ήθη πια, επιβάλουν την ανάθεση ανεύρεσής του στο Γερμανικό Ινστιτούτο Fraunhofer-IIS σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο Erlangen και εταιρείες όπως η Thomson Multimedia, CNET, AT&T. Σαν αποτέλεσμα της συνεύρεσης όλων αυτών με τη βασίλισσα «τεχνολογία» γεννιέται το νόθο (κατά τις δισκογραφικές εταιρείες πάντα), MPEG-Layer 3 ή κατά κόσμον MP3.

      Θα ανταποκριθεί στο ρόλο του; Ποιος ξέρει; Ίδωμεν… Μέχρι τότε θα ζούμε εμείς καλά και αυτοί (οι εταιρείες ως την στιγμή που θα το αξιοποιήσουν δημιουργικά) μάλλον χειρότερα…

      Εxtras
      Επιστροφή στην πεζή πραγματικότητα, ξεκινώντας με μια αναφορά σε σημαντικές  στιγμές από τη ζωή των πρωταγωνιστών του παραμυθιού.

      1948 Η βιομηχανία πετρελαίου παρουσιάζει ένα πλαστικό πολλαπλής χρήσης το πολυβινυλοχλωρίδιο (PVC). Δίνεται λοιπόν ευκαιρία για τη δημιουργία δίσκων με στενό αυλάκι.
      1963 Η Philips στην έκθεση του Βερολίνου παρουσιάζει την κασέτα.
      1978 Η Philips ανακοινώνει το Compact Disc, το γνωστό μας CD.
      1981 Η Philips παρουσιάζει το CD και σε συνεργασία με τη SONY παράγουν ένα ψηφιακό δίσκο για εμπορική χρήση.
      1982 Ξεκινά στην Ιαπωνία η παραγωγή CD Hardware και Software.
      1983 Την 1η Μαρτίου το CD κάνει την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στην Αγγλία. Θεωρήθηκε η μεγαλύτερη καινοτομία στη μουσική βιομηχανία μετά το δίσκο βινυλίου.
      1987 Ξεκινάει η προσπάθεια της συμπίεσης του ψηφιακού ήχου στο Ινστιτούτο Ολοκληρωμένων Κυκλωμάτων Fraunhofer-IIS. Ο αρχικός αλγόριθμος που δημιουργήθηκε ήταν ο MPEG Layer 1 που ήταν και ο πρόγονος του MPEG Layer 3 δηλαδή του MP3.
      1988 Για πρώτη φορά οι πωλήσεις CD ξεπερνούν αυτές των δίσκων βινυλίου.
      2005 Ο υποφαινόμενος συγγράφει το ανωτέρω παραμύθι, βλέποντας στον ύπνο του εφιάλτες με τον Αίσωπο ως DJ, να του πετά CD σε άψογη φρίσμπι τεχνική, με στόχο το λαιμό του. Μπανάκι στο ποτάμι του ιδρώτα του δεν έκανε ακόμη, αλλά που θα πάει… ίσως στο επόμενό του θέμα…

      Τι είναι επιτέλους αυτό το MP3;
      Κάθε ηλεκτρονικός υπολογιστής με λειτουργικό Windows χρησιμοποιεί σαν βασικό αρχείο αποθήκευσης ήχου το Wave (.wav). Το MP3 (.mp3) δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια συμπιεσμένη μορφή του. Παράγεται μέσω software το οποίο χρησιμοποιεί έναν απωλεστικό αλγόριθμο συμπίεσης (σημ. ο απωλεστικός αλγόριθμος κατά τη διαδικασία της συμπίεσης χάνει για πάντα κάποιο μέρος της πληροφορίας το οποίο δεν μπορεί πλέον με κανένα τρόπο ν’ ανακτηθεί). Ο εν λόγω λοιπόν, για να μειώσει το μέγεθος του αρχικού ασυμπίεστου αρχείου εκμεταλλεύεται μια ιδιαιτερότητα της ανθρώπινης ακοής που ονομάζεται ακουστική σκίαση. Με απλά λόγια, ανιχνεύει τα στοιχεία εκείνα από την αρχική μουσική πληροφορία που δεν θα είναι σε θέση (θεωρητικά) το ανθρώπινο αυτί να διακρίνει και τ’ αφαιρεί.

      Κι όμως εδώ το «μέγεθος» μετράει
      Ένα κοινό CD χωράει 700MB δεδομένων. Ένα τρίλεπτο μουσικό κομμάτι ασυμπίεστο, έχει μέγεθος 30MB. Συμπερασματικά μπορούμε σε ένα CD να «στριμώξουμε» 23 τρίλεπτα μουσικά κομμάτια. Ένα κοινότυπο MP3 αρχείο των 128 Kbps παράγεται με συμπίεση 1/10 οπότε εύκολα πλέον υπολογίζουμε ότι στο CD μας μπορούν να χωρέσουν περίπου 230 κομμάτια. Ε! ναι λοιπόν, το μέγεθος στην περίπτωσή μας παίζει σημαντικό ρόλο.

