Προς το περιεχόμενο

Οι Εμπειρικοι κιθαρίστες , ο Κουτρουμπουσης & τα μαμωτραγουδα...


Προτεινόμενες αναρτήσεις

  • Απαντήσεις 38
  • Πρώτη
  • Τελευταία

Περισσότερες συμμετοχές

Περισσότερες συμμετοχές

  • Moderator

Τώρα τι σχέση έχει το βίντεο αυτό με το θέμα;

Mods;

 

Καμμία. Λέω να βάλω κάτι πιο ευχάριστο στη θέση του. Τι λέτε για το "είμαι μια καμήλα" των Mazoo?

 

(revelator σύνελθε  :) ... το ξαναπόσταρες πριν λίγο.  :) )

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Ρε σεις, ο τύπος είναι κουλός. Χα χα. Χα χα. Χα χα. Χα χα. Χα χα. Κουλός. Χα χα. Χα χα. Χα χα. Χα χα. Χα χα. Το πιάσατε; Κουλός. Χα χα. Χα χα. Χα χα. Χα χα. Χα χα. Τι κέφι.

Bagpipes are louder than banjos.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Αι τελευταίαι προετοιμασίαι είχαν συμπληρωθή και η ογκώδης, ολοστρόγγυλη και πλήρης υδρογόνου σφαίρα, προσδεδεμένη σε μίαν δωδεκάδα σχοινίων, επί ενός αναπεπταμένου πεδίου, πλησίον των προαστείων της πρωτευούσης, ανέμενε την ώραν της απογειώσεως.

 

Πλήθος μέγα περιεστοίχιζε το αερόστατον, και ηκούοντο πανταχόθεν πολύτονες αναφωνήσεις, που σκάζαν κάθε τόσον, σαν ώριμα μπουμπούκια υπό την επήρειαν ηλίου φλογερού. Συνωθούμενοι μεταξύ των αναριθμήτων θεατών, πολλοί μικροπωληταί διελάλουν και προσέφεραν αντί ευτελούς αντιτίμου, διαφόρους κονκάρδας και ταχυδρομικά δελτάρια, εικονίζοντα το αερόστατον, ή τους αεροναύτας, ή το αερόστατον μαζύ με τους αεροναύτας, καθώς και άλλα δελτάρια, εικονίζοντα τον αθλοθέτην του μεγαλειτέρου αεροπλοϊκού επάθλου, τον αμερικανόν Γκόρντον Μπέννετ, ως και ταχυδρομικά δελτάρια εικονίζοντα τον πρόεδρον της Δημοκρατίας της Κολομβίας. 

 

Εις τα κράσπεδα της μεγάλης κοσμοσυρροής, ολίγοι πλανόδιοι μουσικοί και σαλτιμπάγκοι, προσεπάθουν να ελκύσουν την προσοχήν των ακραίων θεατών, με άσματα, ή με ταχυδακτυλουργικάς και ακροβατικάς επιδείξεις. Ουδείς όμως παρηκολούθει τους πλανοδίους αυτούς καλλιτέχνας, παρ΄ όλον ότι, τινές εξ’ αυτών, δεν εστερούντο ποιητικότητος και ταλέντου, διότι, και οι πλέον μεμακρυσμένοι από το κέντρον της συναθροίσεως, είχαν την προσοχήν των εστραμμένην προς την τεραστίαν σφαίραν, ήτις διεκρίνετο από παντού. Μία μόνον εξαίρεσις υπήρχε. Εις εν ακρότατον σημείον της ομηγύρεως, μια ομάς εκ δεκαπέντε περίπου ανδρών, παρετήρει, ουχί το αερόστατον, αλλά μίαν νεαράν ακροβάτιδα, ήτις, υπό τους ήχους ενός ντεφιού, που έσειε ένας νεώτερος αδελφός της, εξετέλει διάφορα γυμνάσματα με μεγάλην ευκαμψίαν και δεξιοτεχνίαν. Η νεάνις αυτή, ήτο ευειδής και χαρίεσσα. Εις μίαν στιγμήν δε, ενώ περιεστρέφετο επί των χειρών, με τους πόδας της εις τον αέρα, εσχίσθη, εν αγνοία της, η περισκελίς  της εις καίριον σημείον, εις τρόπον ώστε, εις ωρισμένην φάσιν της ακροβασίας, να φαίνεται το αιδοίον της ευκρινώς. Εντεύθεν η εξαίρεσις, εντεύθεν η γοητεία. Διότι, εις το γεγονός ότι διεκρίνετο το ερωτικόν της όργανον, ωφείλετο η απόσπασις της προσοχής των δεκαπέντε θεατών από το αερόστατον. Όλοι οι άλλοι είχαν τα όμματά των εστραμμένα συνεχώς προς την μεγάλην σφαίραν.