      Και με την ποιότητα; Τι γίνεται;
      Τα αρχεία MP3 δεν είναι όλα στον ίδιο βαθμό συμπιεσμένα. Το ποσοστό της συμπίεσης που θα έχει το κάθε αρχείο το επιλέγουμε οι ίδιοι κατά τη δημιουργία του. Όσο μεγαλύτερο είναι το ποσοστό συμπίεσης τόσο μικρότερο θα είναι και το αρχείο. Απ’ την άλλη όσο περισσότερο το συμπιέζουμε, τόσο περισσότερη πληροφορία χάνουμε, με άμεσο αντίκτυπο στην ποιότητα του ήχου.
      Το μέγεθος της συμπίεσης που εφαρμόζουμε μετριέται σε Kbps (Kbit/δευτερόλεπτο). Η μέτρηση αυτή δεν αφορά το ποσοστό ή το λόγο συμπίεσης αλλά το ρυθμό ροής των δεδομένων. Εύκολα όμως μπορούμε να υπολογίσουμε και το λόγο αυτό, αφού γνωρίζουμε ότι ο ρυθμός ροής δεδομένων του ασυμπίεστου ήχου είναι 1360 Kbps. Π.χ. σ’ ένα MP3 των 128 Kbps ο λόγος συμπίεσης θα είναι περίπου 1/10 (1360 : 128 = 10,63).
      Με την εξέλιξη του αλγόριθμου συμπίεσης στο πέρασμα του χρόνου, φτάσαμε στο σημείο ένα MP3 των 320 Kbps σε VBR (μεταβλητό ρυθμό συμπίεσης)  να μην έχει καμία «ακουστή διαφορά» στην ποιότητα του ήχου από ένα CD στα μη «εκπαιδευμένα αυτιά» (αν και τα τελευταία εκτίθενται πολλάκις σε blind test…).
      Από την άλλη ένα MP3 των 128 Kbps να έχει ικανοποιητικότατη ποιότητα για τον μέσο ακροατή χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις και αρκούντως μικρό μέγεθος ώστε να αποτελεί χρυσή τομή για πλήθος χρήσεων.

      2006
      Νίκος Παπαρρόδου

    • Yannis Methenitis
      Ημ/νία: 12:24 - 12/02/11 Εισαγωγή: Χθες το βράδυ πήγα να δω κάτι παλιούς φίλους που θα έπαιζαν σε γνωστή μπυραρία. Το μαγαζί δεν είναι γνωστό για τα live του και είχα ψιλο-ανησυχήσει για τη βαβούρα. Παρά το γεγονός πως η μπάντα αποτελείται από καλούς οργανοπαίχτες, είχε τα προβλήματα της που είναι συνήθως εμφανή σε πολλές άλλες μπάντες του ελληνικού στερεώματος. Ασύνδετο (για να μη πω τυχαίο) ρεπερτόριο, απροβάριστοι, έλλειψη σοβαρού frontman και προφανή ανασφάλεια στην παρουσία. Αν προσθέσουμε πως δεν υπήρχε ιδιαίτερος φωτισμός (για την ατμόσφαιρα της υπόθεσης), σας διαβεβαιώ πως αισθανόμουν σαν να είχα πάει σε μια πρόβα τους, με τη μόνη διαφορά πως ήταν γεμάτο κόσμο και δεν επαναλάμβαναν τα τραγούδια.

      Υπήρχαν όλες οι προδιαγραφές λοιπόν, για άλλη μια σύντομη επίσκεψη στα Τάταρα για μένα. Συνήθως την "κάνω" γρήγορα. Πήγα όμως στις 11 και έφυγα 1.30, παρά το ότι την περισσότερη ώρα ήμουν συντροφιά με μια Heineken μόνο(!). Ρεκόρ για μένα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Γιατί άραγε; Οταν έφυγα, ούτε τα αυτιά μου σφύριζαν, δεν είχα πονοκέφαλο, δεν με πόναγε ο λαιμός μου αλλά ούτε είχα την αίσθηση πως με είχε λιώσει ηχητικός οδοστρωτήρας. Σήμερα το πρωί ξύπνησα σαν άνθρωπος στις 9 σαν να ήταν καθημερινή, χωρίς προηγούμενο ξενύχτι. Αυτά είναι στοιχεία ευχαριστημένου θαμώνα που θα ξαναπάει κι ας είναι σούπα το πρόγραμμα. Που να δείτε τι θα γίνει αν είναι καλό κι αυτό!

      Να σας πω λοιπόν τι ήταν αυτό που έκανε τη διαφορά.
      Το μαγαζί δεν ήταν στημένο για live και ως εκ τούτου δεν είχε όργανα και μικροφωνική εγκατάσταση. Ολα τα έφερε η μπάντα. Τους ωραίους ενισχυτάκους τους, τα τύμπανα τους και το μικρό P.A. Μικρόφωνα υπήρχαν μόνο στους τραγουδιστές. Ολοι έπαιζαν και άκουγαν από τους ενισχυτές τους και ο ντράμερ φυσικός.
      Ουτε "μείξη στην κονσόλα", ούτε μόνιτορ. Το μαγαζί πρέπει να ήταν γύρω στα 200 τ.μ. Οτι πρέπει δηλαδή για να βάλεις τον 30άρη, 50άρη και βάλε... λαμπάτο σου να φωνάξει επιτέλους και να ακουστεί όπως πρέπει! Τα δε τύμπανα είναι φτιαγμένα για τέτοιους χώρους, αλλιώς θα είχαν μόνο δέρματα με κοντό κέλυφος και ένα μικρόφωνο κολλημένο μπροστά.

      http://www.noiz.gr/articles/3_12_02_11_11_55_29.jpeg

      Παίξανε τα παιδιά σε σωστές εντάσεις για ένα μέσο χώρο λαϊβάδικου και όχι για ένα μεγάλο συναυλιακό χώρο. Ποιός ο λόγος να περνάς τους ενισχυτές στην κονσόλα; Αν είναι μικροί 5άριδες ή τρανζιστοράτοι 20ριδες το καταλαβαίνω. Αλλιώς πως; Ασε δε τα τύμπανα... Προς τι οι εντάσεις από τη μικροφωνική; Μια βαβούρα βγαίνει στην τελική από παραμορφωμένη υπεροδηγημένη εγκατάσταση που ανταγωνίζεται τον κιθαρίστα με τον Boogie στο 11. Και κανείς δεν είναι ευχαριστημένος.