Fear no more the heat o' the sun

Nor the furious winter's rages

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

 

Πράγματι, ο καιρός ήτο θαυμάσιος. Ένας καιρός ηδονικός και, όπως λέγουν, θείος. Ο ήλιος έλαμπε καταυγάζων και θερμαίνων τα πάντα – τον ουρανόν, την θάλασσαν, το υπερωκεάνειον, τους επιβάτας. Όλοι σχεδόν ήσαν χαρούμενοι. Ελάχιστοι μόνον εκ των ταξιδιωτών έμεναν αμέτοχοι της γενικής αγαλλιάσεως.  Μεταξύ  αυτών, συγκατελέγετο και ο τρίτος εκ των Ελλήνων επιβατών, ένας άνδρας τεσσαράκοντα περίπου ετών, ο Ανδρέας Σπερχής. Ο άνδρας αυτός ίστατο  την ώραν εκείνην επί της γεφύρας, και με την κόμην του ανάστατον από τον άνεμον, παρετήρει, μελαγχολικός και σύννους, τον μακρινόν ορίζοντα. Γόνος γνωστής Ελληνικής εν Βλαχία εγκατεστημένης, άλλοτε, οικογενείας πλοιοκτητών και μεγαλεμπόρων, ο Ανδρέας Σπερχής είχε γνωρίσει τον πλοίαρχον Άντερσον εν Λονδίνω, όπου αργότερον εγκατεστάθη η οικογένειά του, και, όπου, επί πολλά έτη, έζησε, σπουδάζων και εργαζόμενος, εις τα εκεί γραφεία του πατρός του, και χάρις εις αυτήν την γνωριμίαν, ευθύς ως την εζήτησε, έλαβε παρά του πλοιάρχου την άδεια να ανέρχεται, οσάκις το επιθυμούσε, εις την γέφυραν του γιγαντιαίου πλοίου.

 

 

 

Αλλά, ενώ εις πάσαν άλλην εποχήν, ο Ανδρέας Σπερχής θα ησχολείτο με τας απολαύσεις της ζωής και ιδίως με τας ηδονάς του έρωτος, επιδιώκων να έλθη και ερχόμενος εις αμέσους επαφάς με πολλάς ωραίας νεάνιδας και κυρίας, ο Έλλην αυτός απέφευγε τώρα συστηματικώς τον κόσμον και, παραδόξως, δεν εκοίταζε καμμίαν γυναίκα. Ωρισμέναι σκέψεις έμμονοι και πεπυρακτωμέναι του εφλόγιζαν τον νουν, και ένα όνομα γλυκύτερον παντός άλλου συνετάρασσε την σφαδάζουσαν συναισθηματικότητά του. Το όνομα τούτο ήτο – Βεατρίκη. Αι  σκέψεις – παν ό,τι είχε σχέσιν με την φέρουσαν το όνομα αυτό κόρην, και ιδίως, η απόκρουσις εκ μέρους της του έρωτος που της είχε προσφέρει.

 

Ο Ανδρέας Σπερχής είχε αγαπήσει εμμανώς την Βεατρίκην εις τας Αθήνας, όπου είχε διαμείνει πλέον των τριών μηνών, κατά την επιστροφήν του εκ μακρυνού ταξιδίου εις την Τουρκίαν, τον Καύκασον και την Ρωσσίαν, πριν επανέλθη εις το Λονδίνον, όπου, από εικοσαετίας ήδη ήτο εγκατεστημένος. Η νεάνις, όμως, ηγάπα άλλον άνδρα, και κληθείσα, εν τέλει, κατόπιν μακράς προσπαθείας του εκ Βλαχίας Έλληνος θαυμαστού της να την κατακτήση, να εκλέξη οριστικώς, μεταξύ αυτού και του άλλου, επροτίμησε να μείνη πιστή εις τον πρώτον της έρωτα. Ο Σπερχής, τρωθείς βαθύτατα εις την καρδίαν, απεφάσισε να εγκαταλείψη την Ελλάδα ενωρίτερα απ’ ό,τι υπελόγιζε αρχικώς, και να ζητήση, εις μακρυνά ταξίδια, μίαν λήθην που εφαίνετο προβληματική, διότι το πάθος του διά την ωραίαν και σεμνήν Αθηναίαν ήτο μέγα και η θλίψις, που προεκάλεσε εις αυτόν ο χωρισμός, αβυσσαλέα.