      Οχι λοιπόν... πρόκειται για άλλη μια εξτραβαγκάνζα του ασύστολου "too much" κατα την ελληνική παράδοση. Κάτι σαν το σπίτι του πατέρα της "Δενθυμάμαι" στο "Γάμος αλα ελληνικά" με τους κίονες για να εντυπωσιάσει τους γείτονες. Πρόκειται για παρανόηση. Είτε ο μαγαζάτορας αγοράζει παραπάνω γιατι έχει το ψιλο-ηχολιπτηλίκι μέσα του και θα 'θελε να κάνει ήχο στους Pink Floyd και δεν του 'κατσε, είτε γιατί το είδε στο Ρόδον το 90, είτε γιατί θεωρείται προϋπόθεση από τις εταιρείες που του πούλησαν εξοπλισμό.

      Παίδες παίξτε με τους λαμπάτους σας να δούμε φως! Το μικρόφωνο μόνο σε μικρό ενισχυτή. Ακούστε και συμμετέχετε σε αυτό που παίζει ο διπλανός σας. Η ανάγκη για μόνιτορ παρουσιάστηκε στις μεγάλες σκηνές όπου υπάρχουν αποστάσεις μεταξύ των μουσικών. Στο 3Χ4 που παίζουμε, απλά μειώνουμε τον χώρο που χορεύουμε. Αντε να μπουν δύο. Ενα δεξιά κι ενα αριστερά. Βάζετε τους ενισχυτές έτσι ωστε να ακούει ο ντράμερ. Και πάνω απ' όλα, κάνετε soundcheck νωρίς για να μη κουρεύετε τους ανυποψίαστους παρευρισκόμενους. Κι εγώ θα έρχομαι να σας απολαύσω.

    • Steab
      Ημ/νία: 21:35 - 15/02/11 Εισαγωγή: 10 σημαντικές συμβουλές που θα βοηθήσουν να πετύχετε καλύτερες μίξεις 1. Χρωματίστε τα κανάλια για να τα ξεχωρίσετε ευκολότερα και ομαδοποιείστε τα, η τακτοποίηση συνήθως αυξάνει τη δημιουργικότητα και μας κάνει να δουλεύουμε γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα.

      2. Κατεβάστε τα input levels των καναλιών σε ένα μέσο όρο -14db. Οι περισσότερες σύγχρονες ηχογραφήσεις βρίσκονται σε καυτά επίπεδα, κάτι που μπορεί προκαλέσει δυσλειτουργία των plugins, αυξημένο aliasing, intersample peaking ή απλά clipping στο master-buss. Χρησιμοποιείστε λοιπόν ένα trim plugin στην αρχή της αλυσίδας σας ή απλά χαμηλώστε το INPUT volume level των καναλιών.

      3. Ακούστε το κομμάτι προσεκτικά πριν πειράξετε οτιδήποτε και οραματιστείτε-πλάστε ένα ιδανικό τελικό αποτέλεσμα. Έπειτα κάντε οτι μπορείτε για να το πετύχετε αλλά μη διστάσετε να αναθεωρήσετε.

      4. Χρησιμοποιείστε έναν κατάλληλο compressor στο master-buss από την αρχή την μίξης και μιξάρετε μέσα του. Κλασσική τεχνική που δίνει την τόσο επιθυμητή “κόλλα”. Ενδεικτικές ρυθμίσεις: 1-3db Gain Reduction, αργό attack, γρήγορο release.

      5. Τοποθετείστε και μοιράστε τα διαφορετικά όργανα/ήχους κατάλληλα στο συχνοτικό φάσμα.
      Με προσεκτικό eqing, δώστε τον συχνοτικό χαρακτήρα που ενδεχομένως χρειάζεται κάθε track και όσο δυνατόν αποφύγετε το frequency masking. Κάντε το ίδιο με το panning, στη στερεοφωνία σας.

      6. Μην διστάσετε να χρησιμοποιήσετε αρκετό saturation, εκεί που χρειάζεται. Προσθέτει αρμονικές και συχνά κάνει τον ήχο πιο εμφανή και ευχάριστο, ενώ κερδίζετε δυναμική εξισορρόπηση/compression.

      7. Χρησιμοποιείστε το parallel compression δημιουργικά.

      8. “Ιf it sounds good, it is good”.

      9. Ελέγξτε την μετάφραση της μίξης σας σε μη άρτια, μικρά, reference ηχεία, όπως ηχεία hi-fi, αμάξια, ραδιοφωνάκια.

      10. Μη ξεχνάτε οτι δεν υπάρχουν κανόνες ή τεχνικές που να δουλεύουν τυφλά και σίγουρα. Η μίξη είναι όραμα, μεράκι, γνώση και πειραματισμός!

      Γιώργος Κρουστάλλης
      http://www.minorhead.com

    • nikodemos
      Ημ/νία: 18:00 - 20/02/11 Εισαγωγή: O όρος saturation χρησιμοποιείται αρκετά συχνά όταν μιλάμε για επεξεργασία και ηχογράφηση ήχου.....είμαστε σίγουροι όμως ότι ξέρουμε τι πραγματικά σημαίνει ή ακόμη και τελικά σε τι αναφερόμαστε (καταχρηστικά ή όχι) όταν τον χρησιμοποιούμε? Με αφορμή το ωραίο άρθρο με τις συμβουλές για την μίξη του Steab σκέφτηκα να γράψω κάποια πραγματάκια για το τρομερό και φοβερό saturation. Η ίδια η λέξη saturation (κορεσμός) μπορεί να περιγράφει πάρα πολλά διαφορετικά πράγματα.....από τα κορεσμένα λιπαρά έως την πλήρη λειτουργία ενός transistor. Η σημασία δηλαδή που προσλαμβάνει η λέξη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται.

      Στον χώρο του ήχου η έννοια του saturation έχει πρωτίστως να κάνει με την χρήση και τις ιδιότητες μαγνητικού υλικού σε διάφορες συσκευές όπως οι μαγνητικές ταινίες εγγραφής αλλά και ο πυρήνας των audio μετασχηματιστών.

      Με πολύ απλά λόγια saturation σε ότι αφορά τα μαγνητικά υλικά είναι το στάδιο εκείνο κατά το οποίο το υλικό εξαντλεί το μέγιστο των μαγνητικών του  ικανότητων. Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου είναι η παραγωγή intermodulation distortion και η αύξηση του THD. Αυτά τα συνεπακόλουθα είναι σε πολλές περιπτώσεις ιδιαίτερα εύηχα ή αν μη τι άλλο χαρακτηριστικά με αποτέλεσμα να είναι και ιδιαίτερα επιθυμητά σε πολλές περιπτώσεις....όπως και να έχει πάντως αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε "αναλογικό ήχο".

      Η ποιότητα και η ποσότητα αυτών των "ευχάριστων" ή και όχι παρενεργειών αλλά και το όριο εισόδου σε κατάσταση κορεσμού έχουν να κάνουν με το ίδιο το μαγνητικό υλικό....για αυτόν ακριβώς τον λόγο υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί τύποι μαγνητικών ταινιών (tape formulations) με διαφορετικά ηχητικά χαρακτηριστικά αλλά και όρια κορεσμού όπως και στους μετασχηματιστές χρησιμοποιούντε πολλά διαφορετικά υλικά αλλά και τρόποι κατασκευής ανάλογα με το ζητούμενο (αριθμοί και τρόποι τυλίγματος και υλικά όπως iron, nickel, steel αλλα και προσμίξεις κλπ κλπ). Και φυσικά από εκεί και πέρα υπάρχει η κατάσταση στην οποία βρίσκοντε αλλά και ο τρόπος που θα τα διαχειριστεί ο άνθρωπος χειριστής.

      Αυτά σε συνδυασμό με την μη γραμμικότητα (non linearity and hysterisis) των ακουστών παρενεργειών που τόσο επιθυμούμε καθιστούν προβληματική και μάλλον αδύνατη έως σήμερα την μοντελοποίηση του μαγνητικού κορεσμού και την μετατροπή του σε ένα εικονικό ψηφιακό μοντέλο επεξεργασίας.
      Φυσικά υπάρχουν πολλές προσπάθειες με πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα τόσο σε αλγοριθμικό επίπεδο όπως και σε επίπεδο impulse response (convolution) με το κάθε ένα να έχει τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα του.

      Από εκεί και πέρα ακούμε πολλές φορές να μιλάνε για saturation σε σχέση με ενισχυτικά κυκλώματα είτε λυχνίας είτε transistor..... στην πραγματικότητα αυτό στο οποίο αναφέρεται ο κόσμος είναι το ψαλίδισμα (clipping) της δυναμικής περιοχής λόγω εξάντλησης του διαθέσιμου headroom και κατ'επέκταση της αύξησης της αρμονικής παραμόρφωσης συνδυασμένη με ένα soft compression, προιόν του clipping.

      Εδώ η χρήση είναι εν μέρει καταχρηστική...εν μέρει γιατί αφενός με μια πιο ευρεία θεώρηση και ερμηνεία του όρου θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κορεσμό την εξάντληση της διαθέσιμης δυναμικής περιοχής (όπως αυτή καθορίζεται από τα specs του κατασκευαστή) και αφ'ετέρου γιατί στην πλειονότητα αυτών των (αναλογικών) υλοποιήσεων συνυπάρχουν μετασχηματιστές και συνεπώς τις περισσότερες φορές έχουμε και μαγνητικό κορεσμό.

      Τι γίνεται όμως με το ψηφιακό domain?

      Όπως έγραψα και πιο πάνω η ίδια η φύση του φαινομένου του μαγνητικού κορεσμού καθιστά προς το παρόν αδύνατη την ακριβή μοντελοποίηση του και μεταφορά στην μορφή ενός ψηφιακού επεξεργαστή (μη γραμμικότητα, hysterisis αλλά και πλήθος μεταβλητών παραμέτρων). Τα πράγματα είναι σαφέστατα πιο απλά σε ότι αφορά το ίδιο το soft clipping και την υπεροδήγηση των αναλογικών κυκλωμάτων (είτε transistor είτε λυχνίας) αλλά και πάλι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και σε αυτά τα κυκλώματα βασικότατο κομμάτι του συνολικού ηχοχρώματος είναι η παρουσία μετασχηματιστών , δηλαδή μαγνητικού υλικού και συνεπώς λίγο ή πολύ καταλήγουμε στον ίδιο παρονομαστή....τουλάχιστον σε ότι αφορά την ακρίβεια. Από εκεί και πέρα υπάρχει πλήθος ψηφιακών επεξεργαστών σε αυτόν τον τομέα("saturation") με εξαιρετικά και ιδιαίτερα έυηχα αποτελέσματα .....πολλές φορές μάλιστα η δημιουργία αλυσίδων επεξεργαστών διαφορετικής λογικής μπορεί να οδηγήσουν σε αρκετά έως πολύ πειστικά αποτελέσματα.

      Στην πράξη και καθημερινότητα μας λοιπόν η έννοια του saturation συμπίπτει με την έννοια του soft clipping και της προσθήκης αρμονικής παραμόρφωσης στο αρχικό σήμα, αλλά δεν είναι κακό να γνωρίζουμε και την πραγματική έννοια της ειδικά όταν στον χώρο των ηχογραφήσεων είναι κάτι τόσο ιδιαίτερο και δυστυχώς (προς το παρόν) αποκλειστικό προνόμιο του αναλογικού domain.
       