 

 

Και ενώ, άλλοτε, η ισχυρά του ιδιοσυγκρασία και η εντόνως αισθησιακή του φύσις, εγέμιζαν την ψυχήν του Ανδρέου με εξαισίας ηδονάς και με ακαταπόνητον δραστηριότητα, τώρα, μετά την ατυχή έκβασιν του προσφάτου ερωτός του, ο Έλλην αυτός δεν ημπορούσε να αντιδράση λυσιτελώς, και παρέμενε δέσμιος της στυγνής μελαγχολίας που τον κατέτρυχε και αιχμάλωτος, όχι μόνον των θλιβερών του σκέψεων, αλλά και των αγχωδών φαντασιώσεών του , αίτινες έφεραν άπασαι την σφραγίδα της και εν τη θλίψη ακόμη ισχυράς  του φαντασίας, ην συνεχώς έτρεφε και υπεδαύλιζε, τόσον εν τη λύπη, όσον και εν τη ψυχική ευφορία, η πλουσιωτάτη συναισθηματικότης του.

 

Oύτω, και κατά την παρούσαν στιγμήν, συλλογιζόμενος διά πολλοστήν φοράν τα γεγονότα της εν Αθήναις διαμονής του, εν τοιούτον όραμα της φαντασίας εξετόπισε τας ιστορικώς συγκεκριμένας σκέψεις του, και ο Ανδρέας Σπερχής έβλεπε, τώρα, εν τω ερωτικώ του σπαραγμώ, τον εαυτόν του ως Θεόδωρον Κολοκοτρώνην, καθημαγμένον και γεγηρακότα, καθήμενον επί δρυός πεσούσης, με την περικεφαλαίαν του, δίπλα του, επί της γης, να οδύρεται και να θρηνή, ουχί μακράν από την με φλόγας ζωσμένην ηρωικήν Τροπολιτσάν, ενώ η Βεατρίκη εκθύμως υπανδρεύετο τον Ιμπραήμ, και οι πέριξ ιστάμενοι αγωνισταί, περίλυποι, σιωπούσαν.

 

Αίφνης τα χείλη του Σπερχή εσάλευσαν και ενώ, ακουμβών εις την κουπαστήν, εξύφαινε ακόμη την φαντασίωσίν του, ο Έλλην αυτός, καίτοι κατήγετο εξ Άνδρου των Κυκλάδων, και είδε το φως εν Βλαχία και ουχί εν Πελοποννήσω, ταυτιζόμενος, προς στιγμήν, με τον βαρέως δεινοπαθείσαντα Μωρέαν, εψιθύρισε με τραγικόν καϋμόν:

 

«Μωρηά! Μωρηά κατακαϋμένε!»

 

Μόλις ωλοκληρώθη εις τον νουν του αυτή η εικών, και εγεύθη ο Σπερχής την οξυτάτην πικρίαν με την οποία τον εγέμισε το όραμά του, καθώς και η φράσις που είχε εκστομίσει, νέα εικών, εξ ίσου εναργής και αγχοβαρής, κατέλαβε την θέσιν της προηγουμένης. Και ιδού που ο Έλλην έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Αθανάσιον Διάκον, θνήσκοντα εν μέσω φρικτών αλγηδόνων εις χείρας των Τουρκαλβανών, ουχί κατά διαταγήν του Αλή, αλλά κατά διαταγήν της Βεατρίκης, ήτις, βασιλεύουσα ως μπας-χανούμ εις το σεράϊ των Ιωαννίνων, και περιστοιχιζομένη εις τον εξώστην από Έλληνας και Τούρκους εραστάς και ευνοουμένους, παρετήρει τερπομένη το οικτρόν του τέλος.

 

Και ενώ η λίμνη εφρικία από τας κραυγάς των απεριγράπτων αλγηδόνων του, και τα πέριξ όρη και αι φάραγγες αντιλαλούσαν τας τρομεράς του οιμωγάς, η Βεατρίκη, μειδιώσα, εφαίνετο να ηδονίζεται ολονέν περισσότερον, και οι χυδαίοι ευνοούμενοι εκάγχαζαν πιο δυνατά, μυκτηρίζοντες και υβρίζοντες τον εν βασάνοις θνήσκοντα μάρτυρα της αγάπης.

 