       
       
      Steab
      Θεωρώ πως τα καλά emulations μόνο οπισθοδρόμηση δεν είναι καθώς δίνουν τον κλασσικό ήχο με όλα τα πλεονεκτήματα του digital. Πιθανώς να ήταν αν δεν υπήρχαν πια πρωτότυπες ιδέες, κάτι που θα σήμαινε στασιμότητα, αλλά ευτυχώς υπάρχουν και βγαίνουν παράλληλα πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις. Και οι δύο πλευρές είναι χρήσιμες και αλληλοσυμπληρώνονται περίφημα (Uad studer και Dynamic Spectrum Mapper κανείς?)
      Όσο για το gui του studer με τις ταινίες που γυρίζουν, ευτυχώς δεν ασχολήθηκαν μόνο μ'αυτό και υπάρχει πια ένα τρομερό tape simulation!

      Το VCC δεν έχει σκοπό να αντικαταστήσει τις κονσόλες, το workflow τους, ή την αναλογική εμπειρία.
      Πολύ απλά εξομειώνει τον ήχο τους και τον φέρνει itb. Και το κάνει περίφημα! Μπορούμε πια να έχουμε ακριβέστατο neve summing ήχο στο daw μας. Φυσικά αυτό δεν αντικαθιστά τις κονσόλες γιατί αυτές κάνουν πολλά περισσότερα πράγματα.

      To δίλημμα analog vs digital είναι για τους αφελείς κατά τη γνώμη μου, ο καθένας χρησιμοποιεί ότι τον ικανοποιεί και τον βολεύει, γι' αυτό και ακριβώς δεν το έθιξα! Ανοιχτό μυαλό και στόχος το καλό engineering και αποτέλεσμα, πίσω απ' το οποίο είναι πάντα ο χειριστής. 


      _"Ναι, σίγουρα υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες εξελίξεις στο θέμα των emulations. Και σίγουρα είναι πολύ καλή περίοδος για αυτούς που δουλεύουν ΙΤΒ..... θα μου επιτρέψεις όμως μια παρατήρηση....για μένα όλη αυτή η εμμονή στα emulations είναι κατά βάση οπισθοδρόμηση.....ούτως η άλλως όλοι αυτοί οι επεξεργαστές ΥΠΑΡΧΟΥΝ και θα υπάρχουν για πολλά χρόνια ακόμη...άρα όποιος θέλει δεν έχει παρά να δουλέψει με αυτόν τον τρόπο... εγώ θα περίμενα από τους software developers να ασχοληθούν με πρωτότυπες ιδέες γύρω από την ηχητική επεξεργασία και όχι με πανέμορφα gui με ταινίες που γυρίζουν....

      Όσο για τον Slate και τα desk emulations θα πω απλα το εξής....αν και είχα σκεφτεί κάτι παραπλήσιο στοπαρελθόν (daws με επιλογή απλού "καθαρού" summing  και "χρωματισμένου") , ωστόσο στην ουσία το να δουλεύεις σε μια LFAC και στο αντίστοιχο αναλογικό επεξεργαστικό περιβάλλον απέχει πολύ από την προσομείωση (πετυχημένη ή αποτυχημένη δεν έχει σημασία) σε ένα itb περιβάλλον...είναι διαφορετική η φιλοσοφία, το workflow, η προσέγγιση στο mixing, ο τρόπος σκέψης....τα πάντα.

      Τώρα σε ότι αφορά το γενικότερο θέμα soft clipping, saturation, tape compression, tube drive και τα λοιπά emulations....σίγουρα υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις αλλά είναι αρκετά μακριά από το "αληθινό"....αν θέλεις την γνώμη μου τα digital emulations έχουν άπειρα πλεονεκτήματα σε ότι αφορά την ίδια την χρήση.....άπειρα instances, parameter automation, recall κλπ κλπ......από την άλλη πλευρά όμως πάσχουν σε ένα πολύ βασικό για τον mixing engineer θέμα....την έλειψη μοναδικότητας.....εγώ, εσύ και οι υπόλοιποι 100.000  έχουμε το ίδιο ακριβώς plugin στα χέρια μας.... το ακριβώς αντίθετο ισχύει με τους αναλογικούς επεξεργαστές....και δεν έχει να κάνει τόσο με την τοπολογία αυτή καθ'αυτή αλλά και με τον τρόπο που η επεξεργασία ενσωματώνεται στην όλη διαδικασία σε συνδυασμό με το περιβάλλοντα χώρο και τον άνθρωπο χειριστή....αλλά και η ίδια η τοπολογία και η διασυνδεση και η αλληλεπίδραση τους σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση με άλλους επεξεργαστές στην ίδια αλυσίδα είναι που τελικά διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε "αναλογικό" ήχο....

      Παρά λοιπόν το ενδιαφέρον των εξελίξεων στο θέμα του ITB mixing θα μου επιτρέψεις να παραμείνω στην άλλη όχθη..ή ακόμη καλύτερα να επιλέγω το καλύτερο ανά περίσταση.  Smiley
       
       
       
      Nikodemos
      Ναι, σίγουρα υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες εξελίξεις στο θέμα των emulations. Και σίγουρα είναι πολύ καλή περίοδος για αυτούς που δουλεύουν ΙΤΒ..... θα μου επιτρέψεις όμως μια παρατήρηση....για μένα όλη αυτή η εμμονή στα emulations είναι κατά βάση οπισθοδρόμηση.....ούτως η άλλως όλοι αυτοί οι επεξεργαστές ΥΠΑΡΧΟΥΝ και θα υπάρχουν για πολλά χρόνια ακόμη...άρα όποιος θέλει δεν έχει παρά να δουλέψει με αυτόν τον τρόπο... εγώ θα περίμενα από τους software developers να ασχοληθούν με πρωτότυπες ιδέες γύρω από την ηχητική επεξεργασία και όχι με πανέμορφα gui με ταινίες που γυρίζουν....