Ο Ανδρέας Σπερχής επέρασε εμπρός από τα μάτια του την χείρα του, ωσάν να ήθελε να εκδιώξη το αποτρόπαιον τούτο όραμα. Και ενώ, μετά μικράν ανάπαυλαν, ητένιζε πάλιν τον ορίζοντα, μία άλλη φαντασίωσις εγεννήθη εις τον νουν του. Εις την φαντασίωσιν ταύτην, ωσάν να ήθελε να εκδικηθή την νεάνιδα των Αθηνών, ο Σπερχής έβλεπε τώρα τον εαυτόν του ως Τούρκον γενίτσαρον, να φονεύη διά φασγάνου τον εκλεκτόν της Βεατρίκης και, ακολούθως, να μαστιγώνη την ωραίαν κόρην, την οποίαν έβλεπε γονυπετή, επί παχέος τάπητος, με την κεφαλήν της εγγίζουσαν το δάπεδον, με το φόρεμά της υψωμένον μέχρι της οσφύος, με τον κώλον της γυμνόν και τουρλωμένον, ενώ οι ακάλυπτοι γλουτοί της καθίσταντο ρόδινοι και εν τέλει πορφυροί, υπό τα δηκτικά και συρίζοντα πλήγματα του καμτσικίου του, έως που από την ερυθράν πλέον σφαιρικήν επιφάνειαν των φλεγομένων οπισθίων της, ήρχισε να αναβλύζη το αίμα. Ο Ανδρέας Σπερχής ερρίγησε. Τώρα έβλεπε τον εαυτόν του να ανατρέπη την Αθηναίαν κόρην επί του τάπητος, και ενώ εκείνη εκραύγαζε, ζητούσα βοήθειαν ματαίως, έβλεπε τον εαυτόν του ο Σπερχής να ανέρχεται επ’ αυτής και με πριαπικήν φρενίτιδα θηριώδη να την βιάζη.

 

Επί τινα δευτερόλεπτα η εικών αυτή ανεκούφισε την τρωθείσαν φιλαυτίαν του Έλληνος, αλλά, εντός ολίγου, το γεγονός ότι εστάθη δυνατόν να δοκιμάση τοιαύτα συναισθήματα, και η διαπίστωσις ότι, έστω και εν τη φαντασία του, είχε τηρήσει τόσον ανοικτίρμονα και αγρίαν στάσιν, έναντι του πλάσματος που ελάτρευε, τον έρριψε εις βάραθρον απογνώσεως μεγαλυτέρας. Μετανοών δε και σχεδόν δακρύων, έσφυξε σπασμωδικώς την κουπαστήν της γεφύρας και εψιθύρισε:

 

«Βεατρίκη!…Βεατρίκη!…Συγχώρησέ με.»

 

α,ρε ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ θεε!!

www.soundcloud.com/superfunk12

https://superfunk12.wordpress.com/

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

"Αν σας αγκάλιαζα σ' ένα κρεβάτι, είκοσι φορές θα σας αποδείκνυα το πάθος μου. Είθε οι έντεκα χιλιάδες παρθένοι, ή κι οι έντεκα χιλιάδες βέργες, αν λέω ψέματα, να με τιμωρήσουν αυστηρά!" Αυτός είναι ο όρκος που δίνει ο Ρουμάνος πρίγκηπας Μονί Βιμπέσκου, οσποδάρος εξ αίματος, στην όμορφη Κωλοκωλίν απ' την Ωστοναγκώνα.

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

".....κι ο Μικλος? κι ο Μικλος? αλλα βεβαια, αυτο να μου πεις, ο αλλος τουμπανιαστηκε"

 

Μ. Λογοθετιδης "ενα βοτσαλο στη λιμνη"

Make me fries...

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

ΤΟ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟ ΜΗΧΑΝΗΜΑ

Είναι πουλί;

Ειν’ αεροπλάνο;

Είναι παράθυρα ΄πο βούτυρο;

Τροχοί προσευχής;

Πεδιάδες που λιώνουν;

Είναι τόσο αργά;

Είναι σφαίρες πύρινες στο σεληνόφως;

Είναι άλογα που μαλλώνουν στο βάθος του ωκεανού;

Ιπτάμενη μηχανή;…Ποτάμι στον ουρανό;

Είναι « Το Τέλος»;

Οι Ανθρωποι μ΄ένα «πφφτ» εξαφανίστηκαν

Όμοια με τους αρχαίους Αιγυπτίους

Στα βάθη των Πυραμίδων…

Είναι τόσο αργά;

 

www.soundcloud.com/superfunk12

https://superfunk12.wordpress.com/

Συνδέστε για να σχολιάσετε
Κοινοποίηση σε άλλες σελίδες

Δημιουργήστε λογαριασμό ή συνδεθείτε για να σχολιάσετε

Πρέπει να είστε μέλος για να αφήσετε σχόλιο

Δημιουργήστε λογαριασμό

Γραφτείτε στην παρέα μας. Είναι εύκολο!

Δημιουργία λογαριασμού

Σύνδεση

Έχετε ήδη λογαριασμό; Συνδεθείτε εδώ.

Σύνδεση

×
×
  • Δημοσιεύστε κάτι...

Τα cookies

Τοποθετήθηκαν cookies στην συσκευή σας για να είναι πιο εύκολη η περιήγηση στην σελίδα. Μπορείτε να τα ρυθμίσετε, διαφορετικά θεωρούμε πως είναι OK να συνεχίσετε. Πολιτική απορρήτου