      Όσο για τον Slate και τα desk emulations θα πω απλα το εξής....αν και είχα σκεφτεί κάτι παραπλήσιο στοπαρελθόν (daws με επιλογή απλού "καθαρού" summing  και "χρωματισμένου") , ωστόσο στην ουσία το να δουλεύεις σε μια LFAC και στο αντίστοιχο αναλογικό επεξεργαστικό περιβάλλον απέχει πολύ από την προσομείωση (πετυχημένη ή αποτυχημένη δεν έχει σημασία) σε ένα itb περιβάλλον...είναι διαφορετική η φιλοσοφία, το workflow, η προσέγγιση στο mixing, ο τρόπος σκέψης....τα πάντα.

      Τώρα σε ότι αφορά το γενικότερο θέμα soft clipping, saturation, tape compression, tube drive και τα λοιπά emulations....σίγουρα υπάρχουν πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις αλλά είναι αρκετά μακριά από το "αληθινό"....αν θέλεις την γνώμη μου τα digital emulations έχουν άπειρα πλεονεκτήματα σε ότι αφορά την ίδια την χρήση.....άπειρα instances, parameter automation, recall κλπ κλπ......από την άλλη πλευρά όμως πάσχουν σε ένα πολύ βασικό για τον mixing engineer θέμα....την έλειψη μοναδικότητας.....εγώ, εσύ και οι υπόλοιποι 100.000  έχουμε το ίδιο ακριβώς plugin στα χέρια μας.... το ακριβώς αντίθετο ισχύει με τους αναλογικούς επεξεργαστές....και δεν έχει να κάνει τόσο με την τοπολογία αυτή καθ'αυτή αλλά και με τον τρόπο που η επεξεργασία ενσωματώνεται στην όλη διαδικασία σε συνδυασμό με το περιβάλλοντα χώρο και τον άνθρωπο χειριστή....αλλά και η ίδια η τοπολογία και η διασυνδεση και η αλληλεπίδραση τους σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση με άλλους επεξεργαστές στην ίδια αλυσίδα είναι που τελικά διαμορφώνουν αυτό που ονομάζουμε "αναλογικό" ήχο....

      Παρά λοιπόν το ενδιαφέρον των εξελίξεων στο θέμα του ITB mixing θα μου επιτρέψεις να παραμείνω στην άλλη όχθη..ή ακόμη καλύτερα να επιλέγω το καλύτερο ανά περίσταση.  

    • nikodemos

      Reverberation Tips

      By nikodemos, in Παλιά Άρθρα,

      Ημ/νία: 12:37 - 20/03/11 Εισαγωγή: Το reverb είναι πιθανότατα το πιο πολυχρησιμοποιημένο είδος επεξεργασίας στην μίξη ήχου...είναι επίσης το στοιχείο που θα "προδώσει" μια (κακώς εννοούμενη) ερασιτεχνική μίξη και σίγουρα το είδος της επεξεργασίας που υπόκειται την μεγαλύτερη κακοποίηση από τους περισσοτερους επίδοξους mixing engineers ("επαγγελματίες" και μη...) Το reverb είναι πιθανότατα το πιο πολυχρησιμοποιημένο είδος επεξεργασίας στην μίξη ήχου...είναι επίσης το στοιχείο που θα "προδώσει" μια (κακώς εννοούμενη) ερασιτεχνική μίξη και σίγουρα το είδος της επεξεργασίας που υπόκειται την μεγαλύτερη κακοποίηση από τους περισσοτερους επίδοξους mixing engineers ("επαγγελματίες" και μη...)

      Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό όμως?

      στο παρόν θέμα θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με το artificial reverberation

      Αν κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή θα διαπιστώσουμε πως ως πριν κάποια χρόνια το αν αποκτήσει κάποιος έναν πραγματικά High End Reverbarator θα του κόστιζε μια μικρή (ή και μεγάλη περιουσία).....παρ'όλα αυτά η απόκτηση ενός high end επεξεργαστή δεν αποτελούσε ποτέ εγγύηση και ενός πετυχημένου αποτέλ'εσματος και το αντίστροφο....παρ'όλα αυτά σίγουρα αποτελούσε μια αρκετά πειστική αιτίαση του προβλήματος...
      .....σήμερα ευτυχώς ή δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει και οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι έχουν πρόσβαση με τον Α ή τον Β τρόπο σε επεξεργαστές με τεράστια ισχύ και σίγουρα ικανούς για το καλύτερο αποτέλεσμα.....Αυτό από μόνο του καταδεικνύει το (αυτονόητο και αξιωματικό) γεγονός ότι ο εξοπλισμός από μόνος του δεν φέρνει καλά αποτελέσματα αλλά αποτελεί απλά εργαλείο στα χέρια του άνθρωπου χειριστή...

      Άρα στην δική μας προσέγγιση είναι που θα πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες που το reverb δεν "κάθεται" στο mix...

      Πρώτο και κυριώτερο ίσως πρόβλημα είναι οι συνθήκες monitoring.....είναι απόλυτα φυσικό το να μην μπορούμε να αντιληφθούμε σωστά τον "χώρο"  σε ένα μιξ όταν δεν μας το επιτρέπει ο ίδιος ο χώρος στον οποίο εργαζόμαστε....καια αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε με έναν πολύ "ζωντανό" χώρο ο οποίος συμμετέχει ο ίδιος δραστικά στο πως αντιλαμβανόμαστε το ηχογραφημένο υλικό ή και το αντίστροφο (δηλαδή ένας υπέρ του δέοντος "στεγνός" χώρος ακρόασης που μας οδηγεί σε λανθασμένα και πάλι συμπεράσματα σχετικά με την χρήση της τεχνητής αντήχησης).

      Δεύτερο και επίσης σημαντικό πρόβλημα είναι η λάθος αντίληψη του τι είναι το reverb...που μπορεί να μας βοηθήσει, γιατί και πως. Η απουσία δηλαδή ενός γενικότερου πλάνου και προσέγγισης.

      Φυσικά το θέμα της χρήσης του reverb είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μερικές αράδες....ας δούμε λοιπόν κάποια βασικά tips που μπορούν έυκολα να μας οδηγήσουν σε καλύτερα αποτελέσματα.

        Μπορούμε (και πρέπει) να κάνουμε ένα γενικό πλάνο στο μυαλό μας σχετικά με την χρήση του reverb σε ένα κομμάτι πριν ξεκινήσουμε να δουλέυουμε χωρίζωντας την σε 3 επιμέρους βασικούς τομείς: στην δημιουργία ενός πιο πειστικού περιβάλοντος χώρου για "φτωχά" ή γενικότερα πολύ "στεγνά" ηχογραφημένες πηγές, στην γενικότερη αισθητική σε ότι αφορά την τοποθέτηση των οργάνων στον χώρο σε συνδυασμό με την στεροφωνική τοποθέτηση και φυσικά στην δημιουργία κάποιων πιο artistic effects σε σχέση με τον χώρο. Με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά δημιουργούμε 3 κατηγορίες επεξεργασίας η μεν πρώτη βασισμένη ως επί το πλείστον στην δημιουργική χρήση των early reflections η δεύτερη στην επιλογή ανάμεσα στην χρήση διαφορετικών χώρων και αλγόριθμων (πχ κατ'αρχάς αν μας ενδιαφέρει η προσομείωση φυσικών χώρων ή η χρήση τεχνητών μέσων - ας πούμε η επιλογή ανάμεσα σε room ή plate αλγόριθμούς παραπλήσιας διάρκειας) και η τρίτη στην ικανότητα μας να συνδυασουμε με επιτυχία πολλούς ετερόκλητους παράγωντες (από συνδυασμούς διαφορετικών επεξεργαστών ώς την δημιουργική χρήση του autiomation κλπ).
      Σε ότι αφορά λοιπόν το πρώτο σκέλος η προσθήκη πειστικών early reflections είτε μέσω algorithmic είτε μέσω convolution  μπορεί να επαναφέρει σε φτωχά ηχογραφημένα όργανα την ζωντάνια και φυσικότητα τους, να βοηθήσει στην τοποθέτηση τους στον χώρο και να αμβλύνει τις μεταξύ τους διαφορές δημιουργώντας ένα πιο ομοιογενές αποτέλεσμα.

      Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος θα πρέπει στην επιλογή των γενικώτερων χώρων να σκφθούμε αρκετά πράγματα όπως το τέμπο και groove του κομματιού, το γενικότερο feel που θέλουμε να δώσουμε αλλά και βέβαια την ίδια την ενορχήστρωση και το ηχογραφημένο υλικό....μερικά απλά tips και παραδείγματα....

      - Η επιλογή "φυσικών" χώρων (room, hall κλπ) δημιουργεί πιο εύκολα την εικόνα ενός οργανικού, φυσικού αποτελεσματος και συνδυάζεται πολύ όμορφα με φυσικά οργανα και μεγάλο έυρος δυναμικών καθώς αυτοί οι τύποι reverberation ανταποκρίνοντε και αλληλεπιδρούν πιο καλά με το αντίστοιχο ηχογραφημένο υλικό.

      - Αντίστροφα η επιλογή εντελώς τεχνητών τύπων (plate, spring) αν και έχουν πιο ιδιαίτερο χαρακτήρα και μπορούν να δώσουν μια πιο vintage και χαρακτηριστική χροιά στο υλικό, εν τούτοις δεν μπορούν να δώσουν την έννοια της τοποθέτησης στον χώρο....αντίστοιχα όμως αποτελούν την ιδανική επιλογή για να συνοδέψουν ηλεκτρικά όργανα ή heavily επεξεργασμένες πηγές.

      - Θα πρέπει γενικά να προσπαθούμε το decay time να είναι "κουρδισμένο" χρονικά με το groove του κομματιού, να μην υπάρχει δηλαδή αλληλοκάλυψη στα peaks and dips του κάθε οργάνου.

      Τέλος σε ότι αφορά το τρίτο σκέλος εδώ τα πράγματα είναι πολύ πιο γενικά και υποκειμενικά.....αυτό που έχει ίσως την μεγαλύτερη σημασία είναι να μπορέσουμε να επιλέξουμε σωστά τα σημεία και συστατικά που πρέπει είτε να ενδυναμώσουμε ως παρουσία στον χώρο είτε να απομακρύνουμε...κάτι που φυσικα αλλάζει κατά περίσταση και από κομμάτι σε κομμάτι.....σίγουρα παντως πρέπει να ΄'εχουμε στο μυαλό μας το σοφό ρητό "ουκ εν τω πολλώ το ευ".

      Ας δούμε τέλος κάποια γενικά tips σχετικά με την χρήση του reverb...

      - μην διστάζετε να χρησμοποιήτε πολλά διαφορετικά όργανα στον ίδιο επεξεργαστή ή και επεξεργαστές....τόσο ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν τα ετερόκλητα πολλές φορές συστατικά - όργανα μέσα στον ίδιο reverberator όσο και ο συνδυασμός πολλών διαφορετικών reverberators είναι πολύ βασικά συστατικά ενός επιτυχημένου μιξ.

      - σε συνέχεια του προηγούμενου....χρησιμοποιήτε aux sends.....διευκολύνει τόσο το παραπάνω σενάριο όσο και την σωστή ποσόστοση του προς επεξεργασία σήματος, την ομαδοποίηση αλλά και τον έυκολο έλεγχο και παραμετροποίηση του εφφε.

      - δουλέψτε με το automation με βάση την ροή και τις ανάγκες του κάθε κομματιού.....έχετε όμως υπόψην το εξής είναι εντελώς διαφορετικά πράγματα το να μεταβάλεις το ποσοστό που οδηγεί τον επεξεργαστή (send) από το να μεταβάλεις την έξοδο του (fx return level). Πειραματιστίτε και με τα 2 και επιλέξτε αυτό που κατά περίσταση θα σας δώσει το καλύτερο αποτέλεσμα ή φυσικά και συνδυασμό τους.

      - αξιοποιήστε την δυνατότητα pre / post fader send κατά περίσταση...μπορεί ναμεταβάλει δραματικά τα αποτελέσματα ειδικά σε σχέση με το level automation του κάθε track.

      - Γενικότερα ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που οδηγούν σε φτωχά αποτελέσματα είναι η έλειψη "κίνησης" στο reverberation....πως μπορούμε να δώσουμε κίνηση?....από το automation του send/return, την μεταβολή της αναλογίας wet / dry αλλά και πιο περίπλοκες κινήσεις όπως η προσθήκη modulation στην επιστροφή του εφφέ, η κίνηση της επσιστροφής στην στερεοφωνική εικόνα, η προσθήκη automated filtering και eq στην επιστροφή και πολλά ακόμη....

      - Προσπαθήστε να προσαρμόσετε την χροιά του κάθε επεξεργαστή στις δικές σας ανάγκες...δεν υπάρχει πρέπει ή δεν πρέπει.....όπως πολύ έυκολα χρησιμοποιούμε ένα High Pass  για να "αδειάσουμε" περιττό υλικό από το Low end  έτσι αντίστοιχα δεν υπάρχει λόγος να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε ένα Low Pass είτε για να γλιτώσουμε από τα ενοχλητικά "ψηλά" που μπορεί να προσθέσει ένα reverberator είτε για να δώσουμε μια πιο vintage χροια κλπ κλπ

      - To compression μπορεί να αποτελέσει πολύ δυνατό εργαλείο στην συνολική επεξεργασία του reverb είτε προσαρμόζωντας το τέλεια στην δυναμική κίνηση του track, είτε βοηθώντας να αναδείξουμε κάποια δυσδιάκριτα στοιχεία του χωρίς να αναγκαστούμε να το φέρουμε πιο μπροστά ως level, είτε βέβαια σαν ένα πολύ δραστικό soundshaping εργαλείο για δημιουργία πιο "ειδικών" εφφέ.

      - Το busing/grouping  είναιεπίσης ένα πολύ σημαντικό στοιχείο σε αυτό το είδος της επεξεργασίας.....το σημείο δηλαδή στο οποίο θα ρουτάρουμε στο ίδιο bus καθαρό και επεξεργασμένο σήμα για περαιτέρω κοινή επεξεργασία...πχ η δρομολόγηση των ήδη μεμονομένα επεξεργασμένων vocal tracks σε ένα νέο stereo bus μαζί με τα reverberators (και αντιστοιχα delay lines, modulation fx κλπ) και η περαιτέρω κοινή επεξεργασία τους μέσω ενός διακριτικού συνολικού eq'ing και gluing compression μπορεί να κάνει πολύ μεγάλη διαφορά στο συνολικό στήσιμο του κομματιού.

      - Μη διστάζετε να πειραματιστείτε με οτιδήποτε,  από την οποιαδήποτε επεξεργασία στην επιστροφή του reverberator αλλά και την επιλογή ετερόκλητων τύπων ως την χρήση reamping για την επιστροφή, την οδήγηση της επιστροφής από πολαπλά delay lines  κλπ κλπ
      ...αλλά να έχετε στο μυαλό σας πως είναι πολύ εύκολο να ενθουσιαστούμε με κάτι που συνεισφέρει ελάχιστα έως καθόλου στο κομμάτι και φυσικά πως ένα από τα βασικά στοιχεία που δίνουν ενδιαφέρον σε ένα πετυχημένο μιξ είναι η διακριτική παρουσία από τέτοια μικρά "στολίδια" που περιμένουν να ανακαλυφθούν από τον ακροατή μέσα από διαδοχικές ακροάσεις και όχι απαραίτητα εμφανή με το πρώτο άκουσμα.

      - Τέλος μη διστάσετε να χρησιμοποιήσετε στο έπακρο την όποια δυνατότητα έχετε για φυσικό reverberation είτε μεμονωμένα είτε συνδυασμένη με την χρήση τεχνητής αντήχησης μέσω επεξεργαστών...αλλά αυτά θα τα πούμε σε κάποιο άλλο άρθρο.

      ....ελπίζω τα παραπάνω να σας βοηθήσουν να θέσετε ή να επαναπροσδιορίσετε κάποιες βασικές αρχές και από εκεί και περα συνεχίστε ακάθεκτοι τον πειραματισμό και την προσπάθεια χωρίς να περιορίζεστε σε καλούπια γιατί οπως ισχύει πάντα....."if it sounds good, it is good"    

      keep making music

×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου